10.11.12

Μαινάδες





 tumblr_mcql0bTlEL1rk6kk6o2_500.jpg





Του Βάκχου το νησί βρίσκεσαι καταμεσής στο πέλαγος
εκεί οι άνεμοι κοπάζουν τις ώρες τις μεσημβρινές
κι ο Θεός Ήλιος αλύπητα πυρώνει τα βράχια των βουνών
Τις λίμνες με τις νύμφες ψάχνεις για να βρεις
μα πρώτα  θυσία στους νεφελογέννητους Θεούς της λησμονιάς
πρέπει με σεβασμό να κάνεις κι αν  ο  αγγελιοφόρος άνεμος
την άδειά τους φέρει τότε  θα πρέπει με πέλματα γυμνά
και την ψυχή καθάρια της λήθης τα πετρόχτιστα μονοπάτια
να βαδίσεις που είναι ανηφορικά και  πρέπει
με το αίμα των γυμνών ποδιών σου τις πέτρες να σφραγίσεις

Νεράιδες και ξωτικά πλάσματα παραμυθένια κρύβονται
πίσω από κάθε βράχο , πίσω από   κάθε κορμό
με τραγούδια μελιστάλαχτα να σε πλανέψουν θένε
τον δρόμο σου να χάσεις κι έτσι πολλοί πριν από σε ανέμυαλοι
προορισμό δεν βρήκαν και αν προσεκτικά κοιτάξεις
στα δέντρα τα χιλιόχρονα δεν είναι κλαριά μήτε φύλλα
αυτά που βλέπεις των παραστρατημένων οστέινες απολήξεις είναι
κνήμες, σπάλες, πλάτες που τα λευκαίνει ο Ήλιος ο Θεός
και κροταλίζουνε σα σήμαντρα στων ανέμων τα περάσματα

Σε καταπράσινο λιβάδι ο δρόμος σου σε οδηγεί 
εκεί που οι  καταρράκτες των βουνών πηγάζουν 
κι οι λίμνες κρατάνε δικά τους τα γαλάζια διάφανα νερά
προτού στο ανθρώπινο το γένος τα προσφέρουν
Σαν φτάσεις στο τέλος ονειρικής διαδρομής εκεί θα θες
το κορμί σου να ξεπλύνεις απ΄ το χώμα, τον ιδρώτα
καθώς το βλέμμα σου τ΄ απέραντο του πελάγους
θα αναμετρά στα πόδια σου να στραφταλίζει
τις νύμφες θα δεις να έρχονται παίζοντας και χορεύοντας
άλλη κρατάει τον αυλό , άλλη  την τρίχορδη την λύρα
με μαλλιά λυτά στεφανωμένα κισσούς κι αγριολούλουδα
και τα γυμνά αιθέρια κορμιά αέρινες αισθήτες να τα ντύνουν
που απαλά αργοσαλεύουνε σε κάθε του ανέμου χάδι ηδονικό

Γύρω σου στήθια γυμνά, κορμιά που ξεφεύγουν στ΄ άγγιγμα σου
χέρια που τα κουρελιασμένα ρούχα σου απαλά τραβούν
χείλη και γέλια κι ανάσες που το βασανισμένο σου κορμί
το σπρώχνουν στα ζεστά νερά , τα χέρια απλώνεις , χαμογελάς
ο πόθος σου θεριεύει στο στομάχι καθώς μαλλιά ξανθά διαλέγεις
και μια τούφα μαύρους βοστρύχους βρίσκεις να κρατάς στο χέρι
ένα κόκκινο στόμα στα χείλη σε φιλά, νερό ξεπλένει τις πληγές σου
άλλο στόμα σημάδι στον ώμο σου αφήνει, χέρια , δεκάδες χέρια
αγγίζουν τα μαλλιά σου, τον λαιμό, τους δυνατούς ώμους,
το στήθος που βαριανασαίνει, τα λαγόνια που καίγονται ,
τους μηρούς ,τα ματωμένα πέλματα γιατρεύουν κι εσύ
να διαλέξεις μια από τις νύμφες δεν μπορείς αχόρταγος γεμίζεις
από μάτια αστραφτερά, χέρια αέρινα ,  παίζουν μαζί σου, σε κρατούν
φλογίζουν το μυαλό σου, σ΄ ένα οργασμό παροξυσμού
σε προκαλούν κοσμήματα πολύτιμα να μοιράζεις το σπέρμα ,
τον ιδρώτα σου, στων νυμφών τα διάφανα κορμιά
ξεχνώντας  τον χρόνο να υπολογίζεις
δεν είδες το άρμα του Ήλιου Θεού που χάθηκε στον ορίζοντα
ούτε πρόσεξες του πελάγους τα νερά που πήραν μαύρο χρώμα
και  τη  Σελήνη σα βγήκε πίσω από τους βράχους των βουνών.

Άμοιρε θνητέ ηδονικά με τα μέλη χαλαρά να κείτεσαι στο πλάι των νερών
χορτάτος από έρωτα και γέλια και τραγούδια σαν οι πυρσοί ανάψαν
Πετάξανε τα πέπλα τους οι νύμφες,  στην γη ποδοπατήσαν 
τα λουλουδένια τα στεφάνια , άστραψαν τα μάτια στα σκοτάδια
μεταμορφώθηκαν  κάτω απ΄ τ΄ ασημένιο φως  τα νύχια σε μαχαίρια
και τα λευκά μαργαριταρένια δόντια γίνανε ξίφη κοφτερά
και το απόκοσμο  του πόνου ουρλιαχτό αντιλάλησε μέχρι τ΄ ακρογιάλια
σαν το  πρώτο της μαινάδας νυχτερινό φιλί κομμάτι από τα χείλη πήρε
σάρκα θνητή  θυσία στον βωμό του έρωτα προσφέρθηκε
αψιά η μυρωδιά του αίματος, κυλάει στις άκρες των χειλιών
στα ορθωμένα στήθη,  στο αιδοίο της νύχτας σταλάζει
κι ο ήχος του αυλού να τις καλεί το μακάβριο έργο να τελειώσουν
προτού ο Θεός ο Ήλιος βγει το λιβάδι των βουνών να καθαρίσουν
από τα ίχνη της σαρκοβόρας της γιορτής κάτω από την σκέπη της Σελήνης.
Έσκουζαν μισότρελες οι τρομερές μαινάδες  να ξεθυμάνουν την οργή τους
ήπιαν τις τελευταίες στάλες από το νέκταρ του Βάκχου  δώρο
και λίγο προτού να φέξει  βούτηξαν στης λίμνης τα σκοτεινά νερά
τα σημάδια της Ιερής τους Νύχτας να ξεπλύνουν.



Έφτασε η μέρα σαν ξεπρόβαλλε ο ζωογόνος  Ήλιος,

Φύσηξε ο  γλυκός νοτιάς ρυτίδιασε το πέλαγος
και την αλμύρα του έστειλε στων βράχων τις κορυφές
τις νύμφες αγκάλιασε  που έπαιζαν γελώντας καθώς
βουτούσαν στης λίμνης τα καθάρια γαλανά νερά
τραγουδούσαν με γλυκόλαλες φωνές και χόρευαν
κάτω από τους ήχους του αυλού και της τρίχορδης λύρας





                                                                                                Levina 






7.11.12

λυκόφως






είναι η ώρα του λυκόφωτος

η ώρα που συναντιούνται

η απερχόμενη μέρα με την εισβολή της νύχτας

κι αρπάζουν τα πινέλα τους ποια από τις δυο θα ζωγραφίσει

το πιο πλουμιστό ρούχο τ΄ ουρανού ;



ποιος ζωγράφος να τις συναγωνιστεί ετούτες τις δυο Θεές

που την ζωή μας από καταβολής κόσμου κυβερνάνε?






 





ελάχιστα λεπτά πριν το σκοτάδι 

ο ουρανός όπως τον  είδα από το σπίτι μου    06/11/2012


                                                                                                                              Levina




1.11.12

Κάθε τέλος ... μια αρχή ( μέρος γ' )


Περίληψη προηγουμένων_
Mια νέα γυναίκα που ζει μόνη με την κόρη της έχοντας την βοήθεια της μητέρας της, με αρκετές άστοχες κινήσεις στην ζωή της έχει βρεθεί σε αδιέξοδο μέχρι που έρχεται ο διορισμός της να διδάξει
στο σχολείο ενός ορεινού χωριού της Κρήτης. Παρακολουθούμε την ημέρα της αναχώρησης για τον τόπο του διορισμού της και την βλέπουμε να έχει όλες τις φοβίες και τις ανασφάλειες που θα είχε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο.


 


Λίγους μήνες μετά

Κάθομαι στο προαύλιο του Σχολείου , πίσω από πράσινη κουρτίνα που έχουμε στήσει για παραβάν και πρώτη φορά νοιώθω να έχω τόσο άγχος, ούτε στον οδοντίατρο δεν έτρεμαν τόσο πολύ τα γόνατα μου καθώς είμαι περιστοιχισμένη από έντεκα πιτσιρίκια που
χοροπηδάνε γύρω μου περιμένοντας οδηγίες .
Αναρωτιέμαι πως θα τα καταφέρω να τα βγάλω πέρα μέχρι το τέλος δίχως να καταρρεύσω από το άγχος εκεί στην μέση της αυλής και να γελάει μαζί μου όλο το χωριό που έχει έρθει
να παρακολουθήσει τις γυμναστικές μας επιδείξεις .
Όχι ψέματα, το ξέρω πως κανείς δεν θα γελάει μαζί μου, θα τρέξουν όλοι να βοηθήσουν
και θα τσαλακωθούν οι στολές των παιδιών, θα γίνει ένας πανικός, θα χαλάσουν οι γυμναστικές επιδείξεις εξ αιτίας μου!


Μα τι βλακείες σκέφτομαι τέτοια ώρα? Σύνελθε Άννα!
Παίρνω βαθιά ανάσα και ρίχνω μια κλεφτή ματιά στην αυλή που η Δευτέρα Τάξη της
Λένας κάνει το δικό της πρόγραμμα με ασκήσεις εδάφους.
Τα παιδιά παίζουν με κορδέλες και στεφάνια κάνοντας πολύπλοκους σχηματισμούς
κι ανάμεσα τους είναι κι η Νανούκα μου ντυμένη με το φούξια κορμάκι της , αυστηρά προσηλωμένη στο πρόγραμμα της δεν σηκώνει καν τα μάτια για να δει την γιαγιά Μαρία
που τηνκαμαρώνει από τις πρώτες θέσεις παρέα με την Τζώρτζια που βγάζει συνεχώς φωτογραφίες με την ολοκαίνουργια κάμερα που αγόρασε αποκλειστικά γι αυτή την ξεχωριστή ημέρα . Βλέπω γελαστά πρόσωπα,φλας να ανάβουν αποθανατίζοντας την κάθε στιγμή
των παιδιών, τα βίντεο να έχουν πάρει φωτιά κι εγώ με τα Τριτάκια μου
περιμένουμε την σειρά μας με αγωνία .

Θυμάμαι...
Πόσο διστακτικά έφτασα σε αυτό το μικρό χωριό, πόσο φοβισμένη κατέβηκα από το λεωφορείο κρατώντας σφιχτά το χέρι της Νανούκας και πως μας κοιτούσαν όλοι
στον καινούργιο τόπο που φτάσαμε, τόσο περίεργα , ώστε ένιωθα τα μάτια τους
να κολλάνε επάνω στο παλτό μου, να χώνονται μέσα στο δέρμα μου ,να ψάχνουν
τις σκέψεις μου.
Για λίγο καθίσαμε να πάρουμε μια ανάσα στο πρακτορείο που ήταν και το καφενείο
του χωριού κι όταν ρώτησα πως θα βρω το Δημοτικό Σχολείο, αμέσως μαθεύτηκε πως
«η καινούργια κυρά Δασκάλα ήρθε» και τα βλέμματα γλύκαναν, ερχόταν να μας
χαιρετήσουν, να μας κεράσουν, να μας καλωσορίσουν.

Αφήσαμε εκεί στο καφενείο τις βαλίτσες μας μέχρι να βρω άκρη με το σχολείο,
να παρουσιαστώ στον Διευθυντή για να πάρω οδηγίες κι εκείνη την ημέρα γνώρισα
και την Λένα την δασκάλα που είχε αναλάβει την Δευτέρα τάξη που θα πήγαινε η Νανούκα.
Εκείνη είχε ήδη δυο χρόνια στο χωριό, ήταν βετεράνος μπροστά στα μάτια μου και δεν
ήξερα αν έπρεπε να απελπιστώ εντελώς όταν άρχισε να κουνάει με αποδοκιμασία το
κεφάλι της όταν έμαθε πως δεν είχαμε κλείσει κάποιο δωμάτιο για να μείνουμε
« Θα μπορούσαμε να μείνουμε σε κάποιο ξενοδοχείο» ήταν η δική μου άποψη που έφερε παροξυσμό γέλιου στην καινούργια μου φίλη …
« Μα που νομίζεις πως ήρθατε; >> με ρώτησε ανάμεσα στα γέλια της ...
το κοντινότερο μέρος που διέθετε ξενοδοχείο απείχε κανένα δίωρο!


Όπως ήταν φυσικό για μια ακόμα φορά τα είχα κάνει χάλια καθώς είχα πλάσει την
εικόνα στο μυαλό μου πως θα βολευόμασταν άνετα για λίγο σε κάποιο μικρό και φθηνό ξενοδοχείο μέχρι να βρούμε ένα σπιτάκι να νοικιάσουμε, μόνο που ούτε ξενοδοχείο
υπήρχε, ούτε περίσσευαν σπίτια για νοίκιασμα αφού οι άλλοι δάσκαλοι είχαν προνοήσει
να νοικιάσουν ότι διαθέσιμη στέγη υπήρχε στο χωριό.

« Θα σε πάω στην κυρά Μαρία γι απόψε κι από αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε με την περίπτωση σου!» βρήκε την λύση η Λένα κι άρχισα να γελάω ανακουφισμένη καθώς ένα βάρος έφυγε από πάνω μου.
« Μη χαίρεσαι, δεν ξέρεις τι δράκαινα είναι, ο θεός να σε φυλάει αλλά μένει μόνη της
σε ένα τεράστιο σπίτι κι όλο και κάποιο δωμάτιο θα έχει να σε βάλει. Εκεί έμενα κι εγώ
πέρσι αλλά ήταν πολύ παράξενη και δεν άντεξα»

Το γέλιο μου κόπηκε αλλά όταν έχεις πάρει master στην παραξενιά από μια Τζώρτζια
η δράκαινα της Λένας θα με φόβιζε?

Το σπίτι ήταν στην άκρη του χωριού, ένα πέτρινο δίπατο με μια τεράστια αυλή μπροστά .
Από την είσοδο της αυλής μέχρι το σπίτι ήταν παραταγμένοι σαν στρατιωτάκια ντενεκέδες λαδιού , βαμμένοι κατάλευκοι κατάφορτοι με Φθινοπωρινά λουλούδια .
Και τότε την είδα να στέκεται στο κατώφλι και να μας παρατηρεί, δράκαινα όχι αστεία! Ψηλή , μαυροφορεμένη με γκρίζα μαλλιά πιασμένα σε έναν αυστηρό κότσο πίσω στον σβέρκο της, πρόσωπο βλοσυρό , μάτια κατάμαυρα που πέταγαν φωτιές καθώς μας παρατηρούσε να πλησιάζουμε στο σπίτι της και στόμα σφιγμένο πεισματικά που αρνιόταν να χαμογελάσει .
Θα είχα κάνει μεταβολή να φύγω τρέχοντας αλλά να φοβηθώ μια ηλικιωμένη γυναίκα
ήταν γελοίο γι αυτό προχώρησα με θάρρος, καλά αστεία λέμε τώρα, δεν είχα καθόλου
θάρρος, έτρεμα ολόκληρη,αλλά ήθελα να παραστήσω την γενναία στην Νανούκα που
έχει πιάσει σφιχτά το χέρι μου και κοιτά με τρόμο τον δράκο που μας περίμενε .

Δεν κατάλαβα τι ήταν εκείνο που την έκανε να χαμογελάσει,μήπως το τρομαγμένο
ύφος μου ή μήπως η Νανούκα που κρυβόταν στις δίπλες του παλτού μου και φαινόταν
μόνο η κορφή του κεφαλιού της και το ένα μάτι που κοιτούσε κρυφά?
Μπορεί να χαμογέλασε με το ξεφτισμένο κουνέλι που κρεμόταν σαν πτώμα στην
αγκαλιά της κόρης μου!! Πάντως χαμογέλασε κι ένα χέρι με σκληρούς κάλους έσφιξε
το δικό μου και μας καλωσόρισε στο σπιτικό της.
Αντί για καφέ μας έστρωσε τραπέζι κι άρχισε να κουβαλά ένα σωρό πιάτα λες και μας περίμενε κι εμείς ξεθεωμένες από το ταξίδι και την ταλαιπωρία της ημέρας δεν
σκεφτήκαμε καν να φέρουμε αντίρρηση κι εκείνη μπούκωνε την κόρη μου που έτρωγε
λες κι είχα να την ταΐσω δέκα μέρες!
Η Λένα αφού μας παρέδωσε στην ''δράκαινα'' έφυγε , πήγε στο χωριό να στείλει τα πράγματα μας σαν να ήταν πια βέβαιο πως δεν θα φεύγαμε πια από αυτό το σπίτι αν και δεν είχαμε συζητήσει ούτε για ενοίκιο, ούτε για το που θα κοιμόμασταν .

Η κυρά Μαρία μας έδωσε όλο το ισόγειο να μένουμε με την Νανούκα,
δυο κάμαρες που στην κάθε μια θα μπορούσα να στριμώξω όλο το διαμέρισμα που
μέναμε στην Αθήνα, με ένα μπάνιο τεράστιο «κοίτα μαμά , ολόκληρη μπανιέρα έχει εδώ!»
και κουζίνα που όσο έμεινα εκεί δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω ποτέ, αφού εκείνη ανέλαβε και την διατροφή μας γιατί όπως έλεγε κουνώντας το κεφάλι «εσείς οι Αθηναίες
δεν ξέρετε να μαγειρεύετε και το παιδί πρέπει να τρώει καλά κι εσύ πετσί και κόκαλο είσαι!». Όσο για ενοίκιο , έμεινα άφωνη όταν μου ζήτησε σχεδόν τα μισά από όσα πλήρωνα στο προηγούμενο σπίτι.
Ήταν πολύ καλύτερα από όσο μπορούσα να το φανταστώ και πως θα μπορούσε να φτάσει ποτέ η φαντασία μου τόσο μακριά, σε μια άγνωστη γυναίκα που μας σκέπασε με τις φτερούγες της και μας φρόντιζε σαν να είμαστε η κόρη και η εγγονή της!
Επιτέλους ζούσα, ανάσαινα, χαμογελούσα ... έκανα μια καινούργια αρχή!

Εκείνο το ίδιο βράδυ που φτάσαμε, όταν έβαλα την Λιλίκα για ύπνο, στο καινούργιο της κρεβάτι που μοσχοβολούσε σαν να είχε απλώσει κάποιος επάνω στα κατάλευκα σεντόνια όλα τα λουλούδια της γης, αγκάλιασε σφιχτά τον Σοκολάτα και με νυσταγμένο ύφος μου ψιθύρισε
«μη φύγουμε μαμά από εδώ μου αρέσει η γιαγιά Μαρία»


Ούτε κατάλαβα πότε προβιβάστηκε η δράκαινα κυρά Μαρία σε γιαγιά Μαρία!
Μάλλον τις ώρες που την κρατούσε τρυφερά αγκαλιά και την μπούκωνε ξεροτήγανα
και τραγανές πατάτες ή όταν της έδωσε μια χειροποίητη πλεγμένη παιδική κουβερτούλα
για να τυλίξει τον Σοκολάτα της?

Αργότερα καθόμαστε μόνες μας με την γιαγιά Μαρία πλάι στην ξυλόσομπα μασουλώντας φρέσκα καρύδια και πίνοντας σπιτικό κρασί .
Το ξημέρωμα μας βρίσκει ακόμα να συζητάμε και το περίμενα πως κάποια στιγμή θα
έφτανε η ώρα της ερώτησης «ο άντρας σου θα ΄ρθει?» και αυτό μου έδωσε την ευκαιρία
να ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα της ζωής μου και να της πω χωρίς περικοπές
από πού ερχόμουν και ποια ήμουν . Δεν της έκρυψα τίποτα, δεν ήθελα να ξεκινήσω την
φιλία μας με αυτήν την ντόμπρα Κρητικιά με φθηνές δικαιολογίες και παραλείψεις.
Θα άφηνα εκείνη να διαλέξει αν ήθελε να με κρατήσει με το παιδί μου κοντά της ή
να μας πει να φύγουμε.
Εκείνη όμως κούνησε αδιάφορα τους ώμους «τα λάθη για τους ανθρώπους είναι» σα
να μη της είχε κάνει τίποτα εντύπωση από όσα άκουσε κι από τότε δεν μας άφησε από
τα χέρια της. Έτσι απέκτησα μια δεύτερη Τζώρτζια να μας προσέχει κι η Νανούκα
απέκτησε μια ακόμα γιαγιά, που την ακολουθούσε σαν σκυλάκι όπου πήγαινε εκείνη.
Μαζί της η ζωή ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα από όσο μαζί μου,γιατί η γιαγιά Μαρία
«έπλεξε και παλτό στον Σοκολάτα μαμά και ξέρει να κάνει τις πιο ωραίες τηγανιτές πατάτες ,μου λέει ξένα τραγούδια (οι Κρητικοί ιδιωματισμοί φάνταζαν ξένες γλώσσες
για την κόρη μου) και με πάει και βόλτες στα ζωάκια να παίζω» τα ζωάκια ήταν οι κότες
που είχε η γιαγιά Μαρία στην πίσω αυλή , κατσίκες και πρόβατα που έβοσκαν παντού
γύρω από το χωριό και που η κορούλα μου δεν είχε δει ποτέ της μέχρι τότε παρά μόνο
σαν ζωγραφιές στα παραμύθια.


«Είστε καλά κυρία Άννα, είναι έτοιμα τα παιδιά?» συνέρχομαι από
το ονειροπόλημα μου και βλέπω τον κ. Διευθυντή να με κοιτά ανήσυχος.
«Μάλιστα , μια χαρά όλα, μην ανησυχείτε καθόλου» Ρίχνω μια κρυφή ματιά
στην αυλή νομίζοντας πως έχει φτάσει η σειρά μας και δεν το έχω καταλάβει ,
όμως το πρόγραμμα της Δευτέρας Τάξης θέλει ακόμα δέκα λεπτά για να τελειώσει.
Η Λένα δίνει τα παραγγέλματα και βλέπω όλο το άγχος που ζωγραφίζεται
στα μάτια της για τα παιδιά της. Άραγε κι εγώ το ίδιο βλέμμα έχω?
Μάλλον γιατί βλέπω την γιαγιά Μαρία να με κοιτά επίμονα και να μου γνέφει καθησυχαστικά . Της στέλνω ένα φιλί για να μην ανησυχεί και γυρίζω ν’ ασχοληθώ
με τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Ξέρω πως κι εκείνη σήμερα έχει πολύ αγωνία, όχι μόνο για το αν θα τα πάει καλά η
Νανούκα μας ή πως θα τα βγάλω πέρα στις πρώτες μου γυμναστικές επιδείξεις ,
περιμένει τον γιο της, μετά από τρία χρόνια που έχει να τον δει και είναι τόση η
χαρά της που όλη την χθεσινή μέρα την περάσαμε στην κουζίνα να ετοιμάζουμε τα φαγητά
της σημερινής γιορτής. Γιατί αυτή η μέρα είναι για όλες μας γιορτή.

Για την γιαγιά Μαρία, για την Τζώρτζια, για την Νανούκα μας, για εμένα, ακόμα και
για εκείνον τον γιο που έφυγε θυμωμένος με την μητέρα του πριν χρόνια και τώρα πια επιστρέφει.


………………………………….
Γιαγιά Μαρία

« Τόσα χρόνια σε ένα άδειο σπίτι, στερημένο από γέλια, από γιορτές,
τραπεζώματα. Έφυγε αδικοχαμένη η Φωτεινή μου κι έμεινε
η σκιά της να βαραίνει τις ζωές μας, να σέρνεται πάνω στους τοίχους,
να αρπάζεται απ΄ τους φράκτες, να μη θέλει να μας αποχωριστεί
και την άκουγε ο κύρης της, την έβλεπε τα βράδια να τριγυρίζει κάτω
στην αυλή και να τον καλεί κοντά της κι αυτός δεν το άντεξε, κάποια
βραδιά την ακολούθησε κι από τότε σαν τον πήρε μαζί της ηρέμησε
η ψυχή της και χάθηκαν κι οι δυο αφήνοντας μας ολομόναχους
κι αυτό το παιδί να μη θέλει να κάτσει κοντά μου.
«Στοίχειωσε το σπίτι μάνα» να μολογά και να θέλει να φύγει μακριά
να βρει σε άλλο μέρος την τύχη του. Πώς να το σταματήσω, να του
κόψω τον δρόμο και έτσι του ‘δωσα την ευχή μου κι απόμεινα μονάχη
στις άδειες κάμαρες. Μόνο τα γράμματα του είχα για συντροφιά
μα πώς να γεμίσει η καρδιά με λέξεις σκαλισμένες στο χαρτί?
Χρόνια πέρασαν, αραίωσαν και τα γράμματα, μόνο στο τηλέφωνο
ν΄ ακούω την φωνή του και πώς να καταλάβω αν είναι καλά μέσα
από τις γραμμές?
Σαν ήρθε κάποτε να με δει ήθελε να με πάρει μαζί του , εκεί
που είχε ριζώσει εκείνος, στην πόλη … μου μίλαγε για την ζωή του,
για το σπίτι του, για τις σπουδές που έκανε και πως είχε προκόψει
σε όλα του, πως τίποτα δεν θα μου έλειπε μα και εδώ που ήμουν
πάλι τίποτα δεν μου έλειπε, μόνο εκείνος ήταν μακριά μα και
πώς να πισωγυρίσει πια στο χωριό ! Δεν τον χώραγε πια ο τόπος,
μικρός του έμοιαζε .
Διαφορετικές οι ζωές μας και θύμωσε σαν του το είπα.
Θυμωμένος έφυγε μαζί μου « δεν θα μπορώ να βρω ησυχία, την έννοια σου
θα έχω που θα σαι μονάχη εδώ» δεν κατάλαβε πως σαν αυτός
δεν είχε θέση στο χωριό μας έτσι κι εγώ δεν είχα θέση στην πόλη του.
Μήνες έκανε να μου τηλεφωνήσει , με έβαλε τιμωρία που δεν είχα
την θέληση να τον ακολουθήσω …

Ήρθε αυτό το κορίτσι και γέμισε φωνές και γέλια πάλι το σπίτι
κι ας το είχα πάρει απόφαση να μη ξαναδώσω δωμάτιο σε κανέναν
ξενομερίτη παρά μόνο σε ανάγκη. Δεν τις μπορώ τις ερωτήσεις
κι οι ξένοι θέλουν όλα να τα μαθαίνουν.
Μα σαν τις είδα να ‘ρχονται, εκείνη τόσο αδύνατη σαν το κλαρί
της μουριάς με φοβισμένο βλέμμα , να κρατά το κοριτσάκι της
από το χέρι, κατάξανθο σαν την Φωτεινή μου στα παιδικά τα της,
με έναν βρώμικο πάνινο κούκλο αγκαλιά ράγισε η καρδιά μου, πώς να
τις αφήσω να φύγουν? Φτερούγισε η ψυχή μου με το παιδί σαν
κάθισε στην ποδιά μου, όλα θα της τα ‘δινα αν μου τα ζήταγε
φτάνει να την κρατούσα κοντά μου, τόσο χάρηκα κι όταν
η δασκαλίτσα άρχισε να μιλά χωρίς περιστροφές να μου λέει
για την ζωή της ένοιωσα πως ένα χέρι έψαχνε να την ακουμπήσει,
να της δώσει κουράγιο, προστασία ήθελε κι ας μη το παραδεχόταν.
Τζάμπα θα τις κρατούσα στο σπίτι , ότι ήθελε να το χει, μα ήταν
περήφανη και θα ήταν προσβολή να της το πω ,γι αυτό παίρνω
τα λεφτά που μου δίνει , μα δεν έχω αγγίξει ούτε δεκάρα από αυτά,
άνοιξα βιβλιάριο για το κοριτσάκι της κι όταν φτάσει η ώρα θα το
μάθει και θα μου θυμώσει. Θα το συζητήσουμε πρώτα με την
μάνα της, εκείνη θα καταλάβει και μετά θα δούμε πως θα της
το πούμε.
Πόση χαρά είδα πια και τώρα που γυρίζει το παιδί μου,
Παναγιά μου τι περισσότερο να θελήσω?»_
...............................................................


Έτοιμοι? Ρωτάω και βλέπω γύρω μου τα ξαναμμένα προσωπάκια , τα ματάκια
που γυαλίζουν από προσμονή . Περιμένουν το δικό μου σύνθημα…
« Εμπρός καμάρια μου» φωνάζω και βγαίνω μαζί τους στην αυλή …
τα αγόρια μου είναι τα σκυλάκια και τα κορίτσια οι γατούλες και να οι τούμπες
στα στρώματα και τα κυνηγητά ανάμεσα από τα στεφάνια … ένα μήνα ράβαμε
στο σαλόνι της γιαγιάς Μαρίας τις στολές των παιδιών, ερχόταν από το πρωί
οι μανάδες , πέντε ραπτομηχανές δούλευαν μέχρι αργά τα απογεύματα για να
ετοιμαστούν όλα για την γιορτή αυτή.
Για μισή ώρα έτρεχα μαζί τους πάνω κάτω, τους δίνω τα παραγγέλματα, τους
θυμίζω τις σειρές κι όταν κάναμε το εντυπωσιακό μας φινάλε με το διπλό άλμα
της Γιωργίας επάνω από τις πλάτες των αγοριών και άκουσα το ζεστό χειροκρότημα
επιτέλους όλα τελείωσαν κι αναστέναξα ανακουφισμένη , καταϊδρωμένη
ευτυχισμένη !


Η γιορτή μας τελειώνει με τους παραδοσιακούς χορούς.
Ανάμεσα στα παιδιά και η Νανούκα ντυμένη Κρητικοπούλα με την φορεσιά που της
έδωσε η γιαγιά Μαρία.
Την έβγαλε κλαίγοντας από το σεντούκι που έχει στην κάμαρα της και την φόρεσε
στην κόρη μου «της Φωτεινής μου ήταν μα τώρα σου ανήκει καρδιά μου» κι η Νανούκα πέταξε στην άκρη τον Σοκολάτα της και καμάρωνε στους καθρέφτες φορώντας την όμορφη στολή με τα κεντήματα και τα φλουριά που χτυπούσαν σε κάθε της βήμα, χωρίς να την αποχωρίζεται για μέρες περιμένοντας ανυπόμονα την γιορτή να χορέψει ανάμεσα στα
άλλα παιδιά .
Η γιαγιά Μαρία παρέα με την Τζώρτζια καμαρώνουν κλαίγοντας για τους δικούς της
λόγους η κάθε μια και συνάμα γελάνε με τα σκέρτσα των παιδιών και χτυπάνε
παλαμάκια στον ρυθμό της μουσικής κι εγώ πάω να καθίσω ανάμεσά τους και τις αγκαλιάζω .
Είναι οι μαμάδες μου.

«Ο Κωσταντής , ο Κωσταντής ήρθε» φωνάζει η γιαγιά Μαρία και μας δείχνει έναν
νέο γελαστό άντρα που στέκεται παράμερα , ανάμεσα στον κόσμο και κουνάει το χέρι του χαιρετώντας προς το μέρος μας.


Επιτέλους, εμφανίστηκε ο άνθρωπος για τον οποίον ξέρω τα πάντα αφού η μάνα του
δεν σταματά να μιλά γι αυτόν !
Η ματιά του μας αγκαλιάζει όπως καθόμαστε όλες μαζί και τελικά καρφώνεται επάνω μου.

Για λίγο μένουμε ξαφνιασμένοι να κοιταζόμαστε, σαν να σταμάτησε η μουσική, σαν να σταμάτησε η καρδιά μου, σαν να θόλωσε η αυλή,σαν να χάθηκαν όλα ένα γύρω και μόνο
το χέρι της γιαγιάς Μαρίας που με σκουντάει στα πλευρά με συνεφέρει.
«Είδες λεβέντη γιο που έχω?» με ρωτά και διακρίνω μια πονηρή λάμψη
στα μάτια της.
Θέλω να γελάσω δυνατά, με πνίγει αυτό το γέλιο που είχα ξεχάσει πως είναι.
Θα έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το Καλοκαίρι σκέφτομαι ...
η ζωή είναι τόσο όμορφη …
ξανασκέφτομαι πως θέλω να φιλήσω όλο τον κόσμο !
Και ....

Νομίζω πως ξέρω από ποιόν θα αρχίσω … τα φιλιά !

___                                                  ΤΕΛΟΣ


                                           Levina







 


29.10.12

Κάθε τέλος ... μια αρχή (β.μέρος)


Περίληψη _
Mια νέα γυναίκα που ζει μόνη με την κόρη της έχοντας την βοήθεια της μητέρας της, με αρκετές άστοχες κινήσεις στην ζωή της έχει βρεθεί σε αδιέξοδο μέχρι που έρχεται ο διορισμός της να διδάξει στο σχολείο ενός ορεινού χωριού της Κρήτης. Παρακολουθούμε την ημέρα της αναχώρησης για τον τόπο του διορισμού της και την βλέπουμε να έχει όλες τις φοβίες και τις ανασφάλειες που θα είχε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο.





2.


Τα δώρα που έφεραν για την κόρη μου , ένα ζεστό ρόζ μπουφάν με επένδυση από γούνα και ένα ακριβό μπέζ ολόμαλλο παλτό για μένα με αφήνουν άφωνη και με δάκρυα στα μάτια.
«Δεν μπορείς χρυσή μου να εμφανιστείς στην νέα σου θέση με αυτό το απαράδεχτο ρούχο!»… Μου λέει η κ. Δημάκη χήρα Συνταγματάρχου και η αρχηγός της τετράδας των φίλων.


Θα ήθελα να υπερασπιστώ την χοντρή τσόχινη μπλε ζακέτα μου που την πήρα πριν κάτι χρόνια στις εκπτώσεις σε μισή τιμή αλλά δεν συγκρίνεται με το παλτό που μου έφεραν
τα κορίτσια και ξέρω κατά βάθος ότι η κ. Συνταγματάρχου έχει δίκιο. Η επόμενη όμως κίνηση τους είναι ένα σεβαστό χρηματικό ποσό που θέλουν να μου δώσουν, δώρο από
όλες στον σύλλογο και που αρνούμαι σθεναρά και με δάκρυα στα μάτια να το πάρω.
«Δεν είναι μόνο για σένα χρυσή μου, ένα μικρό δωράκι είναι για τα πρώτα σας έξοδα
με το μωρό μας και φυσικά θα το δεχτείς!!» Ένα δώρο που αντιπροσωπεύει τους
μισθούς μου πέντε τουλάχιστον μηνών, μαζεμένο από όλες αυτές τις γυναίκες που
καμία τους δεν είναι ιδιαίτερα ευκατάστατη, αυτό δεν είναι δώρο, είναι κάτι παραπάνω
και μπήγω τα κλάματα ρουφώντας με έναν απαίσιο θόρυβο την μύτη μου που τρέχει.
Η κ. Συνταγματάρχου αφήνει τον φάκελο με τα χρήματα στο σερβάν και με κλείνει
στην τεράστια αγκαλιά της.
«Είμαστε σίγουρες πως αυτά τα χρήματα θα πάνε για καλό σκοπό χρυσή μου ,
τα παιδιά των φίλων μας είναι και δικά μας παιδιά, εμείς εξ άλλου δεν τα έχουμε
ανάγκη όσο εσύ που θα φύγεις».
Ξέρω ότι μου λέει ψέματα για να με παρηγορήσει, φυσικά και τα έχουν ανάγκη, αλλά
δεν μπορώ να μιλήσω καθώς μας έχουν πιάσει όλες τα κλάματα από συγκίνηση.
Πολύ αργότερα, γυρίζω σπίτι μου αγκαλιά με τα δώρα μας και σφίγγοντας την τσάντα μου
με τα πολύτιμα χρήματα.
Νοιώθω λίγο πιο δυνατή τώρα πια, πιο αισιόδοξη, νοιώθω ότι δεν είμαστε μόνες μας εγώ
και η Νανούκα, ποτέ βέβαια δεν ήμασταν, αλλά τώρα ξέρω ότι δίπλα στην Τζώρτζια στέκονται πραγματικές φίλες έτοιμες να μας συμπαρασταθούν σε κάθε δυσκολία μας.

Σε λίγες ώρες θα βρισκόμαστε στο καράβι που θα μας μεταφέρει στον καινούργιο μας προορισμό και πρέπει να τσεκάρω για ακόμα μια φορά τα πράγματα που θα πάρουμε μαζί μας, δυο μεγάλες βαλίτσες, ένα ακόμα μεγαλύτερο σακ-βουαγιάζ, δυο ακόμα κούτες που έχω κανονίσει να τις πάρει μεταφορική και να μου τις στείλει όταν πρώτα δω που θα έχω τακτοποιηθεί.
Τα λιγοστά μου έπιπλα τα αφήνω πίσω, δεν αξίζει να πληρώσω για να τα πάρω και είμαι σίγουρη πως η σπιτονοικοκυρά θα νοικιάσει το σπίτι πιο ακριβά ΄΄επιπλωμένο΄΄ με την παλιά μας κρεβατοκάμαρα, το μικρό τραπέζι με τις τρεις καρέκλες και μερικά ακόμα μικροέπιπλα αγορασμένα κατά καιρούς σε τιμές ευκαιρίας από τα στοκατζίδηκα της οδού Πατησίων.
Η Τζώρτζια έχει περάσει από το σχολείο να πάρει την Νανούκα και μαζί φέρνουν και πακέτα με έτοιμο φαγητό!!
Καθόμαστε οι τρεις μας στο τραπέζι και αφού δεν έχω πια μαχαιροπήρουνα τρώμε με
τα χέρια και πίνουμε μπύρα σε πλαστικά ποτηράκια, σκασμένες στα γέλια καθώς
θυμόμαστε ένα σωρό παλιές ιστορίες με την μητέρα μου , προσπαθώντας με αυτό
τον τρόπο να διώξουμε την θλίψη του αποχωρισμού και τα καταφέρνουμε αρκετά
καλά αφού πλέον δακρύζουμε από τα γέλια.
Νοιώθω πολύ ευχαριστημένη καθώς βλέπω χαλαρή την μητέρα μου να θυμάται παλιές ιστορίες με τον πατέρα μου και να γελά με την καρδιά της.
.. «Θυμάσαι τότε που είχες αποφασίσει να γίνεις χορτοφάγος και ο καημένος ο πατέρας σου έτρωγε για τρεις μήνες από δυο μερίδες φαγητό για να μη σε ανακαλύψω??» Με ρωτά και μας πιάνει νέος παροξυσμός γέλιου.
Φυσικά και το θυμάμαι! Ήμουν τότε 14 χρονών και είχαμε ανακαλύψει με τις συμμαθήτριές μου ότι δεν ήταν καθόλου sik να τρως κρέας από φρικτά βασανισμένα ζωάκια .
Φυσικά δεν τόλμησα να το πω στην Τζώρτζια που θα γινόταν έξαλλη με κάτι τέτοιο να αποτελείται η διατροφή μου από μαρούλια, λάχανα και αγγούρια και με δάκρυα στα μάτια για τα καημένα ζωάκια κλάφτηκα στον πατέρα μου.
Πως τα κατάφερε και για τρεις μήνες η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι τι γινόταν στο τραπέζι δεν ξέρω, όταν όμως εκείνος πήρε είκοσι κιλά και εγώ έχασα δεκαπέντε η Τζώρτζια μας έκανε τσακωτούς και φυσικά έγινε ο κακός χαμός, έπεσαν και τα απαραίτητα τηλεφωνήματα μεταξύ των έξαλλων μαμάδων μας και εκεί έληξε η οικολογική μας συνείδηση.
Όταν η μητέρα μου σηκώνεται να φύγει αγκαλιαζόμαστε σφιχτά οι τρεις μας.
. «Γιατί δεν με αφήνεις να έρθω στο λιμάνι?» Με ρωτά και της το αρνούμαι για μια
ακόμα φορά. Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρηθεί τόσο και δεν θα αλλάξει και τίποτα.
Φτάνει ο αποχαιρετισμός μας εδώ, θέλω να νοιώθω πως θα γυρίσει σπίτι της και της υπόσχομαι να την πάρω πρωί πρωί τηλέφωνο αύριο να την ενημερώσω για το ταξίδι μας.
Με φιλά με τόση λαχτάρα που κάνει την καρδιά μου κομμάτια, δεν με έχει συνηθίσει σε
τόσες γλύκες και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω.


Λίγες ώρες αργότερα είμαστε στο καράβι με την Νανούκα μου.
Το κοριτσάκι μου έχει κατενθουσιαστεί με το δώρο της , το ζεστό ροζ μπουφάν που της πηγαίνει αφάνταστα! Τα μελένια μάτια της γυαλίζουν από ευχαρίστηση καθώς σφίγγει
τον Σοκολάτα που αν ήταν αληθινός αρκούδας θα είχε πάει από πνιγμό με τόσο σφιχτές αγκαλιές που έχει βιώσει.
Το ταξίδι μας θα κρατήσει όλη την νύχτα, αρκετές ώρες για να αφήσω το κοριτσάκι μου
να κοιμάται επάνω στα καθίσματα, έτσι έχω πάρει εισιτήρια που περιλαμβάνουν καμπίνα
για τις δυο μας.
Αφού κάνουμε μια περιήγηση στο πλοίο και την απαραίτητη ξενάγηση στον Σοκολάτα ξαπλώνουμε στις κουκέτες μας όπως είμαστε, με τα ρούχα μας, ήμουν πολύ κουρασμένη
για να ανοίξω βαλίτσες και να φορέσουμε πυτζάμες.
Η κατενθουσιασμένη κόρη μου ακόμα πιο κουρασμένη από μένα κοιμάται σαν αγγελούδι
σε λίγα μόνο λεπτά και μένω μόνη μου πάλι με τις σκέψεις μου στο μισοσκόταδο της καμπίνας.
Πόσο θα ήθελα να είχα την δική της ανέμελη ηλικία και το αθώο μυαλό της, να κοιμόμουν και εγώ δίχως να με βασανίζουν οι αμφιβολίες και η αβεβαιότητα του αύριο!
Όσο και να θέλω να σκέφτομαι αισιόδοξα δεν μπορώ να πω πως έχω εμπιστοσύνη στην
κρίση μου και στις αποφάσεις μου που τόσο με έχουν μέχρι τώρα ταλαιπωρήσει.
Είχα περάσει όμως και πιο δύσκολα, γιατί να με τρομάζει το ενδεχόμενο άγνωστοι
άνθρωποι, σε ένα άγνωστο μέρος που θα ζούσα μόνο ένα ή δυο χρόνια να με κατηγορήσουν για οτιδήποτε? Και ποιος δεν έχει κάνει λάθη στην ζωή του?
Βέβαια εγώ μόνο λάθη έκανα μέχρι τώρα, αλλά αυτό φαίνεται είναι το δικό μου ταλέντο!
Οι λάθος επιλογές.
Κάποτε θεωρούσα πως το πιο δύσκολο θα ήταν να φτάσει η ώρα που η κόρη μου θα με ρωτούσε για τον πατέρα της και αυτό το έτρεμα από την ώρα που άρχισε να καταλαβαίνει
και ήταν τόσο έξυπνο και παρατηρητικό παιδί που δεν θα αργούσε αυτή η στιγμή.
Την πρώτη φορά που με ρώτησε ήμαστε σε μια παιδική χαρά και της έκανε εντύπωση ότι γύρω μας εκτός από μαμάδες υπήρχαν και μπαμπάδες που έπαιζαν με τα παιδιά τους.
Η Νανούκα ήταν σχεδόν τεσσάρων και η λέξη μπαμπάς της ήταν άγνωστη. Πρώτα με
ρώτησε τι σημαίνει αυτή η λέξη και της απάντησα κάτι αόριστο που δεν την ικανοποίησε.
Η επόμενη ερώτηση ήταν και πιο δύσκολη.
. «Εσύ μαμά γιατί δεν έχεις άντρα να παίζει μαζί μου?» Την θεώρησα πολύ μικρή για
να της δώσω μια σωστή απάντηση, είχε μπλοκάρει και το μυαλό μου και έτσι της

απάντησα ότι κάποτε είχα αλλά ….έχασε τον δρόμο του.
Μάλλον αυτό θα ήταν απάντηση για αδέσποτο σκύλο και όχι για έναν ανύπαρκτο πατέρα.
Ωστόσο η κόρη μου με κοίταξε με απορία σαν να μου έλεγε ότι αυτά ήταν ανοησίες
και δεν σχολίασε παραπάνω την απάντησή μου.
Την επόμενη φορά που με ρώτησε ήταν πριν δυο χρόνια και δεν μπορούσε να αγνοήσει
το γεγονός ότι εκτός από τις μητέρες που πηγαινοέφερναν τα παιδιά τους στο σχολείο
ήταν και αρκετοί μπαμπάδες και τότε εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω από τις ερωτήσεις της
και προσπάθησα να της εξηγήσω πως είχε και αυτή έναν μπαμπά που έφυγε κάποια στιγμή από κοντά μας ( δεν διευκρίνισα πως αυτό έγινε την επόμενη που έμαθε για την εγκυμοσύνη μου και επέστρεψε μόνο μετά από τον δικό μου σκληρό εκβιασμό για να αναγνωρίσει την κόρη του) για να συνεχίσει την ζωή του όπως εκείνος ήθελε και εμείς πλέον είμαστε οι δυο μας για να συνεχίσουμε την δική μας.
«Μαμά δεν θα ξαναγυρίσει ο μπαμπάς?»
«Όχι γλυκεία μου, δεν θα ξαναγυρίσει» καλύτερα να της έκοβα αυτή την ελπίδα
που άρχισε να χαράζει στο μυαλουδάκι της.
. «Το ξέρει που μένουμε όμως, έτσι δεν είναι?»
Φυσικά και το ξέρει ήθελα να της πω, αφού εκείνος έμενε ακόμα στο ίδιο σπίτι που έμενε όταν γνωριστήκαμε με την γυναίκα και τα παιδιά του που τότε αγνοούσα την ύπαρξη τους
και ξέρει που είμαστε, όπως ξέρει πως υπάρχεις και προτιμά να το αγνοεί.
. «Νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από το να συζητάμε αυτό το θέμα γλυκιά μου, αν θέλεις να πάμε μια βόλτα μέχρι την πλατεία?»
Το έξυπνο κοριτσάκι μου κατάλαβε πως άλλαζα θέμα, με κοίταξε με αυστηρό ύφος, αυτό που έπαιρνε ορισμένες φορές και μου θύμιζε έντονα την επικριτική Τζώρτζια και βούτηξε το μπουφάν της και τον Σοκολάτα.
. «Άντε πάμε, να δούμε τι θα καταλάβεις όταν έρθει ο δικός μου ο μπαμπάς και εμείς θα λείπουμε!».
Τελικά είχε ριζώσει στο μυαλουδάκι της η ιδέα ότι εκείνος θα ερχόταν κάποια στιγμή να την πάρει από το σχολείο, να την πάει στις κούνιες ή να παίξει μαζί της. Το καταλάβαινα από
τις σκόρπιες κουβεντούλες της που πάντα απέφευγα να απαντήσω ή να δώσω συνέχεια και περίμενα να ξεχαστεί με τον καιρό. Και πραγματικά είχαν περάσει μήνες που δεν είχε αναφερθεί το θέμα ΄΄πατέρας΄΄ , κάτι που μπορεί να βόλευε εμένα αλλά ήξερα πως κατά βάθος η ίδια δεν το είχε ξεχάσει και κάποια στιγμή θα βρισκόμουν πραγματικά αντιμέτωπη με πιο σκληρές ερωτήσεις της. Μα και τι να έκανα?
Να βρω έναν άνθρωπο που με είχε εξαπατήσει κρύβοντάς μου τον γάμο του?
Που αναγνώρισε την κόρη του όταν του είπα πως αλλιώς θα τον τραβολογούσα στα δικαστήρια , ενώ στην πραγματικότητα δεν είχα τέτοιο σκοπό, ούτε την οικονομική άνεση
να το κάνω, που του είχα υποσχεθεί να μη τον ενοχλήσω ποτέ ξανά και για κανένα λόγο
όσο σοβαρός και να ήταν αυτός. Πώς να πήγαινα να του πω ότι η κόρη του απορεί για την ύπαρξή του? Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα λογοδοτούσα για την απόφασή μου να την φέρω έστω και μόνη μου στον κόσμο, εκείνος άραγε το είχε σκεφτεί αυτό ποτέ?
Όταν θα μεγάλωνε αρκετά η Νανούκα μου και θα μπορούσα να της εξηγήσω είχα σκοπό
να της μιλήσω για όλα, όμως μέχρι να γίνει αυτό ήμουν αποφασισμένη να μην την αφήσω να πληγωθεί από καμία καταναγκαστική παρουσία πατέρα στην ζωή της.
Νομίζω πως αυτός ήταν και ο λόγος που ποτέ δεν τα κατάφερα να κάνω μια σχέση της προκοπής, όχι ότι δεν το προσπάθησα, όταν όμως έφτανα σε κάτι σοβαρότερο ένοιωθα
να πνίγομαι, φοβόμουν για το αύριο, δεν ήθελα να βάλω κανέναν στο σπίτι μας και να
δώσω ελπίδα στον εαυτό μου και στο μωρό μου ότι βρήκε κάποιον που αξίζει να
αγαπήσει, ότι αξίζω εγώ να με αγαπήσουν. Και μετά?
Αν ερχόταν μια ακόμα απογοήτευση, αν δεν πήγαινε καλά? Πάλι μόνες.
Ανόητες σκέψεις ίσως, αλλά με βάση ένα ένοχο παρελθόν δεν ήταν τελικά και τόσο ανόητες.
Την βλέπω να κοιμάται στην απέναντι κουκέτα , ένας μικρός άγγελος, ο δικός μου άγγελος
και δεν μπορώ να κοιμηθώ, καθώς το μυαλό μου έχει γίνει ένα κουβάρι.

Ντύνομαι και ανεβαίνω στο κατάστρωμα να με χτυπήσει καθαρός αέρας.
Βαθιά στον ορίζοντα βλέπω την νύχτα να αλλάζει χρώμα, ο ουρανός παίρνει μια γλυκιά
μπλε απόχρωση και γρήγορα αρχίζει να φωτίζει μέχρι που βλέπω τον δίσκο του ήλιου να ξεπροβάλει μέσα από την θάλασσα πίσω μας.
Μπροστά αχνοφαίνεται η σκιά της στεριάς που πλησιάζει γρήγορα, σε λίγο φτάνουμε.
Η πρωινή δροσιά με κάνει να ανατριχιάζω, θέλω ένα ζεστό καφέ, αλλά θα πάω να πάρω
την Νανούκα μου να φάμε μαζί πρωινό, θέλω να αρχίσω μαζί της αυτή την μέρα.
Το μυαλό μου καθαρίζει σιγά σιγά, είμαι εδώ πια, σε λίγη ώρα θα πατήσω σε ένα
καινούργιο τόπο, θα αρχίσω την καινούργια μου ζωή, θα είμαι μια δασκάλα με το
κοριτσάκι της, μια εικοσιεφτάχρονη γυναίκα που το μόνο που θέλει στην ζωή της είναι
να μπορέσει να ζήσει, να αφήσει πίσω της κάθε τι που την πλήγωσε, κάθε λάθος που
έκανε και να ανοίξει τα φτερά της να πετάξει ψηλά.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα που φτάνει μέχρι τα βάθη του κορμιού μου και με αναζωογονεί, κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ένα ζευγάρι να στέκεται παραδίπλα στα ρέλια και να κοιτά
την ανατολή. Φαίνονται τόσο ερωτευμένοι και καθώς περνώ δίπλα τους η γυναίκα γυρνά
και μου χαμογελά. Τους καλημερίζω και είναι σαν να καλημερίζω την ίδια την ζωή, την ελπίδα και κατεβαίνω να σηκώσω το μωρό μου.
Ξυπνάω την Νανούκα και ανεβαίνουμε μαζί στο μπαρ του πλοίου, καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι δυο μας με τον Σοκολάτα φυσικά και παραγγέλνουμε ένα πλούσιο πρωινό.
.. «Αθηνά μου σ αγαπώ» της λέω και είναι η πρώτη φορά που την φωνάζω με το
κανονικό της όνομα. Με κοιτά σοβαρά, ελαφρώς παραξενεμένη και ένα χαρούμενο
χαμόγελο απλώνεται στο προσωπάκι της.
. «Αννούλα μου και εγώ σε αγαπώ, πάντα θα σε αγαπώ» μου απαντά σοβαρά καθώς χώνει τα δοντάκια της σε ένα τεράστιο κρουασάν και βλέπω πως άλλαξαν πολύ γρήγορα οι ρόλοι μας, εγώ έγινα η Αννούλα της!
Μου φάνηκε πως είδα ένα ειρωνικό χαμόγελο στον Σοκολάτα.
Μα είναι δυνατόν?
Όχι θα μου φάνηκε….. ή μήπως όχι?






Συνεχίζεται .....





Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...