ΤΟ
ΠΑΓΚΑΚΙ
Ένα
παγκάκι ήταν στημένο στον απέναντι
τοίχο
και
παραδίπλα μια μεγάλη αυλόπορτα που
σπάνια άνοιγε.
Για
εμάς τα παιδιά, που η περιέργειά μας
είχε χτυπήσει κόκκινο
εκεί
μέσα ήταν η αυλή των θαυμάτων αφού δεν
μπορούσαμε
να
μπούμε και να δούμε τι κρύβει .
Είχαμε
εξερευνήσει όλους τους κήπους της
γειτονιάς,
κουρσεύαμε
τα λουλούδια που έβγαιναν από τους
φράκτες
και
μπαίναμε πηδώντας πάνω από τα κάγκελα
για να
σκαρφαλώσουμε
στις κερασιές να φάμε από τα κλαδιά
τους
ώριμους καρπούς που λέρωναν τα ρούχα
μας και μετά
στο
σπίτι μας καταχέριζαν οι μανάδες μας
γιατί …
''
Πότε επιτέλους θα γίνεις άνθρωπος;''
''
Χίλιες φορές δεν στο ‘πα πως το κεράσι
δεν βγαίνει. ''
''
Γιατί κλέβεις της κυρά- Βγένας τα κεράσια,
εμείς δεν έχουμε να φας; ''
Και
τι να απαντήσεις; Πως πρώτα θέλεις να
φας τα ξένα και να
κρατήσεις
τα δικά σου για καβάντζα όταν τελειώσουν
εκείνα;
Αλλά
στον μυστικό κήπο δεν μπορούσαμε να
μπούμε και
ας
ερχόταν μυρωδιές από το αγιόκλημα που
μας λίγωναν
τα
Καλοκαίρια, ας βλέπαμε από μακριά τους
χρυσούς καρπούς
της
Κυδωνιάς τον Σεπτέμβρη, την τεράστια
ακλάδευτη Βυσσινιά
που
γέμιζε σκουροκόκκινες μπίλιες εκεί
προς το τέλος της Άνοιξης
και
εμείς δεν μπορούσαμε να τα ακουμπήσουμε.
Μόνο
σαν έπιανε το Καλοκαιράκι η πόρτα άνοιγε
τόσο δα λιγουλάκι
και
έβγαινε από μέσα ο Βενιζέλος που δεν
ήταν Βενιζέλος αλλά
έτσι
τον έλεγαν οι μανάδες μας γιατί ήταν
αδύνατος πολύ και
φορούσε
στρογγυλά γυαλάκια και είχε και ένα
μυτερό μουσάκι
και
από την στιγμή που του κόλλησαν το
παρατσούκλι ξεχάστηκε
το
όνομά του. Πάντα με τα ίδια ρούχα ήτανε,
καφέ σκούρο παντελόνι,
καφέ
σακάκι με κάτι τεράστια μπαλώματα κάτω
από τους αγκώνες
σαν
τους γραφιάδες και πουκάμισο που όσο
και να το βάζαμε
στοίχημα
δεν βρίσκαμε το χρώμα του, άσπρο δεν
ήταν, ούτε γκρι,
ούτε
μπεζ, ούτε ζαχαρί, μέχρι που ο Αποστόλης
της κυρά Τούλας
το
είπε Λιγδί και καθαρίσαμε και με αυτόν
τον μπελά να ψάχνουμε
άδικα
το χρωματολόγιο.
Ο
Βενιζέλος καθόταν ήσυχα στο παγκάκι
του, αμίλητος, σχεδόν
αόρατος
και μας παρακολουθούσε με τα μικρά
ματάκια του
κρυμμένα
πίσω από τα γυαλιά του με το ίδιο
ενδιαφέρον που
τον
παρακολουθούσαμε και εμείς, αλλά δεν
τον πλησιάζαμε
γιατί
μια φορά που το κάναμε και πετάξαμε προς
το μέρος του
την
μπάλα για να τον δούμε από πιο κοντά μας
είδε η μάνα της
Τασούλας
και μας τράβηξε τα αυτιά, όχι σε όλους,
σε όσους
πρόλαβε
πριν το σκάσουμε πηδώντας τους φράκτες,
αλλά
οι
φωνές της ξεσήκωσαν και τις δικές μας
μανάδες και τελικά
δεν
γλιτώσαμε την τιμωρία.
Το
δικό μας σπίτι που ήταν φάτσα στο παγκάκι
του Βενιζέλου
ήταν
το πιο ζηλευτό, γιατί εγώ μπορούσα να
τον παρακολουθώ
μέσα
από το τζάμι της μεγάλης κάμαρας χωρίς
να διακινδυνεύω
γιατί
ακούστηκε πως ο Βενιζέλος είχε εξαφανίσει
κάποτε παλιά,
τότε
που ακόμα ήταν πολύ νέος την γυναίκα
του και τα δυο του
παιδιά
και πως τον είχαν φυλακή πολλά χρόνια
γι αυτό αλλά
το
έσκασε και ήρθε πάλι πίσω στο σπίτι του
και περίμενε ποιο
παιδί
θα έκανε το λάθος να μπει από την μεγάλη
αυλόπορτα να το τσακώσει ... γιατί από
την ψηλή πέτρινη μάντρα δεν μπορούσαμε
να
σκαρφαλώσουμε και το ήξερε ο πονηρός,
γι αυτό την έστηνε
στο
παγκάκι και παραφύλαγε….
Κι
εμείς όταν τα πρωινά ήταν κλεισμένος
μέσα παίζαμε τα κότσια
και
όποιος έχανε στηνόταν στο παγκάκι και
έκανε τον Βενιζέλο
και
δως του να του πετάμε πάσες να πιάσει
την μπάλα με όλη μας
την
δύναμη, μα καμιά φορά μας έφευγε καμιά
ψηλοκρεμαστή
και
η μπάλα μας χάνονταν πίσω από την ψηλή
μάντρα.
Ποτέ
δεν μας έδωσε καμία από τις μπάλες μας
πίσω και ας
φωνάζαμε
εμείς απέξω μέχρι που πονούσαν τα λαιμό
μας από
τις
φωνές, μας άκουγαν κι οι μανάδες μας
ξελαρυγγιαζόμαστε
και
μας έστρωναν στο κυνήγι που ενοχλούσαμε
τον Βενιζέλο
κι
από πάνω μας τράβαγαν τα αυτιά που χάναμε
τις μπάλες μας
και
ζητούσαμε χρήματα να πάρουμε άλλες ,
λες και το θέλαμε
να
το κάνουμε επί τούτου.
Μια
Παρασκευή μεσημέρι , Καλοκαίρι ήτανε,
έσκαγε ο τζίτζικας
άρχισε
να βαράει πένθιμα η καμπάνα της εκκλησιάς
στο κάτω στενό .
Εμείς
είχαμε αράξει κάτω από την μουριά στην
δική μας την αυλή
που
είχαμε την πιο μεγάλη μουριά κι έκανε
‘’ παχύ ‘’ ίσκιο όπως
έλεγε
ο πατέρας που άμα τον έπιαναν τα διαόλια
του όταν κάναμε
φασαρία
τα μεσημέρια έβρισκε έτοιμες τις βίτσες
απ τα κλαριά της
και
μας κοκκίνιζε τα πόδια και μετά έλεγε
...
''
Σατανάδες, θα με κάνετε να την μαδήσω
την μουριά μέχρι
τον
Σεπτέμβρη, πανάθεμα τα σχολεία σας,
βγάλτε τον σκασμό πιαα ''
Γι
αυτό καθόμασταν ήσυχοι εκείνο το
μεσημέρι, γιατί κοιμόταν μέσα
στο
δροσό αλλά κι έκανε και μια ζέστη που
είχαμε μπαφιάσει .
Όλοι
πετάχτηκαν στις πόρτες με τον ήχο της
καμπάνας.
''
Κάποιος ταξίδεψε '' είπε η μάνα ενώ ο
πατέρας προσπαθούσε
να
φορέσει το παντελόνι του, να βγει να
μάθει.
''
Καλέ ο κυρ Διομήδης, τον βρήκε το πρωί
ο Πέτρος που
του
πήγε το γάλα '' φώναξε η κυρά Βέτα από
το διπλανό μας σπίτι
''
Ο Βενιζέλος! '' Μονολόγισε ψιθυριστά η
μάνα μας
Εκείνη
την ημέρα μπήκαμε για πρώτη φορά στην
αυλή του
Βενιζέλου,
δρασκελήσαμε διστακτικά το κατώφλι της
αυλόπορτας
και
μπήκαμε στον παράδεισο.
Πόσα
δέντρα έκρυβε αυτός ο μαντρότοιχος,
πόσα παρτέρια
με
λουλούδια, όλα πεντακάθαρα, ξεβοτανισμένα,
φροντισμένα,
τριανταφυλλιές
στοιχισμένες σαν στρατιωτάκια , κόκκινες,
κίτρινες,
λευκές,
τεράστιες Ντάλιες , Υάκινθοι, Βιγώνιες,
γλαδιόλες και κρίνοι, κατάλευκοι κρίνοι
που αρωμάτιζαν όλη την αυλή που την
σκίαζαν
τα
ψηλά δέντρα και εκεί σε μια ακρούλα του
κήπου ήταν μαζεμένος
ένας
σωρός από πολυκαιρισμένες πολύχρωμες
μπάλες.
Οι
μπάλες μας που τις φύλαγε ο Βενιζέλος
και δεν μας τις έδωσε ποτέ.
''
Ο Κακός άνθρωπος '' ψιθύρισα και μ άκουσε
η μάνα που γύρισε
ένα
βλέμμα όλο φωτιά επάνω μου.
''
Τι είπες; '' Καλύτερα θα ήταν να μην
απαντούσα, μα ήταν μπροστά
και
οι άλλοι και δεν ήθελα να δείξω πως
φοβούμαι την μάνα μου.
''
Κακός ήταν, μας έκρυβε τις μπάλες μας
και είχε σκοτώσει και
την
γυναίκα του και είχε σκοτώσει και τα
παιδιά του και ήθελε
να
μας σκοτώσει και εμάς και μας παραμόνευε…..
''
Ήταν
η πρώτη φορά που η μάνα μου με χτύπησε
μπροστά σε άλλους,
μα
αυτό το χαστούκι που μου σβούριξε πόνεσε
όσο ποτέ κανένα άλλο.
''
Αυτά σκαρώνετε με τους άλλους τους
αγύρτες που αλητεύετε,
Άγιος
άνθρωπος ήταν ο κυρ Διομήδης, η γυναίκα
και τα παιδιά του
πνιγήκανε
στην Φαλκονέρα και κλείστηκε ο άνθρωπος
μέσα για
να
μην ξαναδεί θεού πρόσωπο από την λύπη
του κι εσείς
του
βγάζατε την ψυχή, παλιόπαιδα, άντε να
χαθείτε από εδώ .''
Δεν
ξέραμε τι είναι η Φαλκονέρα, το μάθαμε
όταν μεγαλώσαμε,
ούτε
και ξαναπλησιάσαμε το παγκάκι που
καθόταν ο Βενιζέλος
πλάι
στην ερμητικά κλειστή αυλόπορτα που
δεν ξανάνοιξε ποτέ
μετά
που εκείνος έφυγε για πάντα.
Δεν
είχε γούστο πια .
Κάποια
στιγμή που γύρισα από τις σπουδές μου
βρήκα μια
πολυκατοικία
να ορθώνεται απέναντι από το πατρικό
μου εκεί
που
κάποτε ήταν ο παράδεισος του κυρ Διομήδη.
Είχε
χαθεί ο ψηλός μαντρότοιχος, τα δέντρα,
τα μυρωδάτα λουλούδια,
η
βαριά αυλόπορτα που μας κρατούσε έξω
από τον παράδεισο, είχε
χαθεί
και το παγκάκι.
Levina