30.8.11

Mεθυσμένο πρωινό



Μεθυσμένο Πρωινό

Άνοιξε αργά τα μάτια της προσπαθώντας να εστιάσει γύρω
στον χώρο, να καταλάβει που βρισκόταν.
Ένα λευκό ταβάνι, ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό από πάνω της
από αυτά με τα μόνιμα σκονισμένα κρυσταλλάκια που πετάνε
το θλιβερό τους φως στους τοίχους, μια κιτρινισμένη ταπετσαρία
σπαρμένη με ξεθωριασμένα ροζ τριαντάφυλλα.
Πως στο καλό βρέθηκε εδώ;
Θυμόταν μόνο πως ήταν κάποια στιγμή πολύ ζαλισμένη, είχε
πιει παραπάνω από όσο άντεχε, πως είχε ακουμπήσει επάνω του
για να μην πέσει…επάνω σε ποιόν; γιατί δεν την κρατούσαν
τα πόδια της και μετά ...τίποτα…σκοτάδι.
Το δωμάτιο μύριζε μούχλα, τσιγαρίλα και κάτι σαν τσιγαρισμένο
κρεμμύδι, μια δυνατή μυρωδιά που ερχόταν από το διπλανό
δωμάτιο και σχεδόν της έφερε δάκρυα στα μάτια.
Αν δεν είχε τόσο πονοκέφαλο θα το έβαζε στα πόδια.
Αλλά ένοιωθε τόσο βαριά, το σώμα της ένα κομμάτι μάρμαρο
πεταμένο σε αυτό το σκληρό στρώμα.
Και όμως τα σεντόνια ήταν πεντακάθαρα, μύριζαν απορρυπαντικό
και τα ένοιωθε ευχάριστα ζεστά στο παγωμένο κορμί της.
Από το μισόκλειστο παντζούρι έμπαινε το φως του ήλιου,
λωρίδες από δυνατό φως που πάνω του χόρευαν συννεφάκια
σκόνης… τι στο καλό, κόντευε μεσημέρι!
Προσπάθησε να ανασηκωθεί και ο πόνος στο κεφάλι την χτύπησε
σαν βαριοπούλα, τα μάτια της τα ένοιωθε να αλληθωρίζουν,
ένας ήχος σαν βογκητό βγήκε από τον ξεραμένο λαιμό της
και τον άντρα που μπήκε στο δωμάτιο τον είδε μόνο σαν σκιά.
Μύρισε όμως τον φρέσκο καφέ που της έφερνε και το άρωμά του
πλημμύρισε το δωμάτιο...
    '' Δεν χρειάζεται να σηκωθείς, περίμενε να φας πρώτα κάτι
    και να σου δώσω και ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο,
    πονάει το κεφάλι σου έτσι; ''
Μα τι ερώτηση ήταν αυτή; Φυσικά και πονάω ήθελε να του πει,
αλλά όταν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει είδε πως δεν μπορούσε
να βγάλει άχνα, ακόμα και την γλώσσα της την ένοιωθε αφάνταστα
πρησμένη.
Εκείνος κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και ακούμπησε ένα
μεγάλο δίσκο πλάι της, την ανασήκωσε απαλά σαν μωρό,
της έβαλε στην πλάτη δυο μαξιλάρια για να σταθεί και μετά
της έδωσε στα χέρια της που έτρεμαν το φλιτζάνι με τον καφέ.
Ήπιε μια γερή γουλιά …πικρόοος !
'' Μη βιάζεσαι, φάε πρώτα κάτι '' της είπε και της έχωσε στο στόμα
την άκρη από ένα παξιμάδι αλειμμένο με βούτυρο και μαρμελάδα.
Δεν θέλω να φάω, ήθελε να του πει αλλά ξαφνιασμένη άρχισε να
μασουλά με βουλιμία και με αυτό τον ρυθμό έφαγε δυο φρυγανιές
και ήπιε όλο τον καφέ σχεδόν πριν σηκώσει τα μάτια της και δει
ποιος καθόταν δίπλα της και την φρόντιζε.
Δυο σκούρα μάτια σαν φωτιές επάνω σε ένα χλωμό πρόσωπο,
αυτό θα θυμόταν για πάντα μετά όταν θα έφερνε στην μνήμη της
αυτό το πρωινό.
    '' Φοβήθηκα για σένα εχθές , της είπε , δεν ήξερα τι να σε κάνω
    και σε έφερα εδώ ''
'' Η φίλη μου; κατάφερε να ψελλίσει, δεν ήμουν μόνη μου ''
'' Είχε φύγει με τον δικό της, μόνη σου ήσουν και είχες πιει
πάρα πολύ, δεν είχα άλλη επιλογή ''
Ήθελε να τον ρωτήσει τόσα πολλά, πως βρέθηκε γυμνή στο
κρεβάτι του, τι στο καλό έκαναν, ήθελε να βάλει τα κλάματα γιατί
δεν θυμόταν τίποτα, είχε κοιμηθεί με έναν άγνωστο και δεν θυμόταν!
Μα εκείνος την κοιτούσε τόσο έντονα που ντρεπόταν να ρωτήσει
οτιδήποτε. Είχε φέρει μια μεθυσμένη στο σπίτι του, κοιμήθηκε μαζί της
και τουλάχιστον είχε την ευγένεια να της προσφέρει καφέ και πρωινό
πριν την πετάξει στον δρόμο.
Ας σταματούσε να την κοιτά!
'' Σε παρακαλώ, μπορείς να '' έγινε κατακόκκινη κι ο πονοκέφαλος
ήρθε πάλι ορμητικός να την ζαλίσει.
Ήθελε να του πει να την αφήσει μόνη της, να της δώσει τα ρούχα της, να…
Το γέλιο του ήταν τόσο αυθόρμητο που της έκοψε την ανάσα.
'' Μα τι νομίζεις ? την ρώτησε και εκείνη ντράπηκε ακόμα περισσότερο
να του πει τι νόμιζε. Όχι δεν κοιμηθήκαμε μαζί, δεν θα το έκανα αυτό
σε μια γυναίκα που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της, έχω
μια πολυθρόνα έξω στην είσοδο, εκεί κοιμήθηκα εγώ ''
'' Τα ρούχα μου; ''
    '' Εγώ στα έβγαλα, τα λέρωσες όταν έκανες εμετό και στα έπλυνα,
    όσο μπορούσα δηλαδή, δεν είμαι και τόσο καλός στο νοικοκυριό
    και σε έβαλα να κοιμηθείς, τίποτα παραπάνω κοριτσάκι, περίμενε
    να στα δώσω να ντυθείς αν νιώθεις λίγο καλύτερα ''
Έγνεψε ναι με το κεφάλι, ζαλιζόταν αλλά αυτό θα αργούσε να
περάσει ακόμα, ντρεπόταν όμως να μείνει περισσότερο εκεί,
ολόγυμνη σε ένα ξένο κρεβάτι με έναν άγνωστο να την κανακεύει
σαν μωρό.
Της έφερε τα ρούχα της και πήρε τον δίσκο έξω για να την αφήσει
μόνη της να ντυθεί.
Έκανε γρήγορα, έστρωσε και το κρεβάτι και μπήκε στο μικρό
μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της.
Πόσο χλωμή ήταν! Τα μάτια της φάνταζαν τεράστια και όπως
ήταν λερωμένη με τα χρώματα του μακιγιάζ πρέπει να ήταν
σαν κλόουν. Πλύθηκε , χτένισε και την ζούγκλα των μαλλιών της
και ένοιωσε πολύ καλύτερα. Εκείνος την περίμενε υπομονετικά
καθισμένος στην μικρή κουζίνα με ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια του
και ήταν φανερός ο θαυμασμός στα μάτια του όταν την είδε .
'' Τελικά είσαι όμορφη '' Της είπε απλά και εκείνη χαμογέλασε.
'' Πρέπει να φύγω, του είπε, λυπάμαι για ότι έγινε, πίστεψε με
δεν το έχω ξανακάνει αυτό ''
Άπλωσε το χέρι του και πήρε την παλάμη της
'' Πρέπει να συστηθούμε, με λένε Αλέκο ''
Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της.
'' Ναι , νομίζω αφού περάσαμε μαζί την νύχτα! Γέλασε εκείνη ξανά,
εμένα Δάφνη ''
Έβαλαν πια και οι δυο τα γέλια.
'' Δάφνη, σοβαρεύτηκε απότομα εκείνος, το ξέρεις ότι ροχαλίζεις; ''
Ξαφνιασμένη τον κοίταξε για δευτερόλεπτα και μετά ξέσπασαν
σε ένα παροξυσμό γέλιου που τους έφερε δάκρυα στα μάτια.
Πήρε την τσάντα της, του έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο
και έφυγε γελώντας ακόμα.
Κατέβηκε τα σκαλιά της παλιάς πολυκατοικίας, τελικά από το κάτω
διαμέρισμα ερχόταν η μυρωδιά του καμένου κρεμμυδιού, και βγήκε
στον δρόμο. Ήταν σίγουρη πως κάποια στιγμή θα ξαναγύριζε
σε αυτό το διαμέρισμα.
Αλέκος !
'' Δάφνηηη…Δάφνηηηη…'' η φωνή ερχόταν από ψηλά.
Σήκωσε τα μάτια της και σε ένα από τα παράθυρα της
πολυκατοικίας κρεμόταν εκείνος και την φώναζε.
'' Δεν μου έδωσες το τηλέφωνο σου! '' Ξαναφώναξε εκείνος χωρίς
να τον νοιάζει που εκτός από την ίδια άλλα εκατό μάτια είχαν
υψωθεί και τον κοίταζαν.
Αλέκος!
Έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε τρέχοντας στην πολυκατοικία
ενώ εκείνος κουτρουβαλούσε τις σκάλες να την προλάβει.




Levina








29.8.11

Magic Travel


Ένα μαγικό ταξίδι των αισθήσεων, γεμάτο εικόνες και μουσική ντυμένο με τους ερωτικούς στίχους του Γ. Ρίτσου.


Γιάννης Ρίτσος
Ερωτικά
Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.
Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή-
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
Αθήνα 24.9.80

27.8.11

Τα φτερά της γάτας....2ο μέρος

Εδώ θα βρείτε το πρώτο μέρος



'' Μα εθύ πρέπει να το πιείς αυτό, για θένα το έκανε η Παθτούλα. ''

'' Αν πιείς εσύ πρώτος ! τον προκάλεσε η γάτα Σουλίνα και ο

Πρίγκιπας Μπίλυ χλόμιασε. Μόνο αν πιεις εσύ θα πιω εγώ την

επόμενη γουλιά. ''

Είχε περιθώριο να αρνηθεί? Και πως θα υποχρέωνε την Σουλίνα να

σηκωθεί από την μαξιλάρα της και να τον ακολουθήσει στο δωμάτιο

με τα φίλτρα και τα ξόρκια; Αν δεν της έκανε το χατήρι σύντομα θα

τους ανακάλυπταν και όλοι θα ήταν πολύ αυστηροί με την φίλη του.

Για το χατήρι της λοιπόν έπρεπε να κάνει αυτή την θυσία!

'' Θα πιώ. ''   Αναστέναξε ο μικρός Πρίγκηπας.

 

Η γάτα έμεινε περίεργα ακίνητη με τα κοφτερά της νύχια να χάνονται

σιγά σιγά στα θηκάρια τους και την γλώσσα μετέωρη πάνω από

την πατούσα της.

'' Θα πιεις την πρώτη γουλιά;  Είναι υπόσχεση αυτή Πρίγκηπα; ''

'' Ναι, θτο υπόθχομαι '' Και άλλος αναστεναγμός από τον μικρούλη

Μπίλυ που φοβόταν πολύ να δοκιμάσει, μα η αλήθεια ήταν πως

όσο θυμόταν την όμορφη μυρωδιά του φίλτρου ...

άρχισε να του άρεσε η ιδέα.

'' Πολύ καλά ανόητε πρίγκηπα ! Πάμε τότε.''

Είχε στυλ αυτή η γάτα Σουλίνα.

Σηκώθηκε αργά, τινάχτηκε να πάει η κάθε γυαλιστερή τρίχα της

στην θέση της και μετά κοιτάχτηκε μέσα στους εκατοντάδες καθρέφτες

να δει αν ήταν όμορφη. Βρήκε θεσπέσιο τον εαυτό της, ακόμα και

με τα φτερά κουκουβάγιας που της χαλούσαν λίγο την εικόνα,

μα της έδιναν τύπο.  Ήταν μια γάτα μοναδική!

Κουνιστή και λυγιστή ακολούθησε τον Πρίγκηπα Μπίλυ .

 

Μα τους θεούς, αυτό το φίλτρο μύριζε…..Μύριζε θεϊκά!

Σκέφτηκε η Σουλίνα και θα ήταν πρόθυμη να πιεί όλη την μαρμίτα,

μα θα έδειχνε πολύ εύκολη απέναντι σε αυτούς τους τρεις μικρύς

κατεργάρηδες αν το έκανε, οπότε διατήρησε το απαθές

ύφος της κι εξ άλλου έπρεπε ο πρίγκιπας να τηρήσει την υπόσχεση του.

Όσο το ανακάτωνε η Παστούλα , τόσο πιο πολύ μοσχοβολούσε ,

τώρα πια ούτε ο μικρούλης Μπίλυ κρατιόταν.

'' Δώθε μου, δώθε μου ''  φώναξε ανυπόμονος και στήθηκε μπροστά

στην τεράστια μαρμίτα που κόχλαζε και έβγαζε φωσφορίζοντα

χρώματα από μέσα, ξεχνώντας τους φόβους του.

Η μικρή μάγισσα Παστούλα βούτηξε τελετουργικά την μεγάλη κουτάλα

από καθαρό ασήμι στην μαρμίτα και πήρε μια γερή κουταλιά γεμάτη

αφρούς, καπνούς , χρώματα, και αρώματα.

 

Ο Πρίγκιπας Μπίλυ έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε διστακτικά στην

αρχή μια γουλιά από αυτή την πανδαισία !

Μα πόσο νόστιμο ήταν! Τελικά το ρούφηξε όλο και γέλασε

ευχαριστημένος από την απίθανη γεύση, καθώς σκούπιζε το

στόμα του στο μανίκι της χρυσοποίκιλτης στολής του.

Όλοι κράτησαν την ανάσα τους καθώς τον κοιτούσαν, η γάτα Σουλίνα,

η Παστούλα, ο Κύριος ΧνΧν.

Ένα ολόκληρο λεπτό πέρασε μέσα στην σιωπή και ξαφνικά ...

Ο Πρίγκιπας άρχισε να βήχει, να βήχει πολύ, κοκκίνισε από τον βήχα,

πρήστηκαν τα μάγουλά του, τα μάτια του δάκρυσαν, οι καπνοί που

έβγαιναν από τα αυτιά και την μύτη του τον τύλιξαν και δεν μπορούσε

να πάρει ανάσα, γονάτισε στο πάτωμα και συνέχισε να βήχει

ενώ όλοι έπαθαν έναν πανικό, μα ένα πανικό !

''  Πνίγεται ανόητη μικρή χαζομάγισσα, φώναξε η γάτα Σουλίνα,

τι στο καλό του έδωσες πάλι; ''

''  Μπιλάκοοοοο μουουου ''  ούρλιαζε η Παστούλα έντρομη ενώ ο

Κύριος ΧνΧν του έδινε δυνατές σπρωξιές στην πλάτη λες κι είχε

καταπιεί κουκούτσι που του είχε κάτσει στον λαιμό.

''  Αφήστε με μη με βαράτε, με πονάτε, φώναξε ο μικρούλης Πρίγκιπας

που στο μεταξύ σταμάτησε να βήχει και έπαιρνε βαθιές ανάσες,

Παστούλα μου , το πιο τέλειο φίλτρο έφτιαξες, αυτό είχε φοβερή γεύση,

δώσε μου κι άλλο, κι άλλο θέλω ''

Όλοι είχαν σταθεί ακίνητοι και τον άκουγαν να μιλά.

'' Μιλάς καθαρά Μπίλυ '' , του είπε η Παστούλα.

'' Ναι, μιλάω!!! Γέλασε χαρούμενος ο μικρός Πρίγκιπας και όλοι είδαν

το όμορφο καινούργιο του δόντι που είχε φυτρώσει εκεί που έλειπε

το παλιό ανάμεσα στα άλλα του δοντάκια.

'' Επιτέλους, μουρμούρισε η γάτα Σουλίνα, έκανες και κάτι σωστό!

Νιααρρρρρ ''

'' Σειρά σου, την αγριοκοίταξε η μάγισσα Παστούλα που μετά από

αυτή την επιτυχία, δεν δεχόταν από μια ανίδεη γάτα να την επικρίνει.''

Η γάτα Σουλίνα ξερογλείφτηκε και αν φοβήθηκε φρόντισε να μη το

δείξει, ότι και να ήταν το φίλτρο της Παστούλα είχε κάνει κάτι καλό,

έδωσε στον Μπίλυ το δόντι του, θα μπορούσε να την απαλλάξει και

από αυτά τα ενοχλητικά φτερά της κυρίας Λούρδης της κουκουβάγιας.

'' Μήπως να φωνάζαμε και την κυρία Λούρδη να δοκιμάσει και αυτή

το φίλτρο; ''

Προσπάθησε να ξεφύγει η Σουλίνα που ένοιωθε από την αγωνία

τα τέσσερα πόδια της να μη την βαστάνε. Κι αν έκανε καμιά

καινούργια γκάφα πάλι αυτό το κορίτσι; Θα της έφερνε πίσω

τουλάχιστον την σωστή ουρά; Θα της έφευγαν τα φτερά της;

Η μικρή Μάγισσα βούτηξε και πάλι την ασημένια κουτάλα της στο

μοσχομυριστό φίλτρο και το έδωσε στην γάτα Σουλίνα.

Η γάτα έβγαλε την μικρή ρόδινη γλώσσα της και έγλυψε λίγο από το υγρό,

μμμμ….μα αυτό ήταν πεντανόστιμο!

Πώς να αντισταθεί?

Το ήπιε όλο και έγλειψε ευχαριστημένη και τα μουστάκια της.

Περίμεναν ένα λεπτό, δυο λεπτά, τίποτα δεν έγινε.

'' Μήπως χρειάζεται μεγαλύτερη δόση; ''  αναρωτήθηκε η Παστούλα.

 

Μα τότε ένας δυνατός αέρας φύσηξε πάνω από την γάτα Σουλίνα,

ένας ανεμοστρόβιλος την σήκωσε ψηλά και την στριφογύριζε μέσα

στο δωμάτιο των φίλτρων, φύλλα ανάκατα με κλαριά δέντρων

και κάπου κάπου έβλεπαν την γάτα να περιστρέφεται μέσα στον

κυκλώνα που σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως άρχισε και όλοι

απέμειναν με ανοιχτό το στόμα να κοιτάνε την όμορφη Σουλίνα

που στεκόταν στην μέση του δωματίου.

Δεν είχε πια τα φτερά της κυρίας Λούρδης στην πλάτη της και μια

πανέμορφη γατίσια ουρά είχε ξαναφυτρώσει στο κορμί της.

Μα δεν ήταν μόνο αυτό, η γάτα Σουλίνα ήταν, πως να το πει

κανείς; Πεντάμορφη, η πιο μοναδικά όμορφη γάτα του κόσμου!

Από τις άκρες του γυαλιστερού κατάμαυρου τριχώματος της έβγαινε

ένα απόκοσμο χρυσαφένιο χρώμα που την έκανε να γυαλίζει σαν

ένα πολύτιμο κομμάτι χρυσάφι.

'' Μα είσαι τόσο όμορφη Σουλίνα ! Τα κατάφερε τελικά η Παστούλα,

δεν έχεις πια φτερά. '' της είπε ο μικρός Πρίγκιπας και της έδωσε

τον καθρέφτη να κοιταχτεί.

 

Η γάτα Σουλίνα δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τον εαυτό της.

Και αυτό το χρώσταγε στην μικρή μάγισσα, μα ύστερα θυμήθηκε

πως τα μάγια της Παστούλα δεν κρατούσαν πολύ. Άραγε μήπως

μέχρι το τέλος της ημέρας ξαναγίνει με φτερά και χωρίς ουρά;

Μήπως ο μικρούλης Μπίλυ ξαναχάσει το δόντι που απέκτησε;

Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην Παστούλα και στα μάγια της.

Τίναξε το τρίχωμα της και σκόρπισε γύρω της χρυσόσκονη.

'' Θα δούμε, είπε με ύφος, θα δούμε τι κατάφερες πάλι Παστούλα! ''

Από το ανοιχτό παράθυρο ακούστηκε ένα φτερούγισμα και όλοι

είδαν την κυρία Λούρδη την κουκουβάγια να πετά επιτέλους

ευτυχισμένη μακριά.

'' Αυτή θα κάνουμε καιρό να την δούμε. '' Είπε ο Κύριος ΧνΧν

και άρχισε να μαζεύει το δωμάτιο από τον ανεμοστρόβιλο που πέρασε

για να μη το βρει ανάκατο η μαμά της Παστούλα.

 

Πέρασε εκείνο το βράδυ και δεν άλλαξε τίποτα, ο μικρός Πρίγκιπας

είχε ακόμα το δόντι του το επόμενο πρωί και η γάτα Σουλίνα

περιφερόταν μέσα στο παλάτι σκορπώντας παντού χρυσόσκονες,

ενώ όλοι θαύμαζαν την υπέροχη ομορφιά της και ο Βασιλιάς με

την Βασίλισα της έδωσαν ένα μαξιλάρι από κόκκινο κινέζικο

μετάξι να ξαπλώνει επάνω, στα πόδια του θρόνου.

Έτσι όποιος ερχόταν στην αίθουσα του θρόνου μαγευόταν από το

υπέροχο θέαμα της γάτας που πετούσε γύρω της χρυσόσκονες.

Γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη κι ερχόταν από τα γειτονικά Βασίλεια

να θαυμάσουν αυτή την μοναδική, θεσπέσια, πολύτιμη γάτα.

Είχε αποκτήσει μάλιστα και δικούς της ακόλουθους με διαταγή του

Βασιλιά που μάζευαν κάθε κόκκο σκόνης χρυσού που έπεφτε από

την γούνα της και την αποθήκευαν στο θησαυροφυλάκιο του παλατιού!!

 

Η μεγάλη Μάγισσα Λεβάντα φυσικά κατάλαβε πως η Παστούλα

είχε βάλει το χεράκι της σε όλο αυτό, μα κρυφογελούσε περήφανη

για την κόρη της που είχε πάρει τα δικά της χνάρια και κάποια

μέρα θα γινόταν και αυτή μια μεγάλη και δυνατή Μάγισσα.

Προς το παρόν τα είχε καταφέρει καλά, είχε δώσει μεγάλη φήμη

και δύναμη στο βασίλειο και είχε βοηθήσει τον μικρό πρίγκιπα να

βγάλει γρήγορα το καινούργιο δοντάκι του όμως έπρεπε να

την προσέχει λίγο περισσότερο πριν κάνει καμία σοβαρή γκάφα.

 

Η μικρή μάγισσα Παστούλα ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει σκανταλιές

στο δωμάτιο των φίλτρων, που κρυβόταν μαζί με τον μικρό

πρίγκιπα Μπίλυ και τον Κύριο ΧνΧν,μα τουλάχιστον δεν ξαναέβαλε

κανέναν από τους δυο τους να δοκιμάσουν τα φίλτρα της, για να

μην έχουν και πάλι δυσάρεστες εκπλήξεις.

 

Έτσι ισχυριζόταν τουλάχιστον και οι τρεις, η μάγισσα,

ο πρίγκιπας και το γουρούνι,  αλλά δεν υπάρχουν

και αποδείξεις πως αυτό ήταν η αλήθεια!

 

 

 

 

Εδώ τελειώνει αυτή η ιστορία

και όπως τελειώνουν όλα τα όμορφα παραμύθια

που σέβονται τον εαυτό τους...

έζησαν αυτοί καλά

και εμείς καλύτερα !!!

 

 

                                                Levina





23.8.11

Τα φτερά της γάτας

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ

ή αλλιώς οι γκάφες της μικρής μάγισσας Παστούλα


'' Θα τα καταφέρω, του φώναξε, να δεις που θα τα καταφέρω και
σταμάτα να με κοιτάς με αυτό το ύφος! ''
Έπιασε από το ψηλό ράφι ένα κόκκινο γυάλινο μπουκαλάκι κι άνοιξε
το πώμα. Μια μυρωδιά μούχλας την χτύπησε στην μύτη και της
έφερε δάκρυα στα μάτια.
Έριξε μια κρυφή ματιά πάνω από την πλάτη της, ο Κύριος ΧνΧν
είχε καρφώσει τα μικρά αλλήθωρα ματάκια του επάνω της κι αυτό
το βλέμμα τα έλεγε όλα!
Δεν της είχε καμία μα καμία εμπιστοσύνη πως θα τα κατάφερνε
αυτή τη φορά να φτιάξει το φίλτρο της μεταμόρφωσης, αυτό το
κορίτσι ήταν σκέτη καταστροφή…..έκανε την μια ζημιά μετά την άλλη.
Ακόμα δεν είχε διορθώσει το τελευταίο λάθος της και η Σουλίνα
η γάτα όχι μόνο είχε χάσει την ουρά της αλλά είχε ακόμα τα φτερά
της κυρίας Λούρδης, της κουκουβάγιας, που τα είχε αποκτήσει εκεί
που δεν το περίμενε !

Βέβαια αυτό είχε και τα καλά του, γιατί h Σουλίνα μπορούσε να
μετακινείται πετώντας, αλλά και πάλι να βλέπεις μια γάτα να πετά;
Άσε που την ζάλιζαν τα ύψη και όταν προσγειωνόταν ήθελε μισή ώρα
για να συνέλθει. Να μη μιλήσουμε και για την κυρία Λούρδη που
καθόταν όλο νεύρα στο κλαδί της χτυπώντας πέρα δώθε την
γατίσια ουρά της σαν μετρονόμο, περιμένοντας πότε θα τα
κατάφερνε αυτή η μικρή χαλάστρα να της ξαναδώσει
πίσω τα φτερά της. Που ξανακούστηκε κουκουβάγια με γατίσια ουρά;

Και όλα αυτά χάρη στην μικρή μάγισσα Παστούλα που επέμενε να
παίζει κρυφά με τα φίλτρα και τα ξόρκια της μαμάς της, αντί να κοιτά
τα μαθήματά της. Ευτυχώς που δεν την είχαν πάρει ακόμα χαμπάρι
γιατί της το είχε τάξει η μαμά της πως θα την έστελνε πακέτο στην
Μεγάλη Σχολή του Ούρμπινο, το πιο αυστηρό σχολείο μαγείας
του κόσμου, εκεί που τα παιδιά τα κρατάνε εσώκλειστα μέχρι να
τελειώσουν τα μαθήματά τους και δεν τους επιτρέπεται καμία
επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Η Παστούλα ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε πως θα μπορούσε να
αποχωριστεί ποτέ τον Κύριο ΧνΧν και τον μικρό πρίγκιπα Μπίλυ
τους δυο καλύτερους φίλους της και τους γονείς της!
Μα και πάλι η περιέργειά της ήταν τόσο δυνατή που δεν μπορούσε
να αποφύγει τις σκανταλιές.

Ο Κύριος ΧνΧν ανασηκώθηκε στα δυο του ποδαράκια και ……

'' Τι βάζεις μέσα στην κατσαρόλα πάλι; '' Την ρώτησε με την στριγκή
φωνή του.
'' Πφ ... βόγκηξε με δήθεν απόγνωση η Παστούλα, δεν είναι
κατσαρόλα ανόητε, μαρμίτα είναι δεν την βλέπεις?
'' Για μένα κατσαρόλα είναι και πάλι χαζομάρα θα κάνεις! Θα με
αναγκάσεις να τα πω όλα στην μαμά σου, την απείλησε ο Κύριος ΧνΧν,
το ξέρεις πως η Κυρία Λούρδη με το ζόρι κρατιέται και δεν μιλάει,
κρύβεται στις πιο πυκνές φυλλωσιές των δέντρων για να μη δουν
την ουρά της και την κοροϊδεύουν τα άλλα πουλιά.''
Η Παστούλα έριξε με το κουτάλι μια καλή δόση από αυτό το κόκκινο
υγρό που βρωμοκόπαγε και έπιασε ένα άλλο βαζάκι από το ράφι,
που έγραφε απ έξω με καλλιγραφικά γράμματα '' φίλτρον δια προσωπική χρήσην ''.
Τι στο καλό είναι το φίλτρον για προσωπική χρήσην; αναρωτήθηκε
η Παστούλα, αλλά αυτό το υγρό μύριζε τόσο όμορφα που έριξε κι από
αυτό μια πρέζα μέσα στην μαρμίτα που κόχλαζε πάνω από την φωτιά.
'' Μα τι κάνεις; '' ρώτησε με απορία ο Κύριος ΧνΧν
'' Μη μου μιλάς τώρα, θα ξεχάσω τι πρέπει να κάνω! '' τον αποπήρε
η Παστούλα απόλυτα αφοσιωμένη στην μαρμίτα της.
'' Γιατί ξέρεις τι κάνεις; '' επέμενε εκείνος που είχε δει στην ζωή του
αρκετές γκάφες της μικρής μάγισσας και απορούσε ακόμα πως τα
είχε όλα επάνω του και δεν τον είχε κουτσουρέψει όπως την γάτα,
αν εξαιρέσουμε το μισό αυτί που έλειπε, αλλά αυτό το είχε χάσει
σε μια μάχη με τον γάτο της μάγισσας Γκιολέα που ήταν το αντίπαλο
δέος της Παστούλα και που είχαν μεταξύ τους αμοιβαία αισθήματα
αγάπης! Καλά όχι αγάπης, μίσους και πάντα την πλήρωναν οι
ακόλουθοι που έπρεπε να βγάζουν το φίδι από την φωτια. Όχι φωτιά,
την τρύπα λένε κανονικά….ή όχι; Κάτι βγάζουν από την φωτιά,
αλλά τι; Ο γάτος λοιπόν είχε κόψει το μισό αυτί του Κυρίου ΧνΧν
μια μέρα που τσακώθηκαν αυτές οι δυο στο σχολείο και από τότε
ο Κύριος ΧνΧν τον είχε άχτι αυτόν τον ύπουλο γάτο και όπου τον
συναντούσε του βαρούσε κάτι σκουντιές, μα κάτι σκουντιές!

Γιατί ξέχασα να σας πω , πως ο ακόλουθος της Παστούλας ήταν
ένα χοντρό ροζ γουρούνι, ναι καλά ακούσατε, ένα γουρούνι, που
είχε τρόπους, ήξερε να μιλά ευγενικά, να μη κυλιέται στην λάσπη
και μετά να λερώνει το παλάτι και κυρίως είχε διαβάσει όλα τα βιβλία
μαγείας που υπήρχαν στην βιβλιοθήκη και τα ήξερε όλα!
Γι αυτό φοβόταν τόσο πολύ κάθε φορά που έβλεπε την Παστούλα
να ανακατώνει τα φίλτρα της μαμάς της.
Ένα δειλό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και τα μάτια της Παστούλα
έλαμψαν από οργή!
Μα ποιος ήταν πάλι, Κέντρο διερχομένων το πέρασαν εκεί μέσα;
Και πως θα συγκεντρωθεί να ετοιμάσει το σωστό φίλτρο όταν την
ενοχλούν συνεχώς;
Ο κύριος ΧνΧν ανακουφισμένος έτρεξε να ανοίξει, ελπίζοντας πως
θα ήταν κάποιος που θα σταματούσε την Παστούλα από ότι τέλος
πάντων έφτιαχνε πριν γίνει η καταστροφή και πάλι.

Μα όπως πάντα ήταν ο μικρός πρίγκιπας Μπίλυ που ξεφύτρωνε
εκεί που δεν τον έσπερναν, όπως έλεγε και η Παστούλα, μα ήταν
ο μοναδικός της φίλος μέσα στο παλάτι και σίγουρα ο μόνος που
ανεχόταν τις σκανταλιές της χωρίς να διαμαρτύρεται και καμιά φορά
την ακολουθούσε σε αυτές με κλειστά μάτια.
Όπως τότε που του έδωσε να πιει το δρακοφίλτρο και ο μικρός
πρίγκιπας μεταμορφώθηκε σε ένα καταπράσινο δράκο που έβηχε
και έφτυνε φωτιές όλη μέρα ενώ στο παλάτι είχαν όλοι τρελαθεί να
βρουν που είχε εξαφανιστεί ο μικρός διάδοχος του θρόνου!
Ευτυχώς που τα φίλτρα της Παστούλα δεν κρατάνε πολύ και μέχρι
το βράδυ ο πρίγκιπας Μπίλυ ξανάγινε κανονικό αγοράκι, αν και του
έμεινε το κουσούρι όταν τον έπιανε βήχας να βγαίνουν κάτι περίεργοι
καπνοί απ τα ρουθούνια και τα αυτιά του, κάτι που κανένας γιατρός
στο βασίλειο δεν βρήκε πού οφείλεται αυτή η αρρώστια και που
έκανε την μαμά της Παστούλα, την μεγάλη Μάγισσα Λεβάντα,
να την κοιτά καχύποπτα κάθε φορά που έβγαζε καπνούς ο
μικρούλης πρίγκιπας!
'' Τι κάνετε εδώ εθείς; Θαθ τθάκωθα !
Φώναξε ο πρίγκηπας Μπίλι χαρούμενος που έπιασε τους δυο
φίλους του να παίζουν πάλι με τα ξόρκια και τα φίλτρα!
Μα πόσο πολύ του άρεσε να παρακολουθεί την Παστούλα να
ανακατώνει αυτά τα περίεργα υγρά που κόχλαζαν πάνω από το
μαγκάλι και πάντα, μα πάντα του έδινε να δοκιμάζει και τις
περισσότερες φορές ήταν πραγματικά πεντανόστιμα!
'' Έλα έλα, γρήγορα, να δεις….σήμερα θα δώσουμε στην Σουλίνα
την ουρά της. '' Του είπε χαρούμενη η μικρή μάγισσα ανακατεύοντας
την μαρμίτα της, που τώρα είχε πάρει ένα απόκοσμο ροζ
φωσφωριζέ χρώμα και μια μυρωδιά γλυκιάς φράουλας απλώνονταν
στον αέρα!
'' Μα τι ωραία μυρίδθει! '' Αναστέναξε ο μικρός πρίγκηπας που
πολύ θα ήθελε να δοκιμάσει αυτό το λαχταριστό μοσχομυριστό
φίλτρο που του θύμιζε τούρτα με σαντιγί και του έτρεχαν τα σάλια
και μόνο στην σκέψη.
'' Θα σταματήσεις επιτέλους να μιλάς σαν χαζό; '' τον αποπήρε
η Παστούλα και ο μικρούλης σούφρωσε τα χειλάκια του έτοιμος
να κλάψει.
'' Όταν βγει το δόντι μου θα ξθαναμιλήθω θωθτά, της απάντησε
και πήγε πιο κοντά να δει, μα πωθ θα δώθουμε αυτό το φίλτρο
θτην Θουλίνα να το πιεί?
'' Θα την κρατάς εσύ μαζί με τον Κύριο ΧνΧν και θα το πιεί! ''
Ο μικρούλης πρίγκιπας ξεροκατάπιε ενώ ο Κύριος ΧνΧν ανατριχιασε
και μόνο στην σκέψη να πιάσει την γάτα Σουλίνα με το ζόρι και
μάλιστα να την κρατήσει ακίνητη για να της δώσουν με το ζόρι
το φίλτρο. Τα νύχια της, που καθημερινά τα φρόντιζε και τα
ακόνιζε, έκοβαν σαν μαχαίρια.
'' Θα με γρατθουνιθει '' κλαψούρισε ο πρίγκιπας Μπίλυ κι έκανε
ένα βήμα πίσω.
'' Ε και λοιπόν; ρώτησε ανυπόμονα η Παστούλα, θες να μείνει
η Σουλίνα με τα φτερά και να με στείλουν στο Ούρμπινο;
Ε..Ε..Ε…ΑΥΤΟ ΘΕΣ; ''

Όταν φώναζε έτσι η Παστούλα καταλάβαινε ο πρίγκιπας Μπίλυ
πως τα πράγματα ήταν πραγματικά σοβαρά και σίγουρα δεν ήθελε
για κανένα λόγο να φύγει η φίλη του για το Ούρμπινο γιατί μετά
δεν θα μπορούσε να την ξαναδεί και αυτός με ποιόν θα έπαιζε
μέσα στο παλάτι;
Τα άλλα παιδιά τον φοβόταν γιατί ήταν ο γιος του Βασιλιά και
δεν έπαιζαν μαζί του όπως η Παστούλα, ούτε είχαν τόσο ενδιαφέρον
όπως αυτή και η κάμαρα με τα μαγικά φίλτρα της μαμάς της,
ούτε ήξερε κανένας άλλος να κάνει μαγικά φίλτρα και να του δίνει
γλυκά σιρόπια και τούρτες που του έδινε η Παστούλα.
'' Μήπωθ να τηθ το θητήθουμε ευγενικά από την Θουλίνα; ''
Αναρωτήθηκε ο μικρός πρίγκιπας προσπαθώντας να αποφύγει
την αγανακτισμένη γάτα που εκείνες τις ημέρες δύσκολα την
πλησίαζε κανείς.
'' Να την διατάξεις, βρήκε την λύση η Παστούλα, τι σόι πρίγκιπας είσαι
αν δεν μπορείς να διατάξεις μια γάτα; ''
Μαζεύτηκε ο καημενούλης Μπίλυ και πως θα ήθελε εκείνη την στιγμή
να της πει '' κι εσύ τι σόι μάγισσα είσαι που δεν μπορείς να κάνεις
μια σωστή δουλειά! ''
Μα δεν τόλμησε να πει τίποτα και έτρεξε να βρει την γάτα Σουλίνα,
μήπως και την καταφέρει να δοκιμάσει για μια ακόμα φορά το
φίλτρο της φίλης του.

Την βρήκε στην κάμαρα με τους καθρέφτες να κάθεται μισοζαλισμένη
επάνω στο βελούδινο μαξιλάρι της, μόλις είχε γυρίσει από την
τελευταία της πτήση και ήταν μάλλον αρκετά θυμωμένη , τα κίτρινα
μάτια της έβγαζαν αστραπές.
'' Νιαρρρρρρρ '' τον φοβέρισε να μη πλησιάσει και τέντωσε
μπροστά το πόδι της για να το γλύψει, χωρίς να σταματήσει να
τον κοιτά αγριεμένη.
'' Θουλίνα, μικρή όμορφη ψθιψθίνα μου, αυτή την φορά τα κατάφερε!
Το βρήκε το φίλτρο η Μάγιθθα. '' της είπε από μακριά ο μικρός
πρίγκιπας, προσπαθώντας να βάλει μια μεγάλη δόση ενθουσιασμού
στην φωνή του.
'' Η Παστούλα; ''
Ρώτησε ειρωνικά η Σουλίνα και σήκωσε το άλλο πόδι για να το
γλύψει και αυτό.
'' Και τι κατάφερε να βρει? Πως θα μου βάλει και κέρατα κατσίκας? ''
'' Τα κατάφερε θου λεω, τα κατάφερε, έχει φτιάκθει το φοβερό της
φίλτρο, αυτό που μυρίζει φράουλες και θαντιγί !!! ''
'' Όλα της τα φίλτρα σαν τούρτες μυρίζουν κουτέ Μπίλυ, Νιαρρρρρρρ ,
εγώ δεν ξαναδοκιμάζω, και ΘΕΛΩ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΜΟΥ,Νιαρρρρρρρ''

Είχε θυμώσει πραγματικά και πάλι η Σουλίνα, έβγάλε έξω τα νύχια της
από τις μαλακές πατούσες της και αυτά άστραψαν αντανακλώντας
επάνω στους καθρέφτες σαν ατσάλινα μαχαίρια.
Ο μικρός Πρίγκιπας δεν έκανε βήμα πίσω.
Πιο πολύ φοβόταν την οργή της Παστούλα από την Σουλίνα που
δεν θα τολμούσε να δοκιμάσει τα νύχια της επάνω του.



τέλος πρώτου μέρους.










Αναπάντητη κλήση

« απουσιάζω , αφήστε μου το μήνυμά σας και θα επικοινωνήσω μαζί σας το συντομότερο » Ούτε κι αυτή την φορά απάντησε στην κλήση του, ό...