Περίληψη _
Mια νέα γυναίκα που ζει μόνη με την κόρη της έχοντας την βοήθεια της μητέρας της, με αρκετές άστοχες κινήσεις στην ζωή της έχει βρεθεί σε αδιέξοδο μέχρι που έρχεται ο διορισμός της να διδάξει στο σχολείο ενός ορεινού χωριού της Κρήτης. Παρακολουθούμε την ημέρα της αναχώρησης για τον τόπο του διορισμού της και την βλέπουμε να έχει όλες τις φοβίες και τις ανασφάλειες που θα είχε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο.
2.
Τα δώρα που έφεραν για την κόρη μου , ένα ζεστό ρόζ μπουφάν με επένδυση από γούνα και ένα ακριβό μπέζ ολόμαλλο παλτό για μένα με αφήνουν άφωνη και με δάκρυα στα μάτια.
… «Δεν μπορείς χρυσή μου να εμφανιστείς στην νέα σου θέση με αυτό το απαράδεχτο ρούχο!»… Μου λέει η κ. Δημάκη χήρα Συνταγματάρχου και η αρχηγός της τετράδας των φίλων.
Θα ήθελα να υπερασπιστώ την χοντρή τσόχινη μπλε ζακέτα μου που την πήρα πριν κάτι χρόνια στις εκπτώσεις σε μισή τιμή αλλά δεν συγκρίνεται με το παλτό που μου έφεραν τα κορίτσια και ξέρω κατά βάθος ότι η κ. Συνταγματάρχου έχει δίκιο.
Η επόμενη όμως κίνηση τους είναι ένα σεβαστό χρηματικό ποσό που θέλουν να μου δώσουν, δώρο από όλες στον σύλλογο και που αρνούμαι σθεναρά και με δάκρυα στα μάτια να το πάρω.
… «Δεν είναι μόνο για σένα χρυσή μου, ένα μικρό δωράκι είναι για τα πρώτα σας έξοδα με το μωρό μας και φυσικά θα το δεχτείς!!» Ένα δώρο που αντιπροσωπεύει τους μισθούς μου πέντε τουλάχιστον μηνών, μαζεμένο από όλες αυτές τις γυναίκες που καμία τους δεν είναι ιδιαίτερα ευκατάστατη, αυτό δεν είναι δώρο, είναι κάτι παραπάνω και μπήγω τα κλάματα ρουφώντας με έναν απαίσιο θόρυβο την μύτη μου που τρέχει.
Η κ. Συνταγματάρχου αφήνει τον φάκελο με τα χρήματα στο σερβάν και με κλείνει στην τεράστια αγκαλιά της.
… «Είμαστε σίγουρες πως αυτά τα χρήματα θα πάνε για καλό σκοπό χρυσή μου, τα παιδιά των φίλων μας είναι και δικά μας παιδιά, εμείς εξ άλλου δεν τα έχουμε ανάγκη όσο εσύ που θα φύγεις».
Ξέρω ότι μου λέει ψέματα για να με παρηγορήσει, φυσικά και τα έχουν ανάγκη, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω καθώς μας έχουν πιάσει όλες τα κλάματα από συγκίνηση.
Πολύ αργότερα, γυρίζω σπίτι μου αγκαλιά με τα δώρα μας και σφίγγοντας την τσάντα μου με τα πολύτιμα χρήματα.
Νοιώθω λίγο πιο δυνατή τώρα πια, πιο αισιόδοξη, νοιώθω ότι δεν είμαστε μόνες μας εγώ και η Νανούκα, ποτέ βέβαια δεν ήμασταν, αλλά τώρα ξέρω ότι δίπλα στην Τζώρτζια στέκονται πραγματικές φίλες έτοιμες να μας συμπαρασταθούν σε κάθε δυσκολία μας.
Σε λίγες ώρες θα βρισκόμαστε στο καράβι που θα μας μεταφέρει στον καινούργιο μας προορισμό και πρέπει να τσεκάρω για ακόμα μια φορά τα πράγματα που θα πάρουμε μαζί μας, δυο μεγάλες βαλίτσες, ένα ακόμα μεγαλύτερο σακ-βουαγιάζ, δυο ακόμα κούτες που έχω κανονίσει να τις πάρει μεταφορική και να μου τις στείλει όταν πρώτα δω που θα έχω τακτοποιηθεί.
Τα λιγοστά μου έπιπλα τα αφήνω πίσω, δεν αξίζει να πληρώσω για να τα πάρω και είμαι σίγουρη πως η σπιτονοικοκυρά θα νοικιάσει το σπίτι πιο ακριβά ΄΄επιπλωμένο΄΄ με την παλιά μας κρεβατοκάμαρα, το μικρό τραπέζι με τις τρεις καρέκλες και μερικά ακόμα μικροέπιπλα αγορασμένα κατά καιρούς σε τιμές ευκαιρίας από τα στοκατζίδηκα της οδού Πατησίων.
Η Τζώρτζια έχει περάσει από το σχολείο να πάρει την Νανούκα και μαζί φέρνουν και πακέτα με έτοιμο φαγητό!!
Καθόμαστε οι τρεις μας στο τραπέζι και αφού δεν έχω πια μαχαιροπήρουνα τρώμε με τα χέρια και πίνουμε μπύρα σε πλαστικά ποτηράκια, σκασμένες στα γέλια καθώς θυμόμαστε ένα σωρό παλιές ιστορίες με την μητέρα μου , προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να διώξουμε την θλίψη του αποχωρισμού και τα καταφέρνουμε αρκετά καλά αφού πλέον δακρύζουμε από τα γέλια.
Νοιώθω πολύ ευχαριστημένη καθώς βλέπω χαλαρή την μητέρα μου να θυμάται παλιές ιστορίες με τον πατέρα μου και να γελά με την καρδιά της.
….. «Θυμάσαι τότε που είχες αποφασίσει να γίνεις χορτοφάγος και ο καημένος ο πατέρας σου έτρωγε για τρεις μήνες από δυο μερίδες φαγητό για να μη σε ανακαλύψω??» Με ρωτά και μας πιάνει νέος παροξυσμός γέλιου.
Φυσικά και το θυμάμαι! Ήμουν τότε 14 χρονών και είχαμε ανακαλύψει με τις συμμαθήτριές μου ότι δεν ήταν καθόλου sik να τρως κρέας από φρικτά βασανισμένα ζωάκια .
Φυσικά δεν τόλμησα να το πω στην Τζώρτζια που θα γινόταν έξαλλη με κάτι τέτοιο να αποτελείται η διατροφή μου από μαρούλια, λάχανα και αγγούρια και με δάκρυα στα μάτια για τα καημένα ζωάκια κλάφτηκα στον πατέρα μου.
Πως τα κατάφερε και για τρεις μήνες η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι τι γινόταν στο τραπέζι δεν ξέρω, όταν όμως εκείνος πήρε είκοσι κιλά και εγώ έχασα δεκαπέντε η Τζώρτζια μας έκανε τσακωτούς και φυσικά έγινε ο κακός χαμός, έπεσαν και τα απαραίτητα τηλεφωνήματα μεταξύ των έξαλλων μαμάδων μας και εκεί έληξε η οικολογική μας συνείδηση.
Όταν η μητέρα μου σηκώνεται να φύγει αγκαλιαζόμαστε σφιχτά οι τρεις μας.
…. «Γιατί δεν με αφήνεις να έρθω στο λιμάνι?» Με ρωτά και της το αρνούμαι για μια ακόμα φορά. Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρηθεί τόσο και δεν θα αλλάξει και τίποτα.
Φτάνει ο αποχαιρετισμός μας εδώ, θέλω να νοιώθω πως θα γυρίσει σπίτι της και της υπόσχομαι να την πάρω πρωί πρωί τηλέφωνο αύριο να την ενημερώσω για το ταξίδι μας.
Με φιλά με τόση λαχτάρα που κάνει την καρδιά μου κομμάτια, δεν με έχει συνηθίσει σε τόσες γλύκες και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω.
Λίγες ώρες αργότερα είμαστε στο καράβι με την Νανούκα μου.
Το κοριτσάκι μου έχει κατενθουσιαστεί με το δώρο της , το ζεστό ροζ μπουφάν που της πηγαίνει αφάνταστα! Τα μελένια μάτια της γυαλίζουν από ευχαρίστηση καθώς σφίγγει
τον Σοκολάτα που αν ήταν αληθινός αρκούδας θα είχε πάει από πνιγμό με τόσο σφιχτές αγκαλιές που έχει βιώσει.
Το ταξίδι μας θα κρατήσει όλη την νύχτα, αρκετές ώρες για να αφήσω το κοριτσάκι μου να κοιμάται επάνω στα καθίσματα, έτσι έχω πάρει εισιτήρια που περιλαμβάνουν καμπίνα
για τις δυο μας.
Αφού κάνουμε μια περιήγηση στο πλοίο και την απαραίτητη ξενάγηση στον Σοκολάτα ξαπλώνουμε στις κουκέτες μας όπως είμαστε, με τα ρούχα μας, ήμουν πολύ κουρασμένη
για να ανοίξω βαλίτσες και να φορέσουμε πυτζάμες.
Η κατενθουσιασμένη κόρη μου ακόμα πιο κουρασμένη από μένα κοιμάται σαν αγγελούδι
σε λίγα μόνο λεπτά και μένω μόνη μου πάλι με τις σκέψεις μου στο μισοσκόταδο της καμπίνας.
Πόσο θα ήθελα να είχα την δική της ανέμελη ηλικία και το αθώο μυαλό της, να κοιμόμουν και εγώ δίχως να με βασανίζουν οι αμφιβολίες και η αβεβαιότητα του αύριο!
Όσο και να θέλω να σκέφτομαι αισιόδοξα δεν μπορώ να πω πως έχω εμπιστοσύνη στην κρίση μου και στις αποφάσεις μου που τόσο με έχουν μέχρι τώρα ταλαιπωρήσει.
Είχα περάσει όμως και πιο δύσκολα, γιατί να με τρομάζει το ενδεχόμενο άγνωστοι άνθρωποι, σε ένα άγνωστο μέρος που θα ζούσα μόνο ένα ή δυο χρόνια να με κατηγορήσουν για οτιδήποτε? Και ποιος δεν έχει κάνει λάθη στην ζωή του?
Βέβαια εγώ μόνο λάθη έκανα μέχρι τώρα, αλλά αυτό φαίνεται είναι το δικό μου ταλέντο!
Οι λάθος επιλογές.
Κάποτε θεωρούσα πως το πιο δύσκολο θα ήταν να φτάσει η ώρα που η κόρη μου θα με ρωτούσε για τον πατέρα της και αυτό το έτρεμα από την ώρα που άρχισε να καταλαβαίνει
και ήταν τόσο έξυπνο και παρατηρητικό παιδί που δεν θα αργούσε αυτή η στιγμή.
Την πρώτη φορά που με ρώτησε ήμαστε σε μια παιδική χαρά και της έκανε εντύπωση ότι γύρω μας εκτός από μαμάδες υπήρχαν και μπαμπάδες που έπαιζαν με τα παιδιά τους.
Η Νανούκα ήταν σχεδόν τεσσάρων και η λέξη μπαμπάς της ήταν άγνωστη. Πρώτα με ρώτησε τι σημαίνει αυτή η λέξη και της απάντησα κάτι αόριστο που δεν την ικανοποίησε.
Η επόμενη ερώτηση ήταν και πιο δύσκολη.
…. «Εσύ μαμά γιατί δεν έχεις άντρα να παίζει μαζί μου?» Την θεώρησα πολύ μικρή για να της δώσω μια σωστή απάντηση, είχε μπλοκάρει και το μυαλό μου και έτσι της απάντησα ότι κάποτε είχα αλλά ….έχασε τον δρόμο του.
Μάλλον αυτό θα ήταν απάντηση για αδέσποτο σκύλο και όχι για έναν ανύπαρκτο πατέρα.
Ωστόσο η κόρη μου με κοίταξε με απορία σαν να μου έλεγε ότι αυτά ήταν ανοησίες και δεν σχολίασε παραπάνω την απάντησή μου.
Την επόμενη φορά που με ρώτησε ήταν πριν δυο χρόνια και δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι εκτός από τις μητέρες που πηγαινοέφερναν τα παιδιά τους στο σχολείο
ήταν και αρκετοί μπαμπάδες και τότε εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω από τις ερωτήσεις της και προσπάθησα να της εξηγήσω πως είχε και αυτή έναν μπαμπά που έφυγε κάποια στιγμή από κοντά μας ( δεν διευκρίνισα πως αυτό έγινε την επόμενη που έμαθε για την εγκυμοσύνη μου και επέστρεψε μόνο μετά από τον δικό μου σκληρό εκβιασμό για να αναγνωρίσει την κόρη του) για να συνεχίσει την ζωή του όπως εκείνος ήθελε και εμείς πλέον είμαστε οι δυο μας για να συνεχίσουμε την δική μας.
… «Μαμά δεν θα ξαναγυρίσει ο μπαμπάς?»
… «Όχι γλυκεία μου, δεν θα ξαναγυρίσει» καλύτερα να της έκοβα αυτή την ελπίδα που άρχισε να χαράζει στο μυαλουδάκι της.
…. «Το ξέρει που μένουμε όμως, έτσι δεν είναι?»
Φυσικά και το ξέρει ήθελα να της πω, αφού εκείνος έμενε ακόμα στο ίδιο σπίτι που έμενε όταν γνωριστήκαμε με την γυναίκα και τα παιδιά του που τότε αγνοούσα την ύπαρξη τους
και ξέρει που είμαστε, όπως ξέρει πως υπάρχεις και προτιμά να το αγνοεί.
…. «Νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από το να συζητάμε αυτό το θέμα γλυκιά μου, αν θέλεις να πάμε μια βόλτα μέχρι την πλατεία?»
Το έξυπνο κοριτσάκι μου κατάλαβε πως άλλαζα θέμα, με κοίταξε με αυστηρό ύφος, αυτό που έπαιρνε ορισμένες φορές και μου θύμιζε έντονα την επικριτική Τζώρτζια και βούτηξε το μπουφάν της και τον Σοκολάτα.
…. «Άντε πάμε, να δούμε τι θα καταλάβεις όταν έρθει ο δικός μου ο μπαμπάς και εμείς θα λείπουμε!».
Τελικά είχε ριζώσει στο μυαλουδάκι της η ιδέα ότι εκείνος θα ερχόταν κάποια στιγμή να την πάρει από το σχολείο, να την πάει στις κούνιες ή να παίξει μαζί της. Το καταλάβαινα από
τις σκόρπιες κουβεντούλες της που πάντα απέφευγα να απαντήσω ή να δώσω συνέχεια και περίμενα να ξεχαστεί με τον καιρό. Και πραγματικά είχαν περάσει μήνες που δεν είχε αναφερθεί το θέμα ΄΄πατέρας΄΄ , κάτι που μπορεί να βόλευε εμένα αλλά ήξερα πως κατά βάθος η ίδια δεν το είχε ξεχάσει και κάποια στιγμή θα βρισκόμουν πραγματικά αντιμέτωπη με πιο σκληρές ερωτήσεις της. Μα και τι να έκανα?
Να βρω έναν άνθρωπο που με είχε εξαπατήσει κρύβοντάς μου τον γάμο του?
Που αναγνώρισε την κόρη του όταν του είπα πως αλλιώς θα τον τραβολογούσα στα δικαστήρια , ενώ στην πραγματικότητα δεν είχα τέτοιο σκοπό, ούτε την οικονομική άνεση να το κάνω, που του είχα υποσχεθεί να μη τον ενοχλήσω ποτέ ξανά και για κανένα λόγο όσο σοβαρός και να ήταν αυτός. Πώς να πήγαινα να του πω ότι η κόρη του απορεί για την ύπαρξή του? Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα λογοδοτούσα για την απόφασή μου να την φέρω έστω και μόνη μου στον κόσμο, εκείνος άραγε το είχε σκεφτεί αυτό ποτέ?
Όταν θα μεγάλωνε αρκετά η Νανούκα μου και θα μπορούσα να της εξηγήσω είχα σκοπό να της μιλήσω για όλα, όμως μέχρι να γίνει αυτό ήμουν αποφασισμένη να μην την αφήσω να πληγωθεί από καμία καταναγκαστική παρουσία πατέρα στην ζωή της.
Νομίζω πως αυτός ήταν και ο λόγος που ποτέ δεν τα κατάφερα να κάνω μια σχέση της προκοπής, όχι ότι δεν το προσπάθησα, όταν όμως έφτανα σε κάτι σοβαρότερο ένοιωθα να πνίγομαι, φοβόμουν για το αύριο, δεν ήθελα να βάλω κανέναν στο σπίτι μας και να δώσω ελπίδα στον εαυτό μου και στο μωρό μου ότι βρήκε κάποιον που αξίζει να αγαπήσει, ότι αξίζω εγώ να με αγαπήσουν. Και μετά?
Αν ερχόταν μια ακόμα απογοήτευση, αν δεν πήγαινε καλά? Πάλι μόνες.
Ανόητες σκέψεις ίσως, αλλά με βάση ένα ένοχο παρελθόν δεν ήταν τελικά και τόσο ανόητες.
Την βλέπω να κοιμάται στην απέναντι κουκέτα , ένας μικρός άγγελος, ο δικός μου άγγελος και δεν μπορώ να κοιμηθώ, καθώς το μυαλό μου έχει γίνει ένα κουβάρι.
Ντύνομαι και ανεβαίνω στο κατάστρωμα να με χτυπήσει καθαρός αέρας.
Βαθιά στον ορίζοντα βλέπω την νύχτα να αλλάζει χρώμα, ο ουρανός παίρνει μια γλυκιά μπλε απόχρωση και γρήγορα αρχίζει να φωτίζει μέχρι που βλέπω τον δίσκο του ήλιου να ξεπροβάλει μέσα από την θάλασσα πίσω μας.
Μπροστά αχνοφαίνεται η σκιά της στεριάς που πλησιάζει γρήγορα, σε λίγο φτάνουμε.
Η πρωινή δροσιά με κάνει να ανατριχιάζω, θέλω ένα ζεστό καφέ, αλλά θα πάω να πάρω την Νανούκα μου να φάμε μαζί πρωινό, θέλω να αρχίσω μαζί της αυτή την μέρα.
Το μυαλό μου καθαρίζει σιγά σιγά, είμαι εδώ πια, σε λίγη ώρα θα πατήσω σε ένα καινούργιο τόπο, θα αρχίσω την καινούργια μου ζωή, θα είμαι μια δασκάλα με το κοριτσάκι της, μια εικοσιεφτάχρονη γυναίκα που το μόνο που θέλει στην ζωή της είναι να μπορέσει να ζήσει, να αφήσει πίσω της κάθε τι που την πλήγωσε, κάθε λάθος που έκανε και να ανοίξει τα φτερά της να πετάξει ψηλά.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα που φτάνει μέχρι τα βάθη του κορμιού μου και με αναζωογονεί, κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ένα ζευγάρι να στέκεται παραδίπλα στα ρέλια και να κοιτά
την ανατολή. Φαίνονται τόσο ερωτευμένοι και καθώς περνώ δίπλα τους η γυναίκα γυρνά και μου χαμογελά. Τους καλημερίζω και είναι σαν να καλημερίζω την ίδια την ζωή, την ελπίδα και κατεβαίνω να σηκώσω το μωρό μου.
Ξυπνάω την Νανούκα και ανεβαίνουμε μαζί στο μπαρ του πλοίου, καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι δυο μας με τον Σοκολάτα φυσικά και παραγγέλνουμε ένα πλούσιο πρωινό.
….. «Αθηνά μου σ αγαπώ» της λέω και είναι η πρώτη φορά που την φωνάζω με το κανονικό της όνομα. Με κοιτά σοβαρά, ελαφρώς παραξενεμένη και ένα χαρούμενο χαμόγελο απλώνεται στο προσωπάκι της.
…. «Αννούλα μου και εγώ σε αγαπώ, πάντα θα σε αγαπώ» μου απαντά σοβαρά καθώς χώνει τα δοντάκια της σε ένα τεράστιο κρουασάν και βλέπω πως άλλαξαν πολύ γρήγορα οι ρόλοι μας, εγώ έγινα η Αννούλα της!
Μου φάνηκε πως είδα ένα ειρωνικό χαμόγελο στον Σοκολάτα.
Μα είναι δυνατόν?
Όχι θα μου φάνηκε….. ή μήπως όχι?
Συνεχίζεται .....