Όχι
δεν μου άρεσε καθόλου!
Θα
προτιμούσα να ήταν μαζί μας και οι άλλοι
δυο, αλλά ήξερα πως
ποτέ
δεν εγκατέλειπαν όλοι μαζί το πλοιάριο
στις καταδύσεις τους,
πάντα
κάποιος παρέμενε επάνω για περίπτωση
κινδύνου όσο οι δυο ψαχούλευαν στον
βυθό.
Μόνο
που αυτή την φορά ο ένας από τους δυο
ήμουν εγώ και τώρα
δεν
με ενθουσίαζε αυτή η προοπτική!
Ο
Λούκας γύρισε και μου έκανε νόημα να
τον ακολουθήσω.
Η
αλήθεια είναι πως δεν είμαι κλειστοφοβική,
αλλά η προοπτική να
βρεθώ
σε μια ολοσκότεινη σήραγγα που οδηγούσε
στο άγνωστο δεν
με
έκανε να πετάξω και από την χαρά μου. Αν
ήταν στο χέρι μου θα έκανα μεταβολή και
θα άρχιζα μόνη μου την άνοδο αλλά ο καλός
μου θα μου το χτύπαγε για μέρες πως τα
έκανα επάνω μου χωρίς εμφανή λόγο και
έτσι μπήκα και εγώ πίσω του στο άνοιγμα.
Ήταν
πραγματικά τόσο στενό που μόλις και
μετά βίας μας χώραγε,
κάποιες
στιγμές ένοιωθα τις δίδυμες μπουκάλες
μου να γρατζουνίζονται
με
έναν ανατριχιαστικό ήχο στις προεξοχές
των βράχων και κάποια άλλη στιγμή πρέπει
να χτύπησα και τον αγκώνα μου γιατί
ένοιωσα ένα φρικτό
πόνο
να τσουρουφλίζει το χέρι μου.
Δεν
μπορούσα όμως να κάνω αναστροφή και να
γυρίσω πίσω, δεν
με
χώραγε το άνοιγμα και έτσι συνέχισα να
κολυμπάω πίσω από
τον
Λούκας. Γύρω στα οχτώ μέτρα μετά
πεταχτήκαμε ξαφνικά έξω
από
την σήραγγα, μάλλον πεταχτήκαμε από το
απόλυτο σκοτάδι στο φως!
Πριν
από εκατομμύρια χρόνια όταν κάποτε
αυτός ο βυθός δεν ήταν
βυθός
αλλά στεριά η σήραγγα που μόλις περάσαμε
ήταν στην επιφάνεια
και
οδηγούσε στην τεράστια αίθουσα μιας
σχεδόν οριζόντιας σπηλιάς
βαθιά
στα έγκατα της γης.
Τα
νερά της βροχής που κυλούσαν για χιλιάδες
χρόνια ανάμεσα από
τις
ρωγμές των ασβεστολιθικών πετρωμάτων
είχαν αποθέσει τον ασβεστίτη που έπεφτε
σταγόνα σταγόνα δημιουργώντας με τα
αποθέματα συνθέσεις που για τα δικά μου
μάτια φάνταζαν μοναδικές! Κουρτίνες
από πετρώματα που τα είχαν σκεπάσει τα
φύκια και τα κοράλλια, σταλαγμίτες που
έμοιαζαν
με
τεράστιους κίονες που στήριζαν κομμάτια
της οροφής μιας φανταστικής αίθουσας
… γιατί ποιος γνωρίζει σε ποια χρονολογική
περίοδο κάποιος ισχυρός σεισμός που
μετακίνησε τις τεκτονικές πλάκες των
Ηπείρων
γκρέμισε
κομμάτια από την οροφή της σπηλιάς και
αργότερα που την σκέπασαν τα νερά του
ωκεανού κοράλλια αγκάλιασαν τα ανοίγματα
,
όστρακα
και φύκια πιάστηκαν στα ασβεστολιθικά
πετρώματα και τα
σκέπασαν
με χρώματα και σχήματα.
Μαγεμένη
στάθηκα ξεχνώντας ακόμα και να ανασάνω
για να χαζεύω
με
δέος αυτό το ξεχωριστό θέαμα ενώ ο Λούκας
προσπαθούσε να
πάρει
τις καλύτερες λήψεις με την κάμερα .
Το
φως από τις αχτίνες του ήλιου που τις
διαθλούσε το νερό έμπαινε
ορμητικά
μέσα από τα ανοίγματα και δημιουργούσε
την εντύπωση πως έπλεες μέσα σε ένα
καταγάλανο σύννεφο ενώ γύρω σου οργίαζαν
όλες
οι
αποχρώσεις του μπλε, του πράσινου, με
κόκκινες , κίτρινες, πορτοκαλί πινελιές,
με αστραφτερά λευκοκίτρινα όστρακα που
ανοιγόκλειναν τα
οστέινα
ανοίγματα τους προσπαθώντας να τσακώσουν
οτιδήποτε πλησίαζε, με πορτοκαλόχρωμα
αραχνοειδή φύκια και μια ατελείωτη
ποικιλία από
ψάρια
που δεν έμοιαζαν να εντυπωσιάζονται
από την παρουσία μας
και
πλησίαζαν τόσο κοντά μας που μπορούσαμε
να χαϊδέψουμε τις
λευκές
κοιλιές τους .
Ήταν
εκείνος που μου έκανε νόημα να σταματήσω
να χαζεύω γύρω μου
στην
σπηλιά και να κοιτάξω καλύτερα σε ένα
συγκεκριμένο μέρος και
τότε…
τα είδα! Τα κοράλλια και τα φύκια τα
είχαν καλύψει καλά όλα αυτά
τα
χρόνια που βρισκόταν θαμμένα στην
αγκαλιά τους, όμως κάτι στο σχήμα φαινόταν
πως δεν ήταν έργο της φύσης ….Μάλλον
σαν σκουπίδια
πεταμένα
σε μια γωνιά έμοιαζαν αλλά και πάλι …
Σεντούκια?
Ξύλινα κιβώτια ένα ήταν μεγάλο όσο μια
ντουλάπα δυο
τρία
μικρότερα, πεταμένα άτακτα στον πάτο
της σπηλιάς!
Πως
στο καλό είχαν βρεθεί εκεί?
Ο
Λούκας κινηματογραφούσε την κάθε μας
κίνηση πλέον, πλησιάσαμε
να
δούμε από κοντά. Τα ξύλα είχαν σχεδόν
σαπίσει από την χρόνια παραμονή τους
μέσα σε αυτά τα νερά και μόνο τα κοράλλια
που τα συγκρατούσαν και είχαν πάρει το
σχήμα τους κρατούσαν το
περιεχόμενο
τους και δεν είχε σκορπιστεί .
Μια
άχλη από θολό νερό σηκώθηκε όταν ακούμπησα
το χέρι μου και
αυτό
που κατάφερα να πιάσω ήταν ένα κομμάτι
από κάτι λευκό … ένα κομμάτι πιάτου από
λευκή πορσελάνη με χρυσή μπορντούρα
και μικροσκοπικά ρόδινα λουλουδάκια …
ένα δεύτερο κομμάτι λίγο
μεγαλύτερο
έδειχνε να δένει η χρυσή διακόσμηση με
ένα οικόσημο …
ένα
λιοντάρι αγκάλιαζε μια σημαία με τρία
αστέρια και ένα διαγώνιο σπαθί, επάνω
από το κεφάλι του τρεις κρίνοι ενωμένοι
σχημάτιζαν μια κορώνα!
Ήταν
ένα πανέμορφο σχέδιο που θα μπορούσα
να το χαζεύω ώρες!
Σκεφτόμουν
πως αυτό το όμορφο σερβίτσιο βρισκόταν
χρόνια θαμμένο
εδώ
κάτω, ίσως και αιώνες και για πρώτη φορά
το έβλεπε κάποιος
ξανά
και αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ !
Ο
Λούκας μου έδειξε δυο μπουκάλια που
είχε ξεθάψει λίγο παραδίπλα ανάμεσα
από τα κοράλλια και μου έκανε νόημα να
τα βάλω στο μικρό
δίχτυ
που είχε φέρει μαζί του, μαζί με τα
κομμάτια πορσελάνης που
κρατούσα
και μετά τα κρέμασε όλα στην μέση του.
Ήθελα
τόσο πολύ να ψάξω ανάμεσα στα μισοσαπισμένα
ξύλα, σίγουρα
θα
υπήρχε και ένας θησαυρός ανάμεσα στα
πιατικά και τα μπουκάλια,
πάντα
υπήρχε θησαυρός με χρυσά κοσμήματα,
νομίσματα, μαργαριτάρια
και
πολύτιμα πετράδια …
Είχαν
βρει ένα ναυάγιο, γι αυτό αυτή η έξαψη
και ο ενθουσιασμός τους
και
σίγουρα αυτό το ναυάγιο δεν θα είχε μόνο
κουζινικά μέσα, εκεί μέσα
θα
υπήρχαν και πολύ πιο πολύτιμα πράγματα
να βρούμε!
Κοίτα
να δεις που σκεφτόμουν σαν γέρος
χρυσοθήρας, λες και εγώ το
είχα
βρει και είχα και δικαίωμα στην μοιρασιά
του θησαυρού!
Ψαχούλευα
ανάμεσα στα φύκια σηκώνοντας την λάσπη
του βυθού μέχρι
που
δεν έβλεπα τίποτα και μόνο όταν με έπιασε
από το χέρι και με τράβηξε μακριά ο
αγαπημένος μου δείχνοντας μου ταυτόχρονα
το ρολόι κατάλαβα πως ήταν ώρα να βγούμε
από εκεί .
Μόλις
θα ανεβαίναμε στην παντόφλα θα είχε να
μου δώσει πολλές
εξηγήσεις
για όλα αυτά!
Αυτή
την φορά ευτυχώς δεν θα περνούσαμε μέσα
από το πηγάδι,
ο
Λούκας κατευθύνθηκε προς τα ανοίγματα
στην οροφή της σπηλιάς ,
δεν
υπήρχε πια λόγος να με εντυπωσιάσει
περνώντας με μέσα από το
πηγάδι
που ήρθαμε, τώρα απλά θα βγαίναμε στην
επιφάνεια και θα
μας
μάζευαν από το πλοιάριο οι άλλοι δυο.
Μόνο
που … περισσότερο τον ένοιωσα τον
κίνδυνο πριν τον δω …
Ήταν
μια σκιά που πέρασε επάνω από τα ανοίγματα,
αργά σαν
να
κυλούσε ένα σύννεφο στον ουρανό!
Μα
δεν ήταν σύννεφο, ήταν αυτό που φοβάται
πως θα συναντήσει
κάθε
δύτης που σέβεται τον εαυτό του στον
ανοιχτό ωκεανό, ήταν ένα τεράστιο τέρας,
τουλάχιστον δεκαπέντε πόδια μακρύ από
το κεφάλι
μέχρι
την άκρη της μυτερής ουράς του που έφερνε
γύρες επάνω μας!
Κανένας
δεν θα μπορούσε να μη ξέρει αυτό το
χοντρό βαρελίσιο σχήμα
με
το όρθιο ραχιαίο πτερύγιο και στην
απόληξη της μεγάλης ουράς του
τον
υπερβολικά μεγάλο άνω λοβό που του δίνει
την δυνατότητα να σκίζει
με
ευελιξία χορεύτριας τα νερά.
Ένας
καρχαρίας τίγρης ! Ώστε αντικρίσαμε
τελικά τον υπέροχο Τζόνυ
που
μάλλον ενοχλήθηκε από την απρόσκλητη
επίσκεψή μας στο πηγάδι του και αποφάσισε
να λύσει αυτοπροσώπως την δυσαρέσκειά
του μαζί μας .
Ώρα
να συστηθούμε κάτι που δεν θα το ήθελα
καθόλου!
Το
πρώτο που σκέφτηκα είναι πως δεν θα
έφτανα ποτέ στην επιφάνεια, τουλάχιστον
όχι ολόκληρη…. Μάλλον δεν θα έφτανα
καθόλου με αυτό το τέρας να κόβει βόλτες
γύρω μας και μετά σκέφτηκα πως δεν ήθελα
να πεθάνω , δεν ήμουν έτοιμη να πεθάνω
ακόμα!
Φαίνεται
πως ο φόβος μου έμοιαζε με φωτεινή
επιγραφή νέον επάνω μου γιατί ο αγαπημένος
μου με άρπαξε από τον αγκώνα και με
έσπρωξε
πίσω
στην σπηλιά , κάνοντας μου νόημα να
παραμείνω ακίνητη εκεί
που
βρισκόμουν και πως εκείνος θα ανέβαινε
στο σκάφος και θα
ερχόταν
να με πάρει .
Δεν
ήξερα ποιο ήταν το χειρότερο!
Να
μείνω ολομόναχη παρεούλα με το τέρας ή
να τον ακολουθήσω
στην
ανοιχτή θάλασσα πάλι παρεούλα με το
τέρας?
Αν
μπορούσα θα έβαζα τα κλάματα ή ακόμα
καλύτερα θα έβαζα μια
προπέλα
στα πόδια μου και θα γινόμουν πύραυλος
για να ανέβω στην επιφάνεια, όμως του
είχα εμπιστοσύνη.
Εκείνος
ήξερε τι να κάνει και σίγουρα φορτωμένος
με μια κάμερα για
μοναδικό
του όπλο και με μια φοβισμένη γυναίκα
δεν θα μπορούσε
να
ανέβει τα μέτρα που μας χώριζαν από το
σκάφος.
Χώθηκα
κάτω από μια προεξοχή καθώς τον έβλεπα
να φεύγει και να ανεβαίνει αργά στην
επιφάνεια ενώ το τεράστιο ψάρι έφερνε
νωχελικά βόλτες, φτάνοντας μέχρι εκεί
που μπορούσα να διακρίνω να γίνεται μια
μοναχική θολή φιγούρα και γυρνώντας
ξανά πίσω, παρακολουθώντας τον αγαπημένο
μου που στριφογύριζε καθώς ανέβαινε
αργά ώστε να έχει μόνιμα οπτική επαφή
μαζί του.
Κάποια
στιγμή δεν έβλεπα πλέον τίποτα, το μεγάλο
ψάρι συνέχιζε να
φέρνει
γύρες επάνω από το κεφάλι μου οπότε
ήμουν απόλυτα σίγουρη
πως
ο Λούκας τα κατάφερε να φτάσει επάνω
στο σκάφος αν και αυτό
που
άρχισε πια να με ανησυχεί ήταν πως ο
αέρας στις μπουκάλες μου
ήδη
βρισκόταν στο τέλος του, δεν θα είχα
περισσότερα από 3΄ λεπτά
ανάσας
και μετά?
Θα
μπορούσα να κρατήσω την αναπνοή μου για
2΄ τουλάχιστον, σύνολο
ένα
πεντάλεπτο για να επιστρέψει ο Λούκας
κοντά μου και να με ανεβάσει στην
επιφάνεια…
Κανονικά
θα έπρεπε να πανικοβληθώ αλλά αυτή την
φορά δεν άφησα
τον
εαυτό μου να χάσει την ανάσα του, ήταν
πολύτιμος ο αέρας μου
για
να τον σπαταλήσω σε διπλή ανάσα .
Χαλάρωσα
και σκέφτηκα πως όταν θα ξέφευγα από
αυτή την κατάσταση
θα
είχα όλη την ευκαιρία να του σπάσω το
κεφάλι για την όμορφη ιδέα του
να
με κατεβάσει εδώ … μα και πάλι… ήταν
τόσο όμορφα όλα αυτά,
αν
εξαιρέσουμε το ψαράκι από πάνω μου που
περίμενε να τσιμπολογήσει κανένα πόδι
ή τον αέρα μου που τελείωνε …που τελείωσε
χωρίς να το καταλάβω !
Ούτε
μια φυσαλίδα δεν έβγαινε πια από το
επιστόμιο και εγώ προσπαθούσα να μην
κάνω καμία κίνηση που θα μπορούσε να με
στείλει να συναντήσω
τον
δημιουργό μου … άρχισα να ζαλίζομαι
από την προσπάθεια ,
τα
αυτιά μου πόναγαν από την πίεση, το
στομάχι μου το ένοιωθα
να
ακουμπά στην σπονδυλική μου στήλη,
κοίταξα το ρολόι μου …
ένα
λεπτό χωρίς ανάσα και ο δείκτης στα
δευτερόλεπτα κυλούσε
γρήγορα
… ήταν τόσο επιτακτική η ανάγκη πια να
πάρω ανάσα
που
τα μάτια μου θόλωσαν και … τότε κάτι με
άρπαξε από το
πόδι
και έχασα την ψυχραιμία μου!
Άνοιξα
το στόμα μου να ουρλιάξω και κατάπια
μισό τόνο νερό, άρχισα
να
παλεύω και να γρατζουνάω για να ξεφύγω
μα ήταν ο Λούκας που
με
είχε ακινητοποιήσει και προσπαθούσε
να μου χώσει στο στόμα
ένα
καινούργιο επιστόμιο … επιτέλους αέρας!
Είχε
έρθει από την σήραγγα γι αυτό και δεν
τον είχα δει και κουβαλούσε
μαζί
του μια γεμάτη μπουκάλα οξυγόνο . Μου
έδωσε ένα λεπτό να πάρω ανάσα, να συνέλθω
και μου χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο λίγο
παραμορφωμένο από την πίεση της μάσκας
και μετά μου ξαναπήρε
τον
αέρα, θα τον μοιραζόμαστε μέχρι να
φτάσουμε στην επιφάνεια!
Στα
χέρια του κρατούσε την ατσάλινη βέργα
με την εκρηκτική κεφαλή
αν
τυχόν αποφάσιζε το τέρας να πλησιάσει
για να δοκιμάσει την γεύση μας και είχε
δεμένη στον μηρό του την ζώνη με τα
υπόλοιπα εκρηκτικά …
μου
έκανε νόημα πως αρχίζουμε την άνοδο και
κοιτώντας τα μάτια του, τεράστια μέσα
από το γυαλί της μάσκας κατάλαβα πως θα
τα καταφέρναμε.
Αρχίσαμε
να ανεβαίνουμε τόσο απελπιστικά αργά
που μου φάνηκε αιώνας
το
κάθε μέτρο που κάναμε με τον καρχαρία
να πηγαινοέρχεται γύρω μας,
να
μας κοιτάζει με το τρομαχτικά ψυχρό
βλέμμα του.
Ήμουν
σίγουρη πως μας αναμετρούσε για το
επόμενο γεύμα του!
Ήξερα
πως το εκρηκτικό δεν θα του έκανε και
μεγάλη ζημιά αν ο στόχος
δεν
ήταν τουλάχιστον το μάτι του και ο Λούκας
δεν θα προλάβαινε να
περάσει
δεύτερο στην βέργα αν αυτό το τέρας το
έπιανε φρενίτιδα
από
ένα αποτυχημένο χτύπημα. Ωστόσο ήταν
κάποια παρηγοριά να
μην
είμαστε εντελώς άοπλοι και ανίσχυροι
απέναντι του.
Ανεβαίναμε
σχεδόν αυτοκόλλητοι ο ένας με τον άλλον
με τις πλάτες μας κολλημένες ώστε να
μην χάνουμε καθόλου την οπτική επαφή
μαζί του,
ενώ
οι κύκλοι που έκανε γύρω μας είχα την
εντύπωση πως όσο πήγαινε
και
γινόταν πιο μικροί.
Ήθελα
να ανέβω σαν μπαλόνι στην επιφάνεια
αλλά ο Λούκας κρατούσε
τον
χρόνο που χρειαζόμαστε για αποσυμπίεση
, για την ώρα που ήμασταν στον βυθό και
έτσι για να μην γίνω πραγματικό μπαλόνι
όταν το άζωτο
στο
αίμα μου σχημάτιζε ωραιότατες
μπουρμπουλήθρες αν ανέβαινα γρηγορότερα
, ηρέμησα και ακολουθούσα τον ρυθμό του.
Έβλεπα
ήδη την σκιά από το σκάφος επάνω μας και
αυτό μου έδινε
κουράγιο
και έφτιαξε και την διάθεση μου.
Δυο
ζευγάρια χέρια με άρπαξαν σαν πνιγμένο
γατί από τους ιμάντες
που
συγκρατούσαν τις μπουκάλες στην πλάτη
μου και με πέταξαν
σχεδόν
στο ξύλινο κατάστρωμα της παντόφλας
ενώ ο Λούκας με πιο αριστοκρατικό τρόπο
ανέβηκε ολομόναχος από την σκάλα
αλουμινίου
και
ενώ εγώ προσπαθούσα να πάρω ανάσα και
να βρω την ψυχραιμία μου πριν αρχίσω να
τους κοπανάω όλους με κανένα βατραχοπέδιλο
εκείνος
ήδη
γελούσε και αστειευόταν με τους άλλους
δυο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα!
Επάνω
στο μεταλλικό τραπεζάκι του καταστρώματος
ήταν οι δυο
μπουκάλες
και τα θραύσματα από το πορσελάνινο
πιάτο που γυάλιζαν
κάτω
από το δυνατό φως του ήλιου σαν
μαργαριτάρια!
Ο
καρχαρίας, ο κίνδυνος, ο φόβος είχαν ήδη
ξεχαστεί από αυτούς, μόνο
τα
δικά μου γόνατα είχαν ένα μικρό τρέμουλο
που ήλπιζα να το
αποβάλω
στα επόμενα δέκα χρόνια!
Ανέλαβε
ο Λούκας να μου εξηγήσει , πως είχαν βρει
κατά τύχη το ναυάγιο
και
ψάχνοντας τα κομμάτια του είχαν ανακαλύψει
και την σπηλιά.
Από
την επόμενη μέρα θα γινόταν καταγραφή
σε ότι είχαν βρει αν και
τα
κομμάτια του ναυαγίου είχαν σκορπίσει
από τους τυφώνες και τα
κύματα
του ωκεανού και ότι είχε απομείνει ήταν
μέσα στην σπηλιά και ορισμένα μεταλλικά
αντικείμενα αγνώριστα και διαβρωμένα
από την
αλμύρα
διασκορπισμένα γύρω από τα ανοίγματα
της οροφής.
Δεν
υπήρχε κάτι αναγνωρίσιμο προς το παρόν
ώστε να ξέρουν την
ταυτότητα
του πλοίου που είχε ναυαγήσει και τον
προορισμό του …
Όμως
είχαν βρει τα μπουκάλια με το άγνωστο
περιεχόμενο… κρασί
έλεγαν
πως θα ήταν, πρώτης ποιότητας που το
μετέφερε στα αμπάρια του
το
πλοίο με προορισμό τις Ανατολικές Ινδίες
και το σπίτι κάποιου
πλούσιου
εγγλέζου αξιωματικού … από φαντασία η
παρέα διέθετε
πάντως
μπόλικη!
Το
σίγουρο ήταν πως τα μπουκάλια αποτελούσαν
τεκμήριο όπως
και
τα κομμάτια της πορσελάνης και δεν
είχαμε το δικαίωμα να τα
πειράξουμε
γιατί θα έπρεπε να παραδοθούν στις
τοπικές αρχές
μόλις
πιάναμε λιμάνι και πάλι.
Μα
ποιος μπορούσε να αντισταθεί σε ένα
ποτήρι παλιό καλό κρασί
άριστα
διατηρημένο τριάντα μέτρα κάτω από την
επιφάνεια της
θάλασσας
για περισσότερο από διακόσια χρόνια?
Για
ένα μπουκάλι τουλάχιστον θα μπορούσαμε
να παρανομήσουμε!
Με
ευλάβεια παρακολουθούσαμε τον Λούκας
να προσπαθεί να ανοίξει
το
σκούρο μπουκάλι χωρίς να σπάσει τον
φελλό που γλίστρησε απαλά
και
βγήκε με ένα μικρό ΄πλοπ΄ και μετά με
θεατρικές κινήσεις που ποιος
ξέρει
που τις είχε δει μου έκανε μια μικρή
υπόκλιση και έγειρε το
μπουκάλι
να στάξει λίγο από το υγρό στο τσίγκινο
φλιτζάνι μου.
«Οι
κυρίες προηγούνται» είπε και κάτι
σκούρο, πολύ σκούρο κύλησε από
το
μπουκάλι. Δεν νομίζω πως θα μου άρεσε
να ήμουν η πρώτη που θα
το
δοκίμαζε, μα έπαιξα και εγώ τον ρόλο
μου, το έφερα στην μύτη μου
όπως
είχα δει να κάνουν δοκιμές στο κρασί
και μύρισα κάτι που έμοιαζε
με
σάπιο φρούτο και μετά απλά το άγγιξα
στα χείλη μου για να πάρω
μια
απαίσια γεύση ξινίλας !!
Κάθε
άλλο παρά είχε διατηρηθεί αυτό το
κατασκεύασμα που ούτε για
ξύδι
δεν έκανε πια και οι υπόλοιποι που
βιάστηκαν να δοκιμάσουν
τώρα
το έφτυναν με αηδία και έπλεναν το στόμα
τους με θαλασσινό νερό !
Μετά
την εμπειρία της συνάντησης με τον Τζόνυ
θα προτιμούσα να πιω τουλάχιστον μια
ροζέ Moet αντί γι αυτό το ξινοζούμι … αλλά
φυσικά
στην
μέση του πουθενά θα συμβιβαζόμουν και
με κάτι λιγότερο!
Πήγα
κατ΄ ευθείαν στο μικρό ψυγειάκι πίσω
από την τιμονιέρα και ανάμεσα στα γυάλινα
βαζάκια με τα αγνώστου ταυτότητας
θαλασσινά δείγματα
που
έπλεαν μέσα, τους δοκιμαστικούς σωλήνες,
δυο σάντουιτς με τόνο
που
είχαν λήξει την προηγούμενη εβδομάδα,
ένα γάλα και αυτό ληγμένο υπήρχε μια
συσκευασία παγωμένες pills!
«Ποιος
θέλει παγωμένη μπυρίτσα?» ρώτησα τα
αγόρια και τα χαρούμενα μουγκρητά τους
μου έδειξαν πως επιτέλους είχα και εγώ
μια πετυχημένη
ιδέα
για εκείνη την ημέρα!
Levina