Αυτή
την πρόσκληση την είχα ξεχάσει επάνω
στο τραπέζι
της
κουζίνας.
Την
συνόδευε ένα μοναχικό τριαντάφυλλο
αλλά ήμουν τόσο
αποφασισμένη
να την αποφύγω που δεν μπήκα στον κόπο
να
την διαβάσω δεύτερη φορά, απλά της έριξα
μια ματιά και
την
πέταξα ανάμεσα στα μήλα και στα μανταρίνια
που σάπιζαν
στο
μπολ από πράσινη πορσελάνη…
ναι
καλά θυμάσαι αυτό που αγοράσαμε κάποτε
μαζί στο παζάρι ,
σε
εκείνες τις τελευταίες διακοπές μας,
τότε που κυκλοφορούσαμε
σαν
ξεπεσμένοι χίπις από κάποια άλλη εποχή,
εγώ με σαντάλια
δερμάτινα
και φούστες τσιγγάνικες ξεβαμμένες και
εσύ με
ξεχειλωμένα
πουκάμισα και τσαλακωμένα παντελόνια.
Το
μόνο που θυμάμαι από τότε ήταν το πόσο
ευτυχισμένοι
ήμασταν!
Ούτε
το τριαντάφυλλο σου το έβαλα στο βάζο
για να το φυλάξω !
το
πέταξα επάνω στο κομοδίνο δίπλα στο
μαξιλάρι μου και μετά
αυτό
γλίστρησε σε κάποια αδέξια κίνηση και
έπεσε στο πάτωμα…
δεν
το ξανάδα, κάπου εκεί θα έχει ξεραθεί
ανάμεσα σε παλιές
εφημερίδες,
μάλλον θα καθαρίσω τέλος της εβδομάδας
και
θα
το βρω κι αυτό να το πετάξω με τα υπόλοιπα
σκουπίδια.
Δεν
έχω όρεξη πια για τίποτα. Γιατί μου
έστειλες αυτή την πρόσκληση?
Για
να δω πως θα σε βραβεύσουν για το έργο
σου? Για να μου δείξεις
πως
εσύ προόδευσες ενώ εγώ παρέμεινα να
σαπίζω σαν τα φρούτα
στο
μπολ της κουζίνας , ενώ εσύ ξέφυγες!
Και
όμως πανάθεμά σε θέλω να σε δω, το κρατούσα
τόσο
καιρό
μέσα μου καλά φυλαγμένο, καλά καλά σε
είχα ξορκίσει
από
την σκέψη και την καρδιά μου, σε είχα
στείλει στο
χρονοντούλαπο
και τώρα αυτό το κομματάκι χαρτί
να
είναι εκεί , να μου θυμίζει την ύπαρξη
σου. Γιατί?
Θα
είναι όλοι εκεί , οι κοινοί μας φίλοι,
πόσο καιρό έχω και αυτούς
να
τους ξαναδώ !
Στην
αρχή ερχόταν, προσπαθούσαν να μας φέρουν
ξανά κοντά,
μα
πόσο εύκολα είχαμε και οι δυο μας
πεισμώσει, σαν μικρά παιδιά
να
αρνιόμαστε πως υπήρχε περίπτωση να
επιστρέψεις, να επιστρέψω…
Ντύνομαι
μηχανικά, πόσο καιρό είχα να φτιάξω τα
μαλλιά μου,
να
ενδιαφερθώ για τον εαυτό μου, πόσο καιρό
είχα να νιώσω
αυτό
το φτερούγισμα στο στομάχι, χιλιάδες
πεταλούδες να πετάνε
μπροστά
στα μάτια μου, να μπουκώνουν τον λαιμό
μου, να παίρνουν
τους
χτύπους της καρδιάς μου.
Δείχνω
την πρόσκληση για να μπω, αλλά δεν θέλω
να με οδηγήσουν
στην
θέση που μου κράτησες, δεν θέλω να με
δεις πως ήρθα,
καλύτερα
έτσι, ανακατεμένη με το πλήθος να κάθομαι
σε μια
μισοσκότεινη
άκρη της αίθουσας, όρθια ανάμεσα σε
άγνωστους
να
παρακολουθώ τους λόγους, τα βραβεία,
τις ευχαριστίες.
Σε
βλέπω στην σκηνή και νοιώθω πως θα
λυγίσουν τα πόδια μου,
αλλά
όχι…
Έχεις
τόσο αλλάξει! Αυτά τα λευκά υπήρχαν στα
μαλλιά σου?
Βγάζεις
ένα ζευγάρι γυαλιά με χρυσό σκελετό για
να διαβάσεις
τον
λόγο σου και χαμογελάς μ αυτό το παιδικό
χαμόγελο που
είχες
πάντα όταν ένοιωθες αμήχανα.
Τα
μάτια σου ψάχνουν, η θέση ανάμεσα στους
φίλους μας που
κάθονται
όλοι μαζί είναι κενή… είναι η δική μου
θέση και ξαφνικά
μετανιώνω
που δεν πήγα να της δώσω ζωή από την αρχή
.
Τώρα
είναι αργά να το κάνω.
Η
φωνή σου που έρχεται μέσα από τα ηχεία
κάνει τις πεταλούδες μου
να
πετάνε ξανά και πριν σωριαστώ, βγαίνω,
βρίσκω ένα σκαλοπάτι
και
κάθομαι να πάρω ανάσα. Σε ακούω και εδώ,
αλλά δεν σε βλέπω,
δεν
χρειάζεται, σε παρακολουθούν τα μάτια
της ψυχής μου.
Ο
κόσμος αρχίζει να βγαίνει, πλησιάζουν
μεσάνυχτα, η εκδήλωση
τελείωσε
και γύρω μου φωνές, γέλια, συζητήσεις,
με σκουντάνε
απρόσεχτα
καθώς περνάνε δίπλα μου οι παρέες, όλοι
βιάζονται
κι
εγώ είμαι πολύ μουδιασμένη για να
προχωρήσω με τους
δικούς
τους γρήγορους ρυθμούς. Με μουδιασμένα
δάχτυλα
σφίγγω
επάνω μου την μικρή μου τσάντα και
μηχανικά προχωράω
να
φύγω.
Αυτό
ήταν λοιπόν, για λίγο σαν μικρή καταιγίδα
που τελείωσε
κι
αυτές οι αναθεματισμένες πεταλούδες
ας σταματήσουν να
με
βασανίζουν μέχρι να φτάσω στην ηρεμία
του σπιτιού και
μετά
ας με ξεκάνουν… όχι εδώ όμως στην μέση
του δρόμου!
Κάποιο
χέρι που απλώνεται από το πουθενά με
βουτά από το
μπράτσο
και γυρίζω ξαφνιασμένη και μάλλον
τρομαγμένη να δω
ποιος
έχει το θράσος!
Εσύ
!
Πόσες
λέξεις μπορούν να πουν τα μάτια; Καμία;
Όλες;
Μπορείς
να διαβάσεις ολόκληρη την ζωή σου στα
βάθη τους;
Εγώ
διάβαζα, την μοναξιά σου, την θλίψη σου,
τα δάκρυά σου,
τις
κενές ώρες σου, τον χαμένο χρόνο σου και
εσύ τι έβλεπες
κι
απέμεινες έτσι απλά να με κοιτάς αμίλητος;
Τους
μαύρους κύκλους; Την απελπισία στο
βλέμμα μου;
Την
ίδια μοναξιά με την δική σου; Τα ίδια
δάκρυα και τον ίδιο
χαμένο
χρόνο;
Δεν
σε προσκάλεσα, δεν μου το ζήτησες, φυσικό
ήταν να φύγουμε
μαζί
, να επιστρέψουμε μαζί στο σπίτι, να
ανοίξεις με το κλειδί σου …
μα
καλά αυτό το κλειδί δεν μου το είχες
πετάξει όταν καυγαδίσαμε
την
τελευταία φορά;
Πως
βρέθηκε να το έχεις εσύ ξανά;
Φυσικό
ήταν να βάλεις το τελευταίο ποτό της
βραδιάς να το πιούμε
στην
βεράντα και ας έχει ένα βαθμό θερμοκρασία
έξω.
Φυσικό
ήταν να βάλεις την αγαπημένη μου μουσική
στο στερεοφωνικό
και
να χορέψουμε το τραγούδι μας πριν πάμε
να ξαπλώσουμε.
Μήπως
έτσι δεν τελειώναμε πάντα τις νύχτες
μας και παλιά;
Levina