Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα - Αποσπάσματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα - Αποσπάσματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5.1.16

Ένα Οριγκάμι Στα Μαλλιά


Για την Λούκα το καθημερινό δρομολόγιο ήταν μισή ώρα περπάτημα
μέχρι το τον ηλεκτρικό κάθε πρωί στις εφτά και άλλη μισή ώρα στο τραίνο μέχρι την Ομόνοια και μετά επιστροφή το βράδυ πάλι με το τραίνο και
μισή ώρα περπάτημα που λόγω κούρασης γινόταν και τρία τέταρτα.

Πιασμένη από την χειρολαβή, ταρακουνιόταν με τον ρυθμό του τραίνου,
όχι πως χρειαζόταν να κρατιέται … έτσι κι αλλιώς τόσο στριμωγμένη
που ήταν από τον κόσμο γύρω της ήταν αδύνατο να πέσει, απλά σε
κάθε στάση παραπατούσαν όλοι μαζί προς τα εμπρός και σε κάθε
ξεκίνημα του βαγονιού συντονισμένα και πάλι όλο το πλήθος έγερνε
προς τα πίσω λες και ήθελε να ξεφύγει από την δίνη του ρυθμού.
Πρώτη φορά που ένοιωθε κάτι παραπάνω από κούραση, με βία
κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά και ένας κόμπος από βρώμικα χνώτα
και μούχλας της έφερνε αναγούλα. Έπρεπε να βρει κάτι να εστιάσει
την προσοχή της προτού βγάλει τα σωθικά της επάνω σε όσους ήταν
γύρω της και αυτή η μικροκαμωμένη γυναίκα που καθόταν απέναντί της , στριμωγμένη ανάμεσα στο παράθυρο και σε έναν κουστουμαρισμένο
κύριο που ροχάλιζε κι έγερνε κάθε τόσο στον ώμο της , της έκανε τόσο εντύπωση!
Δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ηλικία της, πάντως έμοιαζε σαν
να ήταν εκατό χρονών, με έναν πλεκτό πολύχρωμο σκούφο να
σκεπάζει τα μαλλιά της και να κρύβει τα χαρακτηριστικά του
προσώπου της έτσι όπως είχε χαμηλωμένο το κεφάλι της.
Μπορούσε όμως να δει τα ευκίνητα χέρια της με τα μακριά δάχτυλα
που έμοιαζαν με νύχια αρπακτικού, σαν να ήταν χέρια μούμιας, με δέρμα
στο χρώμα της περγαμηνής, γεμάτο κηλίδες και τόσο διάφανο που φαινόταν κάτω από αυτό το αίμα που έτρεχε στις φλέβες της.
Η ηλικιωμένη γυναίκα όση ώρα διαρκούσε η διαδρομή ούτε μια φορά δεν ενδιαφέρθηκε να κοιτάξει γύρω της σε ποιο σταθμό έμπαινε το τραίνο.
Ήταν απόλυτα προσηλωμένη σε αυτό που έφτιαχνε με τα χέρια της. Κρατούσε μια λευκή χαρτοπετσέτα και την δίπλωνε ξανά και ξανά
με προσεκτικές κινήσεις , μικρά τετράγωνα, τρίγωνα, λυγισμένες
γωνίες και ξανά μικρά τετράγωνα…
Φτιάχνει ένα οριγκάμι … σκέφτηκε η Λούκα και αφηρημένα κοίταξε
στο τζάμι της πόρτας που αντιφέγγιζε σαν καθρέφτης το εσωτερικό
του βαγονιού.
Μια γυναίκα με φαρδύ γκρίζο παλτό την κοιτούσε κατάματα, με ένα
μαύρο χοντρό κασκόλ και ξεχτένιστα μαλλιά που γυάλιζαν απ τις
σταγόνες της βροχής… είχε ένα κουρασμένο πρόσωπο και οι μαύροι
κύκλοι κάτω από τα μάτια της φώναζαν από μακριά πως ήταν μια μεσήλικη κουρασμένη γυναίκα που μετά βίας κρατιόταν στα πόδια της.
Εγώ είμαι αυτή … μουρμούρισε μέσα της η Λούκα και προσπάθησε
να φτιάξει λίγο το πρόσωπο της με ένα χαμόγελο, της είχαν πει ότι
το χαμόγελό της ήταν σαν τον ήλιο, φώτιζε το πρόσωπό της και όλους
όσους ήταν γύρω της. Το μόνο που κατάφερε ήταν μια άθλια γκριμάτσα
που χάλασε ακόμα περισσότερο το σύνολο και εμφάνισε τις ρυτίδες που υπήρχαν στις άκριες των χειλιών της και το μικρό προγούλι που είχε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια και το μισούσε το ίδιο όπως μισούσε
και τον χρόνο που δεν τον προλάβαινε.
Παραιτημένη από την προσπάθεια να δείξει πως είχε και δεύτερη καλύτερη εμφάνιση , πήρε τα μάτια της από το φρικτό είδωλο που την απογοήτευε για μια ακόμα φορά και κοίταξε πάλι την ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν και έπαιζε με την χαρτοπετσέτα.
Στα χέρια της κρατούσε πια ένα ολόλευκο λουλούδι που αναπαυόταν
στις δίπλες της φούστας της κι εκείνη κρατούσε πάντα χαμηλωμένο
το κεφάλι της μοιάζοντας απόλυτα προσηλωμένη στο δημιούργημά της.
Πόσο παράξενη είναι ετούτη…. Σκέφτηκε η Λούκα και την ώρα που
γύριζε το κεφάλι της η γυναίκα σηκώθηκε από το κάθισμά της και ψηλαφώντας έψαξε να βρει τον δρόμο για την έξοδο. Θα κατέβαινε
μάλλον στην επόμενη στάση.
Μα αντί να πάει προς την πόρτα πλησίασε την Λούκα και σαν να έκανε
τους ανθρώπους να παραμερίζουν εμπρός της όλοι της έκαναν χώρο
να περάσει δίχως να την ακουμπήσουν.
Θα ήταν ενάμιση κεφάλι πιο κοντή από την Λούκα και η ίδια δεν ήταν
και πρώτο μπόι . Έμοιαζε περισσότερο με μεγάλο, αδύνατο παιδί και
τότε σήκωσε το κεφάλι της και η Λούκα ένοιωσε να πέφτει στο κενό.
Η γυναίκα δεν είχε μάτια. Δυο άδεις κόγχες υπήρχαν στο γεμάτο ρυτίδες προσωπό της κι όμως το ένοιωθε τόσο δυνατά ότι Εκείνη την κοιτούσε κατάματα … κρυφοκοίταξε αμήχανα γύρω της.
Μα κανένας άλλος γύρω της δεν το έβλεπε, δεν το ένοιωθε αυτό το
παράξενο που συνέβαινε;
Της έβαλε στο χέρι το χάρτινο τριαντάφυλλο και η Λούκα έκπληκτη
το κράτησε απαλά σαν να της χάρισαν ένα πολύτιμο κόσμημα.
«Είσαι η μόνη που κατάλαβες πως έφτιαχνα ένα οριγκάμι, σήμερα
αυτό ανήκει σε σένα… να το προσέχεις γλυκιά μου είναι τόσο ευαίσθητο
όσο μια ψυχή»
Έμοιαζαν με ψίθυρο τα λόγια της κι ας έτρεμε η φωνή της όπως τρέμουν
οι φωνές των πολύ ηλικιωμένων ανθρώπων, αυτών που έχουν μάθει
να μη μιλάνε πια πολύ παρά να συμπεριφέρονται με απεριόριστη σοφία
και δύναμη απέναντι στην ζωή.
Η Λούκα την είδε να εξαφανίζεται στην έξοδο μόλις σταμάτησε το
βαγόνι τους στον επόμενο σταθμό .
Κοίταξε ένοχα γύρω της ψάχνοντας να βρει κάποιο μάτι να την κοιτά,
να δει αν είχαν δει κι οι άλλοι αυτό που έγινε, αυτό που είδε η ίδια αλλά κανένας δεν ενδιαφερόταν για την άχρωμη γυναίκα με το κατάλευκο
χάρτινο τριαντάφυλλο που έμοιαζε τόσο πολύ σαν αληθινό ώστε η Λούκα
θα έβαζε στοίχημα ότι θα μπορούσε να μυρίσει ακόμα και το άρωμά του.
Θα το έβαζε στην τσάντα της, αλλά εκεί σίγουρα θα το τσαλάκωνε, ούτε
στην τσέπη της μπορούσε να το βάλει και σίγουρα αν το έβγαζε έξω στην βροχή και στην υγρασία θα το έχανε, οπότε η μεγάλη της σκέψη αυτή
την ώρα ήταν πως θα σώσει το τριαντάφυλλο ώστε να το πάει σπίτι της ατόφιο κι όχι τι θα μαγειρέψει για να φάει η οικογένεια, ούτε σκεφτόταν
την στοίβα με τα ασιδέρωτα που την περίμεναν μια εβδομάδα και που
η κόρη της ούτε θα το σκεφτόταν να κουνήσει τα χεράκια της με το άψογο μανικιούρ για να την βοηθήσει ή ακόμα και ο γιος της που περίμενε από
αυτήν να του σερβίρει ακόμα και το νερό που έπινε.
Τίποτα δεν σκεφτόταν, μόνο το λευκό της τριαντάφυλλο και πως το
είχε πει εκείνη η γυναίκα; Έμοιαζε με ψυχή; Τι ήθελε να πει με αυτό;
Έφτασε στον προορισμό της κατέβηκε ζωηρά από το τραίνο ενώ η
καταιγίδα λυσσομανούσε πια για τα καλά .
Ο δυνατός αέρας και η βροχή χτυπούσαν αλύπητα τις λαμαρίνες της
οροφής του σταθμού κι εκείνη στάθηκε σε μια γωνιά ξέροντας πως
ούτε η γερή παλιομοδίτικη ομπρέλα που κρατούσε δεν θα μπορούσε
να την προστατέψει από αυτόν τον χαλασμό.
Η αλήθεια είναι πως της πέρασε απ το μυαλό να τηλεφωνήσει στο σπίτι της να έρθει ο άντρας της να την πάρει με το αυτοκίνητο, ούτε δέκα λεπτά
δεν θα έκανε πηγαινέλα όμως και πάλι… ήταν και στο σπίτι χαμηλό το βαρομετρικό τις τελευταίες εβδομάδες και εκείνος θα της έκανε σίγουρα
σκηνή που τον ξεσήκωσε …. ήταν και το ποδόσφαιρο που έβλεπε στο
κανάλι των Σπορ τα βράδια , οπότε άφησε κατά μέρος αυτή την σκέψη
και μαζεύτηκε σε μια γωνιά κάτω από το στέγαστρο για να μην βρέχεται, κυρίως για να μη βραχεί το τριαντάφυλλο που το κρατούσε ακόμα κοντά
στο στήθος της.
Ίσως αν το έβαζε κάτω από τον σκούφο της να το προστάτευε κάπως,
θα κρατούσε και την ομπρέλα, δεν θα άφηνε να βραχεί το κεφάλι της,
για τα υπόλοιπα δεν την ένοιαζε καθόλου. Έτσι κι αλλιώς τα ρούχα της
ήταν γερά και πρακτικά, λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού της είχαν
βραχεί, θα το στέγνωνε με το σίδερο και θα ήταν έτοιμο για την
επόμενη μέρα.
Έβγαλε τον χοντρό μάλλινο σκούφο από την τσάντα της, αυτόν που τον αντιπαθούσε το ίδιο όπως και το σπανακόρυζο, μόνο που το σπανακόρυζο δεν ήταν υποχρεωμένη ούτε να το τρώει , ούτε να το φορά στο κεφάλι της, ενώ αυτό το σκουφί έπρεπε να το φορά τα κρύα βράδια για να μη την ταλαιπωρεί επίμονα η ωτίτιδα που είχε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια
και δεν έλεγε να την αφήσει παρ όλα τα γιατροσόφια που εφάρμοζε στο ακουστικό της σύστημα.
Έβαλε με προσοχή το λευκό της τριαντάφυλλο μέσα και μετά, το φόρεσε
στο κεφάλι της, όσο πιο απαλά μπορούσε για να μη χάσει το σχήμα του
κάτω από το βάρος του χοντρού καπέλου. Όχι , τελικά στεκόταν μια χαρά,
το ένοιωθε να ακουμπά απαλά στα μαλλιά της και χαλάρωσε.
Μια ζεστασιά τύλιξε τις σκέψεις της, ένοιωσε τα αυτιά της να κοκκινίζουν,
το ίδιο και τα μάγουλά της να καίνε λες και είχε πυρετό και το σώμα της
δεν έτρεμε πια από τα κρύο. Άνοιξε την τεράστια μαύρη ομπρέλα της
και ξεκίνησε με γρήγορα βήματα για το συνηθισμένο καθημερινό της δρομολόγιο προς το σπίτι της.
Περπατούσε άνετα, με τις χαμηλοτάκουνες δερμάτινες μπότες της να
αφήνουν ένα υπόκωφο συντονισμένο ήχο που μόνο το νερό μπορεί
να δημιουργήσει και είχε μια σταθερότητα αυτός ο βηματισμός,
σα να ήταν ξεκούραστη και γλιστρούσε απαλά στα βρεγμένα πεζοδρόμια,
λες και δεν είχε περάσει όλη μέρα ορθοστασία στο καφεκοπτείο που δούλευε.
Αν την ρωτούσε κανείς εκείνη την στιγμή , θα ορκιζόταν πως δεν είχε προσέξει την δυνατή βροχή, ούτε τα αστραπόβροντα που έσπαγαν
με δύναμη τραντάζοντας τον τόπο και κάνοντας τα τζάμια από τις
βιτρίνες που προσπερνούσε αδιάφορα να αφήνουν έναν ανατριχιαστικό θόρυβο λες και θα σωριάζονταν στην επόμενη βροντή σε γυαλιά κομμάτια. Δεν καταλάβαινε ούτε αν περπατούσε ή πετούσε, ούτε το ένοιωθε
κάθε φορά ότι τσαλαβουτούσε στις βαθιές λακκούβες των δρόμων
και πως είχε βραχεί πλέον μέχρι τα γόνατα.
Εκείνη ένοιωθε απόλυτα ζεστή, προστατευμένη κάτω από το
τριαντάφυλλο της και μάλιστα κάποια στιγμή έπιασε να μουρμουρίζει
ένα χαρούμενο παιδικό τραγουδάκι που Κύριος γνωρίζει πως της
ήρθε στο μυαλό.

Ένα οριγκάμι από λευκή χαρτοπετσέτα, ένα οριγκάμι που κατασκεύασαν
τα χέρια μιας τυφλής άγνωστης γριάς την έκανε να χαμογελάσει σαν
παιδί ίσως γιατί ποτέ δεν μεγάλωσε μέσα της κι ας την τραβούσαν
με την βία τα χρόνια εμπρός, ήταν ένα παιδί ανάμεσα στον κόσμο
των μεγάλων, ένα παιδί που παρίστανε την γυναίκα.


                                                                  Levina

Painting self portrait by Yuliya Martynova


17.4.15

Της Ζωής μου το Πρώτο το Ταξίδι



Εκείνο το Χειμωνιάτικο μεσημέρι του 1976 αποφάσισα πως ήρθε η ώρα
να ταξιδέψω. Έτσι απλά !
Δεν είχα βρει τον προορισμό, ούτε με ένοιαζε που δεν είχα μια βαλίτσα
της προκοπής, το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Και τα κατάφερα.

Αλλά … ας τα πάρω από την αρχή.

Γύρισα σέρνοντας τα πόδια μου από το σχολείο και πίσω από
την πόρτα με περίμενε θυμωμένη η μητέρα μου. Είχα μάθει με
τα χρόνια να αναγνωρίζω το χαμηλό βαρομετρικό κι έτσι δεν
προσπάθησα να αποφύγω τον έλεγχο που έγινε στην σχολική μου
τσάντα, ούτε μίλησα όταν βρήκε το διαφανές μανό ανάμεσα στα
τετράδια μου.
Σχεδόν ούτε κατάλαβα ότι με είχε αρπάξει από τα τσουλούφια για
το έγκλημα που έκανα να κουβαλάω ένα μανό ανάμεσα στα ιερά
βιβλία του σχολείου μου και τα κακογραμμένα τετράδια, όμως
βαριόμουν αφάνταστα και το ξύλο και την κατσάδα οπότε άρχισα
να ουρλιάζω.
Ούρλιαζα για πέντε ολόκληρα λεπτά σαν σειρήνα ασθενοφόρου
τραντάζοντας τις πορσελάνες στην βιτρίνα του μπουφέ κι ανοίγοντας
ρωγμές στα δρύινα πατώματα και λίγο προτού καλέσουν οι γείτονες
την αστυνομία για ηχορύπανση εκείνη τρομαγμένη από τις ακατάληπτες
κραυγές μου με έστειλε στο δωμάτιό μου.
Την απείλησα πως αν με ακολουθήσει θα πήδαγα από το παράθυρο και
όπως και να το κάνεις μετά την τρελή συμπεριφορά μου εκείνη είχε
πανικοβληθεί αρκετά για να το πιστέψει, άσε που μέναμε και στον
τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας!
Εκείνο που δεν ήξερε είναι πως είχα σκοπό να πραγματοποιήσω την
απειλή μου είτε με ακολουθούσε είτε όχι.
Μπήκα μέσα, πέταξα την τσάντα μου στο κρεβάτι και κλείδωσα πίσω μου
την πόρτα με το εφεδρικό κλειδί που έκρυβα μέσα στον τρίτο τόμο
του Ελευθερουδάκη, μια και το κανονικό το είχε εξαφανίσει για να μπορεί
να κάνει έφοδο να βλέπει αν κοιμάμαι, αν διαβάζω, αν χαζεύω….
Επιτέλους ήμουν μόνη και ελεύθερη σε ένα δωμάτιο είκοσι μέτρα
επάνω από την γη.
Κατέβασα εντελώς τα βαριά ξύλινα στόρια και στο λιγοστό φως που
έμπαινε από τις χαραμάδες με τα πολύχρωμα μολύβια μου ζωγράφισα
στον απέναντι τοίχο ένα παράθυρο με κατακόκκινο πλαίσιο και
γαλάζια τζάμια.

Νύχτωσε μέχρι να τελειώσω το έργο μου και όταν κάποτε γέμισα
με κόκκινη μπογιά και την τελευταία γωνία του περβαζιού, άνοιξα τα
γαλάζια τζάμια και μύρισα την χειμωνιάτικη νύχτα. Έμεινα να χαζεύω
το φεγγάρι που κυλούσε στον σκοτεινό ουρανό και τα σύννεφα που μαζεύτηκαν επάνω από την πόλη κι όταν ξέσπασε η μπόρα άπλωσα
τα χέρια μου και ξεκίνησα το ταξίδι μου ανάμεσα στις σταγόνες της βροχής.
Δεν χρειαζόμουν τελικά αποσκευές, ούτε χρήματα μαζί μου, μόνο το ζεστό
κασκόλ μου και το χοντρό μάλλινο σκουφί μου φορούσα.
Μου άρεσε η αίσθηση του νερού επάνω στο δέρμα μου και έγλυφα τις
σταγόνες για να ξεδιψάσω αφού από την χαρά μου είχε στεγνώσει
το στόμα μου.
Έφτασα στην θάλασσα και χάζευα τα φωταγωγημένα καράβια την ώρα
που η υγρασία σχημάτιζε δροσοσταλίδες επάνω στα ρούχα μου και
γυάλιζα σαν βεγγαλικό επάνω από τα κύματα.
Κάθισα για λίγο να ξεκουραστώ ψηλά σε κάποιο κατάρτι κι ένας γλάρος
ήρθε φτεροκοπώντας, ζυγιάστηκε για λίγο πάνω από το κεφάλι μου
και τελικά θρονιάστηκε ζερβά μου.
Σε λίγο κοιμόταν και κάθε τόσο άφηνε ένα βαθύ ροχαλητό και χτυπούσε
σαν καστανιέτες το ράμφος του λες και κρατούσε μια χούφτα σαρδέλες
και ετοιμαζόταν για τσιμπούσι …
Δεν μου αρέσουν οι σαρδέλες κι ούτε κι ο γλάρος μου άρεσε… ήταν
ανάγωγος κι έκανε περίεργους θορύβους γι αυτό τον παράτησα και
έφυγα για τα βουνά που έβλεπα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου.
Το χιόνι στις κορφές των δέντρων έμοιαζε με ζάχαρη. Οι θάμνοι έμοιαζαν
με μικρά κέικ γεμάτα γκλάσο βανίλιας πασπαλισμένοι με κόκκινους
καρπούς και μπορούσα να βλέπω πως έπαιζαν κρυφτό οι λαγοί
και τα ζαρκάδια την ώρα που μια θυμωμένη Κουκουβάγια μάλωνε με
έναν Γκιώνη γιατί αυτός δεν έλεγε να σταματήσει να φωνάζει και να
διώχνει το φαγητό της.
Αλλά ήμουν ακόμα παιδί και κουράστηκα γρήγορα !
Όμως δεν ήθελα ακόμα να γυρίσω στο δωμάτιό μου κι έτσι περίμενα
να δω το ξημέρωμα να διώχνει τα σύννεφα και την βροχή την ώρα
που ήμουν καθισμένη στην πιο ψηλή κορφή ενός έλατου ανάμεσα
στις ζουμερές κουκουνάρες που έσταζαν ρετσίνι και αναρωτιόμουν
πια αν έπρεπε να επιστρέψω για να περάσω μια ακόμα βαρετή μέρα
στο σχολείο ή να συνεχίσω το ταξίδι μου ;
Πείναγα και λιγάκι…
Όμως είχα μάθει πια τον δρόμο, μπορούσα να τα κάνω όλα … και να
φεύγω και να μένω και να ταξιδεύω και να στεριώνω τα πόδια στην
γη… είχα νικήσει τα όνειρα.
Ούτε που με ένοιαζε πια αν θα ανακάλυπτε η μητέρα μου τις
ζωγραφιές μου στους τοίχους.
Την προηγούμενη φορά που είχα ζωγραφίσει με κηρομπογιές αγγελούδια
επάνω από το κρεβάτι μου είχε πάθει υστερία. Ένα γερό χέρι ξύλο
και άπειρα τριψίματα με απορρυπαντικά , χλωρίνες, σφουγγάρια
και ξύστρες δεν είχαν καταφέρει να απομακρύνουν τα αγγελούδια μου.
Ίσα ίσα που αυτά αμετακίνητα έμοιαζαν να περιγελούν την επιμονή της
να τα εξαφανίσει!
Μέχρι που αποφάσισε να φέρει μπογιατζή να βάψει τους τοίχους.
Τότε θύμωσα τόσο πολύ που αποφάσισα να τα ελευθερώσω με την γομολάστιχα προτού τα φυλακίσει εκείνος με την μπατανόβουρτσα
για πάντα μέσα στους σοβάδες.
Το κακό είναι πως η μητέρα μου έπαθε μια ακόμα κρίση υστερίας
όταν είδε πεντακάθαρο τον τοίχο και η κοτσίδα μου γνώρισε μια ακόμα
έξτρα περιποίηση, πράγμα που είχα συνηθίσει και δεν με ενοχλούσε πια.
Το το χειρότερο ήταν πως για τιμωρία έμεινα για ένα μήνα δίχως μπογιές
με μοναδικό εφόδιο ένα γέρικο μολύβι που έτριζε σε κάθε του κίνηση
και το λυπόμουν να το βάλω σε ταλαιπωρία να ζωγραφίζει...
Μα δεν με ένοιαζε πια τίποτα, είχα μάθει πως μπορούσα να ταξιδεύω
όπου ήθελα, φτάνει να ανοίγω τα κόκκινα παραθυρόφυλλα πάνω
απ’ το κρεβάτι μου κι αν κάποιος μπορούσε να τα σβήσει εγώ είχα
βρει τον τρόπο να ζωγραφίζω κι άλλα… κι άλλα… κι άλλα…
και κάποια στιγμή θα ζωγράφιζα και μια πόρτα, αλλά μια πόρτα
δίχως κλειδαριά για να μπαινοβγαίνω πιο άνετα στα ταξίδια που
θα ακολουθούσαν και που συνεχίζονται ακόμα και σήμερα.

Ανάμεσα στα δέκα μου δάχτυλα κράτησα την μαγεία και καλά
φυλαγμένες στο μυαλό μου είναι οι αναμνήσεις από τα ταξίδια μου
σε κάθε γωνιά ετούτης και μιας άλλης γης…
κι αν έχω ξεχάσει μερικά, υπάρχουν κάτι θολές φωτογραφίες
σε σέπια για να μου τα θυμίζουν !

                                                                   Levina



24.2.15

Ημιτελής Συμφωνία



22 Δεκεμβρίου 1942
Αθήνα 00.11 πμ.

Το κρύο ήταν τσουχτερό και η πείνα λύγιζε τα γόνατα. Από το περασμένο βράδυ ψιλές νιφάδες χιονιού έπεφταν πάνω στην σκοτεινή πόλη .
Όταν ήρθε το ξημέρωμα όμως, ένα μουντό συννεφιασμένο ξημέρωμα,
τίποτα δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα στα σπίτια έναν λαό που
έβραζε από αγανάκτηση ενάντια στην κατοχή των Γερμανοιταλών.
Λίγες μέρες πριν είχαν μαθευτεί στην Αθήνα η συμμαχική νίκη στο
Ελ Αλαμέιν και η σθεναρή αντεπίθεση που έγινε στο Στάλινγκραντ.
Ήρθαν και τα μαντάτα για την ανατίναξη του Γοργοπόταμου και την
διακοπή των ανεφοδιασμών και το όραμα της απελευθέρωσης είχε
αρχίσει να αποκτά σάρκα και οστά.

Το πρώτο χτύπημα στο συλλαλητήριο ήρθε από τους Έλληνες
συνεργάτες των κατακτητών στο ύψος του Αρχαιολογικού Μουσείου
αλλά οι διαδηλωτές που φώναζαν "Ψωμί, συσσίτια, η Τρομοκρατία
δεν θα Περάσει", πήραν με τις πέτρες τους Ασφαλίτες και κατάφεραν
να φτάσουν στην Τοσίτσα που ήταν το Υπουργείο Εργασίας και οι
Λαϊκές επιτροπές αψηφώντας τους φρουρούς συναντήθηκαν με τους αρμόδιους. Γρήγορα όμως έφτασαν τα νέα στην Κοραή που ήταν
η Κομαντατούρ και με μηχανοκίνητα οι Γερμανοί μαζί με τους
συνεργάτες τους Ιταλούς περικύκλωσαν την Τοσίτσα και τους γύρω
δρόμους.
Με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες πέφτουν οι φασίστες Γερμανοιταλοί
επάνω στον όγκο των διαδηλωτών πυροβολώντας, προσπαθώντας
να διασπάσουν την συγκέντρωση.
Γυναίκες, γέροι , πεινασμένα παιδιά, φοιτητές, με μοναδικό τους όπλο
πέτρες και καδρόνια δεν μπορούν τα βγάλουν πέρα με σφαίρες και μηχανοκίνητη απειλή.
Από την Ζαΐμη βγαίνει ένα τζιπ και ο αξιωματικός πυροβολεί στο ψαχνό…

Μοναστηράκι 01.30 μμ.

Ο κυρ Τάσος ο καφετζής ήθελε να είναι με τα παλληκάρια που έτρεχαν
από το πρωί στο κέντρο αλλά τα πόδια του ούτε μέχρι την Ομόνοια
δεν τον πήγαιναν όχι να ακολουθήσει την διαδήλωση. Καθόταν μέσα
στον άδειο καφενέ ολομόναχος κι έτρωγε τα μουστάκια του από την
αγωνία. Ακόμα κι οι νοικοκυρές είχαν βγει στους δρόμους και μόνο
αυτός σαν ασβός είχε ξεμείνει στο λαγούμι του, εκεί στο ημιυπόγειο
του Ωδείου που είχε τον μικρό καφενέ του τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Τι καφενές ! χωρίς καφέ, χωρίς μεζέ, με ένα μπιτόνι βενζίνη για ούζο
και ρεβίθια αλεσμένα για καφέ, γιατί ο κυρ Τάσος δεν είχε ξεπέσει τόσο
που να αλέθει ότι κουκούτσι έβρισκε να το πασάρει για πρώτης
ποιότητας καφέ !
Ποδοβολητά ακούστηκαν και δυνατές φωνές έξω στον δρόμο και σκιές
που περνούσαν βιαστικά εμπρός από τα μαυρισμένα με φούμο
παραθύρια του καφενέ.
Από την ανοιχτή πόρτα ένα παλικάρι με μαύρα μαλλιά χίμηξε στο
μαγαζί και σωριάστηκε σε μια καρέκλα ξέπνοο από το τρέξιμο.
Ο κυρ Τάσος έτρεξε όσο τον βαστούσαν τα πόδια του να βάλει
ένα ποτήρι νερό στον άγνωστο για να πάρει μιαν ανάσα.
Ήταν ένα παιδί σχεδόν, φοιτητής σίγουρα, λιπόσαρκος με μεγάλα
σκούρα λυπημένα μάτια, σαν τους αγίους που ζωγράφιζε ο αδελφός του
ο καλόγερος στην εκκλησία του χωριού τους.
« Πως σε λένε παιδί μου ; τι έγινε εκεί πέρα στην συγκέντρωση ;»
«Χαμός Θείε, χαμός … μας ζώσαν οι φασίστες και πυροβολάγανε στο
ψαχνό, μας κυνηγούν απ’ την αγορά κι αν μας πιάσουν θα μας στήσουν
στον τοίχο, Μήτσο με λένε δεν με θυμάσαι ; Έρχομαι στο ωδείο ….»
Σα να του ‘χε φανεί γνωστό το παιδί, αλλά δεν βοηθούσαν και τα μάτια πια. Ήταν το παιδί με την σκισμένη θήκη βιολιού και τα τρύπια παπούτσια
που καθόταν συχνά έξω από τα σκαλιά του Ωδείου.
«Πρέπει να φύγω Θείε, αν με βρουν εδώ μέσα θα την πληρώσεις κι εσύ»
«Όχι παλικαρά μου, θα κλείσω την πόρτα και θα μείνεις εδώ μέχρι
να περάσουν τα σκυλιά και να φύγουν. Το βράδυ φεύγεις με το καλό
ή και αύριο το πρωί»
Ήταν πρόθυμος ο κυρ Τάσος να παίξει και το κεφάλι του για το
λιπόσαρκο παιδί με τα θλιμμένα μάτια. Του θύμιζε τόσο τον δικό του γιο
που είχε φύγει για τα βουνά τις πρώτες μέρες που μπήκαν οι Γερμανοί
στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω λεχώνα την γυναίκα του και τον
νεογέννητο γιο του.
«Άκου με Θείε, δεν μένω, εδώ μέσα θα ψάξουν είτε κλείσεις την πόρτα,
είτε όχι… θα το ψιλιαστούν πως θα έκρυβες κάποιον, μόνο πάρε τα
πράγματά μου και κρύψτα, αν με πιάσουν καλύτερα να μη ξέρουν
ποιος είμαι .»
Λύγισαν τα γόνατα του κυρ Τάσου.
«Φύγε Μήτσο μου από την πίσω πόρτα τουλάχιστον, βγάζει σε ένα
στενάκι κι από εκεί κατηφορίζεις για το Γκάζι»
Μαρσαρίσματα και φωνές ακούστηκαν απ έξω και γρήγορα το παλικάρι πέταξε επάνω στο τραπέζι κάτι χαρτιά και μια φυσαρμόνικα πριν
φτερουγίσει σαν πουλί έξω στα έρημα σοκάκια.
Λίγες στιγμές μετά ακούστηκαν σπαραχτικές φωνές ανάμεσα σε
διαταγές και το κροτάλισμα των πολυβόλων. Από την χαραμάδα
της πόρτας πρόλαβε να δει ο κυρ Τάσος το παλικάρι στα χέρια
των Γερμανών να το χώνουν σε ένα τζιπ και να χάνονται μέσα
στον χιονιά του Δεκέμβρη.

Ξεφύλλισε τα χαρτιά ο κυρ Τάσος…. Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
έλεγε η ταυτότητα, φοιτητής Ωδείου, ετών 22 και δυο φωτογραφίες…
στην μια ήταν ο Μήτσος και στην άλλη μια μελαχρινή κοπέλα με
ντροπαλό ύφος και μαλλιά που έπεφταν καταρράχτες στους
λεπτούς ώμους της.
Πήρε τα χαρτιά και την φυσαρμόνικα και τα έχωσε με δάκρυα στα μάτια
κάτω από το κουτί με το αλεσμένο ρεβίθι.
Αργότερα την επόμενη μέρα που μπόρεσε να κυκλοφορήσει, πήγε
στην διεύθυνση που έγραφε η ταυτότητα, μα δεν βρήκε τίποτα.
Ένα μισογκρεμισμένο σπίτι ήταν κι όσο κι αν ρώτησε την γειτονιά
για τον Αναγνωστόπουλο δεν τον γνώριζε κανένας. Τα χαρτιά ήταν
πλαστά, ίσως και το όνομα να μην ήταν αληθινό…


17 Δεκεμβρίου 1980
Μοναστηράκι 07.00 μμ.

Νυχτώνει νωρίς αυτή την εποχή. Χειμώνας είναι κι ας λέει ακόμα
Φθινόπωρο το ημερολόγιο. Το κρύο γίνεται όλο και πιο τσουχτερό
και ο κόσμος αυτές τις μέρες μαζεύεται νωρίς στο σπίτι του.
Εφτά χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και όλα ήταν έτοιμα για την πορεία
προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Τα τραγούδια του Μίκη ξεσήκωναν
τις ψυχές και τα πόδια έπαιρναν φτερά, όμως η Κυβέρνηση Ράλλη
το είχε ξεκόψει. Δεν θα έφταναν στην Πρεσβεία, μόνο μέχρι το
Σύνταγμα και εκεί τέλος, να διαλυθούν και να πάνε σπίτια τους.
Μα ποιος ήταν πρόθυμος να το κάνει;

Η σύγκρουση κι αυτή την φορά ορμητική, Ματ και διαδηλωτές σε αδιέξοδο
και τα γκλομπ δούλευαν επάνω σε κεφάλια και σάρκα ανοίγοντας πληγές.
Οι Αύρες ξερνούσαν χημικά και τα παιδιά έτρεχαν στα στενά της Αθήνας κυνηγημένα από τους Ασφαλίτες, πνιγμένα από τους καπνούς που
έτσουζαν τα μάτια κι η κάθε καυτή ανάσα ήταν ένας αγώνας.
Ο Τάσος κράτησε ανοιχτές τις πόρτες του καφενέ, περίμενε τα παιδιά
του Ωδείου που του είχαν πει ότι θα κατέβαιναν στην Πορεία, να δει
ότι όλα γύρισαν και είναι καλά. Ήξερε από τις προηγούμενες χρονιές
σε τι κατάσταση έφταναν στο μαγαζί και είχε ετοιμάσει βαμβάκια, ιώδια, βαζελίνες, κρέμες για τα μάτια…. Σαν πατέρας ένοιωθε γι αυτά τα παιδιά
κι ας μην ήταν ακόμα ούτε σαράντα χρονών.
Τα έβλεπε κάθε μέρα να πηγαινοέρχονται, να μιλάνε για μουσική,
για όνειρα, να ερωτεύονται, να κλαίνε και να γελάνε . Ένοιωθε πως
είχαν δει τόσα πολλά τα μάτια του που είχε μέσα του όλη την σοφία
του απλού λαού…

Είχε κληρονομήσει το μαγαζί από τον παππού του, μια και ο πατέρας του
είχε ‘’φύγει’’ νωρίς από τις κακουχίες στις εξορίες κι έτσι από τα
δεκαπέντε του δούλευε για την οικογένεια πλάι πλάι με τον πιο
καλόκαρδο άνθρωπο του κόσμου. Τον παππού του που είχε πάρει
και το όνομά του.
Πόσες ιστορίες τους έλεγε εκεί μέσα στον μικρό καφενέ ο κυρ Τάσος
με τα λευκά μαλλιά και τα ροζιασμένα χέρια που τα αρθριτικά είχαν
σκεβρώσει τα πολυδουλεμένα δάχτυλα. Όλες για την κατοχή, για
την πείνα, για τον αγώνα και για τα παιδιά της κατοχής που ερχόταν
στο Ωδείο και ονειρευόντουσαν ένα διαφορετικό μέλλον, χωρίς την
μπότα του κατακτητή στο κεφαλάκι τους.
Μα η αγαπημένη του ιστορία ήταν για κάποιον Μήτσο που χάθηκε
και το μόνο που απέμεινε από αυτόν ήταν μια σκουριασμένη φυσαρμόνικα
και δυο φωτογραφίες που είχε βάλει σε ένα μικρό κάδρο και το
κρέμασε δίπλα στην άδεια του μαγαζιού.
« Κάποτε παιδί μου, έλεγε ο κυρ Τάσος στον εγγονό του, ο Μήτσος
θα έρθει, να βρει εδώ τις φωτογραφίες του και την φυσαρμόνικα,
μη τα βγάλεις ποτέ από το μαγαζί αυτά» κι ο μικρός Τάσος δεν
ξεκρέμασε τις φωτογραφίες ούτε όταν έκανε ανακαίνιση στο μαγαζί
και το συμμάζεψε.
Δεν έβγαλε αυτές τις φωτογραφίες ούτε όταν όταν πέρασαν τα χρόνια
κι ο παππούς Τάσος δεν μπορούσε πια να περπατήσει λίγα τετράγωνα
για να ξαναβρεθεί στο μαγαζάκι του Ωδείου.
Κι όταν ‘ξεκουράστηκε πια και ο παππούς, ένα ακόμα μικρό κάδρο
με την δική του φωτογραφία προστέθηκε πλάι στην εικόνα του
παλικαριού και της κοπέλας.

Ορμητικά χίμηξε ένα τσούρμο παιδιά στο μαγαζί, αγόρια και κορίτσια, έκλεισαν γελώντας και βήχοντας τις πόρτες και κατέβασαν τα στόρια,
λες και μπήκαν σπίτι τους.
Ο Τάσος τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα σαν μαμά κλώσα, τα μέτρησε
και σαν να περίσσευαν μερικά… καμιά δεκαριά είχαν φύγει, καμιά δεκαπενταριά επέστρεψαν!
«Άντε κορίτσια να φτιάξτε τους καφέδες σαν στο σπίτι σας, να φτιάξουμε κανένα μάτι γιατί δεν μας βλέπω καλά»
«Από το Σύνταγμα μας πήραν φαλάγγι κυρ Τάσο», μπόρεσε να πει ένα παλικαρόπουλο μικροκαμωμένο σαν δεκαπεντάχρονο βήχοντας και φτύνοντας αίμα, «αλλά τους ξεφύγαμε…. Χαχαχα, φοβούνται τα
παλικάρια ορέ ;»
«Έλα εδώ παλικάρι που δεν φοβάσαι, να σε συμμαζέψω γιατί αν σε δει
έτσι η μάνα σου θα πάθει εγκεφαλικό κι άντε πάρτην και στο τηλέφωνο
να μην ανησυχεί».
Γελάσαν όλοι για την φροντίδα του Τάσου και μια κοπελίτσα με
αστραφτερά μάτια πήγε να τον βοηθήσει να απλώσουν βαζελίνη στα
μάγουλα και στις μύτες που έτσουζαν από τα δακρυγόνα.
«Εσένα δεν σε ξέρω κοπελιά …» της είπε ο κυρ Τάσος και την κοίταξε με περιέργεια, «μα και πάλι, σαν κάπου να σ’ έχω ξαναδεί» !
«Σίγουρα δεν με ξέρετε κύριε Τάσο, είμαι από άλλη γειτονιά, σπουδάζω μουσική στο Ωδείο στα Πατήσια, πρώτη φορά έρχομαι εδώ κάτω».
«Κι όμως… πολύ γνωστή φυσιογνωμία κι εγώ δεν ξεχνώ εύκολα ανθρώπους…. Αυτά τα μάτια εγώ κάπου τα ξέρω!»
Καινούργιο κύμα γέλιου έπνιξε τα παιδιά…
«Τάσο αν δεν σε ξέραμε θα λέγαμε πως την πέφτεις στην Αθηνούλα μας»
«Έλα έλα, δεν θέλω τέτοια» έκανε με τάχα αυστηρό ύφος ο καφετζής
«άκου την πέφτεις! Τι εκφράσεις είναι αυτές για εμένα που είμαι
πατέρας σας ;»
«Ε όχι δα και πατέρας μας! Στα δέκα σου μας έκανες?» Φώναξε ένα αγόρι από την γωνία που είχε σωριαστεί….
Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε με το έντονο βλέμμα της γελώντας
και τάχα πως το πήρε σοβαρά, του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί στο μάγουλο
«Μη τους ξεσυνερίζεσαι κύριε Τάσο… παιδιά είναι, χαζά λένε».
Μα την επόμενη στιγμή το βλέμμα της καρφώθηκε στο μικρό κάδρο
επάνω από το ψυγείο, εκεί που ήταν η φωτογραφία του Μήτσου και της άγνωστης κοπέλας.
Το κορμί της έγινε πέτρινο σαν άγαλμα και μια χλομάδα απλώθηκε
στα λεπτό πρόσωπό της.
Ο Τάσος παραξενεμένος ακολούθησε το βλέμμα της και τότε…
«Ήμουν σίγουρος κοπέλα μου ότι σε έχω ξαναδεί, είσαι ολόιδια με
την γυναίκα της φωτογραφίας ! Τα ίδια μάτια, το πρόσωπο, τα μαλλιά…
αν δεν ήξερα ότι αυτή η φωτογραφία είναι από την κατοχή, θα έλεγα
πως είσαι εσύ!»
«Τους ξέρεις ;» Ρώτησε το κορίτσι με πνιχτή φωνή «Τον άντρα αυτόν
και την γυναίκα τους ξέρεις ;»
«Όχι κοριτσάκι μου, ποτέ δεν είδα κανέναν από τους δυο, νεογέννητο
ήμουν στην κατοχή, μα κάτι μου λέει πως θα εσύ τους ξέρεις».
Σωριάστηκε το κορίτσι σε μια καρέκλα προσπαθώντας να πάρει ανάσα
και να συνέλθει ενώ γύρω τους οι κουβέντες και τα πειράγματα είχαν σταματήσει. Σαν να κρατούσε την ανάσα τους ακόμα και οι τοίχοι για
να ακούσουν.
«Την γυναίκα ξέρω κύριε Τάσο, έχω το δικό της όνομα, Αθηνά την λένε,
είναι η γιαγιά μου!»
«Ζει ; αυτή η γυναίκα της φωτογραφίας ζει ; Πάντα μου φαινόταν πως
ήταν ένα όνειρο Αθηνούλα μου, που ζούσε σαν οπτασία μέσα στο
μαγαζί μας. Και το παλικάρι ;»
«Δεν τον γνώρισα ποτέ μου κύριε Τάσο, χάθηκε ξαφνικά μετά από
κάποια διαδήλωση που έγινε στην κατοχή και δεν ξανάδωσε σημεία
ζωής. Η γιαγιά μου ήταν έγκυος τότε στην μητέρα μου κι όσο κι αν
έψαξε να τον βρει δεν υπήρχε κανένας να της πει αν τον είδε ζωντανό.
Μα αυτές οι φωτογραφίες πως έφτασαν στα χέρια σου ;»
«Είναι μεγάλη ιστορία Αθηνούλα μου, νομίζω πως πρέπει να στα πω
όλα από την αρχή, όπως μου τα έχει πει ο παππούς μου για εκείνη
την μέρα».
Άστραψαν τα μαύρα μάτια της κοπέλας, σηκώθηκε όρθια κι έτρεξε
στο τηλέφωνο.
«Άσε με κύριε Τάσο να πάρω τηλέφωνο την γιαγιά μου, εκείνη πρέπει
να ακούσει πρώτη αυτή την ιστορία, τόσα χρόνια βασανίζεται για τον μοναδικό της έρωτα που χάθηκε μέσα σε εκείνα τα μαύρα χρόνια».
«Ναι κορίτσι μου, η γιαγιά σου πρέπει να μάθει τι έγινε εκείνη την ημέρα.
Αλλά πρώτα πες μου κάτι, πως τον έλεγαν τον παππού σου που χάθηκε;»
«Δημήτρη, κύριε Τάσο, Δημήτρη Αναγνωστόπουλο».
Άρα το όνομα τουλάχιστον που είχε πει το παλικάρι πριν χαθεί ήταν αληθινό.











18 Δεκεμβρίου 1980
Μοναστηράκι 08.45 πμ

Οι τρεις γυναίκες που μπήκαν στον καφενέ πρωινιάτικα μετά τα γεγονότα
της προηγούμενης μέρας, έμοιαζαν σαν να τίναζαν από πάνω τους
ένα σύννεφο αγωνίας που γέμιζε την ατμόσφαιρα του μαγαζιού.
Έξη ζευγάρια μάτια, με αστραφτερό κοφτερό βλέμμα, τρεις γενιές
γυναικών αγκαλιασμένες με τη ίδια απορία στο πρόσωπο να μάθουν…
για τον άντρα που χάθηκε πριν σαράντα σχεδόν χρόνια.
Χαμογελαστός τις υποδέχτηκε ο Τάσος στον καφενέ του, την περίμενε άλλωστε αυτή την επίσκεψη αν και όχι τόσο πολύ πρωί.
Όμως η ανυπομονησία της γιαγιάς Αθηνάς που την κράτησε ξάγρυπνη
όλη την νύχτα δεν ήταν δυνατό να την χαλιναγωγήσει κανένας κι ήταν
ικανή ακόμα και μέσα στα μεσάνυχτα να ξυπνούσε τον Τάσο για να μάθει …. Αν δεν την κρατούσαν η κόρη κι η εγγονή της.
Πλησίασε εκεί που κρεμόταν οι φωτογραφίες και με χέρια που έτρεμαν ξεκρέμασε την κορνίζα από τον τοίχο και την έσφιξε επάνω στο κορμί της
που έτρεμε από την ένταση. Τα ρυτιδιασμένα χέρια χάιδευαν στοργικά
την εικόνα του παλικαριού και μοίραζε τρυφερά φιλιά στο γυαλί σαν να φιλούσε το λατρεμένο πρόσωπο στ αλήθεια.
«Κάθισε κυρία Αθηνά» της είπε στοργικά ο Τάσος «να σας φτιάξω ένα καφεδάκι πρώτα κι έχουμε να πούμε πολλά».
Σωριάστηκε η γυναίκα σε μια καρέκλα ενώ η κόρη της την χάιδευε
στους ώμους.
Έφτιαξε τους ελληνικούς ο Τάσος , έβαλε κι ένα τσίπουρο για εκείνον
αν και ήταν πολύ πρωί ακόμα και σέρβιρε τις γυναίκες που είχαν
καρφωμένα επάνω του τα μάτια τους περιμένοντας ν΄ αρχίσει να μιλά.
«Πριν σου πω οτιδήποτε κυρία Αθηνά, πρέπει να σου δώσω κάτι…
το φύλαγε ο παππούς μου και μετά από εκείνον το φύλαγα κι εγώ
εδώ στο μαγαζί, ήταν το γούρι μου. Κάτι που άφησε πίσω του ο Μήτσος
όπως είχε πει στον παππού ότι τον έλεγαν πριν φύγει».
Έβγαλε από την τσέπη του την μικρή σκουριασμένη πια φυσαρμόνικα
και την έβαλε στα χέρια της γυναίκας.
Τα μάτια βούρκωσαν και οι λυγμοί που μέσα της κρατούσε η γιαγιά Αθηνά ξέσπασαν από το λεπτό κορμί της και γέμισαν ασφυκτικά τις ψυχές τους.
Αυτή η μικρή φυσαρμόνικα που είχαν ακουμπήσει τα χείλη του αγαπημένου της, που η ανάσα του της έδινε ζωή και γέμιζε μελωδία τις δικές τους ώρες, την κρατούσε στα χέρια της μετά από ατελείωτα χρόνια…
Ο Τάσος άρχισε να μιλά , να λέει όλα όσα του έλεγε ο παππούς του για την κατοχή, για εκείνη την μέρα του Δεκέμβρη που ο λαός είχε βγει στους δρόμους ζητώντας λίγο ψωμί και οι κατακτητές τους κυνηγούσαν και τους πυροβολούσαν στο ψαχνό.
Για ώρα πολύ μιλούσε, μιλούσε και ήταν σαν να τα είχε ζήσει ο ίδιος
όλα αυτά, ενώ οι γυναίκες κρεμόταν από τα χείλη του.
Ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει ζωντανό τον Δημήτρη Αναγνωστόπουλο ήταν ο παππούς Τάσος.
Και μετά ;
Τι απέγινε ; Που τον πήγαν ; Γιατί όσο κι αν είχε ψάξει η γιαγιά Αθηνά
στα κρατητήρια και στα νοσοκομεία δεν υπήρχε κανένας με αυτό το όνομα.
Το μόνο που είχε απομείνει από αυτόν στο ανήλιαγο υπόγειο που ζούσε
ήταν η φθαρμένη θήκη που έκρυβε το πολύτιμο βιολί του και μερικά μπαλωμένα παλιά ρουχα.
Θα μπορούσε να ζει ;
Θα ήταν πια εξήντα χρονών αν ζούσε.
Είχε κουράγιο να αρχίσει και πάλι να ψάχνει, να ρωτά ;
Ο καφετζής τώρα της έδινε πάλι μια ελπίδα… πως ο παππούς του
είχε δει να τον συλλαμβάνουν κι ήταν ζωντανός, ενώ εκείνη τον είχε
θάψει μετά από χρόνια αναζήτησης και μαζί είχε θάψει και την καρδιά της
που πονούσε.
Βύθισε το βλέμμα της στα μάτια του παλικαριού που την κοιτούσαν
πίσω από το τζάμι της κορνίζας που έβρεχε με τα δάκρυά της .
«Γιαγιά, άκουσέ με, μίλησε για πρώτη φορά η εγγονή της, θα ψάξουμε
ξανά γιαγιά, θα κινήσουμε γη και ουρανό και θα τον βρούμε. Ότι κι αν
έχει απογίνει τώρα ξέρουμε πως ήταν ζωντανός εκείνη την ημέρα.
Οι εποχές άλλαξαν, είναι πιο εύκολο να βρούμε κάποιον που χάθηκε
έστω κι αν έχουν περάσει τόσα χρόνια»
«Νομίζεις καρδιά μου ;» Πόση ελπίδα μπορούσε να χωρέσει η καρδιά της γιαγιάς Αθηνάς άραγε ; «Νομίζεις κοριτσάκι μου ότι θα τα καταφέρουμε;»
«Ναι γιαγιά, το νοιώθω, το ξέρω πως αυτή την φορά όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε… θα μάθουμε για τον παππού, στο υπόσχομαι γιαγιά μου!»
«Κι εγώ μαζί σας κυρίες μου, να με έχετε κι εμένα υπ’ όψιν σας» πετάχτηκε
ο Τάσος « θα είμαι κοντά σας μέχρι να βρούμε τον Μήτσο … να ησυχάσει
και η ψυχούλα του παππού μου όταν θα του πω ότι βρήκα την κοπέλα
με τα όμορφα μάτια και τα μακριά μαλλιά … επιτέλους!»
Οι τρεις γυναίκες και ο άγνωστός τους μέχρι την προηγούμενη μέρα
καφετζής έγιναν μια ομάδα που ξεκίνησε ένα ανελέητο τρέξιμο όπου
ήταν δυνατό, για να βρεθεί μετά από σαράντα χρόνια ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος.
Ο Μήτσος που γνώρισε ο κυρ Τάσος ένα ταραγμένο μεσημέρι του 1942.


Levina

Η Ημιτελής Συμφωνία συμμετέχει στον διαδικτυακό καφενέ της Αριστέας.
Εδώ μπορείτε να βρείτε τους συνδαιτυμόνες στον καφενέ και να διαβάσετε τις ιστορίες τους.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Αριστέα για τον τρόπο που έχει να σερβίρει αυτούς τους " καφέδες" 

info



Omar Delawer art painting 

Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...