Ήξερε
που πήγαινε.
Όσο
κι αν ήταν χαμένη τον τελευταίο καιρό
στις σκέψεις της,
ήξερε
τι ήθελε πια να κάνει. Θα πήγαινε να τον
δει …
για
τελευταία φορά.
Τελευταίο
χτύπημα στον εαυτό της, θα μπορούσε να
πατήσει το
γκάζι,
να ρίξει το αμάξι στις μπάρες στο πλάι
του δρόμου, να βγει
στις
στροφές και να το απογειώσει στα βράχια,
να μην πάει,
αλλά
όχι…
Σαν
τις νυχτοπεταλούδες που καίγονται στην
λάμπα,
έτρεχε
και αυτή στο φως των δικών του ματιών.
Νύχτωνε
όταν πάρκαρε κοντά στην πλατεία.
Γεμάτο
το προαύλιο του Ναού κόσμο, πλησίασε
ζαλισμένη και
ακούμπησε
στον κορμό ενός δέντρου. Άκουγε τα γέλια
τους, τις
φωνές
τους, μπορούσε να δει τα πρόσωπα τους,
γνώρισε τον Ηλία
με
την γυναίκα του, την Νίκη την φίλη της,
την Γιάννα με την Λίνα,
τον
Μιχάλη με την αδελφή του, όλοι ήταν εκεί,
κοινοί τους φίλοι
μέχρι
πριν λίγους μήνες , αυτοί που τους ευχόταν
για καλά στέφανα κάποτε
και
τώρα ήταν στον δικό του τον γάμο, μόνο
που η ίδια δεν θα ήταν
το
κορίτσι που θα ανέβαινε τα σκαλιά να
τον προϋπαντήσει ντυμένη στα λευκά.
Έψαξε
με αγωνία να τον βρει με το βλέμμα θολό
από τα δάκρυα, τα σκούπισε
βιαστικά,
έπρεπε να τον δει.
Στεκόταν
σοβαρός, αγέλαστος ψηλά στην κορυφή της
σκάλας, ψηλός,
ένας
μικρός θεός μέσα στο σκούρο κοστούμι
του, τα σκούρα μαλλιά ,
τα
μεγάλα μάτια που χανόταν κάποτε στα
βάθη τους, το χαμόγελο του
που
την μάγευε ... κάποτε.
'' Αγάπη μου
…αγάπη μου '' βόγκηξε και ένοιωσε τα
γόνατα της
να τρέμουν.
Σα
να την άκουσε, πάγωσε το χαμόγελο που
πήγαινε να ανθίσει στα χείλη του,
τα
μάτια του σάρωναν το πλήθος, σα να έψαχνε
να βρει κάποιον, κάτι…
μα
δεν μπορούσε να την δει εκεί στα σκοτάδια
που στεκόταν.
Άκουσε
τα κορναρίσματα, ένα λευκό σύννεφο που
πέρασε ανάμεσα από τον
κόσμο,
ανέβηκε ανάλαφρα τα σκαλιά, το χαμόγελο
ξαναγύρισε πιο λαμπερό
στο
πρόσωπό του, είδε το φιλί που αντάλλαξαν
και μετά το πλήθος της έκρυψε
την
εικόνα, χάθηκαν όλοι στο εσωτερικό του
ναού και εκείνη απέμεινε
παγωμένη
εκεί που στεκόταν.
Ούτε
ένοιωσε πόση ώρα πέρασε.
Δεν
είχε νόημα να μένει άλλο, είδε ότι είχε
να δει.
Σκυφτό
το κορμί τσακισμένο, η καρδιά να χάνει
τους χτύπους της, το μυαλό
να
ξεφεύγει σε στιγμές, στα μάτια του, στην
αγκαλιά του, στο γέλιο του.
Πως
βρέθηκε να οδηγεί στα σκοτάδια της
εθνικής ούτε που το κατάλαβε.
Την
μέρα που τον γνώρισε έβρεχε, είχε μείνει
από λάστιχο και προσπαθούσε
μόνη
της να το αλλάξει στη άκρη του δρόμου
ενώ τα αυτοκίνητα που
περνούσαν
την πιτσίλιζαν με λάσπες και κανένας
δεν σταματούσε να
την
βοηθήσει.
Ξαφνιάστηκε
όταν δυο αντρικά χέρια της πήραν το
κλειδί από τα βρεγμένα
χέρια
της και την σήκωσαν όρθια.
Την
έβαλε στην άκρη χωρίς καν να της μιλήσει
και σε τρία λεπτά η ρεζέρβα
ήταν
στην θέση της. Τότε συστήθηκαν και εκείνη
τον ακολούθησε με το
αυτοκίνητό
της δυο στενά πιο κάτω που είχε το
συνεργείο του να της φτιάξει
το
λάστιχο.
Έτσι
ξεκίνησαν όλα.
Να
την ξεναγεί στα δικά του τα στέκια, στα
ταβερνάκια που πήγαινε,
στις
πλατείες της γειτονιάς του, να την
γνωρίζει στους φίλους του,
στους
δικούς του και εκείνη…
Εκείνη
να προσπαθεί να τον φέρει στην δική της
γειτονιά, στα δικά της μέρη,
να
τον γνωρίσει στους δικούς της φίλους
που αντιμετώπισαν αυτή την σχέση
με
συγκαταβατικότητα για το τελευταίο της
καπρίτσιο να μπλέξει με έναν τόσο
λαϊκό
τύπο. Δεν του ταίριαζε η ζωή της και της
το έλεγε. Αν τον ήθελε, εκείνη
έπρεπε
να πάει κοντά του και ήταν τόσο μα τόσο
ερωτευμένη μαζί του που πήγε.
Τα
άφησε όλα πίσω της και πήγε.
Ζούσε
μαζί του, ανέπνεε τον δικό του αέρα,
έπαιρνε την αγάπη του και του
την
έδινε διπλή πίσω, κάθε μέρα μια καινούργια
μέρα.
Ο
έρωτάς τους μια θύελλα, δεν το είχε
ξαναζήσει αυτό, να δίνεται τόσο απόλυτα,
να
της δίνεται κάποιος τόσο ολοκληρωτικά.
Το
κορμί της ρίγησε, τα χέρια της έσφιξαν
το τιμόνι.
Μια
αστραπή έσκισε τον ουρανό και χοντρές
στάλες βροχής άρχισαν
να
θολώνουν το παρμπριζ.
Ήταν
αυτή η ώρα που βύθιζε την ματιά του στα
μάτια της, η ώρα που
τα
χέρια του αγκάλιαζαν τρυφερά το κορμί
της….
- Θεέ μου ,βόγκηξε,
πόσο μου λείπεις!
Ένοιωσε
το άγγιγμα του και ας ήταν μόνη της, ένα
ανάλαφρο χάδι
στους
ώμους, την ανάσα του στον λαιμό της, τα
χέρια του να λατρεύουν
το
κορμί της, να ανοίγουν κουμπιά, να
παραμερίζουν το λεπτό ύφασμα,
να
αγγίζουν το βελούδινο δέρμα της.
- Άγγιξε με
Να
ριγεί κάτω από το άγγιγμά του, να
ανατριχιάζει, ένα ποτάμι η
ύπαρξη
της να κατρακυλά χωρίς γυρισμό, να
ματώνουν τα χείλη της
στα
φιλιά του, να γεύεται το άρωμα του κορμιού
του, στο στήθος του
να
ακούει τον τρελό χτύπο της καρδιάς του,
τα δάχτυλά του να
λατρεύουν
κάθε καμπύλη να την διεκδικούν και
εκείνη πρόθυμη,
τρελά
ερωτευμένη, να τον προσκαλεί, να του
δίνεται, να γίνεται
τόξο
το κορμί της να τον δέχεται. Να λιώνει
στα χάδια του, να
αφήνεται
και τα βογκητά που ξέφευγαν από τα χείλη
της δεν ήταν
απόγνωσης,
δεν ήταν πόνου, ήταν ανάσες ηδονής,
απέραντης ευχαρίστησης
στο
πλάι εκείνου που αγαπούσε.
Μια
ακόμα αστραπή και η βροντή που ακολούθησε
έσβησε την εικόνα
από
τα μάτια της.
Ήρθε
το λάθος, το λάθος το δικό της.
Την
βραδιά που τσακώθηκαν.
Ούτε
που θυμάται πια το γιατί, ασήμαντο ήταν
, όμως τα λόγια της…
Καρφιά
στην καρδιά του.
Αυτή
που καταδέχτηκε να είναι μαζί του, αυτή
που τα είχε όλα και
τα
παράτησε για χάρη του, αυτή που θα
μπορούσε να τον αγοράσει
και
αυτόν και όλο του το σόι, αυτή που ούτε
τα παπούτσια της δεν
ήταν
άξιος να ακουμπήσει, αυτή…..Αυτή η
Ηλίθια.
Που
δεν πίστευε λέξη από όσα του έλεγε αλλά
συνέχιζε να του τα λέει.
Και
εκείνος που μάζεψε τα ρούχα του και
έφυγε από το σπίτι του, από
το
δικό του σπίτι που την φιλοξενούσε δυο
ολόκληρα χρόνια για να
μην
απλώσει χέρι επάνω της και την τσακίσει
σαν μύγα και δεν ξαναγύρισε
να
τη κοιτάξει, όσο και να έπεσαν επάνω του
φίλοι και γνωστοί, όσο κι αν
η
ίδια προσπάθησε να τα πάρει όλα πίσω.
Το
γυαλί ράγισε, έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια,
κομμάτια από κρύσταλλο
που
πλήγωναν, μπήκαν στο αίμα του, νέκρωσαν
το μυαλό, τις αισθήσεις.
''
Δεν την αγαπάς, εκείνη παντρεύτηκες,
αλλά δεν την αγαπάς, εμένα αγαπάς,
εμένα,
μόνο εμένα. '' Μονολογούσε , τα χείλη της
έτρεμαν κι έλεγαν, έλεγαν,
ούτε
που ήξερε τι έλεγε πια.
Η
βροχή έπεφτε για τα καλά τώρα πια και η
ίδια ούτε ήξερε που πήγαινε,
που
ήθελε να πάει. Δεν είχε πουθενά να πάει.
Δάκρυα και φόβος, φόβος
για
το αύριο, πώς να το αντέξει το επόμενο
πρωί;
Πώς
να το αντέξει που τα χέρια του αυτή την
νύχτα θα αγγίζουν άλλο σώμα,
που
το σώμα του θα είναι σε άλλο κορμί;
Έσφιξε
στα αδύναμα χέρια της το τιμόνι και
πάτησε μέχρι το τέρμα το γκάζι.
Δεν
χρειάστηκαν παρά λίγα δευτερόλεπτα για
να περάσει με μάτια θολά
και
καρδιά που αιμορραγούσε εκεί που δεν
υπάρχει επιστροφή.
Δεν
ήθελαν να του το πουν, μια μόνο μέρα μετά
τον γάμο του..
Θα
το μάθαινε έτσι κι αλλιώς όταν θα γύριζε
από το γαμήλιο ταξίδι του,
ποιο
γαμήλιο ταξίδι που το είδαν όλοι πως
κάτι είχε αλλάξει από το ίδιο
κι
όλα βράδυ όταν πάνω στο γλέντι ζήτησε
από την ορχήστρα να του παίξουν
το
δικό του ζεϊμπέκικο. Εκείνο που χόρευε
για την γυναίκα που αγαπούσε,
όταν
ήταν στο πλάι του, όταν γονάτιζε μπροστά
στα πόδια του και του κρατούσε
τον
ρυθμό κοιτώντας τον με τα λαμπερά της
μάτια και όταν τελείωνε ο χορός του
τον
έπαιρνε στην αγκαλιά της και του σκούπιζε
τον ιδρώτα με τα φιλιά της..
Μαζεύτηκαν
γύρω του να τον κρατήσουν, στάθηκε στην
πίστα και σήκωσε
σαν
αετός τα χέρια του, χόρευε χαμένος στον
δικό του κόσμο και εκείνη δεν
ήταν
κοντά του, να χάνεται στα μάτια της.
Η
νύφη δεν σηκώθηκε από την θέση της, δεν
τον είχε ξαναδεί έτσι, να χορεύει
χωρίς
να της ρίξει ούτε μια ματιά κι εκείνη
παγωμένη καθόταν και κοίταζε
μέχρι
που τελείωσε ο χορός του και είδε τα
δάκρυα στα μάτια του.
Κατάλαβε.
Δεν
γινόταν να του κρυφτούν, το ύφος τους
όταν τους ρωτούσε τι
έχουν
τα έλεγε όλα.
Πώς
να γελάσουν, πώς να τον διώξουν να μη
μάθει?
Ήταν
και η κηδεία, έπρεπε να πάνε, δεν ήταν
σωστό να μη πάνε.
Δεν
μπόρεσαν να τον σταματήσουν, τα παράτησε
όλα, ταξίδια, γυναίκα και
έτρεξε
πίσω τους να προλάβει. Τρεις άντρες δεν
μπόρεσαν να τον κάνουν καλά
όταν
χίμηξε στο φέρετρο μπροστά στους γονείς
της που σπάραζαν και την
βούτηξε στην
αγκαλιά του.
Μάταια
γέμιζε φιλιά το χλωμό πρόσωπο, τα δάκρυά
του έσταζαν στα άδεια
μάτια,
δεν την ζωντάνεψαν οι κραυγές του,
κραυγές αγριμιού.
Τρόμαξαν
ακόμα και τα περιστέρια που είχαν τις
φωλιές τους στα κυπαρίσσια
και
φτερούγισαν με δυνατά κρωξίματα μακριά
στον ουρανό.
Tο
έλεγε ξανά και ξανά πως την κατάλαβε,
πως εκείνη ήταν κοντά του
το
προηγούμενο βράδυ στα σκαλιά της
εκκλησίας και μετά, όλο το βράδυ
την
ένοιωθε στο κορμί του, στο μυαλό του,
όλα ένα λάθος, φρικτό λάθος,
δεν
θα έφευγε για κανένα ταξίδι, ο γάμος του
είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει
και
εκείνη βιάστηκε, να πάρει τον δρόμο της,
να τον αφήσει μόνο του.
Όταν
κατάφεραν να τον απομακρύνουν, κουρέλι
απέμεινε σε μιαν άκρη,
να
κοιτά τα χώματα που σκέπασαν την ζωή
του.
Σηκώθηκε
παραπατώντας, τον είδαν ήρεμο και
παραμέρισαν.
-
Καλή αντάμωση.
Αυτό
μόνο είχε να πει και γύρισε να φύγει
τρικλίζοντας , μεθυσμένος από έρωτα,
από
το κενό, από το σκοτάδι.
Levina
..............