8.4.14

Ιστορίες του Καφενέ - Ο Παπατζής






Μια και το κουτί των αναμνήσεων άνοιξε εξ αιτίας της Κανελλάκη και της
Αριστέας, δεν μπορώ να αφήσω απ’  έξω τους παπατζήδες του καφενέ 
που έζησα … Η ‘’Μαρία’’ είναι απολύτως υπαρκτό πρόσωπο όπως και 
ο καθένας από τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας με μικρές παραλλαγές
στα ονόματα… γιατί όπως πάντα ....
« Ονόματα δεν λέμε, Υπολήψεις δεν θίγουμε ».
2η Ιστορία λοιπόν….






 Ο Παπατζής

Ο Σούλης ο Ωραίος από μικρό παιδί είχε φάει τα πεζοδρόμια με το κουτάλι.
Ορφανός από μάνα και με ένα πατέρα σπάνια ξεμέθυστο μεγάλωνε
στις γειτονιές του Κολωνού μόνος του χάρη στις γειτόνισσες που λυπόταν
το ορφανό και το τάιζαν, το έντυναν, το έσπρωχναν να πηγαίνει στο
σχολείο αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και ζάφτι τον ατίθασο
χαρακτήρα του κι έτσι αφού έμεινε δυο απανωτές χρονιές στην πρώτη γυμνασίου παράτησε το σχολείο και έπιασε φιλίες με ένα άλλο
αδέσποτο της γειτονιάς λίγο μεγαλύτερος από τον ίδιο σε ηλικία και
πιο ξεσκολισμένο στα κόλπα του πεζοδρομίου, τον Μπάμπη τον Μαμάκα. Αυτός όποια γυναίκα έβλεπε στον δρόμο φώναζε με βραχνή κοκορίσια
φωνή « Μααανααα μου». Δεν ήθελε και πολύ να του κολλήσουν το
Μαμάκας στην πιάτσα.
Αρχίσαν τις μπίζνες τα παλικαρόπουλα … κλεμμένα μηχανάκια, τσάντες,
πορτοφόλια, βόλτες στα μπορντέλα της γύρω περιοχής και περιχώρων,
να ξεσκολίσουν και τα ερωτικά τους μέχρι που βρέθηκαν πίσω από
τα κάγκελα της φυλακής ο ένας, του αναμορφωτηρίου ο άλλος και
χάθηκαν μεταξύ τους για να ξαναβρεθούν μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια στον καφενέ του κυρ Μιχάλη, κάπου εκεί σε μια στοά της Πατησίων.
Εκεί επάνω στο τραπεζάκι με τα ουζάκια, τα έβαλαν κάτω οι δυο παλιοί
συμπολεμιστές του πεζοδρομίου για το πώς θα τα κονομήσουν εύκολα,
γρήγορα και όσο το δυνατό ανώδυνα.
Δεν ήταν και πολλές οι επιλογές τους.
Για κλεψιές και συνεχές τρέξιμο ούτε λόγος… δεν το επέτρεπε η ηλικία πια
να το παίζουν τζόβενα και είχαν και μια αξιοπρέπεια… δεν μπορούσαν
τώρα να το γυρίσουν σε πορτοφολάδες!
Ούτε κεφάλαιο υπήρχε, κάτι ψιλά είχαν μόνο από δουλειές του μεροκάματου
όταν και αν τύχαινε κι αν περίσσευε από το μπαρμπούτι.
Η ιδέα για τον ''παπά'' ήταν του Σούλη του Ωραίου. Μια κούτα,
ένας Ρήγας και δυο χαρτιά ακόμα απ’ την τράπουλα και νάτη έτοιμη η δουλειά… Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς ;
Βρήκαν και δυο φίλους τσιλιαδόρους, έφερε και την γυναίκα του για
δόλωμα κοντά στον πάγκο του 'παπά' ο Μαμάκας που στο μεσοδιάστημα
που έκανε διακοπές από τις φυλακές στεφανώθηκε την Κικίτσα, μια από
τις «Μααανααα μου» κι έτσι έστησαν το δόκανο για τα κορόιδα.
Σταθερή τους ήταν το καφενεδάκι του κυρ Μιχάλη που γελούσε με αυτούς
τους λαϊκούς τύπους και τα τερτίπια τους.
Κι αν του έλεγε καμία φορά το Μαράκι που την είχε βοηθό στον καφενέ
« Τι τους μαζεύουμε αυτούς εδώ κυρ Μιχάλη; Θα βρούμε τον μπελά μας» εκείνος κουνούσε το κεφάλι του συγκαταβατικά και της απαντούσε
« Πελάτες είναι! κι η σκόνη του πελάτη Μαρία είναι ιερή. Δεν είναι
δολοφόνοι, άμοιρα τομάρια είναι , δεν βρέθηκε κανένας να τους
τραβήξει από τον βούρκο όταν ήταν παιδιά… τώρα είναι αργά»
και τους άφηνε να κάθονται στο γωνιακό τραπεζάκι τους, σκυμμένοι
να καταστρώνουν τα πλάνα τους και να μοιράζουν τα φραγκοδίφραγκα
που τους άφηναν οι αφελείς που έψαχναν να βρουν τον ‘’παπά’’.
Μέχρι και το εργαλείο της δουλειάς τους φιλοξενούσε στο πατάρι του ο κυρ Μιχάλης, την μεγάλη κούτα από τηλεόραση που επάνω της ακουμπούσαν
την αδρεναλίνη τους και τα φράγκα τους οι πελάτες.
Το στέκι του ξεπουπουλιάσματος ήταν συνήθως στην πλατεία Λαυρίου… καλό στέκι, ανοιχτό, οι τσιλιαδόροι είχαν περιφερειακή άποψη και είχαν
και αρκετές επιλογές για να το σκάσουν τρέχοντας μέσα στα γύρω στενά
αν τους εντόπιζε το μάτι κανενός αστυνομικού.
Κάπως έτσι τους έκανε τσακωτούς κάποιο απομεσήμερο Δευτέρας
η συνηθισμένη περιπολία από το δίδυμο των αστυνομικών και τους
έστρωσε στο κυνήγι.
Σκόρπισαν οι παπατζήδες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά ο
Σούλης ο Ωραίος με την γυναίκα του Μαμάκα έφτασαν τρεχάλα στο καφενεδάκι του κυρ Μιχάλη που εκείνη την ώρα έλειπε και ήταν η
Μαρία στην λάντζα να πλένει φλιτζάνια και ποτήρια.
Χίμηξε στο πατάρι του μαγαζιού ο Σούλης ξεπνοεμένος κι η Κικίτσα
τρέμοντας σαν το ψάρι έκανε να τον ακολουθήσει να κρυφτεί κι αυτή επάνω.
Η Μαρία έξυπνο κορίτσι ήταν, άκουσε και φωνές απ’ έξω … κατάλαβε.
«Κάτσε εδώ στο τραπέζι» πρόσταξε την Κικίτσα που σωριάστηκε η
καημένη καθώς δεν την κρατούσαν τα πόδια της από την αγωνία.
Έβγαλε η Μαρία από την λάντζα δυο φλιτζάνια άπλυτα με τον ντελβέ
ακόμα στον πάτο και δυο ποτήρια μισοάδεια και τα έβαλε στο τραπέζι
εμπρός από την Κικίτσα και κάθισε κι αυτή δίπλα της, τάχα μου πως
ήτανε φιλενάδες κι έπιναν ήσυχα κι ωραία τον καφέ τους.
Έπιασε και το παγωμένο χέρι της Κικίτσας που έτρεμε και της έκανε
νόημα με τα μάτια, να μη φοβάται.
Μπούκαρε στον καφενέ ο ένας αστυνομικός, με μάτι άγριο ασθμαίνοντας
από την τρεχάλα, είδε τις δυο γυναίκες να έχουν πιει τον καφέ τους,
ρώτησε αν πέρασε κανένας τρέχοντας από κει και η πιο μικρή του έδειξε
την γωνία προς την Πατησίων και έφυγε πάλι τρεχάλα να φτάσει το
ζευγάρι που του ξέφυγε.

Από εκείνη την ημέρα λες και η Μαρία έγινε ο δικός τους άνθρωπος.
Δεν σταματούσαν τις ψιθυριστές κουβέντες τους όταν τους σέρβιρε,
ούτε την κοίταζαν λοξά με υποψία και το καλύτερο ήταν πως και η
Μαρία τους είδε πια με άλλο μάτι. Είχε δίκιο ο κυρ Μιχάλης… δεν είχαν
καμία ευκαιρία αυτοί οι άνθρωποι και ποια θα ήταν αυτή που θα τους έκρινε;
Ένα πρωί που γύριζε στο μαγαζί από την Βαρβάκειο που την είχε
στείλει ο κυρ Μιχάλης για ανεφοδιασμό του μαγαζιού, φορτωμένη
καθώς ήταν με τις σακούλες ένοιωσε δυο χέρια να της αρπάζουν το
βάρος κι όπως γύρισε θυμωμένη να φωνάξει είδε τον Σούλη τον Ωραίο
να της κουβαλά τα ψώνια της.
«Δεν είναι ανάγκη, τα καταφέρνω» του είπε κι εκείνος την κοίταξε με το
πάντα συνοφρυωμένο του ύφος.
«Προχώρα κοπελιά, έχουμε και δουλειά» και την πήγε μέχρι το μαγαζί.
Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός… κι ένα μεσημέρι που τους είδε ο
κυρ Μιχάλης να μετράνε και πάλι τα φραγκοδίφραγκα , δεν κρατήθηκε.
« Βρε Σούλη, υδραυλικός να γινόσουν πιο πολλά θα έβγαζες, πόσο
θα κάνεις ακόμα τον ''παπά'' ;»

Τον κοίταξε περίεργα ο Σούλης ο Ωραίος τον κυρ Μιχάλη, τόσα χρόνια
αυτός είχε μάθει στην νύχτα, στα πεζοδρόμια, ούτε που είχε σκεφτεί
να κάνει κάτι … εντός ορίων και νόμων.
Σήκωσε τους ώμους του και συνέχισε το μέτρημα.

Λίγους μήνες μετά η παρέα των παπατζήδων διέλυσε. Τους κυνηγούσαν
πια ανελέητα, δεν μπορούσαν να στήσουν πουθενά τον ‘παπά’, άλλαζαν
κι οι εποχές … ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του και χάθηκαν από το μαγαζί.
Κάποτε έμαθε ο κυρ Μιχάλης ότι ο Σούλης ο Ωραίος είχε ανοίξει ένα
μαγαζάκι με υδραυλικά εκεί κοντά στην στοά του Μπροντγουαίη στην
Αγίου Μελετίου. Όχι κάτι σπουδαίο, μια τρύπα ήταν αλλά έβγαζε
μεροκάματο, είχε γίνει και οικογενειάρχης, παντρεύτηκε, έκανε κι έναν γιο
και φρόντιζε πια να μην κάνει κι αυτός τα λάθη του πατέρα του.

.......................

«Αλήθεια κυρ Μιχάλη, γιατί τον λένε Ωραίο ;» Ρώτησε η Μαρία μια μέρα
τον κυρ Μιχάλη καθώς τον Σούλη μόνο ωραίο δεν θα τον έλεγες, με το μακρουλό του πρόσωπο όλο γωνίες και τα αλογίσια δόντια. Άσε το μόνιμα στριφνό του ύφος.
Χαμογέλασε εκείνος και φώναξε προς την παρέα που έπινε τα ουζάκια της
μετά το πέρας της … εργασίας.
«Σούλη, ωραίο το μαλλί σήμερα!»
«Είδες , είδες κυρ Μιχάλη; Πήρα καινούργιο σαμπουάν» απάντησε
με καμάρι ο Σούλης κι έβγαλε από την κολότσεπη το χτενάκι κι
έστρωσε το μαλλί του.
Γύρισε ο κυρ Μιχάλης κι έκλεισε πονηρά το μάτι στην Μαρία… κι εκείνη έσκασε στα γέλια.

















                                                                               Levina



Οι αυτοτελείς ιστορίες του καφενέ ήταν μια ιδέα της Μαρίας Κανελλάκη 
κι η  Αριστέα έχει αναλάβει τον συντονισμό των ιστοριών!! 
Συμμετέχουν τα εξής ιστολόγια:

Δημήτρης Ασλάνογλου
Αγριμιώ
Έλενα
Xris Kat
Κική
Sofia
Μαρία Νι
Γεωργία
Κάτια
Lysippe
Γλαύκη
Κατερίνα Βερίγκα
Levina
Δέσποινα
Katerina Koko
Κλαυδία
Έλλη
Κατερίνα Βαλσαμίδη
Μαριλένα
me Maria
Μαρία Κανελλάκη
Μαρία Έλενα
Φλώρα
Πέτρος
@ριστέα


6.4.14

Ιστορίες του καφενέ - Ημέρες Οργής

Ημέρες Οργής



Εκεί αρχές Σεπτέμβρη έκανε μια γερή ανακαίνιση ο κυρ Μιχάλης
στο καφενείο.
Έφερε δυο φοιτητές δίπλα από το Πολυτεχνείο που ζητούσαν λίγο
χαρτζιλίκι και του φρεσκάρισαν τους τοίχους, πέρασαν κι ένα χέρι
λαδομπογιά τα παλιά τραπέζια, καθάρισαν και τις καρέκλες… έφερε
κι έναν πεινασμένο ζωγράφο που έφτιαχνε πορτραίτα στην ομόνοια
και του ζωγράφισε μια καινούργια ταμπέλα με φιοριτούρες και
περίτεχνα γράμματα, με την υπόσχεση να τον ταΐζει για ένα δίμηνο.
Δεν του στοίχισε τίποτα σχεδόν η όλη δουλειά αν και την ταμπέλα
την πλήρωσε λιγάκι ακριβούτσικα μια και όσο αλάφρωνε η τσέπη του
τόσο μεγάλωνε η κοιλιά του ζωγράφου, αλλά δεν βαριέσαι;
Οι δουλειές είχαν πάρει τα πάνω τους μετά από όλο αυτό. Τραβήχτηκε
και αρκετός φοιτητόκοσμος στο μαγαζί κι έτσι αυτό που χρειαζόταν πια
ο κυρ Μιχάλης ήταν δυο χέρια ακόμα, γιατί δεν τα έβγαζε πια πέρα
μόνος του. Τα χρόνια τον βάραιναν και ήταν κι αυτή η ποδάγρα
που ερχόταν κάθε τόσο να του θυμίσει πως δεν ήταν παιδάκι για να
τα προλαβαίνει όλα και πως έπρεπε να κόψει και το πιοτό.
Αν και γι αυτό το τελευταίο είχε και μια δικαιολογία.
«Αρώματα πουλάω ;» έλεγε στον γιατρό του που τον μάλωνε
«ούζο και καφέδες πουλάω γιατρέ μου, αν πούλαγα αρώματα
θα έβαζα πατσουλί, τώρα πίνω κανένα ουζάκι με τον πελάτη,
για να μη νοιώθει μόνος!»
Α όλα κι όλα! Τους αγαπούσε τους πελάτες του ο κυρ Μιχάλης, το είχε
για λειτούργημα το επάγγελμα του καφετζή, τους ένοιωθε πότε ήταν
στις χαρές τους και πότε είχαν ντέρτια και τους έκανε παρέα κι εκεί
επάνω στο πιοτό αυτοί άνοιγαν την καρδιά τους και μετά έφευγαν ξαλαφρωμένοι, λες και είχαν πάει στον εξομολόγο τους.
Γιατί μη νομίζεις… και το ούζο σε εξομολογεί … θες δεν θες.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει μακριά για υπάλληλο, τόσος φοιτητόκοσμος
περνούσε απ’ εκεί. Μόλις το ανέφερε , την άλλη στιγμή βρέθηκε με
το Μαράκι βοηθό. Ένα μικροσκοπικό πλάσμα που δεν το έπιανε το
μάτι σου αλλά αληθινή σβούρα, πρόθυμη, έτοιμη να κάνει όλες τις
δουλειές του μαγαζιού.
Δυο μήνες μόνο ήταν το Μαράκι στο μαγαζί και όλα περνούσαν
από τα χέρια της.
Έφτιαχνε καφέδες, ετοίμαζε τους μεζέδες για τα ουζάκια, έκανε
την λάντζα, φρόντιζε να κρατά καθαρά τα τασάκια και τα τραπέζια
και μόλις τελείωνε και ήταν να κλείσουν το μαγαζί, βούταγε την
σφουγγαρίστρα απ’ τα χέρια του και έκανε το πάτωμα να λάμπει.
Τίποτα δεν τον άφηνε να κάνει ο κυρ Μιχάλης κι εκείνος την
καμάρωνε και την πρόσεχε μη την πειράξει κανένας κορίτσι πράμα
ανάμεσα σε τόσους άντρες.
Μόνο που τον είχε πιάσει και πάλι αυτή η ρημάδα η ποδάγρα. Με
δυσκολία περπατούσε, σερνόταν από το σπίτι στο μαγαζί κι από το
μαγαζί στο σπίτι και μόνο η Μαρία κρατούσε το μαγαζί πια ολόκληρο
χωρίς την βοήθειά του. Δεν μπορούσε ο καημένος ούτε έναν καφέ να
σταθεί όρθιος να φτιάξει .... πλησίαζε κι η γιορτή του Πολυτεχνείου
και το ήξερε πως είχαν πολύ δουλειά αυτό το τριήμερο.
Πως θα τα έβγαζε το Μαράκι πέρα ολομόναχο; Όχι πως την
φοβόταν… του είχε αποδείξει πόσο καλά τα κατάφερνε, αλλά και
με την τριπλάσια δουλειά στους ώμους της ; …
«Μην ανησυχείς κυρ Μιχάλη μου» τον καθησύχασε η Μαρία « κάτσε
στο σπίτι σου να γίνεις καλά και θα με βοηθήσουν τα παιδιά αν
χρειαστεί, εγώ θα έρχομαι το βράδυ να κάνουμε λογαριασμό και
να σου δίνω το ταμείο»
Τα παιδιά ήταν οι συμφοιτητές της που πάντα έβαζαν το χεράκι τους
στα δύσκολα κι έτσι ο κυρ Μιχάλης μη έχοντας κι άλλη επιλογή αφού
τον έσφαζαν οι πόνοι έκατσε στο σπίτι του να κάνει κι αποτοξίνωση,
να πιει και το γαλατάκι του να συνεφέρει τα πόδια του που είχαν γίνει τούμπανο και δεν χώραγαν ούτε στα παπούτσια του.
Ξεσήκωναν τον κόσμο τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου, καλούσαν τον
κόσμο στην μεγάλη πορεία προς την Αμερικανική πρεσβεία με τραγούδια
και συνθήματα, τραγούδια που έδιναν τον ρυθμό για να μεγαλώνουν
τα όνειρα για το αύριο, για να καταπατηθεί η αδικία, για την νίκη της Δημοκρατίας…
_Ποιος την ζωή μου
Ποιος την κυνηγά_
Ακουγόταν από τα μεγάφωνα η φωνή της Φαραντούρη και είχε
γεμίσει κόσμο όλη η περιοχή του Πολυτεχνείου. Όλοι ήθελαν να
προσκυνήσουν την ματωμένη σημαία και τα κάγκελα που πριν δυο
χρόνια έριξε το τανκς εκείνη την μαύρη νύχτα.
Το μικρό καφενεδάκι γέμιζε από κάθε λογής ανθρώπους που ερχόταν
από όλα τα μέρη της Ελλάδας για να παρευρεθούν σε αυτό το λαϊκό
προσκύνημα … ακόμα και πούλμαν από την Κρήτη, από την
Αλεξανδρούπολη, από την Θεσσαλονίκη είχαν φτάσει γεμάτα κόσμο.
Πολυτεχνείο, Εξάρχεια, Βάθη, Ομόνοια μιλιούνια κόσμου κι ας
γνώριζαν ότι δεν θα τους επέτρεπαν να ολοκληρώσουν την πορεία.
Χιλιάδες και οι αστυνομικοί, οι Αύρες σε κάθε γωνία γύρω από το
πολυτεχνείο και οι κλούβες έτοιμες να παραλάβουν καινούργιους
πελάτες για την ασφάλεια και φυσικά ασφαλίτες σε κάθε μέρος.
Ακόμα και στο μαγαζάκι του κυρ Μιχάλη μπαινόβγαιναν παριστάνοντας
πως ήταν μέρος του κόσμου, ενώ έκαναν μπαμ από μακριά ποια ήταν
η δουλειά τους.
Έστηναν αυτί στα διπλανά τραπεζάκια να πιάσουν καμιά κουβέντα
αλλά τα παιδιά μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων ορμηνεμένα από
την Μαρία που γνώριζε ποιοι ήταν οι μόνιμοι πελάτες του καφενείου
και ποιοι ήταν αυτοί με τις φαρδιές πλάτες και τα κοντοκουρεμένα μαλλιά.

Κυριακή μεσημέρι και έφτασε με κόπο στο μαγαζί ο κυρ Μιχάλης να δει
τι γίνεται. Φοβόταν πως θα είχαν φασαρίες κι η Μαρία δεν θα μπορούσε
να τα βγάλει πέρα.
Την προηγούμενη χρονιά είχαν σπάσει όλα τα μαγαζιά από τα Εξάρχεια
μέχρι την Βάθη. Το καφενεδάκι του ήταν από τα λίγα που γλύτωσαν.
Μα και ποιος θα το άγγιζε που όλοι το γνώριζαν ότι ο κυρ Μιχάλης
δεν χαμπάριαζε ούτε από αστυνομίες, ούτε από δικτατορίες, ούτε από χαφιέδες και είχε μια αγκαλιά για όλο τον κόσμο που έμπαινε στο
κατώφλι του.
«Θα πας στην πορεία κι εσύ Μαρία; » ρώτησε την κοπέλα κι εκείνη
με μάτια που έλαμπαν του απάντησε…
«Είμαι στην περιφρούρηση κυρ Μιχάλη, τώρα θα έκλεινα να φύγω
με τα παιδιά»
«Ποια περιφρούρηση βρε που είσαι μισή πίνα άνθρωπος… να
προσέχεις Μαρία μου» πρόσθεσε ανήσυχος ο κυρ Μιχάλης
« θα γίνουν επεισόδια, αχ και να ‘χα τα πόδια μου, πρώτος μαζί σας
θα ήμουν! και άκου… δεν θα κλείσω το μαγαζί, εδώ θα σε περιμένω
να γυρίσεις να μου πεις ότι είσαι καλά και μετά θα φύγω»
Τον άκουσε και δεν τον άκουσε η Μαρία καθώς έβγαλε φτερά στα
πόδια και πέταγε προς την Ομόνοια να προλάβει τους δικούς της …
η πορεία είχε ξεκινήσει.

Κύλησαν αργά οι ώρες που περίμενε ο κυρ Μιχάλης, καθισμένος
ολομόναχος κοντά στο παράθυρο με έναν κρύο Ελληνικό στο
πορσελάνινο φλιτζανάκι δίπλα του και με ένα τασάκι γεμάτο
αποτσίγαρα. Το ήξερε πως είχαν αρχίσει οι φασαρίες, άκουγε τους
κρότους, τα σφυρίγματα, τα τρεχαλητά, έβλεπε τις σκιές που
γλιστρούσαν μέσα στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή μια ομάδα κοντά στα
δέκα άτομα, μπούκαραν στο μαγαζί . Πετάχτηκε επάνω ο κυρ Μιχάλης.
Ήταν όλα παιδιά και είχαν ανάμεσά τους και τρία κορίτσια, η μια
ήταν η Μαρία. Τρόμαξε να την γνωρίσει ο Κυρ Μιχάλης. Όλοι ήταν με πρησμένα μάτια που έσταζαν αίμα από τα δακρυγόνα, με ταλαιπωρημένα ρούχα και χέρια που έτρεμαν από την αγωνία.
Η Μαρία κρατούσε το χέρι της δεμένο με ένα μαντήλι και από την
χλωμάδα του προσώπου της φαινόταν πως πονούσε πολύ.
Την έβαλαν να καθίσει.
«Καθώς τρέχαμε, παραλίγο να πιάσουν την Μαρία, την χτύπησαν
με τα γκλομπ και μάλλον της έχουν σπάσει το χέρι» ενημέρωσαν
τον κυρ Μιχάλη «τρομάξαμε να τους την πάρουμε από τα χέρια τους,
αλλά μας κυνηγά μια ολόκληρη διμοιρία Ματατζήδες, πρέπει να φύγουμε
κυρ Μιχάλη, εσύ κρύψε την Μαρία όπου μπορείς , δεν γίνεται να τρέξει
άλλο μαζί μας»
«Γρήγορα… έρχονται» φώναξε ένα παιδί που φύλαγε τσίλιες στην
γωνία .
Είχαν παγιδευτεί στο καφενείο , δεν θα προλάβαιναν να κάνουν δέκα
βήματα και θα τους έπιαναν.
«Ανεβείτε στο πατάρι και μη βγάλετε άχνα» τους πρόσταξε ο κυρ Μιχάλης
« εγώ θα πάρω την Μαρία να φύγουμε και θα κλειδώσω το μαγαζί,
θα σας ανοίξω το πρωί. Τηλέφωνο υπάρχει να ειδοποιήσετε τις
μανάδες σας ότι είστε καλά και να φάτε, έχει ψωμί και τυρί στο ψυγείο»
Μέσα σε δευτερόλεπτα έσβησαν τα φώτα στο μαγαζί , κλείδωσε την
πόρτα ο κυρ Μιχάλης και κατέβασε και το ρολό σαν να μην τον
πονούσαν πια τα πόδια του, σα να ήταν είκοσι χρονών. Είχε ευθύνη
απέναντι στα παιδιά. Απέναντι στην Μαρία που ακουμπούσε στον
τοίχο για να μη πέσει. Στο σπίτι θα μπορούσε να της δώσει τις πρώτες βοήθειες τουλάχιστον.
Πέρασε το χέρι από τους ώμους της για να την στηρίζει και ξεκίνησαν
για το σπίτι του κυρ Μιχάλη, κάμποσα τετράγωνα πιο πέρα.
Ένα αποπνικτικό σύννεφο πλανιόταν στον αέρα, σαν να είχαν
βομβαρδίσει την Αθήνα με τόνους πιπεριού που σου έκοβε την
ανάσα και έτσουζε φρικτά τα μάτια και τα ρουθούνια.
Πριν φτάσουν στην γωνία της 3ης Σεπτεμβρίου έπεσαν επάνω στα
Ματ που έτρεχαν να βρουν που κρύφτηκαν τα παιδιά. Κάπως τους
κοίταξαν περίεργα, αλλά ο γέρος που σβαρνούσε τα πόδια του και
το κοριτσάκι που τον κρατούσε δεν ήταν ο στόχος τους κι έτσι τους
άφησαν να περάσουν.
Μόλις δεν τους έβλεπαν πια, βοήθησε την Μαρία να δέσει και πάλι
το χέρι της που μέχρι τότε έμοιαζε να τον στηρίζει για να περπατά
εκείνος και προχώρησε με πιο γρήγορο βήμα να φτάσουν σπίτι για
να δει τι θα μπορούσε να κάνει.
Για νοσοκομείο ούτε λόγος. Αυτή την βραδιά όποιος ζητούσε βοήθεια
και μάλιστα φοιτητής και χτυπημένος πήγαινε κατευθείαν στο στόμα
του λύκου.
Ξαφνικά ένα βαρύ χέρι έπεσε στον ώμο του.
«Κυρ Μιχάλη τι κάνεις έξω τέτοια ώρα;»
Τρέμοντας γύρισε ο κυρ Μιχάλης και η Μαρία και βρέθηκαν εμπρός
σε έναν από τους Ματατζήδες, με την ασπίδα και το γκλομπ στην μέση του.
«Αργύρη εσύ είσαι;»
Τον ήξερε τον Αργύρη ο κυρ Μιχάλης, ήταν παλιός πελάτης του
μαγαζιού, είχαν βγάλει επάνω στο ποτό αρκετές φορές τα εσώψυχα
τους.
«Που πας τέτοια νύχτα κυρ Μιχάλη, γίνεται χαλασμός, το κορίτσι τι
το τραβάς, δεν βλέπεις που είναι χτυπημένο ;»
Τους είχε καταλάβει ο Αργύρης και τι δικαιολογία να του έλεγε τώρα;
Καλύτερα να έλεγε την αλήθεια. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Αργύρης.
«Σπίτι μου πάμε Αργύρη, η Μαρία είναι σαν κόρη μου και την
σακατέψατε γιατί μπήκε στην πορεία»
Έπαιξαν τα βλέφαρα του Αργύρη αλλά δεν κατέβασε τα μάτια.
«Πρέπει να πάει σε γιατρό κυρ Μιχάλη»
«Για να την χώσετε στα μπουντρούμια της ασφάλειας αύριο Αργύρη;
Ξέχνα το, σπίτι θα την πάω, τράβα στην δουλειά σου»
« Άκου κυρ Μιχάλη, το κορίτσι πρέπει να πάει σε γιατρό, θα την πάω
εγώ και μη φοβάσαι, δεν θα την πειράξει κανένας, έχω γιατρό δικό μου,
δείξε μου εμπιστοσύνη και αύριο εγώ θα στην φέρω αν είναι καλά όπου
θέλεις, στο σπίτι σου , στο καφενείο, όπου εσύ θες»
Η Μαρία κόντευε να λιποθυμήσει από τον πόνο που είχε το χέρι της,
λες και χίλια σφυριά κοπανούσαν το κορμί της και μόλις που στεκόταν
στα πόδια της πια. Δεν είχε και πολλές επιλογές ο κυρ Μιχάλης.
Πώς να κρατήσει το κορίτσι στο σπίτι με σπασμένο χέρι;
Τουλάχιστον είχε εμπιστοσύνη πως ο Αργύρης θα βοηθήσει.
«Αργύρη θα σ’ εμπιστευτώ, η Μαρία μου υποφέρει, πρόσεξε το κορίτσι
και τα μάτια σου. Πέρνα το πρωί από το μαγαζί να μου πεις
που θα την έχεις και πως είναι, θα σε περιμένω»
Αγκάλιασε την Μαρία με δάκρυα στα μάτια και μετά την άφησε στον
Αργύρη και έφυγε με βαριά βήματα για το σπίτι.
Θα ήθελε να γυρίσει στο μαγαζί του, να καθίσει δίπλα στα παιδιά που ήταν μέσα κλεισμένα ,να περάσει αυτή η νύχτα, αλλά έπρεπε να απομακρυνθεί
από εκεί, να μη τραβήξει άλλο την προσοχή.
Ξημερώματα σχεδόν γύρισε στο καφενείο.
Στον δρόμο ελάχιστοι κυκλοφορούσαν και η ατμόσφαιρα είχε την γεύση ταγγισμένου λαδιού που σου κάθεται στον λαιμό και δεν σε αφήνει να ανασάνεις.
Άνοιξε το ρολό, άναψε τα φώτα και τότε κατέβηκαν από το πατάρι
τα παιδιά που είχαν κουρνιάσει σαν φοβισμένα πουλιά να
προστατευθούν κάτω από τις φτερούγες του γέρου καφετζή.
Με ευγνωμοσύνη τον γέμισαν ευχαριστίες αγκαλιές και φιλιά και
ρωτούσαν για την Μαρία.
Ο κυρ Μιχάλης τους ενημέρωσε τι είχε γίνει και πως τώρα περίμενε
κι αυτός νέα της και μετά έφυγαν γελώντας, έχοντας ήδη ξεχάσει τις
ώρες αγωνίας, τις τρεχάλες, τα δακρυγόνα , κρατώντας μόνο το γέλιο,
το τραγούδι που είχαν στο στόμα την προηγούμενη μέρα, το πώς
ξεγελούσαν τους Ματατζήδες παίζοντας κλεφτοπόλεμο μαζί τους.
Και πάλι οι ώρες κυλούσαν αργά για τον κυρ Μιχάλη, λίγοι οι πελάτες εκείνη την μέρα κι έτσι πάλι με τον καφέ και το τσιγάρο να κάθεται και να περιμένει.
Θα ήταν κοντά μεσημέρι όταν φάνηκε ο Αργύρης που έφερε την Μαρία και πετάχτηκε σαν έφηβος επάνω ο κυρ Μιχάλης να τους αγκαλιάσει και τους δυο. Εκείνον γιατί φάνηκε αληθινός φίλος και την Μαρία γιατί την αγαπούσε πραγματικά σαν κόρη του.
Το χέρι της κοπέλας ήταν μπανταρισμένο, ευτυχώς δεν ήταν σπάσιμο
του είπαν, μόνο ένα ραγισματάκι που σε ένα μήνα θα ήταν και πάλι
καλά.
Ο Αργύρης είχε καταφέρει να περάσει την Μαρία για κόρη της αδελφής του, πως τάχα τους το είχε σκάσει και είχε μπει στην πορεία και τώρα μόλις
γινόταν καλά θα της έριχνε ένα βρωμόξυλο που τον παράκουσε σαν
θείος της που ήταν!
«Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα ‘θείε’» του είπε η Μαρία…
«Να είσαι καλά ανιψούδι μου!» Της απάντησε ο Αργύρης και έφυγε
να πάει σπίτι του να ξεκουραστεί. Ήταν μεγάλη η μέρα και ακόμα
μεγαλύτερη η νύχτα που πέρασε.
«Και τώρα Μαρία ; τι κάνουμε ;» Ρώτησε ο κυρ Μιχάλης την κοπέλα
όταν έμειναν μόνοι τους. « Πως θα τα βγάλουμε πέρα στο μαγαζί, εσύ
με ένα χέρι και εγώ με τα άχρηστα πόδια μου;»
Χαμογέλασε πονηρά η Μαρία και έσκυψε κοντά του.
«Πολύ εύκολα κυρ Μιχάλη… θα μου δώσεις εσύ ένα χέρι , θα σου
δώσω κι εγώ κάτι από πόδι και όλα θα πάνε καλά!»

Το τρανταχτό γέλιο του κυρ Μιχάλη ακούστηκε δυο τετράγωνα πιο
πέρα.



Levina
'για τον πατέρα μου'







Οι δημοσιευμένες «ιστορίες του καφενέ»  μέχρι τώρα είναι…




Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...