3.7.13

H Περιπλaνώμεvη




Κανείς δεν γνώριζε ποια χρονιά θα ξαναρχόταν η Περιπλανώμενη .
Μπορεί να περνούσαν πέντε και περισσότερα ίσως χρόνια δίχως να έχει
εμφανιστεί και κάποια στιγμή έτσι άξαφνα σαν έπιαναν οι πρώτες ζέστες
του Καλοκαιριού, στην άκρια του χωριού έβλεπαν να είναι αραγμένο
το καρόσπιτό της κάτω από το ίδιο πάντα δέντρο, πλάι στο ποτάμι .
Σαν έφτανε έλυνε τα λευκά άλογα και τ΄ άφηνε λεύτερα να τρέχουν και
να βοσκάνε ανέμελα στα καταπράσινα λιβάδια, ενώ τα παιδιά του χωριού έτρεχαν να τ΄ απαντήσουν και να παίξουν μαζί τους.
Δεν είχαν ξαναδεί τόσο κατάλευκα άλογα, με μακριές χαίτες κι ένα σωρό
χάντρες και κουδουνάκια περασμένα στα χαϊμαλιά τους που σε κάθε
κίνηση άφηναν ολόκληρες μελωδίες να τις παίρνουν οι αγέρηδες και
να γεμίζει ήχους το χωριό.
Ήταν περίεργο αλλά όσες μέρες έμενε η Περιπλανώμενη στον τόπο τους,
το δάσος γέμιζε ζωή… ερχόταν άφοβα τα άγρια ζώα στο ποτάμι, ελάφια
και ζαρκάδια, λύκοι και αλεπούδες και ανάμεσα στα δέντρα έπαιζαν
κρυφτό τα ξωτικά των μανιταριών γεμίζοντας αστραπόσκονες τα φύλλα
των λουλουδιών και οι γυναίκες έλεγαν πως αν μάζευες αυτή την
μαγική σκόνη και την έβαζες στο κρασί του αγαπημένου σου
εκείνος θα γινόταν παντοτινά δικός σου κι έτσι έτρεχαν πίσω από τα
ξωτικά και μάζευαν με τις χούφτες αστραπόσκονες και μικρά φτερά από
τα πολύχρωμα πουλιά που γλυκοκελαηδούσαν πάνω στων δέντρων
τα κλαριά και στόλιζαν με αυτά τα μαλλιά και τα φουστάνια τους.

Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε την Περιπλανώμενη να
εμφανίζεται στο χωριό τους μ΄ αυτό τον τρόπο, δίχως να την έχει δει κανείς
να έρχεται και πάλι δίχως να γνωρίζουν ποιόν δρόμο πήρε στο φευγιό της.
Οι τσιγγάνοι που ερχόταν με τα καραβάνια τους, έφερναν γύρες στα καλντερίμια του χωριού. Φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και έκαναν
ακροβατικά στην μέση της πλατείας ενώ οι γυναίκες με τις μακριές φούστες τριγυρνούσαν και έλεγαν την μοίρα για λίγα νομίσματα.
Αγόραζαν φαγητά και ποτά και έστηναν γλέντια τρικούβερτα μέχρι να
φύγουν και πάλι , ενώ η Περιπλανώμενη δεν απομακρυνόταν από το καρόσπιτό της.
Την έβλεπαν να κάθεται στην άκρη στο ποτάμι ή να τριγυρίζει με τα άλογα
στα λιβάδια και να μην πλησιάζει καθόλου στο χωριό, ούτε όμως έφευγε
όταν την πλησίαζαν να της ζητήσουν να διαβάσει την μοίρα τους στις
γραμμές του χεριού ή να τους ρίξει τους ρούνους.
Γελώντας εκείνη έμοιαζε να τους περιμένει … τους κοίταζε βαθιά στα μάτια
και με την μελωδική της φωνή τους έλεγε για τα μελλούμενα και τι περίεργο!
Ότι τους είχε πει είχε συμβεί.
Τους είχε προειδοποιήσει για τους δύσκολους καιρούς κι έτσι ήταν προετοιμασμένο το χωριό σαν ήρθε ο πιο βαρύς χειμώνας των τελευταίων χρόνων και όταν ήρθαν οι πολλές βροχές και το ποτάμι πλημμύρισε πάλι
ήταν έτοιμοι να το αντιμετωπίσουν.
Έμοιαζε σαν να ήθελε να προστατέψει το μέρος τους και πάντα είχε μια
προειδοποίηση να τους δώσει μα ανταλλάγματα δεν είχε ζητήσει ποτέ!
Αν κάποιος της έδινε κανένα νόμισμα το έπαιρνε και το ΄ριχνε δώρο στο ποτάμι κι εκείνο ευθύς μεταμορφώνονταν σε μικρό χρυσόψαρο. Έτσι μαζεύονταν ένα σωρό χρυσαφένια ψαράκια σε κείνο το σημείο που όμως εξαφανιζόταν μόλις έφευγε εκείνη.
Ίσως όμως αν είχαν προσέξει λίγο καλύτερα να έβλεπαν και το πιο
σημαντικό αντάλλαγμα που έπαιρνε μαζί της κάθε φορά που έφευγε
στα ξαφνικά.
Θα είχαν δει πως εξαφανιζόταν μέρες πριν έρθει εκείνη ο γιος του σιδερά
που έφευγε για την μεγάλη πόλη όπως έλεγε κι επέστρεφε δυο μέρες
μετά που έφευγε η Περιπλανώμενη.
Θα είχαν δει πως εκείνη τον περίμενε μέσα στο βαθύ δάσος όταν άφηνε
τα σημάδια της στα αιωνόβια δέντρα που στραποβολούσαν τις νύχτες
μέσα στις σκιές κι εκείνος άκουγε το απόκοσμο τραγούδι της κι
ακολουθούσε την γυναίκα που είχε σκλαβώσει την ψυχή και το μυαλό του.
Τα χρόνια είχαν περάσει κι εκείνος δεν ήταν πια το νέο παλικάρι που
έτρεχε στο πρώτο κάλεσμα . Τα βήματά του ήταν βαριά και τα μαλλιά του κατάλευκα μα και πάλι σαν έβλεπε τις αστραπές στο δάσος τραβούσε για εκεί .
Εκείνη σαν να μην είχε περάσει μια ώρα από τότε που την πρωταντίκρυσε,
του έδινε το χέρι της και τον έβαζε μέσα στον μαγικό της κόσμο κι εκείνος γινόταν και πάλι το εικοσάχρονο παιδί που έτρεχε στην προσταγή της.
Για λίγες μέρες μόνο ξαναγινόταν νέος, γεμάτος όρεξη για ζωή,
ερωτευμένος με ένα ξωτικό και μετά …η Περιπλανώμενη χανόταν την ώρα που εκείνος χορτάτος από έρωτα κοιμόταν κάτω από την σκιά του
δέντρου πλάι στο ποτάμι.
Ούτε τα χνάρια από τις ρόδες του καρόσπιτου δεν έβλεπε στο απαλό
γρασίδι … λες κι εκείνη δεν υπήρξε ποτέ !

Όταν γύρισε κι αυτή την φορά στο χωριό αντάμωσε την γυναίκα του
που τον περίμενε στην είσοδο του σπιτιού τους.
'' Αχ καημένε μου πάλι άργησες να έρθεις ! Ούτε κι αυτή την φορά την πρόλαβες.''
'' Ποια ; ρώτησε εκείνος … Ποια δεν πρόλαβα;''
    '' Την Περιπλανώμενη καλέ μου, έμεινε μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή
    την φορά στο ποτάμι, εχθές έφυγε.''
Εκείνος κρυφογέλασε κι η καρδιά του σκίρτησε από τις αναμνήσεις
που είχαν ριζωθεί μέσα του.
'' Θα την προλάβω την επόμενη φορά γυναίκα.''
'' Ποια επόμενη ; Αυτή η φορά ήταν η τελευταία που ήρθε στον τόπο μας,
μας είπε πως δεν θα έχει τίποτα πια εδώ για να ξανάρθει! Ποιος ξέρει
τι να εννοούσε, μήπως και την καταλαβαίνει κανένας τι λέει ;''

Εκείνος όμως κατάλαβε.
Κρακ
Έσπασε η καρδιά του σε χίλια δυο κομμάτια.


                                                                                                    Levina




Η «Περιπλανώμενη» περιμένει ένα μήνα για να εμφανιστεί σ΄ αυτό το μπλοκ 
μα και πάλι σε άσχετο χρόνο βγήκε … όμως ο χρόνος είναι σχετικός  και   
οι περιπλανώμενες ψυχές δεν ασχολούνται μαζί του … 
Έτσι νομίζω κι έτσι είναι.



foto W.B. Yeats enchanted woods by Jessica Drossin



1.7.13

Καράβια Αταξίδευτα




Είναι αυτά τα καράβια που δεν αρμενίζουνε σε θάλασσες 
ούτε και παλεύουν με τα κύματα και σίγουρα 
δεν θα συναντήσουν ποτέ σε κάποιο ταξίδι τους 
την γοργόνα να τα ρωτά αν ‘ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος΄ ;

Είναι αυτά τα καράβια που αρμενίζουν με την δύναμη  της σκέψης
σε μέρη που ούτε να τα φανταστεί μπορεί ανθρώπου νους 
κι έχουν κοψιά περίεργη , βγαλμένη λες από τους αρχαίους μύθους .

Κι αν στήσεις αυτί τ΄ άναστρα βράδια θ΄ ακούσεις των κυμάτων τον παφλασμό, 
τα ξύλα που τρίζουν στα σκαμπανεβάσματα .
Θ΄ ακούσεις τα θαλασσοπούλια που κρώζουν και τους αγέρηδες 
που περνούν σφυρίζοντας ανάμεσα απ΄ το μεσιανό πανί .

Μια στοίβα ποταμόξυλα και μια βαρκούλα από πηλό 
πόσα ταξίδια στην φαντασία σου μπορούν να κάνουν;
Όσα θες  . . .
Ψυχή και όρεξη να έχεις μόνο !


                                                                    Levina







27.6.13

Λατρεύω το Χαμόγελό Του !




Αφιερώνω το παρακάτω video σε εσένα, σε εμένα, 
σε όλους μας ....



Για τις ώρες που η ζωή σου φαίνεται βουνό
Για τις ώρες που η ζωή σου φαίνεται τόσο άδεια , δίχως σκοπό
Για κάθε παράπονο , για κάθε άσχημο λόγο απέναντι σε εκείνους
που σε  αγαπούν και νοιάζονται
Για τότε που αποφάσισες να εγκαταλείψεις την προσπάθεια
Για το χαμόγελο που τσιγκουνεύτηκες να χαρίσεις
Για  τις ατέρμονες αναζητήσεις σου όταν παραπέταξες 
όσα νόμισες πως δεν ήταν αντάξιά σου
Για τις νύχτες και τις μέρες που άφησες να περάσουν 
δίχως να αγαπήσεις τον εαυτό σου

Για το δώρο που σου δόθηκε ...
Την ζωή ...
Γι αυτή την μικρή σύντομη ζωή που κατασπαταλάς σε μικρότητες,
εγωισμό, νεύρα, θυμό, φωνή, περιττά, ανούσια …


                                                               Levina








Nick Vujicic - "Something More"

 










22.6.13

1η Σπουδή Στον Έρωτα




Φαντασιώσεις διαβάζω σ΄ ένα ολόγιομο φεγγάρι
που καθρεφτίζει τον ιδρώτα του στο ανοιχτό μου τζάμι
ένα φιλί αθάνατο νερό στην γλώσσα μου κρατώ
τις ώρες  που σμίγει ο χρόνος μου με τον δικό σου χρόνο
Προσμένω κρατώντας  τα μάτια μου κλειστά
σφίγγω έναν μυρωμένο άνεμο ανάμεσα
στα πληγωμένα στήθη μου κι αφουγκράζομαι
τους ήχους της παρουσίας σου στα δροσερά σεντόνια
το βάρος του κορμιού σου π αλλάζει θέση
το βάρος του χεριού σου π αναπαύεται στην
καμπύλη των γοφών μου υπέροχα κυρίαρχο
το βάθος της ανάσας σου που θροΐζει  απαλά
τις τούφες των μαλλιών μου ‘  μεθυσμένη μου ανασαιμιά
τόσο κοντά τόσο μακριά
κι εγώ προσμένω

Ξέρω να προσμένω το έμαθα στους  αιώνες
που η ύπαρξη μου περιδιαβαίνει αυτή την γη
Προσμένω μ΄ ένα μελάνι ανεξίτηλο να γράψεις
στο πρόθυμο κορμί μου τα δικά σου σ΄ αγαπώ
κι αυτά να σβήσουν ξεθωριασμένα λόγια
να ξεριζώσουν ζωγραφιές και λέξεις
που αλλοτινοί έρωτες σμίλεψαν επάνω
άλλος με μολύβι άλλος με σουγιά άλλος με κοπίδι
κι εγώ που γνωρίζω  από χαμένες υποσχέσεις
όλους  τους οργασμούς της σκέψης μου
απλόχερα θα σου προσφέρω την ώρα
που ο έρωτας τις βαθιές χαράδρες του χάρτη μου
θα γεμίζει με το αθάνατο νερό που σταλάζει το Εγώ  σου
κρύβοντας σε χείμαρρους την ντροπή μου
και τ΄ απαλά ακροδάχτυλα τα χείλη μου θ΄ ακολουθούν
τις φλέβες του λαιμού σου θα μετράνε
ρυάκια από λάβα κι αίμα στους ώμους στο στήθος
στα δυνατά πόδια που την γη μου ορίζουν
Έτσι να με θυμάσαι θέλω παραδομένη ολότελα
μ΄ ένα φουστάνι από πανσέληνο ουρανό
θα το ντυθώ για σένα
θα το γδυθώ μη και κάποιο βλέμμα ανίερο τ΄ αγγίξει
κι έτσι θ΄ αργοσαλεύω πάνω σ΄ ένα κρεβάτι πέλαγος
τα ιδρωμένα σεντόνια κύματα ν΄ αντιπαλεύω
και η σωτηρία μου το γυμνό κορμί σου
σταγόνα του ιδρώτα στα πέλματά σου αφανίζομαι
στο στόμα σου τα ηφαίστεια της ζωής μου σβήνω
Όλα άρχισαν όταν βροχής ανάσα γίνανε τα  σ΄ αγαπώ
Όλα θα τελειώσουν όταν τα σ΄ αγαπώ στερέψουν στο κορμί μου



                                                      Levina




                                                                 


υγ. Για μια νύχτα με Πανσέληνο 23/06/13


nelina trubach moshnikova paintings





17.6.13

To Κλικ Μου



Περίμενα για μέρες…
Το ήλπιζα
Ήξερα πως κάποια στιγμή θα έρθει … όπως έρχεται σε κάθε δυσκολία μου, 
σε κάθε τι δυσάρεστο να με επισκεφτεί, να μου ψιθυρίσει στο αυτί πως
Εγώ είμαι Εγώ και είμαι Ζωντανή.
Είναι το Κλίκ μου.
Η μαγική μου συντροφιά που έρχεται για λίγο μόνο, για τόσο λίγο που 
δεν έχω δει ποτέ τι χρώμα έχει, τι άρωμα, τι υφή…
Είναι το Κλίκ μου που γυρίζει τους διακόπτες μου και βάζει τους τίτλους τέλους 
σε ότι ο συναισθηματικός μου κόσμος μάταια προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό.
Είναι το Κλίκ μου που σπάει την ταφόπλακα που βαραίνει την καρδιά μου όταν 
ξέρω πως εκτός από τα λάθη μου οι άλλοι φροντίζουν να μου φορτώσουν 
και τα δικά τους λάθη.
Είναι το Κλίκ μου που διώχνει τα φαντάσματα, τους εφιάλτες, τα τέρατα και 
τις κακές μάγισσες που λένε τα παραμύθια … αυτά τα παραμύθια για μεγάλα 
παιδιά που μόνο εφιάλτες μπορούν να δημιουργήσουν.
Είναι το Κλίκ μου που με αναγεννά εκ της τέφρας μου όταν όλα  νομίζω 
πως έχουν χαθεί και μαζί τους χάθηκα κι εγώ.
Ήρθε να με βρει κι αυτή την φορά ήταν το ίδιο δυνατό όπως πάντα.
Μου ψιθύρισε απαλά στ΄ αυτί για την καινούργια μέρα που ήρθε.
Μου έδωσε ένα γερό σκούντημα να ξυπνήσει το μυαλό.
Μου είπε Καλημέρα και χάθηκε το ίδιο αθόρυβα όπως ήρθε.
Ναι είναι μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα.
Είμαι εδώ.
Είμαστε εδώ.
Είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από αυτό;
Υπάρχει μεγαλύτερη μαγεία από την ίδια την ζωή και την συνέχειά της;

Καλημέρα με ένα χαμόγελο
Καλή εβδομάδα με μια δόση γέλιου


Ότι και να γίνει, ότι και να έρθει θα τα βγάλουμε πέρα
Γιατί ...
Να το θυμάστε ...
Είμαστε πολύ πιο δυνατοί από όσο νομίζουμε !



                                                                                                 Levina



Foto from BBC Earth





13.6.13

Tης Χώρας Μου ο Μύθος










Θα μετράω τα βήματά μου κατά μήκος
μέσα σε ένα δωμάτιο ανήλιαγο κι όσο σκέφτομαι
πως κάπου εκεί μακριά κάποιος κοιτά τον χάρτη
και ένα ταξίδι ετοιμάζεται να κάνει
σε μιαν χώρα ονειρεμένη
στην δική μου χώρα, στην Ελλάδα
Εγώ μπορώ να ανοίξω του μπαλκονιού την πόρτα
την ώρα που το βαπόρι του  θα δένει στο λιμάνι
να πάρω βαθιές ανάσες από ξεχασμένα σκουπίδια
και βουλωμένους υπονόμους ενώ εκείνος
με το σαφάρι καπέλο του κι έναν τυραννισμένο  χάρτη
θ’ ακολουθεί έναν βαριεστημένο οδηγό που
επαναλαμβάνει για χιλιοστή  φορά για το χθες ‘
τους ίδιους αρχαίους μύθους’  την ίδια ιστορία


Κάποιος τηγανίζει ψάρια σε ταγκισμένο  λάδι
Με μπουκώνει αυτή η λαδίλα, κολλάει επάνω μου
σέρνεται μέσα στα σωθικά μου ενώ εκείνος πατάει
στα μάρμαρα του Παρθενώνα και νοιώθει πως
το λευκό της λάμψης τους πήρε απ΄  αυτά
εγώ  κοιτάζω πέντε ορόφους πιο κάτω υπολογίζοντας
αν είναι αρκετά ψηλά για να πετάξω κατακόρυφα
τους αρχαίους προγόνους μου να συναντήσω
ή μήπως  καρφωθώ δια παντός στον πάτο
ενός βρωμερού σκουπιδοτενεκέ κι εκεί θα παραμείνω.

Άντεξα μέχρι που εκείνος έφτασε στην παραλία 
κάτω από την σκιά που έριχνε ο Ναός του Ποσειδώνα
και τυφλωμένος απέμεινε από του ήλιου το θάμπος
Τότε κι εγώ έκλεισα την μπαλκονόπορτα και τον
φυλάκισα για πάντα εκεί μέχρι που τα οστά του δω
να ξασπρίζουν κι ένας χάρτης ανοίξει και πάλι
_κάπου
_κάποιος
με το δάχτυλο θα δείχνει τον προορισμό ‘
της χώρας μου τους πανάρχαιους μύθους θ΄  αναζητά  


                                                               Levina





11.6.13

Aσφυξίa







benjamin von wong photography



Επιτακτική η ανάγκη εκτόνωσης
αφρισμένων συναισθημάτων
Αγάπης
Έρωτος
Μίσους
αλυσοδεμένων σε απόμερη φυκιάδα του βυθού
εναγωνίως μάχονται για ανάσα λυτρωτική
Μη διαθέτοντας βράγχια , εν τω μέσω
πρασινογάλανων καθαρών νερών
ασφυκτιούν δραματικά σε πέλαγος χώρας γνωστής ' 
μήτε ενδεδυμένα με κατάλληλας στολάς δυτών
το εναπομείναν οξυγόνο καταναλώνουν 
Ένα φιλί ' 
ένα φιλί άραγε σε χείλη πεισματικά κλειστά
θα ξεκλείδωνε τον φράκτην των οδόντων
ώστε  ελευθεριάζοντα  να  ξεχυθούν
άνω της θαλάσσης εν τω μέσω των κυμάτων ;


                                                                Levina 












7.6.13

Άγγελος Άρχων



Epic Photography by Benjamin Von Wong



Ίσως

Οι κραυγές της μνήμης  δεν σ΄ αφήνουν 
την απουσία του χρόνου να συγχωρήσεις
κι εκείνος ο  Επίμονος Άγγελος που δίπλα σου κάθεται
στρώνει αδιάφορα τα φτερά του αναμένοντας


Δεν φοβάσαι μα ούτε και νοιάζεσαι
αδιάψευστος μάρτυρας η μοναξιά σου
Με έναν σουγιά παιχνίδια θανάτου αναζητάς
τις ώρες που στα χαλάσματα οι σκιές χορεύουν


Ακροβατείς στην φλόγα των κεριών  ξανά
πικρό το γέλιο σου και το ξημέρωμα αργεί
Στον ιστό του σε τυλίγει ο φόβος ... και το αίμα 
σε μονότονο σκοπό στις σπασμένες φλέβες κυλά


Tαξιδευτής στην άγια σάρκα  έγινες
σε ιδρωμένα μονοπάτια ‘ σε καμπύλες
σε λαβύρινθους και σε βαθιές χαράδρες
Τσακίζεσαι επάνω στων τοίχων τα χαλάσματα
ανάμεσα σε ήχους πλάγιους που κραυγάζουν
για τον χρόνο που ΄ρθε και βιάζεται ‘ 


Xαράζει η μέρα
Άγγελος Άρχων παραμένει δίπλα σου με μάτια κενά
ανάγερτα έχει τα φτερά αναμένοντας
Με το λεπίδι ρωγμές ανοίγεις στον χάρτινο ουρανό σου

Αν τα καταφέρεις
Διαφυγή  θα βρεις  σε μια σχισμή της σκέψης ‘  


                                                                         Levina













1.6.13

Για Ένα Νυχτερινό Βαλς




Πολύχρωμα λαμπιόνια ανάψανε
σαν έδυσε η μέρα
τραπεζάκια στοιχήθηκαν πλάι στο κύμα,
γέλια, φωνές, τραγούδια
κι είναι πειρασμός ετούτη η άναστρη νυχτιά,
σαν προσταγή να δίνει στην ψυχή
να ξεχυθεί κι αυτή στους δρόμους .

Μα ειν ο αγέρας πνιγηρός …
κάθε γουλιά του πίκρα θανατερή
κόμπος στον λαιμό
σε μια θάλασσα από μελάσα κι ιδρώτα
χάνεται το κορμί
βυθίζεται στο χάος
και μια μεθυσμένη νύχτα
την απουσία του γιορτάζει αγκαλιά
με ένα αποχαυνωμένο μισοφέγγαρο
π αργοκυλά στην άκρια του ορίζοντα .

Τρέμει και χάνεται η φλόγα του κεριού
σε κάθε ανασαιμιά,
θάμπωσε της λάμπας το γυαλί
και μια φυσιογνωμία γνώριμη κατακερματίζεται
για να δηλώσει πως αυτό το βράδυ
και το επόμενο
στου χρόνου τις ώρες μόνο η μοναξιά
έχει γιορτή στα δωμάτια της καρδιάς …

Τα θέλω σου υφαίνεις με του ήλιου τις χρυσοκλωστές
στα υπόγεια δωμάτια κλείνεις τον αόρατο αργαλειό σου
κομποθιάζεις τους μήνες που περνούν,
τους σταθμούς της παρουσίας του μετράς και μετά
σε πνίγει πάλι η σιωπή.

Λαμπιόνια και φωνές και γέλια, τραγούδια’
Σπάσε καρδιά μου τις πόρτες του σπιτιού,
φόρα στα μαλλιά της Βασίλισσας το στέμμα
και πέτα για μια αγκαλιά, για έναν μάταιο χορό
με πόδια γυμνά
της αμμουδιάς το χρυσό χαλί ν΄ ανακατώσεις .
Είναι πειρασμός ετούτης της νύχτας το γιορτάσι


                                               Levina






Vincent Van Gogh painting







28.5.13

Ταμπέλες ....




με έχεις γεμίσει ταμπέλες παντού . . .
σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρόμο, ακόμα και 
στην ερημιά μου τις ταμπέλες σου 
που μόνο  τα  Απαγορεύεται γράφουν βλέπω …


Απαγορεύεται να πετάς ...
Απαγορεύεται να ονειρεύεσαι...
Απαγορεύεται να πλησιάζεις ...
Τελικά . . .
Να σου πω κάτι ;
Δεν με νοιάζουν οι ταμπέλες σου !

                                                              Levina







25.5.13

Όνειρό μου Ουρανέ μου





Για μια νύχτα λευκή σου μίλαγα μ΄ ολόγιομο φεγγάρι
Για μια βραδιά ζεστή π΄ αρώματα στον χάρτη μου απλώνει
Στις σκιές στριφταγκαλιάζονται  αγιόκλημα και γιασεμί   
θυμωμένο ετούτο το σμίξιμο είναι  σε μια θάλασσα ουρανό
Απλώνουν κλαριά και φύλλα μυρωμένα
αρπάζουν τα ξέπλεκα μαλλιά μαγεύουνε την νύχτα
Στα μπράτσα ‘ στον λαιμό αστραφτερό γιορντάνι
και δυο σταγόνες ουρανό για φορεσιά της έχει


Σε τόπο άγριο με βήμα γυμνό σε βράχια μαχαίρια σεργιανάει
κι είναι τα μάτια αστραπές άπονα τους γκρεμούς μετράνε
Μια λέξη που στο σύμπαν δεν χωρά ν΄ αφουγκραστεί ζητάει
Φλόγα που σβήνει η  ψυχή  την ζωή σαν  τα φλουριά σκορπάει
Βραχνή γουργουριστή απόκοσμη η  φωνή στο πουθενά ικετεύει
Χάρισμα να της δοθεί μια καρδιά που να ΄ναι  ακόμα ζωντανή
Σ΄ ένα όριο πορφυρό πεθαίνει από έρωτα τ΄ αδύναμο κορμί

Ολόγιομο θολό φεγγάρι σταλάζει  φωτιά στην πληγή
Κι ένα γέλιο ανάρμοστο σε χείλη στεγνά
Καλοδεχούμενο μαρτύριο ο πόνος ψηλαφιστά γνωρίζει
της υγρής νύχτας τις ρωγμές κι είναι εξουσιαστής
στο όνειρο ο έρωτας την ανάσα με την ανάσα σμίγει ...

Κι είναι  νωρίς ακόμα για να πεις πως ξημερώνει




                                                       Levina…..17/07/2011












17.5.13

Νοσταλγία









Δεν καταλάβαμε πως στην εξορία του χρόνου
τον καταδίκασαν
κι εκείνος γέλασε σιγανά με τούτη την απόφαση
έκρυψε το πρόσωπο στον αγκώνα για να μη φανεί το ένα
το μοναδικό του πολύτιμο δάκρυ που έσταξε στο στήθος
την ίδια ώρα που ξεσπούσε ο θρήνος έξω απ΄ τις πόρτες
Την αυλή την  πύρωνε ένας ήλιος αβάσταχτος Καλοκαιρινός
και τα πουλιά είχαν λουφάξει ανάμεσα στις φυλλωσιές
τρελαμένα από την κάψα και τις φωνές των γυναικών
Η πίκρα που κυλούσε στον λαιμό είχε την στυφή γεύση
των ώριμων φύλλων της πικροδάφνης και  τα πρόσωπα
είχαν πάρει  το γκρίζο χρώμα της στάχτης.
Άρρωστα πρόσωπα, χέρια που τρέμουν, βλέμμα κενό
τα πόδια σταθερά στις μαρμάρινες πλάκες
Περπάτησε στην θάλασσα των δακρυσμένων ματιών
ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσα σύννεφα μέσα στο κορμί του
Κι έπειτα μας χώρισε η μέρα  που έγερνε στο χώμα
οι μήνες στέγνωσαν τα βλέφαρά μας κι απέμεινε
η ηχώ της απουσίας να εξιστορεί την μέρα της αναχώρησης
Μοναδικό σημάδι νοσταλγίας τα λουλούδια
που αγκάλιασε με το βλέμμα του λίγο πριν πέσει το σκοτάδι




                                                                                      Levina











14.5.13

Άλικο της Βροχής









Τόσο πολύ συνηθισμένο
να περπατάς στο βρεγμένο χώμα
και να μετράς τα ρυάκια
που έσκαψαν στης γης τα σπλάγχνα
οι καταιγίδες του Χειμώνα
Άραγε τα όνειρα που σαν ζακέτα
ανάρριχτα στους ώμους σου φοράς
σε προστατεύουν απ ΄ το κρύο ;
κι εκεί στην δεξιά τσέπη θυμήθηκες
να βάλεις το μισό κοχύλι
που βρήκες το περασμένο Καλοκαίρι ;
Τον χρόνο κουβαλάς  μαζί σου
κι αυτό το τριαντάφυλλο που του
μαδάς  τα φύλλα …ένα κι άλλο ένα …
στο χώμα  άλικα σημάδια σπέρνεις
του γυρισμού τον δρόμο για να βρεις
Με βλέμμα κενό  το άγνωστο επιλέγεις ‘
θα σε συνθλίψει αυτή η επιλογή
μα ακόμα δεν το ξέρεις
Γεμίζεις την γη σου με σκουπίδια
Σκουπίδια τα  άλικα σημάδια σου
Μετρημένα τα βήματα που
της ζωής σου τον κύκλο κλείνουν ‘
αυτόν που αέναο τον νόμιζες πως ήταν.




                                              Levina





Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...