8.3.13

Κρυστάλλινη Κούκλα








Κοίταξε με απορία την καύτρα που του έκαιγε τα δάχτυλα,
ούτε που το είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα, καθόταν στη άκρη στο παρτέρι, να μην λιώσει
τα γεράνια που άνθιζαν δίπλα του και κοιτούσε αφηρημένος τα σύννεφα που μαζεύονταν ψηλά
στον ουρανό.
Νύχτωνε.
Ακόμα κανένα νέο, τόσες ώρες και δεν είχε βγει κανένας  να τον ειδοποιήσει και κάθε φορά που προσπαθούσε να ρωτήσει κάποιον δεν ήξεραν να του πουν.
Δάκρυα του ερχόταν στα μάτια αλλά τα πίεζε να ξανακατέβουν στον δρόμο που πήραν για να
ανέβουν, δεν το είχε σκοπό να κλάψει, ότι και αν ερχόταν στον δρόμο τους αυτός ήταν δυνατός,
τώρα θα ήταν δυνατός και για τους δυο τους.
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε πάλι μέσα, στην αίθουσα αναμονής, βαμμένη με την γκρίζα
λαδομπογιά και πορτοκαλιές λεπτομέρειες, τάχα πως αυτό ήταν μια χαρούμενη πινελιά μέσα στον θλιβερό χώρο. Ποιος στο καλό το σκέφτηκε να βάψει αυτόν τον τεράστιο χώρο με τα σιδερένια καθίσματα και τις γκρίζες περσίδες στα παράθυρα που κρατούσαν μακριά τον έξω κόσμο  με αυτά
τα θλιβερά χρώματα?
Περίμενε , που την βρήκε τόση υπομονή να περιμένει χωρίς να μιλάει τόσες ώρες, αυτός που με το παραμικρό τα νεύρα του χτυπούσαν κόκκινο?
Εκείνη ήταν μέσα, τόσο μακριά του και τόσο πολύ κοντά του, για Εκείνη περίμενε κι Εκείνη ούτε στον γάμο τους δεν τον είχε αφήσει να την περιμένει! Είχε φτάσει στην ώρα της και ας της έλεγαν
οι φίλες της να φέρουν ακόμα μια γύρα το τετράγωνο κορνάροντας για να αφήσουν τον γαμπρό στην αγωνία ! Εκείνη  έτρεξε κοντά του , γελαστή, ευτυχισμένη, τρελά ερωτευμένη, ανυπόμονη να γίνει ένα με αυτόν.
Και τώρα για πρώτη φορά τον άφηνε να περιμένει.
Ο γιατρός φορούσε ακόμα το κάλυμμα των μαλλιών και τα πλαστικά  προστατευτικά στα παπούτσια του, που έκαναν έναν περίεργο θόρυβο καθώς τον πλησίαζε με σοβαρό ύφος κι ο ιδρώτας είχε σχηματίσει μεγάλες κηλίδες στην σκούρα πράσινη στολή του.
Του μιλούσε , αργά, ήρεμα , έπρεπε να συγκεντρωθεί να καταλάβει, τι στο καλό του έλεγε? Δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο να ήταν εκείνη ζωντανή.
Ναι ήταν ζωντανή αλλά….
Έπρεπε να γίνει , ήταν απαραίτητο για την ζωή της, στις επόμενες ώρες θα συνερχόταν, θα τον είχε ανάγκη , να νοιώσει την αγάπη του, την αγκαλιά του, να της εξηγήσουν.
Ο όγκος δεν άφηνε περιθώρια, δεν ήταν προγραμματισμένο αυτό αλλά έπρεπε να γίνει. Όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο και δεν υπήρχαν περιθώρια χρόνου για να επανέλθουν σύντομα με μια νέα εγχείρηση.
Χιλιάδες εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια του, στιγμές…
Γελούσε, του έκλεινε πονηρά το μάτι, του έβγαζε την γλώσσα, έκλαιγε για μια χαζοταινία, του
έκλεβε τις τηγανιτές πατάτες, του έκανε έρωτα, τον αγκάλιαζε στην μέση του δρόμου, του πέταγε
το μαξιλάρι θυμωμένη, έτριζε τα δόντια της στον ύπνο της, οι πατούσες της ήταν κρύες τον χειμώνα.
Πως θα της το έλεγε?
Αγάπη μου σου αφαιρέσαμε κάτι…σου λείπει κάτι…έπρεπε να βγάλουμε αυτό για να ζήσεις…στο κόψαμε για να … πως στο καλό να το πει?
Θα ξανάβλεπε το χαμόγελό της? Θα ξαναχαμογελούσε μετά από αυτό?
Ζωή μου !


Ήταν τόσο χλωμή, το δέρμα της είχε μια αρρωστημένη απόχρωση του κίτρινου, τόσο εύθραυστη, τόσο διάφανη, έβλεπε τις μικρές φλέβες που κυκλοφορούσε το αίμα της κάτω από την διάφανη επιδερμίδα της.
Ίσα που ανάσαινε και τόσα σωληνάκια συνδεδεμένα στο μικροσκοπικό σώμα της. Είχε συνέλθει πια από την νάρκωση, όλη την νύχτα την πέρασε στο πλάι της να της κρατά το μικρό χέρι και να παρακολουθεί την κάθε της ανάσα, να βλέπει τα βλέφαρά της να πεταρίζουν από κάποιο όνειρο, κάποια στιγμή του φάνηκε πως είδε και ένα αμυδρό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της που
χάθηκε πολύ γρήγορα, σαν να μην υπήρξε.
Όλη νύχτα με το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της, όλη νύχτα να τάζει την ζωή του για την ζωή της, σε έναν αόρατο Θεό να ικετεύει να την αφήσει εκείνη στην γη με όποιο αντάλλαγμα του ζητούσε,
ζωή , μάτια, χέρια, ψυχή…τα πάντα τα έδινε ότι είχε.
Το χέρι της πετάρισε μέσα στο δικό του, δυο τεράστια σκούρα μάτια με θολωμένο βλέμμα  τον κοίταξαν.
Το λευκό χέρι σηκώθηκε και άγγιξε απαλά το πρόσωπό του.
  - Είσαι αξύριστος, κουράστηκες αγάπη μου.
Κι αυτή η φωνή της τόσο σιγανή σαν ψίθυρος.
  - Ζωή  μου…
Κοιτάχτηκαν, εκείνος έπρεπε να μιλήσει, εκείνη έπρεπε να μάθει. Το διάβασε στα μάτια του.
Το χέρι της  έψαξε πάνω από το σκέπασμα το κορμί, σταμάτησε στο στήθος, άγγιξε απαλά εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει…
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.
Εκείνη κατάλαβε.
Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, δεν μπορούσε πια να τα σταματήσει, αυτό που είχε καταφέρει όταν ήταν μακριά της , δεν το κατάφερνε τώρα που έπρεπε.
Τον κοιτούσε.
-         Ζωή μου…κούκλα μου
-         Σπασμένη κούκλα πια αγάπη μου, τι να την κάνεις?
Πόσος πόνος  στο ψιθύρισμα της.
-         Θα την έχω πάντα κοντά μου ζωή μου, πάντα όσο ζω, αυτή την κούκλα που είναι από κρύσταλλο θα την έχω δίπλα μου και ας είναι σπασμένη, χάνει την αξία της για ένα τόσο δα σπασιματάκι?
Τον έκαιγαν τα δικά της δάκρυα που κυλούσαν στο μαξιλάρι της.
Της τα σκούπισε με την άκρη του μανικιού του.
-         Σπασιματάκι ?
-         Σπασιματάκι ζωή μου, όλες οι άλλες θα είναι ολόκληρες, μα η δική μου κουκλίτσα  θα είναι ξεχωριστή, θα είναι η μοναδική , θα την θαυμάζουν για την ομορφιά της και θα λένε…άρε τον τυχερό, τόσο σπάνια κούκλα που την κονόμησε ο μούργος?
Γέλιο ήταν αυτό που βγήκε από μέσα της?
Γέλιο ήταν , το είδε στα μάτια της.
-         Σταμάτα να με σκουπίζεις, λερώνεις το μανίκι σου.
Γέλιο και στον ψίθυρο.
-         Σταμάτα να κλαις κουκλίτσα μου γιατί θα σου σκουπίσω και την μυτούλα και τότε σίγουρα θα λερώσεις το μανίκι μου!!
Έγειρε το κεφάλι του πλάι στο δικό της  στο μαξιλάρι , τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, το χέρι του άραξε στο γνώριμο μέρος του, την απαλή κοιλιά της και απόμεινε εκεί δίπλα της να της ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί ,να της μιλά για μια καινούργια ζωή , να της δίνει τα όνειρα του.





                                                                                                                                      Levina



υγ. Αφιερωμένο στην γιορτή της Γυναίκας.






4.3.13

Νυχτερινός Ερωτικός






Για μια στιγμή ακροβάτησε του ηλιάτορα η άκρια
στην ζώνη του ορίζοντα κι ευθύς μετά
ανάμεσα στων αστεριών τον δρόμο εχάθη

Εκείνες τις ώρες το χέρι μου έσμιξε με το δικό σου χέρι
σε μια εποχή που οι μυγδαλιές στο μεσονύχτι ανθίζουν
μέσα σε μια μυσταγωγία αρωμάτων μεθυστική

Κανέλα και γαρύφαλλο στην φλόγα να χορεύουν
κι η μοίρα που κυβερνά την μοναξιά στ΄ ασήμι
το ξεχασμένο είδωλο νοσταλγικά της δείχνει
Μια διαβατάρικη ζωή που σαν χάρτινο αερόστατο πεθαίνει
μες σ΄ ένα θρύψαλο ουρανό ΄ μες στον αποσπερίτη εκεί
γαντζώνεται στα σύγνεφα , στ΄ άστρα φιλί γυρεύει

Κι απέμεινε η ψυχή γυμνή  στ΄ απέραντο του σκότους
και  τ΄ ακροδάχτυλα απελπισμένα σάρκα  γυρεύουν
για λίγο μόνο να πιαστούν προτού αναχαράξει

Μα εκεί κοντά στο χάραμα δίπλα στ΄ ακροθαλάσσι
Το σώμα μου βράχος γίνεται ‘ το σώμα σου το κύμα
κι αλισάχνη ο έρωτας πέρα από το γαλάζιο

                                                               Levina









2.3.13

Αισθήσεις




Πεινασμένες οι αισθήσεις
να εξουσιάσουν’ να εξουσιαστούν
σκλάβες ενός αφέντη δύστροπου’
την γύμνια τους παζαρεύουν για να ντύσουν
με ένδυμα λόγων υφασμένων στο μετάξι
κουρνιάζουν αναμένοντας στις σκιές
το νεύμα της παραδοχής
Και η πορεία της διαδρομής σου
έχει πλέον οριστικά  αλλάξει.


                                                                Levina


Painting : Mark Eliot Lovett








28.2.13

Σκονισμένα Ναι... Ξεχασμένα Όχι !


Αγαπημένα παλιά αντικείμενα

Μια ιδέα της  Ρένας για τα τόσο όμορφα παλιά αντικείμενα κάποιας άλλης εποχής που δεν έχουν χάσει την λάμψη τους κι η ιστορία τους θα τα ακολουθεί
για πολλά χρόνια ακόμα_





Η Mercedes που γουργουρίζει


Θυμάμαι την μάνα μου σκυμμένη επάνω από την ραπτομηχανή , δίπλα το απαραίτητο μαξιλαράκι με τις καρφίτσες , άσε που τις περισσότερες τις κρατούσε στο στόμα της και τότε έβρισκα κι εγώ ευκαιρία να την ρωτάω διάφορα κι αυτή να μουγκανίζει με νεύρα γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει μη καταπιεί τις καρφίτσες της.

Πόσο σικάτη αυτή η μηχανή κι ενώ  όλα μπορούσα να τα ακουμπήσω μέσα στο σπίτι,
την ραπτομηχανή της μαμάς μου  όμως ποτέ κι αυτή να στέκεται εκεί κρυμμένη μέσα
στο έπιπλό της με τα χρυσαφένια στολίδια ζωγραφισμένα στο μαύρο καμπουριασμένο της
κορμί και μου φαινόταν πως ήταν μια γάτα που παραφύλαγε να με κατασπαράξει αν την άγγιζα. Κάθε φορά που άνοιγε το πορτάκι την έβλεπα μέσα στην φωλιά της, τυλιγμένη
με ένα βελούδινο  κάλυμμα σε βαθύ μπορντωκόκκινο χρώμα για να μη την γρατζουνάνε
τα τοιχώματα και με αργές τρυφερές κινήσεις την ξετύλιγε και την σήκωνε απαλά για
να την στήσει στα ‘πόδια’ της ενώ με κοιτούσε με την υποψία στο βλέμμα και με ρωτούσε
– Μήπως πείραξες τίποτα ; Δεν το είχα κατεβασμένο το ποδαράκι ! – τι να της
απαντούσα ; Πως ναι την είχα αγγίξει λίγο με το δάχτυλο και τρόμαξα όταν αυτή μου
έτριξε τα δόντια της κι έβαλα την τρεχάλα για το άλλο δωμάτιο ; Τότε η μάνα μου με
αγριοκοίταζε σαν να μου έλεγε – κακομοίρα μου πρόσεχε το καλό που σου θέλω -, άνοιγε
το κουτί της ραπτικής, έπιανε την κλωστή , την τοποθετούσε στην σωστή θέση, σάλιωνε
την ακρούλα και την περνούσε από το μάτι της βελόνας και μετά έβαζε το τρυπωμένο
ύφασμα και η γάτα άρχιζε να γουργουρίζει ευχαριστημένη και να βγάζει γαζιά από το
στόμα της.



Όταν μεγάλωσα κι έφυγα από το πατρικό μου, απέκτησα την πρώτη μου ηλεκτρική ραπτομηχανή και μετά απέκτησα άλλο μοντέλο πολύ καλύτερο που το έχω ακόμα και τώρα. Όμως τίποτα μέσα μου δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει την αγάπη μου γι αυτή την μικρή κομψή ραπτομηχανή που τώρα είναι δικιά μου και την κάνω εγώ να γουργουρίζει κάτω από τα δικά μου χέρια.



Gans N'  Roses


Είναι ένα Ένφιλντ του 1944 με τον γεμιστήρα να εξέχει στο κάτω μέρος και χαρακτηριστικό διχαλωτό σκόπευτρο και κινητό ουραίο, με την ξιφολόγχη του που μοιάζει σαν σουβλί για να ψήσεις κοκορετσάκι (λέμε τώρα και καμιά βλακειούλα) και με απόσταση βολής άνω των 300 μέτρων.

Αυτό το όμορφο όπλο ήταν μέσα στην υγρασία κρυμμένο σε κάποιο ράφι της αποθήκης κι έπρεπε
να λυθεί, να καθαριστεί ξεχωριστά το κάθε μέρος, να γυαλοχαρτίσω ( δεν θέλω χαχαχουχα εγώ το έκανα) τα ξύλινα μέρη και μετά να περαστεί με λινέλαιο για να πάρει ζωή το χρώμα του ξύλου.

Κατά το μοντάρισμα υπήρξε ένα προβληματάκι … κάτι που δεν κουνιόταν τώρα φέρνει ανεξέλεγκτες γύρες γύρω από την βίδα του και μια βίδα περίσσεψε! Οπότε θα αποφανθεί ο ειδικός της οικίας αν το ξανάφτιαξα όπλο ή το έκανα … μουσακά !
Το περίεργο είναι πως σε κάθε φωτογραφία ένα τριαντάφυλλο έμπαινε σαν φόντο στο όπλο… την βρήκα σαν συμβολισμό αυτή την αντίθεση του όπλου που σκοτώνει αγκαλιά με το κόκκινο ρόδο  και κράτησα αυτές τις φωτογραφίες τελικά.




ΥΓ.
Και τέλος για να μη μπουν και πονηρές ιδεούλες στα μυαλουδάκια μας … το όπλο είναι δηλωμένο κι έχει αδειούλα και χαρτάκι με σφραγιδούλα από το ΑΤ της περιοχής !!


                                                                                                         Levina




27.2.13

Σύγκλιση Ονείρων



Μια θάλασσα σιωπές σπάει τα πρωινά μου
κύματα θρυψαλίζουνε τα θέλω της φωνής σου
ψίθυροι ανεμίζουνε ολόγυρα σαν χάρτινα πουλιά
κι ερωτηματικά ‘ τι κάνεις’  πως περνάς’
τι σκέφτηκες’ τι είδες ‘ κι αν πρόλαβες
στα μακρινά της φαντασίας σου ταξίδια
να πιαστείς απ΄τ΄ άνεμου τα ξέφτια
και μιας του ήλιου μικρής αναλαμπής
Μόνη σε θυμάμαι σε μια σκοτεινή αμμουδιά
στις άκριες των αφρών ν΄ αφήνεις το κορμί σου
στην σκιά  ενός μισοθαμμένου βράχου
στον μικρό κόλπο του νησιού ‘ κόρη του Νηρέα
δίχτυα και ξάρτια ανάκατα στις κόρες των ματιών σου 
κι εγώ Γαλήνη σ΄ ονομάτισα απ' τα κύματα που ημέρευαν
σαν έφταναν στις γάμπες των ποδιών σου
Κι αυτή η γκρίζα πόλη η μελαγχολική
που δένει την αγχόνη στον λαιμό μου
πνίγει τους δρόμους μου’ τα θέλω’ τα γιατί μου
ενός χεριού ακρωτηριασμένου η αρπαγή  
σ΄ ανεξιχνίαστο  ουρανό με ρίχνει

Εξομολογούμαι σε αυτόν για όσα πια με πνίγουν
Ανυπόφορη γίνεται  η σιωπή '   κατακερματισμένη
από ήχους θανάτου που καρτέρι στην ζωή μου στήνουν



                                                                                                      Levina






26.2.13

Ένα καλάθι Ψέματα







Στάθηκε ακίνητη με το ακουστικό στο χέρι, ένοιωθε πως ήδη είχε ξεπεράσει τα όρια,
όμως και πάλι… ήταν για την αδελφή της. Μαζί ήταν σε όλους αυτούς τους δύσκολους
μήνες, η μια στήριγμα της άλλης, δυο χαμόγελα, δυο δάκρυα, δυο χαρές χωρίς να
μοιράζονται στα δυο και ήταν τόση η μελαγχολία της μιας που η άλλη ότι και να της
ζητούσε εκείνη θα το έκανε.

Ήξερε πόσο τον αγαπούσε, όλους αυτούς τους μήνες την στήριζε στην αγάπη της, της
έδινε θάρρος, σαν λύκαινα γρύλιζε σε όποιον τους πλησίαζε για να τους βλέπει να
χαμογελούν ερωτευμένοι, ευτυχισμένοι, δοσμένοι ο ένας στον άλλο κι όταν κάποια στιγμή
ανακάλυψε πως της είπε το πρώτο ψέμα, το παρέβλεψε για να μη στενοχωρήσει την αδελφή της.

Κι ύστερα ήρθε το Καλοκαίρι , η ελπίδα πως θα τους έβλεπε μαζί, έβλεπε την αδελφή της
να τιτιβίζει με προσμονή πως επιτέλους θα πήγαινε κοντά στον αγαπημένο της, έτοιμο το
εισιτήριο, η βαλίτσα γεμάτη με όνειρα, η προσμονή και μετά η απότομη προσγείωση. Ένα
ταξίδι που δεν έγινε ποτέ, ένας έρωτας που δεν εκπληρώθηκε και η απογοήτευση να
λυγίζει την μια τους και η άλλη με απόγνωση να μη βρίσκει λόγια να σβήσει τα δάκρυα.
Είχαν το δικαίωμα να μάθουν το γιατί. Αυτά τα ατελείωτα γιατί που σκοτεινιάζουν το
μυαλό και βυθίζουν την καρδιά στα πιο βαθιά καζάνια της κόλασης.

Αποφασιστικά αυτή την φορά πήρε τον αριθμό. Μια ερώτηση θα έκανε, της το είχε ζητήσει
η ίδια της η αδελφή, έπρεπε να βρει και να της δώσει μια απάντηση, να την λυτρώσει από
τα ερωτηματικά της.
Ακόμα και σε αυτό μπήκε η ίδια μπροστά, έτσι είναι οι αδελφές, η ίδια θα έδινε
απαντήσεις στα ερωτηματικά της αδελφής της, θα την έστηνε και πάλι στα πόδια της.
Μαζί τα συζητούσαν, μαζί τα αποφάσιζαν, μαζί έψαχναν, μόνο που η άλλη έβρισκε
προφάσεις για να κρύβεται πίσω από την πλάτη της αδελφής της κι αυτή την έκρυβε
πρόθυμα γιατί … ήταν η αδελφή της.

Την αρνήθηκε σε λιγότερο χρόνο από όσο ο μαθητής τον Δάσκαλό του.

Όταν εκείνος της την κατηγόρησε εκείνη την αρνήθηκε, όταν εκείνος έβγαλε τα λάθος
συμπεράσματά του εκείνη δεν είπε την αλήθεια, όταν εκείνος της απαγόρευσε να μιλά στην
αδελφή της εκείνη πάλι δεν είπε αλήθεια κι όταν φοβήθηκε πως θα τον χάσει , είπε ένα
ακόμα ψέμα …  στην αδελφή της.

Ένα μεγάλο καλάθι ψέματα γέμισε, το κρατούσε μαζί της σαν έφτασε στην άκρη της λίμνης,
το είχε δεμένο σαν βρόγχο στον λαιμό της.
Πόσα ψέματα !!

Τελετουργικά έλυσε το σκοινί , σήκωσε ψηλά το βαρύ καλάθι και το πέταξε με όλη της την
δύναμη στα νερά . Ένας παφλασμός ακούστηκε μόνο και το βαρύ φορτίο χάθηκε από τα μάτια της .
- Άμε στο καλό σου … μουρμούρισε.

Ο Χειμωνιάτικος ήλιος που βγήκε καθρεφτίστηκε αυτάρεσκα επάνω στα νερά, ακούμπησε
γύρω στα δέντρα, στα βουνά, την αγκάλιασε και την βοήθησε να βρει τον δρόμο να γυρίσει
σπίτι της , ελεύθερη.
Δεν υπήρξε ποτέ αδελφή, ούτε καν φίλη.


                                           Levina




24.2.13

Η Πρώτη Μητέρα

Γυναικείες Στάχτες
Ιστορία 3η







Τύλιξε σφιχτά το λιπόσαρκο κορμί της μέσα στις ζεστές γούνες, είχε
ξυπνήσει πια και δεν θα μπορούσε να ξανακοιμηθεί, στην ηλικία της
εξ άλλου δεν χρειαζόταν και πολύ ύπνο.
Ήτανε πια η πιο ηλικιωμένη ανάμεσα στις άλλες γυναίκες της φυλής
κι αν ήξερε να μετράει θα έβρισκε πως συμπλήρωνε κοντά σαρανταδύο χρόνια ζωής, όμως δεν γνώριζε από αριθμούς, ήταν ταμπού να προφέρουν
τα μέλη της φυλής τα ονόματα που υπήρχαν για τους αριθμούς.
Αυτά τα έλεγαν μόνο οι άντρες σαμάνοι όταν εκτελούσαν τις τελετουργίες τους. Εκείνη ήταν μια απλή θεραπεύτρια, την είχε διδάξει η μητέρα της
κι εκείνη είχε δώσει τις γνώσεις της στην κόρη της κι εκείνη πάλι όταν
θα ερχόταν η ώρα θα τις έδινε στην δική της κόρη που ήταν μόνο έξη
χρονών κι όμως γνώριζε ήδη να δένει ένα σπασμένο χέρι ή να ράβει
μια πληγή με αποξηραμένα έντερα ζώων.
Η τελευταία ηλικιωμένη Μητέρα έφυγε λίγες ημέρες πιο πριν κι ήταν
η μητέρα του Αρχηγού της φυλής. Είχε αφήσει πίσω τα σκεύη που χρησιμοποιούσε σε όλη της την ζωή, είχε πάρει μόνο το φυλακτό της
που ήταν κρεμασμένο στον λαιμό της μέσα σε ένα σακουλάκι φτιαγμένο
από το δέρμα λευκής αλεπούς του χιονιού για να οδηγήσει η δύναμή του
το πνεύμα της σωστά στον δρόμο των πεθαμένων και να μη χαθεί να τριγυρνάει ανάμεσα στους ζωντανούς, είχε φορέσει την χοντρή κάπα της
και χάθηκε ανάμεσα στην χιονοθύελλα που είχε εκείνες τις μέρες.
Κανένας δεν στράφηκε να την κοιτάξει γιατί ήταν ταμπού να κοιτάς μια Μητέρα που είχε περάσει ήδη στον κόσμο των πεθαμένων, μπορεί να
σου έπαιρνε την ψυχή μαζί της για συντροφιά. Είχε χάσει από καιρό
τα δόντια της και δεν μπορούσε να φάει , οι πόνοι στα κόκαλα της ήταν αφόρητοι κι όσο κι αν την πότιζαν με θεραπευτικά βότανα είχε φτάσει
η ώρα να φύγει ανάμεσα από τους ζωντανούς.
Δυο μέρες αργότερα οι κυνηγοί βρήκαν την κάπα της και την προσπέρασαν δίχως να την αγγίξουν. Οι Λίγκες που υπήρχαν άφθονοι στην περιοχή τους
θα είχαν κατασπαράξει το σώμα της ηλικιωμένης Μητέρας. Έτσι ήταν ο κύκλος της ζωής. Οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα ζώα για το κρέας και τις
γούνες τους και όταν γερνούσαν πρόσφεραν το πνεύμα και το σώμα τους
σε αυτά για να τα ευχαριστήσουν που τους κρατούσαν ζωντανούς για
όσο το ήθελε η Μεγάλη Μητέρα Γη.
'' Πρέπει κι εγώ να φύγω '' σκέφτηκε η ηλικιωμένη Μητέρα με κάποια θλίψη. Είχε περάσει μια καλή ζωή πλάι στον σύντροφο που είχε διαλέξει γι αυτήν όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι η Μητέρα της κι εκείνος ήταν καλός κυνηγός,
δεν άφησε ποτέ την ίδια και τα παιδιά της να πεινάσουν κι όταν έφτασε
η ώρα να φύγει για το Μεγάλο Ταξίδι του στον κόσμο των πεθαμένων
υπήρχε ο άντρας της κόρης της για να προσέχει την εστία τους .
Πάντα την πρόσεχαν γιατί ήταν μια καλή θεραπεύτρια και είχε ανώτερη
θέση ανάμεσα στις άλλες εστίες της σπηλιάς. Ο άντρας της κόρης της ,
της έδινε πάντα τα πιο μαλακά κομμάτια από το κρέας που έφερνε και
η κόρη της ήταν μια καλή και ήσυχη γυναίκα που σεβόταν την Μητέρα της, όμως τα χρόνια είχαν περάσει. Δεν το είχε προγραμματίσει γι αυτό το
πρωινό αλλά κάτι της έλεγε πως έπρεπε να βγει από την σπηλιά, να ακολουθήσει το πεπρωμένο της.
Άναψε με το κάρβουνο την εστία και φύσηξε τις φλόγες να φουντώσουν.
Η κόρη της έκανε να σηκωθεί από τις δικές της γούνες να την βοηθήσει
όμως η ηλικιωμένη της έκανε νόημα να καθίσει στην θέση της. Θα έφτιαχνε πρώτα ένα αφέψημα να πιει και αν ακόμα είχε μέσα της την επιθυμία της φυγής θα έφευγε.
Μόλις ζεστάθηκαν οι πέτρες του μαγειρέματος τις έριξε μέσα στο δερμάτινο δοχείο με το νερό κι εκείνες μετέδωσαν σε αυτό την ζεστασιά τους. Έβγαλε τα αποξηραμένα βότανα που είχε στο σακούλι της και έριξε μια πρέζα
στο νερό. Αυτή η ανησυχία μέσα της όμως, δεν έλεγε να καταλαγιάσει,
το αντίθετο , όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Σηκώθηκε και φόρεσε το παντελόνι και το πουκάμισο από επεξεργασμένο δέρμα Λύκου και στολισμένο με δόντια και κόκαλα από μικρά τρωκτικά που
σε κάθε της κίνηση έκαναν έναν ρυθμικό θόρυβο.
Ήταν η τελετουργική στολή της και την φορούσε σπάνια.
Έχωσε τα αδύνατα πόδια της μέσα στις χοντρές μπότες από δέρμα
βονάσου και τυλίχτηκε στην γούνινη κάπα της. Τόση ώρα είχαν ξυπνήσει
κι οι άλλοι από τις γύρω φωτιές και την παρακολουθούσαν αμίλητοι, διακριτικά γιατί ήταν άπρεπο να κοιτάς τι κάνουν οι άλλοι δίπλα σου .
Όταν άφησε το σακούλι με τα γιατρικά της δίπλα στο στρώμα της
κόρης της, κατάλαβαν επιτέλους τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Η ηλικιωμένη Μητέρα, Πρώτη Θεραπεύτρια της φυλής Θα πήγαινε
στον κόσμο των Πεθαμένων.
Κανένας δεν την αποχαιρέτησε, κανένας δεν την κοίταξε σαν στάθηκε
για λίγο στην είσοδο της σπηλιάς κι ανασήκωσε το βαρύ τομάρι που
κρατούσε έξω το χιόνι και τον παγωμένο αέρα.
Χωρίς να διστάσει δρασκέλησε την είσοδο και χάθηκε ανάμεσα στο
χιόνι που έπεφτε απαλά, αθόρυβα, αδιάκοπα εδώ και μέρες.

Περπατούσε με δυσκολία χωρίς να βλέπει προς τα πού βάδιζε και
περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα ακούσει κάποιο σαρκοβόρο να βρυχάται και να την οδηγεί στον κόσμο των πνευμάτων. Όμως τίποτα
τέτοιο δεν συνέβη και κάποια στιγμή κουρασμένη από το περπάτημα
κάθισε κάτω από ένα ψηλό δέντρο κι ακούμπησε αποκαμωμένη στον
κορμό του. Δεν είχε σκοπό να ξανασηκωθεί από εκεί.
Μια αστραπή πέρασε εμπρός από τα μάτια της. Ένας πονοκέφαλος σαν αυτούς που πάθαινε συχνά όταν ήταν πιο μικρή και έβλεπε περίεργες
εικόνες. Έτσι και τώρα είδε κάτι περίεργο, πως πίσω της άφησε τον
κόσμο των πεθαμένων κι όχι των ζωντανών. Η σπηλιά της είχε γίνει
ο κόσμος των πνευμάτων.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε.
'' Μάλλον έχω πεθάνει τώρα πια, σκέφτηκε, βλέπω όνειρα '' όμως δεν ήταν νεκρή, ένοιωθε το κρύο, μύριζε τον αέρα γύρω της, άκουγε τα θροΐσματα
των κλαριών και το χιόνι είχε ξαφνικά σταματήσει να πέφτει.
Ο Θεός Ήλιος εμφανίστηκε ανάμεσα από τα σύννεφα κι η ηλικιωμένη Μητέρα κατάλαβε πως ήταν ζωντανή και θα παρέμενε ζωντανή.
Όλη της η ανησυχία είχε να κάνει με την φυλή της, με την σπηλιά!
'' Εκείνοι θα πεθάνουν! Όχι εγώ ''
Σηκώθηκε με κόπο και πήρε τον δρόμο του γυρισμού όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να προλάβει. Έπρεπε να τραβήξει από τον κόσμο των πεθαμένων την φυλή της. Βρήκε ένα ξύλο και στηρίχτηκε για να ανοίξει
δρόμο στο χιόνι.
Μερικοί κυνηγοί που είχαν βγει έξω την είδαν να επιστρέφει και της
γύρισαν την πλάτη, ήταν ένα κακό πνεύμα χάθηκε στην γη και ήθελε
να τους πάρει την ψυχή, ήταν ταμπού να το κοιτάνε.
Η ηλικιωμένη Μητέρα τους αγνόησε , τους προσπέρασε και στάθηκε
στην είσοδο της σπηλιάς , ενώ όσοι την είδαν ,τρομαγμένοι μαζεύτηκαν μακριά της. Έβαλε όλη την δύναμη της φωνής της για να τους πει πως
πρέπει γρήγορα να βγουν όλοι από τις εστίες τους να τρέξουν μακριά
από την σπηλιά .
Κανένας δεν της έδινε σημασία, ήταν ταμπού να απευθύνεις τον λόγο
σε μια πεθαμένη!
Ο Αρχηγός όμως σκέφτηκε πως αυτή είναι η Πρώτη Θεραπεύτρια,
μπορούσε λοιπόν να νικήσει τα πνεύματα και να γυρίσει από τον
κόσμο τους! Αλλιώς θα την είχαν ήδη κατασπαράξει τα σαρκοβόρα
της περιοχής τους. Διστακτικά πλησίασε προς το μέρος της και τότε
εκείνη φώναξε
'' Βιαστείτε '' και χτύπησε το ξύλο που κρατούσε στο χώμα της σπηλιάς..
Για ένα καπρίτσιο της τύχης ένα βουητό ακούστηκε να βγαίνει από τα σπλάχνα της γης και όλοι σχεδόν άρπαξαν ότι μπορούσαν στα χέρια τους,
ότι προλάβαιναν και έτρεξαν να βγουν από την σπηλιά.
Ο Αρχηγός τους φώναζε να βιαστούν αφού η δύναμη της Πρώτης Θεραπεύτριας ήταν τόση μεγάλη που έκανε την γη να μουγκρίζει.
Μερικοί γύρισαν και πήραν σκεύη, σκεπάσματα, η κόρη της γονάτισε
και της πρόσφερε και πάλι το σακούλι με τα γιατρικά της και δυο κυνηγοί
με τις οικογένειες τους αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους άλλους
και παρέμειναν στην ζεστασιά της σπηλιάς.
Η ηλικιωμένη Μητέρα γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε αποφασιστικά από το πλάτωμα της σπηλιάς με τον Αρχηγό και τους
κυνηγούς να την ακολουθούν και πιο πίσω οι γυναίκες και τα παιδιά.
Θα ήταν κοντά σαράντα ψυχές όλοι μαζί.
Το βουητό ακούστηκε ξανά κι αυτή την φορά ήταν πολύ πιο δυνατό και
τότε η γη άρχισε να χορεύει κάτω από τα πόδια τους.
Βράχια ξεκολλούσαν από το βουνό και κυλούσαν επάνω στο χιόνι όμως
ήταν αρκετά μακριά πια για να τους κάνουν κακό και τότε με ένα δυνατό
κρότο η σπηλιά που τους είχε φιλοξενήσει για τόσα πολλά χρόνια πού
ούτε οι πιο παλιές γενιές δεν θυμόταν από πότε , κατέρρευσε παρασέρνοντας στον κόσμο των πεθαμένων εκείνους που είχαν αρνηθεί
να φύγουν..
Η Πρώτη Θεραπεύτρια είχε σώσει τις ζωές των ανθρώπων της φυλής της.
Είχαν μείνει χωρίς καταφύγιο πια, έπρεπε να ψάξουν να βρουν άλλη
σπηλιά να στήσουν τις εστίες τους. Ο Αρχηγός έδωσε το σύνθημα να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση.
Ο κυνηγός άντρας της κόρης της γονάτισε, την πήρε στους ώμους του με σεβασμό και ξεκίνησαν για το μακρινό ταξίδι τους προς τα πιο ζεστά
μέρη του Νότου.
Στον δρόμο θα κυνηγούσαν για να τραφούν και η ηλικιωμένη Μητέρα
θα τους τραγουδούσε τους ύμνους που είχε μάθει από την δική της μητέρα και τα λόγια της θα μιλούσαν για την Πρώτη Μητέρα την γη που έσμιξε
με τον Θεό Ήλιο και από την μήτρα της ξεπήδησαν τα ζώα και τα ποτάμια ,
τα φυτά και τα δέντρα και μετά γέννησε τον Πρώτο Άντρα και την Πρώτη Γυναίκα που έσμιξαν και πρόσφεραν στην Μητέρα Γη το γένος των ανθρώπων.


                                                                                                                Levina




photo_DarylHannah-ClanoftheCaveBear


Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...