25.10.12

Κάθε τέλος .... μια αρχή







Είναι η τελευταία νύχτα που περνάμε στο θλιβερό διαμερισματάκι μας της οδού Ιθάκης.
Ενάμιση δωμάτιο, αν το μισό που είναι το χολ πιάνεται και αυτό στα δωμάτια, μπάνιο ενάμιση επί ενάμιση με μισή μπανιέρα και μια υποτυπώδης κουζίνα που δεν έπαιρνε
ούτε ένα ψυγείο κανονικού μεγέθους………. και αυτό μισό ήταν.
Όλη μου η ζωή γεμάτη από μισά πράγματα, μισές σχέσεις, μισή αγάπη, μισό διαμέρισμα, μισές σκέψεις, τίποτα ολοκληρωμένο, τίποτα γεμάτο.
Με μια μόνη εξαίρεση, την Νανούκα μου , το μόνο σωστό που κατάφερα να δημιουργήσω στα εικοσιεφτά χρόνια της γεμάτης ανολοκλήρωτες κι απερίσκεπτες πράξεις ζωής μου .
Η Νανούκα που κοιμάται στην μοναδική μας κρεβατοκάμαρα με τον Σοκολάτα στην
αγκαλιά της, τον γούνινο καφετί αρκούδο της με τα πορτοκαλιά υάλινα μάτια που μόνο
με εγχείριση μπορείς να της τον αποσπάσεις.
Κάθομαι ολομόναχη στο σκοτεινό χολάκι ενώ η επιγραφή νέον από την Κάβα στην
απέναντι γωνία, ρίχνει πολύχρωμες κορδέλες από το τζάμι της κουζίνας στις σκοτεινές
γωνιές του σπιτιού μας.
Έξη ολόκληρα χρόνια περάσαμε με την Νανούκα σε αυτό το διαμέρισμα μια πολυκατοικίας του ’50 με ξεχαρβαλωμένα υδραυλικά και ηλεκτρικά και ανύπαρκτο σύστημα θέρμανσης
στα περισσότερα διαμερίσματα όπως το δικό μας, ένα σοβαρό όμως πλεονέκτημα για το μειωμένο ενοίκιο που πλήρωνα , έστω και αν τον χειμώνα κουκουλωνόμασταν αγκαλιασμένες στο μοναδικό μας κρεβάτι για να ζεσταθούμε αφού ακόμα και μια φορητή σόμπα που διέθετα δεν κατάφερνε να δώσει λίγη ζεστασιά σε αυτό το παγωμένο βορινό διαμέρισμα που ο ήλιος δεν το είχε δει ποτέ.
Κανονικά θα έπρεπε να λυπάμαι που αύριο θα φύγουμε από εδώ, δεν θα μου λείψει
τίποτα από αυτό το σπίτι, ούτε το δωμάτιό μας με τους γεμάτους υγρασία τοίχους,
το μπάνιο με τα μουσταρδί είδη υγιεινής και τα σκούρα μπλε πλακάκια, περίσσευμα
ποιος ξέρει ποιου εργολάβου όλα αυτά που τα ξεφορτώθηκε στα διαμερίσματα αυτής
της πολυκατοικίας, όπως στην κουζίνα που έχει πέντε λογιών διαφορετικά πλακάκια
στους τοίχους, τάχα μου για σχέδιο.
Και όμως την φοβάμαι αυτή την αλλαγή, φοβάμαι που θα φύγουμε από αυτό που έμαθα
τόσα χρόνια να ζω και θα πάρω την Νανούκα μου να τραβήξουμε ένα καινούργιο δρόμο
προς το άγνωστο.

Η αμφιβολία έχει αρχίσει να με τυραννά, άραγε έκανα καλά που δέχτηκα αυτή την θέση?
Όχι ότι και καμιά άλλη επιλογή, αλλά να πάμε στην άλλη άκρη του κόσμου όπως
μου φαίνεται τώρα, σε ένα χωριό της Κρήτης για να αναλάβω την θέση πρωτοδιοριζόμενης δασκάλας στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου ....τώρα πια με φοβίζει αυτή η προοπτική.
Είναι αργά βέβαια να κάνω πίσω, αλλά ξαφνικά σκέφτομαι τόσα που δεν είχα σκεφτεί,
όπως ότι θα είμαι μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων, πως θα με δεχτούν, πως θα
αντιμετωπίσει η Νανούκα αυτή την αλλαγή και πως θα αντιμετωπίσουν εκείνοι την
Νανούκα μου, τι θα πρέπει να πω για τον ανύπαρκτο πατέρα της που πέρα από ένα
επώνυμο δεν έχει τίποτα άλλο από αυτόν?
Πως θα στήσουμε την ζωή μας από την αρχή
σε ένα μέρος που δεν ξέρω?
Αν δεν της αρέσει εκεί?
Αν δεν μας αρέσει?
Αν αντιμετωπίσουμε δυσκολίες και χρειαστεί να φύγουμε?
Πως θα ξαναγυρίσω νικημένη για μια ακόμα φορά στην Τζώρτζια?
Τόσα πολλά ''αν'' μαζεύτηκαν στο μυαλό μου και θέλω να γίνω μια τόση δα σταλίτσα,
να κρυφτώ κάπου … σε ένα σκοτεινό ντουλάπι μέχρι να περάσει η νύχτα να μη
σκέφτομαι, να κλείσω το μυαλό μου με έναν διακόπτη, να φωνάξω στην Τζώρτζια να
έρθει να με σώσει, να με αγκαλιάσει όπως τότε που ήμουν μικρούλα και με προστάτευε
από τον κακό τον λύκο που φοβόμουν στα παραμύθια.
Το ξέρω ότι σκέφτομαι ανόητα, το νοιώθω ότι για μια ακόμα φορά το μυαλό μου δουλεύει χαζά και πάω να ξαπλώσω δίπλα στην Νανούκα που σφίγγει ακόμα περισσότερο τον Σοκολάτα στην μικρή αγκαλιά της μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο.
Το κόκκινο λαμπάκι νυκτός που είναι αναμμένο δίπλα στο κρεβάτι μας κάνει το προσωπάκι της ρόδινο και ρίχνει χαλκόχρωμες ανταύγειες στα χρυσαφένια μαλλάκια της.
Την τραβάω απαλά στην αγκαλιά μου και αυτήν και τον Σοκολάτα της που μάλλον θέλει
πάλι πλύσιμο αφού μου μυρίζει έντονα κάτι μεταξύ στιφάδου που δεν έχω φτιάξει ποτέ και χωματερής που εκείνος δεν έχει πάει ποτέ και μένω ξάγρυπνη, βυθισμένη στις φοβίες
και στις μαύρες σκέψεις μου μέχρι που ξημερώνει.

Ξημέρωσε και σηκώνομαι από το κρεβάτι νοιώθοντας τόσο κουρασμένη από την
αγρύπνια που σέρνω το κορμί μου στην κουζίνα για να φτιάξω ένα δυνατό καφέ να
συνέλθω.
Δεν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο για πρωινό, μόνο μια γωνίτσα μπαγιάτικου ψωμιού
που την μοιράζομαι με την κόρη μου που έχει στο μεταξύ κι αυτή σηκωθεί και χοροπηδά
χαρούμενη καθώς ντύνεται για να την πάω στο σχολείο της.
Είναι η τελευταία φορά που πηγαίνει σε αυτό το σχολείο, αλλά δεν δείχνει να την πειράζει
που θα χάσει τους φίλους που απέκτησε εκεί καθώς περιμένει με τόσο ενθουσιασμό
το ταξίδι μας, το νέο της σχολείο, την αλλαγή που της ακούγεται σαν μαγική λέξη και
η χαρά και αισιοδοξία της μεταδίδεται τελικά και σε μένα.
Η αγαπημένη μου κόρη είναι ένας κλασικός τοξότης, η αισιοδοξία και η αγάπη για
ταξίδια κυριαρχούν σε οτιδήποτε άλλο.
Έτσι και αλλιώς μια νέα μέρα ξημέρωσε και αφού είναι αργά για να κάνουμε πίσω, ας κάνουμε το πρώτο μας βήμα μπροστά.
……..« Μαμά μη ξεχάσεις τον Σοκολάτα, πρόσεξε»

Την διαβεβαιώνω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ξεχάσω αλλά τα μελένια μάτια της
με κοιτούν με καχυποψία.
……. «Την άλλη φορά τον είχες ξεχάσει!!»
Μου υπενθυμίζει με στόμφο αυτή την μοναδική μελανή σελίδα στην σχέση μας που
συνέβη πριν τρία χρόνια. Μα πως στο καλό ένα επτάχρονο κοριτσάκι θυμάται κάτι
που συνέβη πριν από τρία χρόνια?
Μας είχε δώσει η Τζώρτζια δυο εισιτήρια που κέρδισε από τις «Κυρίες του Συλλόγου της Δαντέλας» για ένα διήμερο στην Πορταριά και πήγαμε τότε με την Νανούκα.
Όταν φύγαμε από το ξενοδοχείο Κυριακή πρωί για την επιστροφή μας στην Αθήνα
η κόρη μου κοιμόταν και μέσα στην φούρια της αναχώρησης άφησα πίσω τον καημένο
τον Σοκολάτα.
Στα μισά της διαδρομής ξύπνησε η Νανούκα και τον αναζήτησε και τότε με φρίκη
ανακάλυψα πως τον είχα ξεχάσει στο σαλονάκι του ξενοδοχείου.
Τίποτα δεν μπορούσε να την πείσει ότι δεν το έκανα επίτηδες για να τον ξεφορτωθώ,
τίποτα δεν την καθησύχαζε , ούτε πως θα τηλεφωνούσα στον ξενοδόχο να μας τον
στείλει με το επόμενο λεωφορείο.
Κατεβήκαμε στα Καμένα Βούρλα, πήραμε άλλο λεωφορείο για τον Βόλο, φτάσαμε με
ταξί στην Πορταριά, πήραμε τον ξεχασμένο Σοκολάτα και με το ίδιο ταξί κατεβήκαμε
πάλι στον Βόλο και από εκεί με άλλο πάλι λεωφορείο για Αθήνα.
Και όλα αυτά κουβαλώντας μια τεράστια βαλίτσα και ένα τετράχρονο που αρνιόταν πεισματικά να πει μια κουβέντα πέρα από το ….Σοκοατα μουουουουουου!
Φτάσαμε μεσάνυχτα στο σπίτι μας έχοντας ξοδέψει στο μεταξύ τις πενιχρές οικονομίες
για να περάσουμε τον μήνα μέχρι να πληρωθώ ξανά και για δέκα ημέρες τρώγαμε σερί νερόβραστα μακαρόνια ακόμα και για πρωινό.
Από τότε το πήρα τα μάθημά μου και προτιμούσα να πάρω αγκαλιά τον Σοκολάτα για να
μη χαθεί παρά την Νανούκα που ήταν τσεκαρισμένο ότι θα τον ακολουθούσε και με κλειστά μάτια για να πάμε οπουδήποτε.
.......................
Βλέποντάς με να διστάζω, άρπαξε την σχολική της τσάντα και τον Σοκολάτα στην
αγκαλιά της, σίγουρη ότι και πάλι θα έκανα την γκάφα μου.
«Καλύτερα μαμά να τον αναλάβω εγώ!»
Μα που ήξερε αυτές τις λέξεις όταν τα περισσότερα παιδάκια της ηλικίας της μιλούσαν φυσιολογικά σαν παιδιά και όχι με σαν τσαντισμένες σαραντάχρονες?
Της κουμπώνω αφηρημένη το μπουφάν της πριν βγούμε στους δρόμους καθώς σκεφτόμουν ότι είναι ώρα πια το παιδί μου να κάνει περισσότερη παρέα με παιδιά της ηλικίας της
παρά με την Τζώρτζια και τις φίλες της από τον ‘’Σύλλογο της Δαντέλας’’.
Αφήνω πρώτα την Νανούκα στο σχολείο και μετά πάω να αντιμετωπίσω την Τζώρτζια
την θυμωμένη μητέρα μου που θεωρεί ότι στα εικοσιεφτά μου είμαι ακόμα μια ανώριμη έφηβη που κάνει την επανάσταση της φεύγοντας μακριά, ξεχνώντας φυσικά ότι τα
τελευταία έξη χρόνια δεν μένω μαζί της αλλά δυο τετράγωνα μακριά από το
πατρικό μου σπίτι.
Την βρίσκω πιο χαλαρή και άνετη από ότι περίμενα και με ξαφνιάζει όταν μου φτιάχνει χαμογελαστή ένα ζεστό κακάο και μου προσφέρει μια γενναία μερίδα από σπιτικό κέικ μπανάνας. Από πότε η Τζώρτζια κατασκευάζει κέικ?
Κάτι λιγοστές προσπάθειές της που θυμάμαι ήταν σκέτη καταστροφή , με κάτι περίεργα καφετιά ή μαυροκαπνισμένα παρασκευάσματα που ήταν αδύνατον να τα φας και τα
πέταγε η ίδια στα σκουπίδια μαζί με τις φόρμες τους καθώς ορκιζόταν ότι δεν θα ξανάκανε
το λάθος να θέλει να μας ευχαριστήσει με τα σπιτικά της γλυκά.

Ευτυχώς για μένα και τον πατέρα μου κρατούσε αυτή της την υπόσχεση και την ξεχνούσε σπανιότατα.
Έτσι και τώρα καθώς τρώω το πραγματικά θαυμάσιο κέικ και αναρωτιέμαι πως το
κατάφερε με προσγειώνει στην πραγματικότητα.
«Η Έλενα το έφτιαξε, είναι καινούργια συνταγή, μόλις προχθές την είπε η Βέφα».
Μα φυσικά! Η Έλενα η κολλητή της που παρακολουθούσε με θρησκευτική προσήλωση
την εκπομπή της Βέφας, της εθνικής μας μαγείρισσας που έχει γίνει αιτία να μπουν
φωτιές σε αρκετά σπίτια χάρη σε τόσες πρόθυμες αλλά ανεπίδεκτες μαθήσεως μαθήτριες
από τηλεοράσεως.
«Λοιπόν το αποφάσισες»,δεν κατάλαβα αν ήταν ερώτηση ή διαπίστωση αυτό ,
κατάλαβα όμως το πειραγμένο ύφος της.
. «Σήμερα φεύγουμε μαμά, το ξέρεις αυτό εδώ και μέρες».
. «Φυσικά και το ξέρω! Για πόσο ανόητη με περνάς? Μα ήταν ανάγκη να πας στην
άλλη άκρη της γης για να βρεις δουλειά?».
Μα γιατί αυτή η γυναίκα θέλει να μου φέρει πάλι στο νου τις χθεσινοβραδινές μου φοβίες?
Το ίδιο δεν σκεφτόμουν και εγώ?
« Δεν θα πάω στην γη του Πυρός μαμά, στην Κρήτη πάω, μπορείς να έρθεις όποτε
θέλεις και να καθίσεις μαζί μας όσο θέλεις».
« Το ίδιο κάνει» επιμένει η μανούλα μου με παιδικό πείσμα «και ξέρεις πως
είμαι πολύ γριά για να κάνω μεγάλα ταξίδια και να είμαι μακριά από τους γιατρούς».
Νοιώθω την μπουκιά από το κέικ να μου κάθεται στον λαιμό, από πότε η Τζώρτζια αναφέρει τις απαγορευμένες λέξεις όπως ‘’ γριά ‘’ και ‘’γιατρός’’ ??
«Μα είσαι υγιέστατη» της υπενθυμίζω.
«Τώρα ναι, αλλά θα είμαι και τον άλλο μήνα που εσύ θα είσαι μακριά μου? Και δεν σκέφτεσαι την εγγονή μου που δεν θα έχει κανέναν να την φροντίζει εκεί που θα την πας?»
« Θα έχει εμένα και όσο για σένα θα είσαι πάντα μανούλα μου μια υγιέστατη γιαγιά
που θα έρθεις να μας βρεις όποτε μας πεθυμήσεις».
Την αγκαλιάζω τρυφερά και το άγριο βλέμμα της μου δείχνει ότι ίσως το παρατράβηξα
με τις γλύκες και ειδικά αυτό το ‘’γιαγιά’’ τι το ήθελα?
« Δεν μου αρέσουν τα ταξίδια» επιμένει και ξεφεύγει από την αγκαλιά μου.
δεν με παραξενεύει η συμπεριφορά της, έτσι και αλλιώς ποτέ της δεν υπήρξε ιδιαίτερα εκδηλωτική στα συναισθήματά της , ούτε ιδιαίτερα τρυφερή, οπότε ήταν συνηθισμένο για κείνη να αντιδρά μάλλον με θυμό ακόμα και στις δικές της αδυναμίες.
Θέλω να της υπενθυμίσω ότι μια χαρά κάνει πολύωρα ταξίδια με τις φίλες της καθώς
έχουν επισκεφτεί όλα σχεδόν τα μοναστήρια της χώρας , αλλά το αφήνω να περάσει.
Δεν θέλω να τσακωθώ μαζί της για τίποτα σήμερα, έχω τόσα να σκεφτώ ώστε το αν θέλει
ή όχι η Τζώρτζια να έρθει κάποια στιγμή να μας επισκεφτεί μου φαίνεται ασήμαντο.
Ούτε θέλω να της πω για μια ακόμα φορά ότι κουράστηκα να κάνω δουλείες του
ποδαριού, ντίλερ σε βιβλία ή καλλυντικά από άγνωστες εταιρείες, προσπαθώντας
να πουλήσω άγνωστα και αμφιβόλου ποιότητας προϊόντα που υποτίθεται ότι εγώ
φοράω χρόνια ή τηλεφωνήτρια ή όπως η τελευταία από τις δουλειές που έχω κάνει, υπάλληλος στο μικρό μάρκετ της πλατείας με το πτυχίο της παιδαγωγικής Ακαδημίας
να μουχλιάζει στο κάδρο επάνω από το εφηβικό μου κρεβάτι στο πατρικό μου.
Τουλάχιστον μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω μια αρχή στην ζωή μου.
Δεν υπήρχε λόγος να τα πω όλα αυτά στην μανούλα μου , τα ήξερε καλά έστω κι αν
ήθελε να τα θυμάται με τον δικό της τρόπο….πράγμα που σημαίνει πως θυμάται
ότι θέλει , όποτε θέλει!

Σηκώνομαι να φύγω, έχω κάτι λίγα ακόμα να μαζέψω, αν και τα περισσότερα είχαν
ήδη μπει σε κούτες και είχαν μεταφερθεί στο υπόγειο της Τζώρτζια.
.... «Μη φύγεις ακόμα, με σταματά, έρχονται τα κορίτσια να σε δούνε».
Τα ΄΄κορίτσια΄΄ είναι πάνω κάτω στην ηλικία της , πάνω από τα πενηνταπέντε και
κάτω από τα εκατό, απροσδιόριστο πόσο είναι η κάθε μία και μόνο αν κάποια από τον Σύλλογο της Δαντέλας αφήσει τον μάταιο ετούτο κόσμο ακούγεται η πραγματική της ηλικία…. {η Ζωίτσα, τόσο νέα! Μα να μας φύγει έτσι! Στα ενενήντα εννιά??}
Κάθομαι λοιπόν και πάλι περιμένοντας τα κορίτσια , δεν θέλω να της χαλάσω το χατίρι
και εξ άλλου πάντα συμπαθούσα αυτή ειδικά την επιλογή της μητέρας μου να έχει γίνει
μέλος σε έναν γυναικείο σύλλογο ( έστω και με αυτόν τον τίτλο που ουδεμία σχέση είχε
με τις δραστηριότητες τους….ούτε καν σύλλογος δεν ήταν , μόνο καμιά δεκαριά φίλες
που μετά την σύνταξή τους είχαν απεριόριστο χρόνο για να είναι μαζί και ποτέ δεν είχαν πιάσει βελονάκι στα χέρια τους για να πλέξουν δαντέλες, μόνο την ντάμα κούπα και τον μπαλαντέρ γνώριζαν και φυσικά όλα τα κυλικεία και τα μοναστήρια της χώρας…).
Εκεί μέσα η μητέρα μου βρήκε τις φίλες που δεν είχε σε όλη της την ζωή.
Γιατί η Τζώρτζια πάντα το έλεγε ότι οι φίλες είναι για να σου καταστρέφουν την ζωή ,
να σου κλέψουν τον άντρα, να σε διαβάλουν στην δουλειά σου και παρ ότι η ίδια ποτέ
δεν είχε δουλέψει εκτός σπιτιού και είχε έναν άντρα που δεν θα τον έλεγες και προσωποποίηση της έντονης δραστηριότητας σε όλους τους τομείς και την κοίταζε
στα μάτια, ποτέ της δεν απέκτησε καμία φίλη, καμία κολλητή, μόνο γνωστές που τις
έβλεπε σπανίως και ποτέ έξω από το σπίτι, το δικό της ή το δικό τους.
Αδιάφορες τυπικές επισκέψεις , αδιάφορες ΄΄φιλίες΄΄.
Έτσι απόρησα πως λίγους μήνες μετά τον θάνατο του μπαμπά η μητέρα μου να
βρίσκεται ανάμεσα σε μια ομάδα από γυναίκες που παίρνουν σοβαρά την λέξη φιλία
και συντροφικότητα.
Και όμως η Τζώρτζια είναι από τα πιο ενεργά μέλη αυτής της παρέας και σύντομα όπως
η ίδια λέει θα την υποστηρίξουν για την θέση της ΄΄προέδρου΄΄ !
Χαίρομαι γι αυτήν , είμαι πιο ήσυχη καθώς ξέρω ότι φεύγοντας δεν θα είναι ολομόναχη
μα θα έχει αρκετές φίλες να γεμίσουν το κενό που της αφήνει η Νανούκα περισσότερο
και μετά η δική μου απουσία.
Όλα αυτά τα χρόνια που λείπω από το πατρικό μου και από την γέννηση της Νανούκας,
η Τζώρτζια είχε μάθει να την έχει κοντά της αρκετές ώρες της ημέρας όσο εγώ έπρεπε
να δουλεύω για να τα βγάλουμε πέρα, ακόμα και όταν η μανούλα μου διαμαρτυρόταν
για τις δουλειές που έκανα, δεν μπορούσα να γυρίσω πάλι κοντά της και να περιμένω
να μας ζήσει εκείνη με την μικρή της σύνταξη, δεν θα μπορούσα να το ανεχτώ και αυτό
στην αρκετά ένοχη συνείδηση μου.
Οι κυρίες του Συλλόγου που ήρθαν ήταν τρείς , οι πιο κολλητές της Τζώρτζια που υποπτεύομαι ότι τώρα που δεν θα έχει να παίρνει την Νανούκα από το σχολείο της τα μεσημέρια και να την κρατά μέχρι να γυρίσω από την δουλειά μου να την πάρω, θα την πείσουν να γεμίζει τις ώρες της μαζί τους κάνοντας υπερωρίες στην μπιρίμπα!
Την βλέπω την μανούλα μου να παίρνει και το πρωτάθλημα!





Συνεχίζεται_







23.10.12

Τέλος Φθινοπώρου





Φθινόπωρο ακόμα κι έκανε τόση ζέστη τα μεσημέρια,
πέταγε τα σεντόνια από πάνω της και κοίταζε με
βλέμμα αφηρημένο τα λευκά πτερύγια του ανεμιστήρα
που απλά ανακάτευαν τον ζεστό αέρα στο δωμάτιο
ενώ τα απογεύματα έβρισκε δροσιά κάτω από το πυκνό
φύλλωμα της μουριάς στην αυλή καθισμένη απέναντί του
αμίλητοι να διαβάζουν εφημερίδα και να πίνουν τον καφέ τους.
Ακόμα και χιόνι αν είχε πέσει εκείνη την ζεστή μέρα
δεν θα την είχε ξαφνιάσει τόσο όσο η πρόταση του
να κατέβουν στην παραλία το βράδυ.
Τόσες φορές του το έχει ζητήσει μέσα στο Καλοκαίρι,
τα βράδια που έτρωγαν μαζί και έπιναν δροσερό
λευκό κρασί ή όταν προσπαθούσε κρατώντας μια πετσέτα
γεμάτη παγάκια να δροσίσει το φλογισμένο δέρμα της.
Εκείνος το θεωρούσε ακραίο να αφήσουν το σπίτι τους
και να κοιμηθούν στην ακροθαλασσιά κι έτσι τώρα
που της το πρότεινε, δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο, 
ξέθαψε τον υπνόσακο από την αποθήκη, άρπαξε και
το ριχτάρι του καναπέ και τον ακολούθησε στο αυτοκίνητο.
Τον είδε να κάνει μια στάση στο περίπτερο της πλατείας
κι όταν γύρισε πέταξε στην αγκαλιά της μια τσάντα με
ένα πλαστικό μπουκάλι νερό και παγωμένα κουτάκια μπύρας ,
ενώ εκείνη τον κοίταζε αποσβολωμένη.
Από πότε έπινε μπύρα που πάντα έλεγε πως την σιχαινόταν?
Κάτι είχε το βλέμμα του, κάτι θλιμμένο, κάτι απόμακρο
κι εκείνη ένοιωθε τόσο ευτυχισμένη  μαζί του που
δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα για να μη χαλάσει αυτή
την μοναδική βραδιά … ήξερε πως όταν θα ήταν έτοιμος 
θα της μιλούσε για ότι βασάνιζε το μυαλό του.
Αυτή την νύχτα την ήθελε γεμάτη αγάπη, γεμάτη έρωτα
πλάι στο κύμα, να ξαναγίνουν τα παιδιά που
ήταν όταν γνωρίστηκαν και ξημεροβραδιαζόταν στις θάλασσες
και στα βουνά , αυτός, αυτή, η μηχανή του κι ένα
σακ βουαγιάζ …  δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο !
Μόνοι τους ήταν στην παραλία, αδειάζουν τ΄ ακρογιάλια
τον Σεπτέμβρη , δεν βρίσκεις πια παρέες τα βράδια
να κάθονται γύρω από τις  φωτιές που ανάβουν
με θαλασσόξυλα κι αυτές πετάνε γαλάζιες σπίθες
από το αλάτι της θάλασσας που κρύβουν μέσα τους.
Ξάπλωσαν στην άμμο κι έπιναν αμίλητοι , εκείνος να
την κρατά αγκαλιά με το ένα του χέρι, εκείνη
να χαζεύει τα αστέρια που χοροπηδούσαν στον ουρανό
και το φεγγάρι που σκόρπιζε ανάμεσα στα μικρά κύματα.
Δεν υπήρχαν λόγια παρά μόνο ήχος του νερού που έσκαγε
στα πόδια τους, ένας ήχος  επαναλαμβανόμενος, αργός,
όπως οι κινήσεις τους, όπως οι ανάσες κι όταν οι ανάσες
έγιναν κραυγές χάθηκε ακόμα κι αυτός από το πλάι τους
και βρέθηκαν σε ένα σκοτεινό πέλαγος να βυθίζονται σε
άγνωστα νερά.
Ξύπνησε την ώρα που χάραζε ένα γλυκό ρόδινο φως
στον ουρανό και είδε την αγαπημένη μορφή να κάθεται
δίπλα της, με ένα τσιγάρο αναμμένο ανάμεσα στα χείλη
και σηκώθηκε να τον αγκαλιάσει.
Ήθελε το πρωινό της φιλί, να νοιώσει την αλμύρα
της θάλασσας μέσα από τα χείλη του , να της πει
πόσο την αγαπάει , να του πει πόσο τον λατρεύει
μα όταν γύρισε να την κοιτάξει τα μάτια του ήταν
σκοτεινά, αγέλαστα … δεν τα γνώριζε αυτά τα μάτια!
Με προσμονή περίμενε τις λέξεις του, δεν ήθελε να ρωτήσει,
περίμενε όπως ήταν αναμαλλιασμένη, ερωτευμένη,
με τον ιδρώτα του ακόμα επάνω στο κορμί της
κι η φωνή του όταν μίλησε ήταν ένας βραχνός ψίθυρος
που μόλις και ακούστηκε .
-         Θέλω να χωρίσουμε.
Δεν κατάλαβε τι της είπε, δεν έφταναν οι λέξεις
στο μυαλό της έστω κι αν ζωγραφίστηκε ένα ερωτηματικό
στην άμμο μπροστά στα μάτια της.
Δεν θα του έλεγε τίποτα, ένοιωσε μόνο πως ήταν προδοσία
αυτή η νύχτα, σηκώθηκε ολόγυμνη  ευάλωτη μπροστά του
και μπήκε στην θάλασσα να τον ξεπλύνει από πάνω της ,
να διώξει τις λέξεις μακριά της κι η θάλασσα
άρπαξε την φουρτούνα της ψυχής της,
καθάρισε το κορμί και το μυαλό της .
Βγήκε, σκουπίστηκε με το  φόρεμά της, το φόρεσε
έτσι βρεγμένο όπως ήταν και πήγε  στον δρόμο.
Προσπέρασε το αυτοκίνητο που είχε σκεπαστεί
από την υγρασία της θάλασσας ενώ τον άκουγε
να μαζεύει βιαστικά τα πράγματα τους και να
της φωνάζει να τον περιμένει. Δεν τον περίμενε 
με μια κίνηση των χεριών του έκανε νόημα να μη
την πλησιάσει  και χάθηκε περπατώντας στην άσφαλτο
με τα λεπτά  σανδάλια της παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού.
Ήλπιζε όταν θα έφτανε σπίτι τους εκείνος να είχε ήδη φύγει. 
Έτσι απλά. 
Τόσο απλά.




                                                                       Levina

20.10.12

σταγόνα ζωής







εγώ
και ο τοίχος
τη ράχη μου ακουμπώ
να παρακολουθώ την βροχή
όχι εσύ είσαι
τις σταγόνες μια μια μετρώ
νερό που κυλά
σε τσίγκινη στέγη
βαρετά, μονότονα, εκνευριστικά
θυμήσου με
χάνομαι μέσα σε σένα
σαν σταγόνα κυλώ
φιλώ τη σάρκα σου
ελπίζω
ελπίζω ακόμα
χάνομαι και ξαναγυρίζω
και άλλη σταγόνα και άλλη
α σε πνίγω στα νερά μου
ένας είναι ο δρόμος
βροχή να γίνομαι
να πέφτω επάνω σου
να με τινάζεις  -  να σου προσφέρομαι
να ξαναγυρίζω -  να με κρατάς
να σε κυλώ στα σύννεφα '
θα με βρεις
στις θάλασσες κατακερματισμένη
σταγόνα να χάνομαι σε μονοπάτια
δασών ανάμεσα στις πευκοβελόνες
τις φωτιές από την σάρκα σου να σβήνω
την αγάπη σου να παντρεύομαι
και τους φόβους σου
μακριά να αποπέμπω
χωρίς να διαπραγματεύομαι
για  τον χώρο που στην χούφτα σου
μου δίνεις να σταθώ
γνωρίζοντας
πως διψασμένα επάνω μου θα σκύψεις
με τα χείλη σου θα με ακουμπήσεις
πίνοντας με σαν ελιξίριο ζωής 
ερωτευμένη να σε ξεδιψάω



                                                        Levina





17.10.12

Γράμμα πειρατικό






Λάθρα γράφω 
σαν πειρατής των δρόμων
και μετράω ανάσες
ανάσες κοφτές λαχανιασμένες
ανάσες πνιχτές σαν να κάνω έρωτα
ανάσες γαλήνιες λες και ξαπλώνω
κάτω από τον ήλιο ράθυμα
κι αφήνω τα πουλιά να κάθονται
στα γυμνά μου μέλη 
παραμένω ακίνητη μη και τρομάξουν'
και περνάνε τα μελτέμια κάτω από τις χαραμάδες
βροντάνε επάνω στα παραθυρόφυλλα
σφυρίζουν ανάμεσα στις σπασμένες σανίδες
στο πάτωμα αλλά εγώ ακόμα
τις ανάσες μου μετράω μαζί με τις λέξεις
που σου γράφω για σπίτια και αέρηδες
και δεν με νοιάζει αν τα δεις
λέξεις είναι
χτυπιούνται επάνω στα φύλλα του χαρτιού
που τσαλακωμένο θα το βάλω στην τσέπη μου
τσαλακωμένο θα φτάσει στα χέρια σου
και θα λερώσεις τα δάχτυλα σου
στο κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών μου
ένα φιλί που έβαλα
εκεί κάτω στην γωνιά της σελίδας
ένα πειρατικό φιλί
κλεμμένο σαν ύστατος λόγος
σ΄ ένα τέλος που δεν ειπώθηκε ποτέ.



                                                Levina





16.10.12

τα βράδια που χάνομαι







Για τα βράδια θα σου πω, αυτά που χάνομαι
και κρύβομαι στο πάρκο με τα Πεύκα.
Αυτό το πάρκο που στέκεται  ήσυχα αθέατο
στην μέση μιας  πόλης που την γέννησαν
οι ρύποι των ανθρώπων και οι ήχοι των λόγων
Αυτό που οι θόρυβοι από τις μηχανές δεν
φτάνουν να θροΐσουν τα φύλλα των δέντρων του
Καλύτερα σαν νυχτώνει σου λέω
να κάνεις την βόλτα σου σ΄ αυτό παρά την μέρα
να παρακολουθείς την μελαγχολία του να στάζει 
σαν λερωμένο δάκρυ  στις άκριες των κλαριών


Οι φύλακες κλείνουν τις πόρτες μόλις σκοτεινιάζει
αλλά εγώ ξέρω μια γωνιά  κρυφή και χώνομαι
κάτω από το χαλασμένο συρματόπλεγμα όπως
τα αδέσποτα ζώα που μπαίνουν για να βρουν
καταφύγιο στις ρίζες των θάμνων ‘
έτσι κι εγώ αντάμα μ’ ένα γέρικο σκυλί
που με κοιτά καχύποπτα σέρνομαι
κάτω από τον φράκτη και μπαίνω
στον παράδεισο μιας νύχτας αφέγγαρης
μιας νύχτας άναστρης
μιας νύχτας κενής που την  ορίζει
ένας ξεθωριασμένος κίτρινος θόλος
από τα δυνατά φώτα της πόλης που
κρύβουν τον αληθινό ουρανό όπως
την ορίζουν και τα σιδερένια φανάρια
στις άκρες των μονοπατιών.
Στην πόλη το ξέρεις πια η νύχτα δεν  είναι νύχτα,
την υποθέτω πως υπάρχει γύρω μου
όπως κι οι σκιές που δημιουργούν φαντάσματα
και χέρια κλαριά απλώνονται να μ΄ αρπάξουν
μ΄ ένα βρυχηθμό μπλέκονται στα ιερόσυλα
βήματα που κάνω επάνω στο αιώνιο χώμα
Πικροδάφνες ανθισμένες αρώματα σκορπίζουν
μπερδεύονται με την αψιά μυρωδιά των ούρων
 αυτή την μυρωδιά που δεν μπορεί να την καλύψει
ούτε η νύχτα με τα σκοτάδια της.
Ούρα από αδέσποτα σκυλιά, αδέσποτες γάτες,
αδέσποτους ανθρώπους που αφήνουν  τα σημάδια τους, 
στα τσιμεντένια δρομάκια , στους κορμούς των δέντρων,
στο διψασμένο χώμα , μια μυρωδιά που σε ποτίζει
και αρρωσταίνει τους πυρήνες των κυττάρων σου

Περιμένω να δω άντρες και γυναίκες να έχουν
μπει κλεφτά  στο πάρκο  όπως κι εγώ , να
ομολογούν τον ερωτά τους σε κάποιο παγκάκι
αλλά το ανθρώπινο γένος δεν προλαβαίνει
ν΄ αγαπηθεί, είναι λιγοστός ο χρόνος ο ελεύθερος
κρύβονται πίσω από το δικό του δέντρο ο καθένας
κάνουν έρωτα επάνω στα παγκάκια που κρύβουν
στην σκέψη τους ‘ εικόνες από αναμνήσεις χρόνων’
λένε το σ΄ αγαπώ πίσω από τόνους μπετόν και σίδερα
χωρίς να τους αγγίζει το σκοτάδι , χωρίς να ψάχνουν
ν΄ ανακαλύψουν το φεγγάρι από ποια γωνιά φαίνεται
αυτό το φεγγάρι που σφραγίζει τους όρκους αγάπης.
Βιάζονται,  βιάζονται πολύ , τόσο πολύ σου λέω
που δεν προλαβαίνουν για να ζήσουν
κι όταν πεθαίνουν δεν προλαβαίνουν να τους θάψουν.


Ένας άντρας βγαίνει παραπατώντας μέσα
από τις σκιές των δέντρων, πίσω από τα κουρέλια του
διακρίνω την γυμνή του σάρκα, μεθυσμένος ή άρρωστος
τρελός θα είναι κι ένα κοπάδι από σκυλιά ξωπίσω του
τρέχει κι εκείνο πότε από εδώ, πότε από κει αλυχτώντας
Πολύ αργά για να τον αποφύγω’ με ρωτάει
 ––  τον ουρανό τον είδες ? που είναι ο ουρανός μου
γαμώ την πουτάνα μου?
Κάνω μια κίνηση απελπισίας με τους ώμους,
Λυπάμαι μα δεν ξέρω τι να απαντήσω
με κοιτά  με μάτια που κυλούν φαρμάκι κι απομακρύνεται
 ––  άι σιχτίρ 
τον ακούω να φωνάζει καθώς χάνεται στις σκιές
μαζί με το κοπάδι των σκυλιών ξωπίσω του
Κι αυτός την νύχτα του αναζητά χαμένος
ανάμεσα σ΄ ένα πλήθος ανώνυμο που παραπαίει
ανάμεσα στην γέννηση και στον θάνατο.


Παρακαλάω να πιάσει μια βροχή να με καθαρίσει
προτού περάσω και πάλι το συρματόπλεγμα
να πέσουν οι σταγόνες από τον ουρανό και να
παρασύρουν τα θροΐσματα , τα βουητά, τις λέξεις
Η ώρα πέρασε
ίσως και να ξημερώνει
τρέχω να προλάβω προτού ανοίξουν οι πόρτες
να φύγω να βγω στην λεωφόρο και μαζί μου
γλιστράνε κι άλλες  σκιές σαν εμένα μέσα από
τα σύρματα’ 
κανένας δεν κοιτάει κανέναν
σιωπηλοί χανόμαστε σε διαφορετικούς δρόμους
γεμάτοι ενοχές που κλέβουμε τα σκοτάδια
του πάρκου



                                                          Levina





10.10.12

η Χορταρένια





tumblr_mbhdh8cUud1rd7320o1_500



Χορταρένια  πλεγμένη από ξερά φύλλα
κλαριά μ΄ αγκάθια  κι ένα στεφάνι στα
λουλουδοπέταλα μαλλιά καμωμένο από
πλεγμένα φύλλα αγριλιάς  
κλαριά τσακισμένα στάζουν  χυμούς ζωής
σαν αίμα από φλέβες κομμένες ρέουν
ποτίζοντας  στέρφο  γκρίζο χώμα
ανάμεσα σε ψίθυρους  καλόβολων  παιδιών
που ροβολούν με κουρνιαχτό και ήχους
τραγουδιών από φιδίσιους δρόμους
ανάμεσα σε περιπλανώμενους διαβάτες  
καβάλα σε άτια περήφανα  κρατώντας
στο ένα τους χέρι δόρυ χρυσό και στο δεξί
τσεκούρι' απάνθρωπο αίμα και χολή να στάζει
ανάμεσα σε δέντρα χιλιόχρονα πανώρια
που σ’  απόκρημνους γκρεμνούς λικνίζονται 
και σε κοιλάδες' κατοικίες απόκοσμων μορφών
σε λίμνες δακρύων να καθρεφτίζονται
το πόδι απλώνει  η  Ιέρεια των ανθέων
σκορπίζοντας   στο διάβα της λεβάντες ,
μελισσόχορτα και μανδραγόρες
Ιέρεια δίχως ναό
Ιέρεια δίχως Θεό
προσφορά σε άλικο ουρανό ψυχή
να στάζει  ποτίζοντας κάθε φύτρα της
ανάμεσα σε στράτες γήινες κι επουράνιες
λάβαρο σηκώνει' σπόρο ζωής προσμένοντας
των καταχθόνιων τον αφανισμό στους χρόνους
τους επόμενους
Χορταρένια  καμωμένη  από φύλλα ξερά
αθόρυβα της προσμονής  δρόμους προσφέρει
φυλλομετρώντας της προδοσίας τις αμυχές.



                                                                                           Levina










Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...