25.10.12

Κάθε τέλος .... μια αρχή







Είναι η τελευταία νύχτα που περνάμε στο θλιβερό διαμερισματάκι μας της οδού Ιθάκης.
Ενάμιση δωμάτιο, αν το μισό που είναι το χολ πιάνεται και αυτό στα δωμάτια, μπάνιο ενάμιση επί ενάμιση με μισή μπανιέρα και μια υποτυπώδης κουζίνα που δεν έπαιρνε
ούτε ένα ψυγείο κανονικού μεγέθους………. και αυτό μισό ήταν.
Όλη μου η ζωή γεμάτη από μισά πράγματα, μισές σχέσεις, μισή αγάπη, μισό διαμέρισμα, μισές σκέψεις, τίποτα ολοκληρωμένο, τίποτα γεμάτο.
Με μια μόνη εξαίρεση, την Νανούκα μου , το μόνο σωστό που κατάφερα να δημιουργήσω στα εικοσιεφτά χρόνια της γεμάτης ανολοκλήρωτες κι απερίσκεπτες πράξεις ζωής μου .
Η Νανούκα που κοιμάται στην μοναδική μας κρεβατοκάμαρα με τον Σοκολάτα στην
αγκαλιά της, τον γούνινο καφετί αρκούδο της με τα πορτοκαλιά υάλινα μάτια που μόνο
με εγχείριση μπορείς να της τον αποσπάσεις.
Κάθομαι ολομόναχη στο σκοτεινό χολάκι ενώ η επιγραφή νέον από την Κάβα στην
απέναντι γωνία, ρίχνει πολύχρωμες κορδέλες από το τζάμι της κουζίνας στις σκοτεινές
γωνιές του σπιτιού μας.
Έξη ολόκληρα χρόνια περάσαμε με την Νανούκα σε αυτό το διαμέρισμα μια πολυκατοικίας του ’50 με ξεχαρβαλωμένα υδραυλικά και ηλεκτρικά και ανύπαρκτο σύστημα θέρμανσης
στα περισσότερα διαμερίσματα όπως το δικό μας, ένα σοβαρό όμως πλεονέκτημα για το μειωμένο ενοίκιο που πλήρωνα , έστω και αν τον χειμώνα κουκουλωνόμασταν αγκαλιασμένες στο μοναδικό μας κρεβάτι για να ζεσταθούμε αφού ακόμα και μια φορητή σόμπα που διέθετα δεν κατάφερνε να δώσει λίγη ζεστασιά σε αυτό το παγωμένο βορινό διαμέρισμα που ο ήλιος δεν το είχε δει ποτέ.
Κανονικά θα έπρεπε να λυπάμαι που αύριο θα φύγουμε από εδώ, δεν θα μου λείψει
τίποτα από αυτό το σπίτι, ούτε το δωμάτιό μας με τους γεμάτους υγρασία τοίχους,
το μπάνιο με τα μουσταρδί είδη υγιεινής και τα σκούρα μπλε πλακάκια, περίσσευμα
ποιος ξέρει ποιου εργολάβου όλα αυτά που τα ξεφορτώθηκε στα διαμερίσματα αυτής
της πολυκατοικίας, όπως στην κουζίνα που έχει πέντε λογιών διαφορετικά πλακάκια
στους τοίχους, τάχα μου για σχέδιο.
Και όμως την φοβάμαι αυτή την αλλαγή, φοβάμαι που θα φύγουμε από αυτό που έμαθα
τόσα χρόνια να ζω και θα πάρω την Νανούκα μου να τραβήξουμε ένα καινούργιο δρόμο
προς το άγνωστο.

Η αμφιβολία έχει αρχίσει να με τυραννά, άραγε έκανα καλά που δέχτηκα αυτή την θέση?
Όχι ότι και καμιά άλλη επιλογή, αλλά να πάμε στην άλλη άκρη του κόσμου όπως
μου φαίνεται τώρα, σε ένα χωριό της Κρήτης για να αναλάβω την θέση πρωτοδιοριζόμενης δασκάλας στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου ....τώρα πια με φοβίζει αυτή η προοπτική.
Είναι αργά βέβαια να κάνω πίσω, αλλά ξαφνικά σκέφτομαι τόσα που δεν είχα σκεφτεί,
όπως ότι θα είμαι μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων, πως θα με δεχτούν, πως θα
αντιμετωπίσει η Νανούκα αυτή την αλλαγή και πως θα αντιμετωπίσουν εκείνοι την
Νανούκα μου, τι θα πρέπει να πω για τον ανύπαρκτο πατέρα της που πέρα από ένα
επώνυμο δεν έχει τίποτα άλλο από αυτόν?
Πως θα στήσουμε την ζωή μας από την αρχή
σε ένα μέρος που δεν ξέρω?
Αν δεν της αρέσει εκεί?
Αν δεν μας αρέσει?
Αν αντιμετωπίσουμε δυσκολίες και χρειαστεί να φύγουμε?
Πως θα ξαναγυρίσω νικημένη για μια ακόμα φορά στην Τζώρτζια?
Τόσα πολλά ''αν'' μαζεύτηκαν στο μυαλό μου και θέλω να γίνω μια τόση δα σταλίτσα,
να κρυφτώ κάπου … σε ένα σκοτεινό ντουλάπι μέχρι να περάσει η νύχτα να μη
σκέφτομαι, να κλείσω το μυαλό μου με έναν διακόπτη, να φωνάξω στην Τζώρτζια να
έρθει να με σώσει, να με αγκαλιάσει όπως τότε που ήμουν μικρούλα και με προστάτευε
από τον κακό τον λύκο που φοβόμουν στα παραμύθια.
Το ξέρω ότι σκέφτομαι ανόητα, το νοιώθω ότι για μια ακόμα φορά το μυαλό μου δουλεύει χαζά και πάω να ξαπλώσω δίπλα στην Νανούκα που σφίγγει ακόμα περισσότερο τον Σοκολάτα στην μικρή αγκαλιά της μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο.
Το κόκκινο λαμπάκι νυκτός που είναι αναμμένο δίπλα στο κρεβάτι μας κάνει το προσωπάκι της ρόδινο και ρίχνει χαλκόχρωμες ανταύγειες στα χρυσαφένια μαλλάκια της.
Την τραβάω απαλά στην αγκαλιά μου και αυτήν και τον Σοκολάτα της που μάλλον θέλει
πάλι πλύσιμο αφού μου μυρίζει έντονα κάτι μεταξύ στιφάδου που δεν έχω φτιάξει ποτέ και χωματερής που εκείνος δεν έχει πάει ποτέ και μένω ξάγρυπνη, βυθισμένη στις φοβίες
και στις μαύρες σκέψεις μου μέχρι που ξημερώνει.

Ξημέρωσε και σηκώνομαι από το κρεβάτι νοιώθοντας τόσο κουρασμένη από την
αγρύπνια που σέρνω το κορμί μου στην κουζίνα για να φτιάξω ένα δυνατό καφέ να
συνέλθω.
Δεν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο για πρωινό, μόνο μια γωνίτσα μπαγιάτικου ψωμιού
που την μοιράζομαι με την κόρη μου που έχει στο μεταξύ κι αυτή σηκωθεί και χοροπηδά
χαρούμενη καθώς ντύνεται για να την πάω στο σχολείο της.
Είναι η τελευταία φορά που πηγαίνει σε αυτό το σχολείο, αλλά δεν δείχνει να την πειράζει
που θα χάσει τους φίλους που απέκτησε εκεί καθώς περιμένει με τόσο ενθουσιασμό
το ταξίδι μας, το νέο της σχολείο, την αλλαγή που της ακούγεται σαν μαγική λέξη και
η χαρά και αισιοδοξία της μεταδίδεται τελικά και σε μένα.
Η αγαπημένη μου κόρη είναι ένας κλασικός τοξότης, η αισιοδοξία και η αγάπη για
ταξίδια κυριαρχούν σε οτιδήποτε άλλο.
Έτσι και αλλιώς μια νέα μέρα ξημέρωσε και αφού είναι αργά για να κάνουμε πίσω, ας κάνουμε το πρώτο μας βήμα μπροστά.
……..« Μαμά μη ξεχάσεις τον Σοκολάτα, πρόσεξε»

Την διαβεβαιώνω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ξεχάσω αλλά τα μελένια μάτια της
με κοιτούν με καχυποψία.
……. «Την άλλη φορά τον είχες ξεχάσει!!»
Μου υπενθυμίζει με στόμφο αυτή την μοναδική μελανή σελίδα στην σχέση μας που
συνέβη πριν τρία χρόνια. Μα πως στο καλό ένα επτάχρονο κοριτσάκι θυμάται κάτι
που συνέβη πριν από τρία χρόνια?
Μας είχε δώσει η Τζώρτζια δυο εισιτήρια που κέρδισε από τις «Κυρίες του Συλλόγου της Δαντέλας» για ένα διήμερο στην Πορταριά και πήγαμε τότε με την Νανούκα.
Όταν φύγαμε από το ξενοδοχείο Κυριακή πρωί για την επιστροφή μας στην Αθήνα
η κόρη μου κοιμόταν και μέσα στην φούρια της αναχώρησης άφησα πίσω τον καημένο
τον Σοκολάτα.
Στα μισά της διαδρομής ξύπνησε η Νανούκα και τον αναζήτησε και τότε με φρίκη
ανακάλυψα πως τον είχα ξεχάσει στο σαλονάκι του ξενοδοχείου.
Τίποτα δεν μπορούσε να την πείσει ότι δεν το έκανα επίτηδες για να τον ξεφορτωθώ,
τίποτα δεν την καθησύχαζε , ούτε πως θα τηλεφωνούσα στον ξενοδόχο να μας τον
στείλει με το επόμενο λεωφορείο.
Κατεβήκαμε στα Καμένα Βούρλα, πήραμε άλλο λεωφορείο για τον Βόλο, φτάσαμε με
ταξί στην Πορταριά, πήραμε τον ξεχασμένο Σοκολάτα και με το ίδιο ταξί κατεβήκαμε
πάλι στον Βόλο και από εκεί με άλλο πάλι λεωφορείο για Αθήνα.
Και όλα αυτά κουβαλώντας μια τεράστια βαλίτσα και ένα τετράχρονο που αρνιόταν πεισματικά να πει μια κουβέντα πέρα από το ….Σοκοατα μουουουουουου!
Φτάσαμε μεσάνυχτα στο σπίτι μας έχοντας ξοδέψει στο μεταξύ τις πενιχρές οικονομίες
για να περάσουμε τον μήνα μέχρι να πληρωθώ ξανά και για δέκα ημέρες τρώγαμε σερί νερόβραστα μακαρόνια ακόμα και για πρωινό.
Από τότε το πήρα τα μάθημά μου και προτιμούσα να πάρω αγκαλιά τον Σοκολάτα για να
μη χαθεί παρά την Νανούκα που ήταν τσεκαρισμένο ότι θα τον ακολουθούσε και με κλειστά μάτια για να πάμε οπουδήποτε.
.......................
Βλέποντάς με να διστάζω, άρπαξε την σχολική της τσάντα και τον Σοκολάτα στην
αγκαλιά της, σίγουρη ότι και πάλι θα έκανα την γκάφα μου.
«Καλύτερα μαμά να τον αναλάβω εγώ!»
Μα που ήξερε αυτές τις λέξεις όταν τα περισσότερα παιδάκια της ηλικίας της μιλούσαν φυσιολογικά σαν παιδιά και όχι με σαν τσαντισμένες σαραντάχρονες?
Της κουμπώνω αφηρημένη το μπουφάν της πριν βγούμε στους δρόμους καθώς σκεφτόμουν ότι είναι ώρα πια το παιδί μου να κάνει περισσότερη παρέα με παιδιά της ηλικίας της
παρά με την Τζώρτζια και τις φίλες της από τον ‘’Σύλλογο της Δαντέλας’’.
Αφήνω πρώτα την Νανούκα στο σχολείο και μετά πάω να αντιμετωπίσω την Τζώρτζια
την θυμωμένη μητέρα μου που θεωρεί ότι στα εικοσιεφτά μου είμαι ακόμα μια ανώριμη έφηβη που κάνει την επανάσταση της φεύγοντας μακριά, ξεχνώντας φυσικά ότι τα
τελευταία έξη χρόνια δεν μένω μαζί της αλλά δυο τετράγωνα μακριά από το
πατρικό μου σπίτι.
Την βρίσκω πιο χαλαρή και άνετη από ότι περίμενα και με ξαφνιάζει όταν μου φτιάχνει χαμογελαστή ένα ζεστό κακάο και μου προσφέρει μια γενναία μερίδα από σπιτικό κέικ μπανάνας. Από πότε η Τζώρτζια κατασκευάζει κέικ?
Κάτι λιγοστές προσπάθειές της που θυμάμαι ήταν σκέτη καταστροφή , με κάτι περίεργα καφετιά ή μαυροκαπνισμένα παρασκευάσματα που ήταν αδύνατον να τα φας και τα
πέταγε η ίδια στα σκουπίδια μαζί με τις φόρμες τους καθώς ορκιζόταν ότι δεν θα ξανάκανε
το λάθος να θέλει να μας ευχαριστήσει με τα σπιτικά της γλυκά.

Ευτυχώς για μένα και τον πατέρα μου κρατούσε αυτή της την υπόσχεση και την ξεχνούσε σπανιότατα.
Έτσι και τώρα καθώς τρώω το πραγματικά θαυμάσιο κέικ και αναρωτιέμαι πως το
κατάφερε με προσγειώνει στην πραγματικότητα.
«Η Έλενα το έφτιαξε, είναι καινούργια συνταγή, μόλις προχθές την είπε η Βέφα».
Μα φυσικά! Η Έλενα η κολλητή της που παρακολουθούσε με θρησκευτική προσήλωση
την εκπομπή της Βέφας, της εθνικής μας μαγείρισσας που έχει γίνει αιτία να μπουν
φωτιές σε αρκετά σπίτια χάρη σε τόσες πρόθυμες αλλά ανεπίδεκτες μαθήσεως μαθήτριες
από τηλεοράσεως.
«Λοιπόν το αποφάσισες»,δεν κατάλαβα αν ήταν ερώτηση ή διαπίστωση αυτό ,
κατάλαβα όμως το πειραγμένο ύφος της.
. «Σήμερα φεύγουμε μαμά, το ξέρεις αυτό εδώ και μέρες».
. «Φυσικά και το ξέρω! Για πόσο ανόητη με περνάς? Μα ήταν ανάγκη να πας στην
άλλη άκρη της γης για να βρεις δουλειά?».
Μα γιατί αυτή η γυναίκα θέλει να μου φέρει πάλι στο νου τις χθεσινοβραδινές μου φοβίες?
Το ίδιο δεν σκεφτόμουν και εγώ?
« Δεν θα πάω στην γη του Πυρός μαμά, στην Κρήτη πάω, μπορείς να έρθεις όποτε
θέλεις και να καθίσεις μαζί μας όσο θέλεις».
« Το ίδιο κάνει» επιμένει η μανούλα μου με παιδικό πείσμα «και ξέρεις πως
είμαι πολύ γριά για να κάνω μεγάλα ταξίδια και να είμαι μακριά από τους γιατρούς».
Νοιώθω την μπουκιά από το κέικ να μου κάθεται στον λαιμό, από πότε η Τζώρτζια αναφέρει τις απαγορευμένες λέξεις όπως ‘’ γριά ‘’ και ‘’γιατρός’’ ??
«Μα είσαι υγιέστατη» της υπενθυμίζω.
«Τώρα ναι, αλλά θα είμαι και τον άλλο μήνα που εσύ θα είσαι μακριά μου? Και δεν σκέφτεσαι την εγγονή μου που δεν θα έχει κανέναν να την φροντίζει εκεί που θα την πας?»
« Θα έχει εμένα και όσο για σένα θα είσαι πάντα μανούλα μου μια υγιέστατη γιαγιά
που θα έρθεις να μας βρεις όποτε μας πεθυμήσεις».
Την αγκαλιάζω τρυφερά και το άγριο βλέμμα της μου δείχνει ότι ίσως το παρατράβηξα
με τις γλύκες και ειδικά αυτό το ‘’γιαγιά’’ τι το ήθελα?
« Δεν μου αρέσουν τα ταξίδια» επιμένει και ξεφεύγει από την αγκαλιά μου.
δεν με παραξενεύει η συμπεριφορά της, έτσι και αλλιώς ποτέ της δεν υπήρξε ιδιαίτερα εκδηλωτική στα συναισθήματά της , ούτε ιδιαίτερα τρυφερή, οπότε ήταν συνηθισμένο για κείνη να αντιδρά μάλλον με θυμό ακόμα και στις δικές της αδυναμίες.
Θέλω να της υπενθυμίσω ότι μια χαρά κάνει πολύωρα ταξίδια με τις φίλες της καθώς
έχουν επισκεφτεί όλα σχεδόν τα μοναστήρια της χώρας , αλλά το αφήνω να περάσει.
Δεν θέλω να τσακωθώ μαζί της για τίποτα σήμερα, έχω τόσα να σκεφτώ ώστε το αν θέλει
ή όχι η Τζώρτζια να έρθει κάποια στιγμή να μας επισκεφτεί μου φαίνεται ασήμαντο.
Ούτε θέλω να της πω για μια ακόμα φορά ότι κουράστηκα να κάνω δουλείες του
ποδαριού, ντίλερ σε βιβλία ή καλλυντικά από άγνωστες εταιρείες, προσπαθώντας
να πουλήσω άγνωστα και αμφιβόλου ποιότητας προϊόντα που υποτίθεται ότι εγώ
φοράω χρόνια ή τηλεφωνήτρια ή όπως η τελευταία από τις δουλειές που έχω κάνει, υπάλληλος στο μικρό μάρκετ της πλατείας με το πτυχίο της παιδαγωγικής Ακαδημίας
να μουχλιάζει στο κάδρο επάνω από το εφηβικό μου κρεβάτι στο πατρικό μου.
Τουλάχιστον μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω μια αρχή στην ζωή μου.
Δεν υπήρχε λόγος να τα πω όλα αυτά στην μανούλα μου , τα ήξερε καλά έστω κι αν
ήθελε να τα θυμάται με τον δικό της τρόπο….πράγμα που σημαίνει πως θυμάται
ότι θέλει , όποτε θέλει!

Σηκώνομαι να φύγω, έχω κάτι λίγα ακόμα να μαζέψω, αν και τα περισσότερα είχαν
ήδη μπει σε κούτες και είχαν μεταφερθεί στο υπόγειο της Τζώρτζια.
.... «Μη φύγεις ακόμα, με σταματά, έρχονται τα κορίτσια να σε δούνε».
Τα ΄΄κορίτσια΄΄ είναι πάνω κάτω στην ηλικία της , πάνω από τα πενηνταπέντε και
κάτω από τα εκατό, απροσδιόριστο πόσο είναι η κάθε μία και μόνο αν κάποια από τον Σύλλογο της Δαντέλας αφήσει τον μάταιο ετούτο κόσμο ακούγεται η πραγματική της ηλικία…. {η Ζωίτσα, τόσο νέα! Μα να μας φύγει έτσι! Στα ενενήντα εννιά??}
Κάθομαι λοιπόν και πάλι περιμένοντας τα κορίτσια , δεν θέλω να της χαλάσω το χατίρι
και εξ άλλου πάντα συμπαθούσα αυτή ειδικά την επιλογή της μητέρας μου να έχει γίνει
μέλος σε έναν γυναικείο σύλλογο ( έστω και με αυτόν τον τίτλο που ουδεμία σχέση είχε
με τις δραστηριότητες τους….ούτε καν σύλλογος δεν ήταν , μόνο καμιά δεκαριά φίλες
που μετά την σύνταξή τους είχαν απεριόριστο χρόνο για να είναι μαζί και ποτέ δεν είχαν πιάσει βελονάκι στα χέρια τους για να πλέξουν δαντέλες, μόνο την ντάμα κούπα και τον μπαλαντέρ γνώριζαν και φυσικά όλα τα κυλικεία και τα μοναστήρια της χώρας…).
Εκεί μέσα η μητέρα μου βρήκε τις φίλες που δεν είχε σε όλη της την ζωή.
Γιατί η Τζώρτζια πάντα το έλεγε ότι οι φίλες είναι για να σου καταστρέφουν την ζωή ,
να σου κλέψουν τον άντρα, να σε διαβάλουν στην δουλειά σου και παρ ότι η ίδια ποτέ
δεν είχε δουλέψει εκτός σπιτιού και είχε έναν άντρα που δεν θα τον έλεγες και προσωποποίηση της έντονης δραστηριότητας σε όλους τους τομείς και την κοίταζε
στα μάτια, ποτέ της δεν απέκτησε καμία φίλη, καμία κολλητή, μόνο γνωστές που τις
έβλεπε σπανίως και ποτέ έξω από το σπίτι, το δικό της ή το δικό τους.
Αδιάφορες τυπικές επισκέψεις , αδιάφορες ΄΄φιλίες΄΄.
Έτσι απόρησα πως λίγους μήνες μετά τον θάνατο του μπαμπά η μητέρα μου να
βρίσκεται ανάμεσα σε μια ομάδα από γυναίκες που παίρνουν σοβαρά την λέξη φιλία
και συντροφικότητα.
Και όμως η Τζώρτζια είναι από τα πιο ενεργά μέλη αυτής της παρέας και σύντομα όπως
η ίδια λέει θα την υποστηρίξουν για την θέση της ΄΄προέδρου΄΄ !
Χαίρομαι γι αυτήν , είμαι πιο ήσυχη καθώς ξέρω ότι φεύγοντας δεν θα είναι ολομόναχη
μα θα έχει αρκετές φίλες να γεμίσουν το κενό που της αφήνει η Νανούκα περισσότερο
και μετά η δική μου απουσία.
Όλα αυτά τα χρόνια που λείπω από το πατρικό μου και από την γέννηση της Νανούκας,
η Τζώρτζια είχε μάθει να την έχει κοντά της αρκετές ώρες της ημέρας όσο εγώ έπρεπε
να δουλεύω για να τα βγάλουμε πέρα, ακόμα και όταν η μανούλα μου διαμαρτυρόταν
για τις δουλειές που έκανα, δεν μπορούσα να γυρίσω πάλι κοντά της και να περιμένω
να μας ζήσει εκείνη με την μικρή της σύνταξη, δεν θα μπορούσα να το ανεχτώ και αυτό
στην αρκετά ένοχη συνείδηση μου.
Οι κυρίες του Συλλόγου που ήρθαν ήταν τρείς , οι πιο κολλητές της Τζώρτζια που υποπτεύομαι ότι τώρα που δεν θα έχει να παίρνει την Νανούκα από το σχολείο της τα μεσημέρια και να την κρατά μέχρι να γυρίσω από την δουλειά μου να την πάρω, θα την πείσουν να γεμίζει τις ώρες της μαζί τους κάνοντας υπερωρίες στην μπιρίμπα!
Την βλέπω την μανούλα μου να παίρνει και το πρωτάθλημα!





Συνεχίζεται_







Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...