15.5.12

το λιθάρι της ζωής μας




Ξημέρωνε  και ήμασταν στον δρόμο, φορτωμένοι με τα φτυάρια και τις αξίνες,
τον βράχο που αφήσαμε από εχθές να μας κλείνει τον δρόμο σήμερα έπρεπε
να τον ανεβάσουμε ψηλά στο βουνό.

Κανένας μας δεν ρώτησε το πώς θα τα βγάλουμε πέρα, μόνο περπατούσαμε
χαμογελαστοί, τραγουδώντας ένα παλιό παιδικό τραγουδάκι με γλυκό σκοπό,
ολότελα αταίριαστο για μια παρέα σαν την δική μας.

«Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν αταξίδευτο…. ωε ωε ωε ωε ….»

Ο Ηλίας , η Ειρήνη, ο Στάθης, ο Αντρέας με τα μανίκια από το γαλάζιο του
πουκάμισο σηκωμένα και πόσο γέλασα σαν τον είδα να φορά αυτό το καλό του
ρούχο και να έχει ανάρριχτα στον έναν ώμο το σκουριασμένο φτυάρι  και το
σακούλι με το προσφάι του στο άλλον.

«Γιατί  γελάς Μαράκι ?» με ρώτησε γελώντας κι αυτός« ένα παλιοπουκάμισο είναι,
τι θα περιμένω να το φορέσω στον γάμο σου? Θα πάρω άλλο τότε βρε χαζή!»

«Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι ,
 μέσα εις την Μεσόγειο ωε ωε  ωε ωε…»

Μέχρι το μεσημέρι παλεύαμε να ξεκολλήσουμε τον βράχο από την γη, ματώσανε
τα χέρια μας, γεμίσαν χώματα τα πόδια μας,  ιδρώσαν τα κορμιά μας ,  έτρεχε
ο ιδρώτας χοντρές σταλαγματιές , σημάδια άφηνε όπου πατούσαμε , μέχρι που
τα καταφέραμε και όλοι μαζί την ξεκουνήσαμε την πέτρα, την βγάλαμε από την
φωλιά της γης και απόμεινε νικημένη να αγκομαχά κι αυτή μαζί με εμάς
που καθίσαμε στην σκιά της ελιάς να πάρουμε ανάσα.

Ξετρελαμένα κελαηδούσαν τα πουλιά, μύριζε το καλοκαίρι που ερχόταν, σαν
το φρέσκο ψωμί που ξερόψηνε η γιαγιά Μαρία και μου ΄δινε κρυφά μια γωνίτσα
μόλις το ΄βγαζε καυτό καυτό,  μύριζε σαν το  φαγητό της Κυριακής το μπριάμι
με τα μπαχάρια και το φρέσκο σκόρδο, σαν την γλυκιά πίτα της μάνας μου με την
καψαλισμένη ζάχαρη και την κανέλλα…
Πεινάγαμε κι ανοίξαμε τους μπόγους που κουβαλάγαμε , ντομάτες, ελιές, τυριά,
ψωμιά όλα για όλους να τρώμε και να τραγουδάμε ακόμα πιο δυνατά τώρα που
βγάλαμε το εμπόδιο.

«Και σε πέντε έξη εβδομάδες,
 τελειώσαν όλες οι τροφές…ωε ωε ωε ωε…»

Άντε να τελειώνουμε σήμερα κι ας ήταν ντάλα ο ήλιος πανωθέ μας, βάλαμε τις
πλάτες να ανεβάσουμε το λιθάρι ψηλά στο βουνό, να το δούνε όλοι πως τα
καταφέραμε εμείς να σπρώξουμε την ζωή μας ψηλά, παντιέρα μας να γίνει
τούτο εδώ το βάρος .
Σβάρνα κόντευε να μας πάρει και
«εεεπ…οοοπ…εεεπ» άντε και βήμα στο βήμα το φτάσαμε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά
στην πλαγιά, στην ανηφόρα, φωτιά πήρανε τα χέρια μας, τα πόδια σταθερά
στο χώμα, τα μπράτσα να καίνε, η καρδιά να χτυπά στα στήθια μας, να γελά
ο Αντρέας, να σιχτιρίζει ο Στράτος, να τραγουδά η Ειρήνη, να βογκάω εγώ
για το σκισμένο φουστάνι μου και τα ματωμένα πόδια μου.

Έφτασε το λιόγερμα , γέμισε χρώματα ο ουρανός πανωθέ μας , κιτρίνισαν
τα σύννεφα, μαβιά, μενεξελιά, πολύχρωμα λουλούδια του Θεού η ζωγραφιά
επάνω από τα κεφάλια μας την ώρα που σπρώξαμε για τέλος το λιθάρι στην
κορυφογραμμή για να το δούνε όλοι πως το νικήσαμε το βουνό, πως φέραμε
τα κάτω επάνω, πως ακουμπήσαμε τον ουρανό μας.

«Και τότε ρίξαμε τον κλήρο,
 να δούμε ποιος θα φαγωθεί … ωε ωε ωε ωε»

Έπεφτε γοργά ο ήλιος πέρα στον ορίζοντα που λαμπύριζε η Θάλασσα χρυσαφιά
να κρατήσει το τελευταίο της μέρας φως.
Κύλησε η μέρα, ζαλίστηκε η χαρά μας κύλισε κι αυτή  να φύγει, ακούστηκε βαθύ
το τραγούδι της γης, κούνησε το λιθάρι και πήρε αυτό μονάχο του, τον δρόμο
του γυρισμού σβαρνώντας πόδια, χέρια, ιδρωμένα κορμιά, χαμόγελα, τραγούδια.

Κρύφτηκε το φεγγάρι, δεν τόλμησε τ΄ αγριεμένα μάτια ν΄ αντικρίσει, τα ουρλιαχτά
που βγαίναν μέσα από τα πονεμένα σωθικά, τα ξεσκισμένα κορμιά.
Τα ξεριζωμένα μαλλιά μας στρώμα κάναμε, τα δάκρυα που σταλάξανε πλύναν
το σακατεμένο χαμόγελο , δάχτυλα ματωμένα χαράξανε σύμβολα αγάπης στο μέτωπο,
στις παλάμες, στα πόδια και σάβανο το γαλάζιο  πουκάμισο τύλιξε το άψυχο κορμί.

Να ξημερώσει η μέρα περιμέναμε , την κατηφόρα μας να πάρουμε και πάλι,
χίλιες φορές πιο δυνατοί, με φτερούγες στους ώμους, με καρδιές γεμάτες
από τον αδελφό που χάθηκε, με κορμιά σιδερένια, το λιθάρι που τον δρόμο κλείνει
να ανεβάσουμε από τα ριζά του βουνού μας ψηλά στην κορφή.
Φωτιά θα του βάζαμε σαν θα έβγαινε ο ήλιος.

Στον ορίζοντα ξημερώματα είδαμε τις σκιές, χιλιάδες γέμισαν τα περιβόλια,
τις αυλές, τις μάντρες, βουητό σαν μελίσσι έφτανε στ΄ αυτιά μας ενώ εμείς
τρέχαμε στην κατηφόρα ανεμίζοντας ένα γαλάζιο κουρέλι για σημαία μας.

 Δεν ήμασταν μόνοι μας πια.








Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...