1.8.11

πολύ αργά ......


Ανέβαινε αργά, με κουρασμένα βήματα τον λόφο,
έχοντας τον ήλιο στην πλάτη της
να χρυσώνει με τις τελευταίες αναλαμπές της μέρας τον δρόμο της.
Τα σύννεφα έπαιρναν ήδη τα τελευταία τους χρώματα,
λίγο από ρόδινο, λίγο από μοβ, λίγο από γκριζολευκο,
ο αέρας τα ξέφτιζε και τα έσπρωχνε να φύγουν προς το βάθος του ορίζοντα,
εκεί που η άκρια της θάλασσας συναντά το γαλάζιο τ’ ουρανού
και μαζί καταπίνουν τον δίσκο του ήλιου για να γεννήσουν την νύχτα
σε έναν αέναο κύκλο, κάθε μέρα, κάθε νύχτα,
για τόσα χρόνια που δεν μπορεί να συλλάβει τ΄ ανθρώπου ο νους.


Σταμάτησε να πάρει ανάσα, είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια,
τα γόνατα της έτρεμαν, ήθελε να γείρει το λεπτό κορμί της εκεί,
πάνω στις πέτρες μα αν σταματούσε ήξερε πως δεν θα χε το κουράγιο
μετά να συνεχίσει, να τελειώσει αυτό που άρχισε.
Έσφιξε στην χούφτα της το τσαλακωμένο γράμμα,
το έφερε κοντά στο πρόσωπο της και το μύρισε,
εκείνος ήταν εκεί μέσα, η μυρωδιά του
και ας μην μύριζε τίποτα αυτό το ξερό πολυκαιρισμένο χαρτί,
τα δικά του γράμματα χόρευαν μπροστά στα θολωμένα μάτια της………


____Αγάπη μου
μη κλάψεις καρδούλα μου , γρήγορα θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου,
να ξαναφύγουμε μαζί, αφού το ξέρεις πως ζωή δεν έχουμε σε αυτόν τον τόπο,
περίμενέ με αγάπη μου, εγώ σε παίρνω τώρα μαζί μου, σε έχω στην βαθιά
στην καρδιά μου , πολύτιμο φυλαχτό μου, δικιά μου αγαπημένη μου,
έχω τα μάτια σου, την αγκαλιά σου, την γλυκιά σου την φωνή να μου λέει
σ΄ αγαπώ…
θα γυρίσω καρδιά μου, θα περάσει γρήγορα ο καιρός να το δεις
και θα είμαστε για πάντα μαζί, να φτιάξουμε το σπιτικό μας,
να μεγαλώσουμε τα παιδάκια μας……
μη κλάψεις καρδούλα μου, δυνατή σε θέλω τώρα,
να με περιμένεις.


Φίλησε το γράμμα και έβαλε σε αυτό το φιλί όλη την ραγισμένη καρδιά της,
όλη την λαχτάρα της για εκείνον που δεν γύρισε ποτέ και ας της το ΄χε ταμένο
και ας μαράζωσε να τον περιμένει χρόνια ατελείωτα.


Έφτασε αγκομαχώντας στην κορφή του βράχου και αγνάντεψε το πέλαγος.
Εκεί ψηλά έδωσαν το πρώτο τους φιλί,
εκεί της ορκίστηκε πως για πάντα θα ήτανε δικός της . 
Έλυσε τα μαλλιά της και ο αέρας τα πήρε ,
λευκά μπαμπάκια και τα σβούριξε γύρω από τον λαιμό της,
όρθωσε το κορμί της , σα να ξανάγινε και πάλι είκοσι χρονών
και εκεί άνοιξε την παλάμη της ........
πέταξε το γράμμα που φύλαγε τόσους χρόνους
να πέσει στα βράχια κάτω στα πόδια της.
Παρακολούθησε την πορεία του με μάτια στεγνά από δάκρυα πια,
να κυλάει , να ξανεμίζεται, να φτάνει σαν φτερό
κάτω χαμηλά στα κύματα που χτύπαγαν τα βράχια
και να χάνεται στους λευκούς αφρούς.


___  Γυρίζει Λένη, γυρίζει ο Κωνσταντής,
μεγάλος και τρανός ξανάρχεται στο νησί μας,
έφτασε στον Πειραιά, αύριο θα είναι και πάλι εδώ,
για σένα ρώταγε καημένη Λένη, τι κάνεις, να σε δει θέλει.


Όρμησαν οι θύμησες,
Ο Κωνσταντής, οι ματιές, τα σκιρτήματα,
η αγκαλιά του, τα φιλιά του, η αγάπη τους, το φευγιό του.
Και τώρα γύριζε ξανά, μετά από σαράνταπεντε  χρόνια ,
χωρίς ένα γράμμα, χωρίς  τίποτα από δαύτον
που τον περίμενε όπως η πιστή Πηνελόπη τον Οδυσσέα της,
γύριζε πλούσιος, αυτά βλέπεις μαθαίνονται  γρήγορα, 
γύριζε και ήθελε να την δει!!


___Όχι βρε Κωνσταντή πείσμωσε  εκείνη
Δεν θα με δεις πια, όσο σε περίμενα δεν με σκέφτηκες
να μου στείλεις δυο λόγια,
όχι να ΄ρθεις  να με πάρεις όπως μου ΄ταξες,
αλλά δυο λόγια παρηγοριάς, δεν ήθελα εγώ τα πλούτη σου,
τι να τα κάνω τα λεφτά σου ?
να γεμίσω το σπίτι μας παιδιά και εγγόνια με δαύτα?
Να αγοράσω τα νιάτα μας?
Κράτα τα Κωνσταντή και να σαι καλά,
Ζήσε με αυτά που κέρδισες
Αυτά που κουράστηκες να κερδίσεις
Δικά σου είναι, γι αυτά με πούλησες
Άντε στο καλό σου Κωνσταντή.


Γύρισε και σαν θαλασσοπούλι γοργά  κατέβηκε από τον βράχο
πίσω στο χωριό, μπήκε στην αυλή της και έκλεισε ξωπίσω της
την αυλόπορτα, την διπλοκλείδωσε.


Δεν άνοιξε την πόρτα της όταν έφτασε εκείνος στο λιμάνι,
δεν καταδέχτηκε να κατέβει με το πλήθος να σταθεί να τον υποδεχτεί,
ούτε σαν έφτασε την ίδια μέρα στο σοκάκι της και της χτύπησε την πόρτα του άνοιξε,
δεν καταδέχτηκε ούτε ένα ΄΄ φύγε ΄΄ να του πει για να μην ακούσει την φωνή της.


Μια βδομάδα ξεροστάλιαζε έξω από την αυλή της,
την παρακάλαγε άλλοτε με φωνή κομμένη από τους λυγμούς,
άλλοτε διατάζοντας,
άλλοτε βροντοχτύποντας και απειλώντας να ρίξει την αυλόπορτα,
μα εκείνη ούτε που έβγαινε να δει τι γίνεται,
μόνο άκουγε πίσω από τις κλειστές κουρτίνες.


Εκείνος έφυγε ξανά, κατάλαβε .


Πήρε το καράβι και χάθηκε και πάλι από εκεί που ήρθε.


Ξαναβγήκε εκείνη στην αυλή της,
περιποιήθηκε τα λουλούδια της,
χαιρέτησε τις γειτόνισσες και έφτιαξε τον καφέ της
να τον πιει κάτω από την κληματαριά.


_____Άρε καημένε Κωνσταντή,
ούτε την αυλόπορτα δεν ήσουν άξιος να σπάσεις……
μουρμούρισε και ρούφηξε μια γουλιά καφέ.

Levina

 

.

30.7.11

Εφιάλτης








Ώρες γεμάτες κοφτές ανάσες, μάτια κλειστά που τρεμοπαίζουν
Στις στιγμές του ονείρου…
Ένας τόπος θολός, μισοσκόταδο και ας ήταν μέρα ακόμα.
Το φως του ήλιου δεν μπορούσε να περάσει από τις φυλλωσιές
των ψηλών δέντρων, μόνο κάπου κάπου κάποια θλιβερή αχτίνα
έσκιζε σαν μαχαιριά κάθετα την ομίχλη και έφτανε
να χαθεί στα πεσμένα φύλλα που θρόιζαν σε κάθε κίνηση.
Η υγρασία κόλλαγε επάνω στο γυμνό δέρμα της, σε κάθε βήμα
ένοιωθε όλο και πιο βαριά τα πόδια της να βουλιάζουν μέσα
σε ένα παχύ στρώμα λάσπης που σήκωνε μια βαριά μυρωδιά
μούχλας, σάπιων φύλλων, και κάτι ακόμα χειρότερο,
που πότιζε κάθε ίνα του κορμιού της, έμπαινε βίαια από
τα ρουθούνια της, έσφιγγε τα χείλη για να το κρατήσει μακριά,
αλλά εκείνη η ασύλληπτη μυρωδιά, έσφιγγε τον λαιμό της,
της έκλεινε την ανάσα, την έπνιγε.
Δεν μπορούσε να σταματήσει, τα γόνατα της έτρεμαν από την
προσπάθεια αλλά μόλις έκοβε λίγο τα βήματα της, τα πόδια της
βυθίζονταν γρήγορα μέσα στην λάσπη και έπρεπε να προσπαθεί περισσότερο να κάνει το επόμενο βήμα.
Στην αρχή δεν της έκανε εντύπωση , μα κάποια στιγμή κατάλαβε
πως δεν άκουγε τίποτα. Τα πουλιά δεν κελαιδούσαν πια,
κανένας μακρινός ήχος δεν έφτανε στα αυτιά της.
Απόλυτη σιωπή, μόνο την λαχανιασμένη ανάσα της άκουγε
να βγαίνει ρυθμικά, βαριά μέσα από το στήθος της…
Έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος, αγκαθωτοί θάμνοι
της έκλειναν τον δρόμο της, πιάνονταν από το φόρεμα της,
γρατζούνιζαν τα γυμνά μπράτσα της, γέμιζαν πληγές τα πόδια της, προσπαθούσε μάταια να αποφύγει τα χαμηλά κλαδιά των δέντρων
που άρπαζαν τούφες από τα μαλλιά της και ο πόνος της
έφερνε δάκρυα στα μάτια, αλλά προχωρούσε, δεν είχε άλλη επιλογή,
κάπου εκεί μπροστά ήταν η έξοδος, κάποια στιγμή το δάσος
θα τελείωνε, ήταν απόλυτα σίγουρη γι αυτό.
Ένα μικρό θρόισμα, ένας ήχος διαφορετικός από τους δικούς της,
μια ανάσα ξεχωριστή , όχι η δική της, κάτι πλησίαζε, ζώο ή άνθρωπος?
Ανατρίχιασε, μια παγωνιά απλώθηκε μέσα της, ο φόβος άρπαξε
την καρδιά της που χτυπούσε ακανόνιστα, της έκοψε την ανάσα.
Ότι και αν ήταν πλησίαζε ερχόταν γρήγορα, άκουγε το θρόισμα
όλο και πιο κοντά, προσπάθησε να σκίσει με το βλέμμα τα πέπλα
της ομίχλης γύρω της, να δει, να καταλάβει, μα όλα θολά γύρω της
και τότε έκανε το μόνο που μπορούσε να κάνει……..έτρεξε.
Σαν αγρίμι έβγαλε φτερά στα πονεμένα πόδια της, έτρεχε σταθερά
γλιστρώντας κάθε τόσο πάνω στο λασπωμένο έδαφος, χωρίς
να νοιώθει τα κλαριά που την μαστίγωναν, τα αγκάθια που την μάτωναν,
μόνο την παγωνιά μέσα της ένοιωθε και αυτό που την πλησίαζε
το ίδιο γοργά όσο έτρεχε κι εκείνη.
Πείσμωσε, ο φόβος της την έσπρωχνε, έριχνε κλεφτές ματιές
πάνω από τον ώμο της, μα δεν υπήρχε τίποτα να δει…
Κλαριά που έσπασαν πίσω της, μια σφυριχτή ανάσα,
ένα άγγιγμα στον ώμο της. Πάγωσε το αίμα της.
Ότι και αν ήταν… Σκοτάδι ήταν, θάνατος…
Πετάχτηκε στον ήλιο σαν σφαίρα μέσα από τα σκοτάδια των δέντρων
και βρέθηκε στο πιο ηλιόλουστο μέρος που είχε δει ποτέ.
Ένα στρογγυλό ξέφωτο, ένας μικρός λόφος με ένα μοναχικό δέντρο βελανιδιάς στην κορφή του και πιο κάτω ένα ρυάκι με κελαρυστά
νερά να τρέχουν.
Μπορούσε να δει τα πουλιά που τιτίβιζαν πεταρίζοντας γύρω της,
τα πολύχρωμα λουλούδια που γέμιζαν το μικρό λιβάδι,
άκουγε το νερό που έτρεχε, τα μάτια της την πονούσαν από το πολύ φως.
Έβαλε το χέρι αντήλιο και τότε το είδε.
Εκεί στην κορφή του λόφου , πλάι στην βελανιδιά, ένα μικρό σπίτι,
με κόκκινα κεραμίδια και καμινάδα από πέτρα.
Προχώρησε θαρρετά προς εκεί.
Έβλεπε πια την βαριά ξύλινη πόρτα, τα μικρά παράθυρα
με τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα και τις λευκές κουρτίνες
που φαινόταν μέσα από τα τζάμια.
Πήρε βαθιά ανάσα και όρμησαν μέσα της τα αρώματα της γης,
λουλούδια, νερά, χλόη, η ζεστασιά του ήλιου, γέμισαν
τα μάτια της Ουρανό.
Η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα βγήκε στο κατώφλι.
Έβλεπε τα μάτια της, το γλυκό χαμογελαστό πρόσωπο,
τα λευκά μαλλιά, το γαλάζιο φουστάνι και την κεντημένη λευκή ποδιά…
Έβαλε φτερά στα πονεμένα πόδια της, άρχισε πάλι να τρέχει
να την συναντήσει.
Η γυναίκα άνοιξε τα χέρια…
Δυο δυνατά χέρια που σφίχτηκαν γύρω της μια αγκαλιά
που μοσχοβόλαγε, μια μυρωδιά τόσο οικία, τόσο δικιά της…
Μάνα……βόγκηξε
Μάνα …..φώναξε
Δεν άκουγε πια την φωνή της , η αγκαλιά ήταν άδεια, το ίδιο άδεια
ήταν και τα μάτια της.
Και πάλι σκοτάδι.


Levina








28.7.11

ΠΑΤ


Εχθές νόμιζε πως ζούσε
Άκουγε την δική της ανάσα
Να βγαίνει αργά , ρυθμικά από το δικό της στήθος
Εχθές νόμιζε πως ονειρευόταν
Όνειρα παιδικά, γεμάτα δράκους  και ιππότες
Εχθές νόμιζε πως έβλεπε καθαρά γύρω της
Πως τα ήξερε όλα
Πως τα είχε δει όλα
Και τίποτα δεν θα την ξάφνιαζε
Μπορούσε να μαντέψει την επόμενη κίνηση
Ήταν καλή σε αυτό το παιχνίδι
Πολεμικό παιχνίδι ήταν
Έφτανε σχετικά εύκολα στο  ΣΑΧ
Όμως μπήκε σε άλλο παιχνίδι
Χωρίς σκακιέρα ενδιάμεσα
Μόνο δυο πιόνια
Εκείνη και αυτός
Χάθηκε
Παλεύει να προλάβει την παρτίδα
Παρατηρεί τα μάτια του
Βλέπει τα χέρια που τρέμουν από προσμονή
Ακούει την σιγανή φωνή
Μια σταγόνα ιδρώτα που εμφανίζεται στους κροτάφους
Ένα δάκρυ
Ανατριχιάζει
Επιδερμίδα που μοιάζει ανταριασμένη θάλασσα
Τα μάτια θολώνουν
Η φωνή γίνεται λυγμός
Μα δεν είναι παιχνίδι
Δεν υπάρχει ένας νικητής
Δυο θα είναι
Εκείνη και αυτός
Ένα χαμόγελο
Μια αγκαλιά
Ένα φιλί
Δυο χέρια σφιχτά δεμένα
Δεν χρειάζονται λόγια

Η ανάσα

Η σιωπή  τους .........μιλάει

Και ένας ήλιος να τρυπώνει ανάμεσα τους

Να τους πλημμυρίζει φως

Να τους δίνει ζωή









(πατ.....ισοπαλία στην σκακιέρα
σαχ.....η παρτίδα λήγει με ματ)


22.7.11

Β Ι Α



BIA
(Γυναικείες στάχτες)

Ξημερώνει.
Βλέπω την ροδαυγή πίσω από τα κλειστά τζάμια, ανάμεσα
στις τραβηγμένες κουρτίνες κι εγώ είμαι ακόμα καθισμένη
στην βάση της σκάλας, ακουμπισμένη στην κουπαστή.
Δεν θυμάμαι πόσες ώρες έχουν περάσει να βρίσκομαι ακίνητη
σε αυτή την θέση. Μόνο τον πόνο νοιώθω.
Όχι δεν είναι πόνος, ένα μούδιασμα είναι που έχει απλωθεί
από τις άκρες των ποδιών μου μέχρι το κεφάλι μου.
Κοιτάζω τα ματωμένα χέρια μου και ανακαλύπτω πως με
μια ανεξήγητη τρυφερότητα κρατώ στις χούφτες μου μερικές
ξεριζωμένες τούφες από τα ίδια μου τα μαλλιά.
Πόσο διαφορετικό φαίνεται τώρα το χρώμα τους από όταν
κοίταζα κάποτε το καλοχτενισμένο μου κεφάλι στον καθρέφτη
του μπάνιου. Τα νεκρά μαλλιά αλλάζουν χρώμα, όπως αλλάζουν
κι οι νεκρές ψυχές.
Νομίζω πως πρέπει να σηκωθώ όρθια.
Το ξύλινο σκαλοπάτι πιέζει την πλάτη μου και κάποια σκλήθρα
πρέπει να έχει καρφωθεί στον γοφό μου αλλά και πάλι δεν έχω
το κουράγιο να κάνω καμία κίνηση.
Αλήθεια εκείνος πότε άλλαξε τόσο πολύ;
Πότε χαθήκαμε μεταξύ μας και δεν κατάλαβα αυτή την αλλαγή;
Από πότε μια απλή κουβέντα έφτανε για να τον εξοργίσει τόσο;

Τον περίμενα όπως κάθε βράδυ το ίδιο, το τραπέζι στρωμένο,
το φαγητό ζεστό, το μπάνιο του έτοιμο με τις καθαρές πετσέτες
επάνω στο ράφι στοιχισμένες σαν στρατιώτες για πρωινή αναφορά.
Μα αυτό το βράδυ δεν ήρθε και ούτε τηλεφώνησε πως θα αργήσει .
Όταν περασμένα μεσάνυχτα άκουσα το κλειδί του στην πόρτα
πετάχτηκα από τον ύπνο που με είχε πάρει επάνω στον καναπέ
με την τηλεόραση ανοιχτή να τον περιμένω.
Μια απλή ερώτηση ήταν '' Γιατί άργησες; '' και δεν πρόσεξα
το βλέμμα του που ήταν παγωμένο σαν άγρια θάλασσα πριν
προχωρήσω στην επόμενη ερώτηση. '' Ένα τηλέφωνο δεν
μπορούσες να με πάρεις; ''
Νομίζω πως η επόμενη λέξη μου ήταν ένα ... Ανησύχησα και
τότε ένοιωσα την ηρεμία που έρχεται πριν την καταιγίδα.
Σαν μυρίζεις την βροχή στα πεσμένα φύλλα του δρόμου αλλά
ακόμα δεν την έχεις νοιώσει. Μια βροντή ήταν η φωνή του,
άγρια, βραχνή, πολυβόλο που ξερνούσε σφαίρες από κατηγόριες
για το πόσο δεν τον καταλαβαίνω που κουράζεται για εμένα, που
δεν νοιώθω τις αγωνίες του, για την κατάντια μου που είμαι μια γυναίκα άβουλη, άχρωμη, ανόητα ματαιόδοξη... κατηγόριες για το πόσο
άλλαξα και το πόσο με βαρέθηκε με την μονότονη κλαψιάρικη
φωνή μου, το απεριποίητο εγώ μου, το μόνιμα θλιμμένο βλέμμα μου
και σε κάθε του λέξη ένα άγριο ασυναίσθητο σπρώξιμο που καταλήγει
σε βουβές γροθιές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.
Νομίζω πως πισωπατώ καθώς με σπρώχνει η ορμή του και φοβάμαι
αυτές τις λέξεις σφαίρες που ξεστομίζει.
Θέλω να μου εξηγήσει και μόνο ένα '' Γιατί '' βρίσκω να ρωτήσω
προτού το υψωμένο χέρι που δεν μπορώ να αποφύγω πέσει
σαν βαριοπούλα επάνω μου . Δεν νοιώθω πια τα καρφιά που
μπήγονται στο κορμί μου και τα δέχομαι όλα φτάνει να σταματήσει
η φωνή να τρυπάει τα αυτιά μου και το χέρι να βασανίζει το σώμα μου. Αρπάζω το κάγκελο της σκάλας και εκεί κάθομαι στο τελευταίο σκαλί ακουμπώντας την πλάτη μου και μένοντας να κοιτάζω το αίμα που
στάζει στα πόδια μου. Που στο καλό βρέθηκε τόσο αίμα;
Κατάφερα να μη φωνάξω. Βουβά έτρεξαν τα δάκρυά μου να μη
μας ακούσει η γειτονιά και τώρα να που ξημέρωσε.
Αυτό το κορμί να μη θέλει να με υπακούσει και με το ζόρι του δίνω
εντολή να σηκωθεί.
Εκείνος ροχαλίζει στο κρεββάτι μας.
Μπήκα στο μπάνιο και σκούπισα το αίμα μου επάνω στις
καλοδιπλωμένες πετσέτες που τον περίμεναν. Μετά ντύθηκα
αθόρυβα και γέμισα ένα σάκο με όσα ρούχα μπορούσα να πάρω.
Πήρα όσα χρήματα βρήκα στις τσέπες και στο συρτάρι του και
βγήκα στον δρόμο χωρίς να μπω στον κόπο να κλείσω την πόρτα
πίσω μου . Ένας σάκος, λίγα χρήματα, καμία φωτογραφία.
Αυτά είχα μόνο δικά μου για να συνεχίσω τον δρόμο μου .
Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χαϊδεύουν το πρησμένο πρόσωπό μου
και εγώ τις καλωσορίζω σαν Θείο Δώρο.
Μπαίνω στο τραίνο χωρίς να κοιτάξω τον προορισμό.
Δεν με νοιάζει το που θα πάω, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο
πλέον εμπρός μου. Θα κοιτάω τους σταθμούς κι όπου
μου αρέσει το τοπίο και τα σπίτια εκεί θα κατέβω να ξεκινήσω ξανά.
Νομίζω χαμόγελο είναι αυτό που έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου.


Levina











17.7.11

Ικεσία

Tο όνειρο στην γη πετά


Πανσέληνος            Βραδιά ζεστή

Αρώματα απλώνει

Αγιόκλημα και γιασεμί     Στριφταγκαλιάζονται

Απλώνουν κλαριά και φύλλα μυρωμένα

Ξέπλεκα μαλλιά αρπάζουν

Σκοτεινό φουστάνι

Σε μπράτσα λευκά τυλίγονται

Γύρω απ τον λαιμό αστραφτερό γιορντάνι

Πόδια γυμνά      Mαχαίρια οι βράχοι

Μάτια αστραπές που δάκρυα 

φοβούνται να τ΄ αγγίξουν

Σε βουνό ερημικό σε τόπο άγριο

Γονατίζει σέρνεται     Βαριανασαίνει

Άστρα και Αγρίμια οι οδηγοί της

Με φωνή βραχνή μονότονο σκοπό

Τραγούδι θλιμμένο λέει

Νότες απαλές   μουρμουριστές

Γυναίκα αυτή     Βαθιά ψυχή  ατέλευτη

Ικετεύει

Καρδιά που πάλλεται

Κόκκινο το όριο

Πανσέληνος

Λάμψη και αστραπή     

 Παράκληση

Φωτιά απ ασήμι αγκαλιάζει το κορμί

Τ΄ αρπάζει  το υψώνει

Ελεύθερο πετά

Γέλιο στα μάτια τα σκοτεινά

Γέλιο στα χείλη τα στεγνά

Γέλιο  στο αίμα στην  καρδιά

Τραγούδι γάργαρο νερό

Γίνεται η φωνή

Ξημέρωσε και ακόμα αντηχεί

Ονειρο αρχίζει

Τέλος δεν έχει

Μέσα στην μέρα

Στην κάθε μέρα




levina

13.7.11

χωρίς ανάσα



Γιατί ξημέρωσε μια μέρα ακίνητη
ακόμα κι η ανάσα βαριά απ τα στήθη βγαίνει
κι είναι τα πόδια βυθισμένα 
σε μια χρυσαφένια αμμουδιά
πλάι σε μαύρα βράχια που σαν μαχαίρια 
χώνονται στην καρδιά της γης
Πύρωσε ο ήλιος ψηλά 
σ έναν χάρτινο ουρανό
που δυο σύννεφα από μετάξι 
αιχμάλωτα κρατάει
κι είναι ματωμένο ετούτο το κορμί 
βήμα το βήμα να ξεπλυθεί στα κύματα 
μιας άγριας θάλασσας ζητάει
Χωρίς ανάσα αφήνεται 
δίχως σκέψεις χωρίς προορισμό
τα βήματα σέρνει 
επάνω στης γης τα βογγητά
χάνεται το θνητό κορμί 
αλλάζει μορφή 
χάνεται αφανίζεται
σ ένα ανεμοδαρμένο πέλαγο 
μια αλμυρή σταγόνα θάλασσας
απέμεινε απ αυτό που κάποτε 
λεγότανε Γυναίκα.


levina



11.7.11

Φα και Ρε και Μι και Ντο μες το μπλε το ξάγναντο




Φα και Ρε και Μι και Ντο μες το Μπλε το Ξάγναντο

Ο Βοριάς λυσσομανούσε αυτή την βραδιά, περνούσε ξυστά πάνω
από τα κύματα που θέριευαν ώρα με την ώρα, άρπαζε με βία
τις κορφές τους που έγερναν νικημένες, τις κυλούσε πάνω στα σκουροπράσινα νερά που κόχλαζαν και άφριζαν καθώς
τα κοπανούσε ο αγριεμένος άνεμος σα να θελε να τους δώσει
τιμωρία που δεν υπάκουαν στις προσταγές του,
ποιος τρελός θα έβγαινε απόψε έξω από το λιμάνι ?

Μέσα στα καφενεία του λιμανιού είχαν μαζευτεί οι άντρες,
ήξεραν πως και αυτή την βραδιά δεν θα έβγαιναν με τις βάρκες
και κατέβαζαν μονορούφι τα τσίπουρα να ζεσταθούν
από τον παλιόκαιρο που δεν έλεγε να κοπάσει δυο μέρες τώρα.
Μετρούσαν τα μποφώρια και άλλος τα ΄βγαζε εφτά , άλλος στα εννιά
και σταυροκοπιόντουσαν μην υπήρχε κανένα καράβι μέσα στα νερά
και το είχε παραλάβει η αγριεμένη θάλασσα στα νύχια της.

Σύννεφα που έτρεχαν τρελαμένα στον ουράνιο θόλο,
περνούσαν μπροστά από τον δίσκο της Σελήνης και
άλλοτε τον έκρυβαν, άλλοτε τον άφηναν να ρίχνει
ασημένιες σπίθες πάνω στα σκοτεινά νερά.

Ένα γυναικείο κεφάλι πρόβαλε ανάμεσα στα κύματα,
στα ανοιχτά του λιμανιού, γίνηκε ένα με τους αφρούς
των κυμάτων, έλαμψε χρυσάφι λιωμένο κάτω από το
σεληνόφωτο και χάθηκε, για να φανεί ξανά λίγο μετά,
κοντά στον φάρο που ήταν στην άκρη της προβλήτας
εκεί που έσκαγαν τα κύματα πάνω στα βράχια και η ορμή
του νερού ήταν τόση που μπορούσε να τσακίσει άνθρωπο
σαν ώριμο ροδάκινο επάνω στις κοφτερές τις άκρες.

Σαν να μην ένοιωθε τα χτυπήματα από τα άγρια κύματα
στο κορμί της άπλωσε τα χέρια της και βγήκε από την θάλασσα,
τραβήχτηκε μακριά από τα βράχια και κούρνιασε σε μια απόμερη άκρη .

Ό άντρας που βγήκε από τον καφενέ στάθηκε για λίγο ακίνητος,
πήρε μια βαθιά ανάσα να ξεζαλίσει το κεφάλι του ο καθαρός αέρας
από τον καπνό και το ποτό. Κοίταξε ανήσυχος προς την προβλήτα,
οι βάρκες λαμποκοπούσαν βρεγμένες απο τους αφρούς,
χτυπημένες από τα κύματα έμοιαζαν με καρυδότσουφλα
που τα ΄χε βουτήξει ένα χέρι σαν τανάλια και τα κοπανούσε
πότε από την μια και πότε από την άλλη.
Κρύωνε αλλά ήθελε να δει αν η ''Γοργοφτέρουγη'' το σκαρί του,
ήταν καλά, τουλάχιστον να έβλεπε αν κρατούσε γερά η μπίντα
ή μην το φουρτούνιασμα είχε χαλαρώσει τα σκοινιά και κίνησε
με βήμα αργό ενάντια στον άνεμο να πάει κοντά να δει.
Μπορεί η αγριεμένη θάλασσα να μποτζάριζε άγρια τα πλεούμενα
μα όλα καλά δεμένα άντεχαν στον καιρό, το ίδιο και η ''Γοργοφτέρουγη'',
πέταγε πάνω στα κύματα, έγερνε πότε από την μια και πότε από την άλλη,
μα το ξύλινο σκαρί της ανάλαφρα ξέφευγε από την αγκαλιά τους
και γλιστρούσε στο επόμενο κύμα σαν να έπαιζε μαζί τους.

Γύρισε να φύγει, μα εκεί πίσω απ τον τοίχο του φάρου
μια λάμψη έπιασε με την άκρη του ματιού.
Εκείνη την ώρα καθάρισε η Σελήνη, τραβήχτηκαν τα σύννεφα
και απόμεινε άλαλος να κοιτά την γυναίκα που κάθονταν
μισοξαπλωμένη και τον κοιτούσε και εκείνη με δυο μάτια αστραφτερά
σαν δίδυμοι φάροι μέσα στην νύχτα, επάνω σε πρόσωπο τόσο άσπρο
και γυαλιστερό σαν ένα κομμάτι πάγου.
Μπορούσε ακόμα και το χρώμα τους να δει μέσα στο μισοσκόταδο,
το χρώμα που παίρνουν τα νερά στις σπηλιές του νησιού
το καλοκαιράκι που τις λούζει ο ήλιος, διάφανα , πρασινογάλαζα
και αυτά τα μαλλιά που έπεφταν στο κορμί της,
σκέτο χρυσάφι λιωμένο επάνω στο κατάλευκο δέρμα
που έσταζε δροσιά της θάλασσας.
Τότε συνειδητοποίησε πως εκείνη δεν φορούσε ρούχα,
μέσα σε αυτή την παγωνιά , ήταν εκεί ακίνητη, αμίλητη,
χωρίς να προσπαθεί να προφυλαχθεί
και εκείνος ένοιωθε τα πόδια του βαριά,
ούτε βήμα δεν μπορούσε να κάνει.
'' ποια είσαι; '' Ρώτησε μα φωνή δεν βγήκε από τα χείλη του
'' Της θάλασσας η κόρη ! '' άκουσε μια φωνή μέσα στο μυαλό του,
μα τα αυτιά του δεν έπιασαν κανένα ήχο!
Άκουγε όμως, τον ήχο των κυμάτων, τον αέρα που σφύριζε ολόγυρα,
τον παφλασμό από τα σκαριά που χόρευαν στον ρυθμό της θάλασσας,
αλλά δεν άκουγε την φωνή της γυναίκας.
'' Πως βρέθηκες εδώ; ''
'' Με τον δρόμο των κυμάτων ''
Σαν κάπως να συνήλθε και έκανε να βγάλει το βαρύ παλτό
να την σκεπάσει, δεν καταλάβαινε τίποτα μα το μυαλό του
αρνούταν να δουλέψει, να σκεφτεί .

Την πλησίασε με βαριά βήματα και άπλωσε το ρούχο επάνω της
σκεπάζοντας το κατάλευκο κορμί της χωρίς να έχει πάρει τα μάτια του
από το πρόσωπο της.
Η ματιά της τον μαγνήτιζε, σα να έβλεπε όλο του το παρελθόν
μέσα σε αυτή και όλο του το μέλλον και κάτι πετάρισε μέσα
στην καρδιά του.
Μια ηρεμία απλώθηκε στο κορμί του, μια ζεστασιά, ένα σύννεφο
τον τύλιξε και ήταν σα να μη τον άγγιζε ο δυνατός αέρας,
σα να τον προστάτευε το χέρι του θεού, μα δεν μπορούσε
ούτε να κουνηθεί , ούτε να μιλήσει.

Ένα λευκό χέρι απλώθηκε, με τ΄ ακροδάχτυλα τον άγγιξε
και ένοιωσε στο μάγουλό την δροσιά του,
ένα γυναικείο πρόσωπο ήρθε αντίκρυ στο δικό του,
δυο χείλη που έσταζαν αίμα αγγίξαν τα δικά του χείλη
και ένοιωσε να καταπίνει την αλμύρα της θάλασσας .
Ο πόθος πλημμύρισε το κορμί του βαθύς μέχρι τον θάνατο
και άπλωσε τα χέρια να κρατήσει το όνειρο,
να σφίξει το κορμί επάνω στο δικό του,
μα την ίδια στιγμή μόνο το ρούχο απόμεινε στην αγκαλιά του,
ένα βουητό και ένα γέλιο γάργαρο ακούστηκε πάνω από τα κύματα
και στο σπίθισμα του φεγγαριού πρόλαβε να δει
μια αστραφτερή ουρά να χάνεται στα σκοτεινά τα βάθη.

Απόμεινε ολομόναχος να τον χτυπά ο αφρός των κυμάτων
που έσκαγαν στα πόδια του και καθώς η νύχτα έφτανε
στο τέλος της και χάραξε ο Θεός την μέρα κόπασε ο άνεμος
και το κύμα πήρε και αυτό να ημερεύει.

Μπήκε στην ''Γοργοφτέρουγη'', έλυσε τα σχοινιά
και σκυθρωπός κάθισε στην πρύμνη και άρπαξε την λαγουδέρα
ορίζοντας πορεία στα ανοιχτά του λιμανιού.

Στα χείλη του τον έκαιγε το θαλασσινό φιλί
και τα μάτια του σάρωναν στο βάθος το πέλαγος
μήπως βρουν την αστραπή από το χρυσάφι των μαλλιών της,
μα μόνο τα παιχνιδίσματα του ήλιου έβλεπε
πάνω στα ρυτιδιασμένα νερά.
Τέλος…………..όνειρο ήταν και πάει.
'' Τέλος; ''
'' Μα ο ψαράς τι απόγινε, δεν βρήκε τελικά
το όνειρο εκείνης της βραδιάς; ''
'' Ποιος το ξέρει άραγε; Μόνο ο ίδιος μπορεί να απαντήσει,
το βρήκε; ''

Levina





Αφιερωμένο σε σένα που μπορείς ακόμα να ονειρεύεσαι
















Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...