Αναστατωμένος πέρασε μέσα από τους μισοσκότεινους
χωμάτινους διαδρόμους στρωμένους με χοντρό πλαστικό
που έτριζε και γλίστραγε κάτω από τις δερμάτινες σόλες
των παπουτσιών του σε κάθε του βήμα.
Η ταξιθέτρια περπατούσε ανάλαφρα μπροστά του,
μικροκαμωμένη, αέρινη του έδειχνε τον δρόμο , το
μόνο που είχε δει από αυτήν ήταν ένα χαμόγελο
ζωγραφισμένο με έντονο κόκκινο κραγιόν επάνω
από το πηγούνι της, τα μάτια της ήταν κρυμμένα
στην σκιά όταν πήρε από τα χέρια του το εισιτήριο
και με ένα νεύμα του ζήτησε να την ακολουθήσει.
Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή σαν βούρκος κάτω
από την τέντα που κάλυπτε μισό οικοδομικό τετράγωνο,
αν ο αέρας ήταν θεατός θα τον έσκιζε με το σώμα του
καθώς προχωρούσε άβουλα πίσω από την γυναίκα.
Κατά βάθος ήθελε να κάνει μεταβολή και να φύγει ,
να βγει έξω στον καθαρό αέρα, όμως η περιέργεια
για το μετά τον κρατούσε δέσμιο , στα μάτια του
χόρευε η αφίσα που ήταν κολλημένη σε όλες τις
τσιμεντένιες κολώνες της πόλης και έδειχνε
ένα τσούρμο από νάνους, άλογα, χορεύτριες,
ακροβάτες, τίγρεις και παλιάτσους και με έντονα
χρυσαφένια γράμματα υποσχόταν μοναδικές εμπειρίες
για όποιον είχε το θάρρος να επισκεφτεί το Τσίρκο
Των Παραισθήσεων.
Στην αρχή είχε γελάσει με τον παιδιάστικο τίτλο,
όμως εκείνο το ζεστό απόγευμα δεν αντιστάθηκε
στην παρόρμηση του και βρέθηκε στις παρυφές της πόλης
εκεί που είχε στηθεί η τεράστια τέντα και του έκανε
εντύπωση που δεν είδε γύρω του αυτοκίνητα, ανθρώπους,
νταλίκες που συνήθως μεταφέρουν τον εξοπλισμό και
τροχόσπιτα που μένουν οι άνθρωποι των τσίρκων, ούτε
κλουβιά με ζώα είδε, μόνο την τέντα από σκούρο πράσινο
πλαστικό που γυάλιζε σαν λόφος από γρασίδι στον
απογευματινό ήλιο που έπαιρνε την κατηφόρα πίσω
από την άκρη του ορίζοντα.
Η γυναίκα με το ζωγραφισμένο χαμόγελο αμίλητη
του έδειξε την θέση του και πριν προλάβει να την
ευχαριστήσει και να της δώσει το νόμισμα που είχε
στην τσέπη του , όπως έδινε πάντα στις ταξιθέτριες
όταν πήγαινε στο θέατρο ... εκείνη εξαφανίστηκε.
Το περίεργο ήταν πως δεν άκουγε τίποτα γύρω του,
η παράσταση θα άρχιζε σε ελάχιστα λεπτά και κανονικά
το τσίρκο ήταν γεμάτο κι όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα
περισσότερο από τον ήχο των βημάτων του, το τρίξιμο που
έκανε το κάθισμα , ντυμένο με σκουροκόκκινο βελούδο,
όταν κάθισε, τον ρυθμικό ήχο της λαχανιασμένης ανάσας του,
ακόμα και τον ήχο που έκαναν τα βλέφαρά του όταν ανοιγόκλειναν
επάνω από τα θολωμένα μάτια του που σάρωναν την στρογγυλή
πίστα μπροστά του για να βρει κάποιο σημάδι ζωής.
Ο εκκωφαντικός ήχος της μουσικής ήρθε από το πουθενά
και εκείνος αναπήδησε ξαφνιασμένος από την απότομη εισαγωγή.
Η παράσταση άρχιζε !!
Kiries ki Kyrio
kalos irthiti la Grande Circo
ton aisthisis kai paraisthisis
έψαξε να βρει από που έρχεται αυτή η στριγκιά φωνή με την
περίεργη προφορά , αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας στην πίστα !
ούτε ακούστηκε κάτι άλλο, έκλεισε η μουσική ,
όλα σώπασαν, τα λιγοστά φώτα έσβησαν και μόνο ένας κόκκινος
προβολέας έμεινε αναμμένος στο ψηλότερο σημείο της τέντας.
Τότε την είδε
μια λεπτή μοναχική φιγούρα σχεδόν ολόγυμνη , τυλιγμένη σε
αραχνοΰφαντες κορδέλες κεντημένες με πούλιες
να γυαλίζει σαν μικρή πυγολαμπίδα ανέβαινε με σβελτάδα
την σχοινένια σκάλα δίπλα στο αριστερό δοκάρι που
κρατούσε την μια πλευρά της τέντας .
Τα μακριά σκούρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια σφιχτοδεμένη
κοτσίδα που έφτανε μέχρι χαμηλά στην μέση της και σε κάθε κίνηση
που έκανε αυτή χόρευε σαν ανεξάρτητο σώμα επάνω της σε έναν
ρυθμό.
Μα εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν τα πόδια της !
Λεπτά, μακριά , καλογυμνασμένα πόδια που ανέβαιναν
χωρίς δισταγμό το κάθε σκαλί και φορούσε ...
λευκές γυαλιστερές γόβες με τακούνι στιλέτο !!!
Ένας κίτρινος προβολέας έστειλε μια δέσμη φωτός στο κέντρο
της σκηνής κι εκεί στεκόταν ακίνητη μια κατάλευκη θηριώδης τίγρη
με την γούνα της κατάσπαρτη από χρυσαφένιες πούλιες που
αντανακλούσαν το έντονο φως και το έστελναν μέσα από ένα
πολύχρωμο πρίσμα σε κάθε άκρη της τέντας, παντού γύρω του
έβλεπε κουκκίδες από χρώματα να χορεύουν σε κάθε ανάσα
του ζώου, γιατί ήταν ζωντανή , αυτό ήταν βέβαιο αν και η ακινησία της
την έκανε να μοιάζει σαν υπνωτισμένη! μια ρόδινη γλώσσα εξείχε
κάτω από τα γυαλιστερά μαύρα μουστάκια της και γύρω της
ένα ζευγάρι νάνων με πολύχρωμα ρούχα έπαιζε κυνηγητό,
σκαρφάλωναν επάνω στην πλάτη της τίγρης που παρέμενε ασάλευτη,
περνούσαν κάτω από την κοιλιά της, τραβολογούσαν την ουρά της
που ήταν και το μόνο που έδινε σημάδια ζωής καθώς πηγαινοερχόταν
ρυθμικά σαν μετρονόμος κι όμως τα χρυσαφένια μάτια της έμοιαζαν
καρφωμένα επάνω του να τον κοιτάνε επίμονα , σαν να τον προκαλούσε
σε μια αναμέτρηση, τόσο ζωντανά που ήταν έτοιμος να πεταχτεί
από το καθισμά του και να τρέξει να παίξει μαζί της όπως οι νάνοι.
Η γυναίκα με τα ψηλά τακούνια είχε φτάσει σβέλτα στην κορυφή
της σκάλας, έπρεπε να ξαπλώσει σχεδόν στο κάθισμά του για
να την βλέπει , ένα ζευγάρι κιάλια εμφανίστηκε από το πουθενά
και τα έφερε στα μάτια του.
Έμοιαζε τόσο κοντά του, αν άπλωνε το χέρι θα άγγιζε την
λευκή επιδερμίδα της που γυάλιζε από την χρυσόσκονη και τότε
εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον κοίταξε
κατάματα.
Τα μάτια της είχαν το χρώμα της βιολέτας, μαβιά, έντονα, υγρά
σαν λίμνες την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, θα μπορούσε να
ταξιδέψει μέσα σε αυτά τα μάτια αν δεν έβλεπε μια σκληρή λάμψη
σαν αστραπή να βγαίνει από μέσα τους. Έδειχναν ενοχλημένα
που τα κοιτούσε τόσο αδιάκριτα με τα κιάλια του και χάθηκαν
από το οπτικό του πεδίο!
Την επόμενη στιγμή την είδε να απλώνει τα χέρια, να παίρνει θέση
στην άκρη της πλατφόρμας που στεκόταν και να ετοιμάζεται να
κάνει το πρώτο βήμα επάνω στο χοντρό συρματόσκοινο που ένωνε
τις δυο θηριώδεις κεντρικές κολώνες που κρατούσαν την τέντα .
Δεν είχε βγάλει τις λευκές της γόβες , αυτό πρόσεξε εκείνος
και συνέχισε να παρακολουθεί κάθε της κίνηση με τα κιάλια του.
'' Ένα βήμα
και η γόβα στιλέτο άγγιξε το συρματόσκοινο
το τακούνι ακούμπησε γερά επάνω του.
Εκείνος ένοιωσε ένα πόνο στον ώμο του
'' Δεύτερο βήμα
στεκόταν μόνο επάνω στο συρματόσκοινο
σταθερά χωρίς να χάνει λεπτό την ισορροπία της
Εκείνος ένοιωσε ένα βάρος στο στήθος του
'' Τρίτο βήμα
η γυναίκα άρχισε να περπατά απόλυτα συγκεντρωμένη
στον στόχο της, την απέναντι πλατφόρμα
Εκείνος ένοιωσε πως αόρατα χέρια είχαν αρπάξει
κάθε κομμάτι του κορμιού του, το πίεζαν, το βασάνιζαν,
μικρά κομμάτια φωτιάς ξεφύτρωναν στα μπράτσα του,
έκαιγαν την κοιλιά του, τις γάμπες του, τους μηρούς του,
το στήθος, τον λαιμό του ... δεν μπορούσε να φωνάξει ...
δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την φωτεινή
σιλουέτα που γλιστρούσε στηριγμένη με τις
ψηλοτάκουνες γόβες της επάνω στο συρματόσκοινο_
'' Τέταρτο βήμα
η γυναίκα γύρισε και τον κοίταξε χωρίς να σταματά
τον ρυθμό του βηματισμού της
Εκείνος ένοιωσε περισσότερο την ματιά της, όπως ένοιωσε
και την ανάσα της στον λαιμό του, μια υγρή γλώσσα άγγιξε
την επιδερμίδα του που έκαιγε δροσιζοντάς τον ...
πέρασε επάνω από μια μικρή φλέβα που έστελνε τον ρυθμό
της καρδιάς στο σώμα του, άγγιξε τα λεπτά πτερύγια
των αυτιών του, απαλά χέρια άνοιξαν τα κουμπιά από το
λευκό του πουκάμισο, παραμέρισαν το ύφασμα και η υγρή
γλώσσα κατέβηκε ανάλαφρα στο ιδρωμένο στήθος του,
Ήθελε να κατεβάσει τα κιάλια από τα μάτια του, να αγγίξει
το κεφάλι που χάιδευε το δέρμα του, να πιάσει τα χέρια που
άνοιγαν τα κουμπιά στο παντελόνι του , όμως τα μαβιά μάτια
τον είχαν καθηλώσει στην ακινησία του και δεν ήξερε πια
αν η γυναίκα ήταν σταθερά επάνω στο συρματόσκοινο, αν
προχωρούσε, αν εκείνη ήταν επάνω στο κορμί του , αν όλα
ήταν μέρος της παράστασης ή όλα ήταν στην φαντασία του.
'' Πέμπτο βήμα
η ακροβάτισσα έφτανε σχεδόν στην απέναντι πλατφόρμα
ακόμα με τα χέρια τεντωμένα και για μισό εκατοστό του
δευτερόλεπτου το λεπτό τακούνι δεν βρήκε την θέση του'
παραπάτησε !
Εκείνος ένοιωσε να του κόβεται η ανάσα, άπλωσε το ένα
χέρι να την κρατήσει αλλά έπιασε μια τούφα από απαλά μαλλιά,
έχωσε μέσα στο ζεστό κεφάλι τα δάχτυλά του, μύριζε τόσο
όμορφα , σαν λιβάδι με αγριολούλουδα μετά την βροχή και
πήρε βαθιά ανάσα να συνέλθει ενώ το κορμί του
αναστέναζε κάτω από χιλιάδες ακροδάχτυλα που άγγιζαν
κάθε του εκατοστό , χιλιάδες ηλεκτρικές εκτονώσεις από κάθε
πόρο του δέρματος του σε κάθε άγγιγμα της υγρής γλώσσας
και τότε ένοιωσε πως είχε μπει σε ένα βαθύ άνοιγμα που έκλεισε
μετά την εισβολή και τον κράτησε σφιχτά μέσα του , ακίνητο,
νικημένο, άβουλο. Δεν ήθελε να βγει από αυτό, αλλά κάθε
κύτταρο του μυαλού του του φώναζε να κινηθεί να ξεγλιστρήσει
από την παγίδα και άρχισε να σαλεύει αργά κάτω από ένα
γλυκό βάρος, πιασμένος σαν ψάρι σε τεράστιο αγκίστρι.
'' Έκτο βήμα
η γυναίκα ξαναβρήκε την ισορροπία της και γύρισε και πάλι
να τον κοιτάξει λίγο κοροϊδευτικά αυτή την φορά, μια υποψία
χαμόγελου κρεμόταν από τα βιολετιά μάτια της.
Εκείνος της χαμογέλασε, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το
μέτωπό του, τον λαιμό , το στήθος του, όμως χαμογελούσε κι ας
καιγόταν κι ας χόρευε το κορμί του έναν δικό του ξεχωριστό χορό,
κάνοντας τις ωθήσεις του όλο και πιο δυνατές, να βγει , να γλυτώσει
από την παγίδα του, όχι δεν ήθελε να βγει , να μπει πιο βαθιά ήθελε
για αυτό έγιναν πιο έντονες οι κινήσεις του, να μπει μέσα και να
μην ελευθερωθεί ποτέ από αυτό το γλυκό μούδιασμα που κυρίευε
τα μέλη του, το μυαλό του, τα χείλη του που είχαν τραβηχτεί σε
έναν στραβό μορφασμό σαν να πόναγε φρικτά σε κάθε του ώθηση.
'' Έβδομο βήμα
θριαμβικά έκανε το τελευταίο της βήμα η γυναίκα και στάθηκε με
τα χέρια ψηλά γελώντας, περιμένοντας την αποθέωση για το
κατόρθωμά της!
Εκείνος είδε την λάμψη από τα μάτια της να τον χτυπά κατάστηθα,
σαν ηλεκτρική εκκένωση ήταν η μαβιά αστραπή που σάρωσε το
χωράφι του κορμιού του, κατακαίγωντας τους νευρώνες της ύπαρξής του
και ο πόνος της εκτόνωσης άφησε πίσω του ένα βαθύ ουρλιαχτό να
ξεφύγει από τα παραμορφωμένα χείλη του καθώς ένοιωσε να στραγγίζει
από τους χυμούς της ζωής του, να γίνεται ένας ξερός χείμαρρος
σε μια άνυδρη βουνοπλαγιά και μετά σαν έμβρυο που βγαίνει
από την μήτρα ξεγλίστρησε κι αυτός από την ζεστή υγρή παγίδα του.
Χάθηκαν τα κιάλια από τα χέρια του.
Ακίνητος, εξουθενωμένος παρέμεινε μισοξαπλωμένος στο βελούδινο
κάθισμα να βλέπει το τέλος από το νούμερο της ακροβάτισσας που
σβέλτα και πάλι γλιστρούσε προς τα κάτω πιασμένη από ένα χοντρό σκοινί.
Χαμήλωσε τα μάτια του και πρόλαβε να δει την λάμψη από δυο χρυσαφένια
μάτια που τον κοιτούσαν και την άκρη από ένα πολύχρωμο ρούχο που
χάθηκε στα σκοτάδια την ώρα που έσβηναν οι προβολείς.
Ανασηκώθηκε στο κάθισμά του νοιώθοντας τα γόνατά του να
τρέμουν και το κορμί του αδύναμο να κρατήσει το βάρος του
για να σηκωθεί όρθιος αν και πολύ θα το ήθελε να βγει για λίγο
να καπνίσει ένα τσιγάρο κάτω από τον νυχτερινό ουρανό,
έξω στον καθαρό αέρα.
Ακούστηκε και πάλι η εκκωφαντική μουσική που σταμάτησε το
ίδιο απότομα όπως άρχισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και
πάλι κάποιος προβολέας άναψε ρίχνοντας την φωτεινή του δέσμη
σε ένα γυναικείο ζευγάρι που στεκόταν ακίνητο στο κέντρο της σκηνής.
Ο άντρας έγειρε πίσω στο κάθισμά του ολότελα παραδομένος
στο καινούργιο θέαμα που άρχιζε
Δυο μικρόσωμες γυναίκες με κοντά κατακόκκινα μαλλιά,
πανομοιότυπες σαν να ήταν η μια καθρέφτης της άλλης,
με τα ίδια κόκκινα ρούχα να ντύνουν τα γυμνασμένα κορμιά τους
και με τα πόδια ξυπόλυτα έκαναν την ίδια συγχρονισμένη
υπόκλιση πριν ξεκινήσουν το νούμερο τους.
Δυο χοντρά σκοινιά κρεμόταν από την οροφή της τέντας και οι
δυο γυναικείες φιγούρες με σίγουρες σταθερές κινήσεις άρχισαν
να σκαρφαλώνουν με σβελτάδα αίλουρου η κάθε μια στο δικό της σκοινί .
'' Πρώτο βήμα
οι γυναίκες έμπλεξαν ανάμεσα στους μηρούς τους το σκοινί και καθώς
πιάστηκαν από τα χέρια άρχισαν να στριφογυρίζουν σαν φίδια σκορπώντας
δίδυμες λάμψεις φωτιάς γύρω τους
Εκείνος ένοιωσε μια γλυκιά ζαλάδα να τυλίγει το μυαλό του
και χιλιάδες μυρμηγκίσματα φωτιάς να κεντρίζουν
τους πόρους του κορμιού του
Levina