31.8.12

Του φεγγαριού τ΄ Αερικό


Φεγγάρι ολόγιομο στον σκοτεινό του πελάγους ουρανό
και σύννεφο κατάλευκο περιδιαβαίνει άστρα σκορπά
υποσχέσεις μουρμουρίζει , γύρω της λευκό πουλί πετά

κι είναι τα μάτια μελαγχολικά
να ξομολογηθούνε θέλουν
μα το κεφάλι ανήμπορο στον ώμο γέρνει
κι ακουμπά σε μια γροθιά σφιγμένη

μια θάλασσα φως ξεχύνεται ανάμεσα στα δέντρα στα κλαριά
ένα διάδημα λευκό φορά εκείνη  η φεγγαροστεφανωμένη
την ώρα που φτερουγίζουν τα πουλιά ανήσυχα  στις νύχτας
του φεγγαριού το θολωμένο φως ‘ τα χάσανε για μέρα το νομίσαν
κι έγιν΄ η λύπη κόμπος στον λαιμό έκανε πέρα την γλυκολαλιά

ανάσα θολή ο Λίβας ρίχνει άχλη σηκώνει η βραδιά κι ο έρωτας
σύννεφο υγρό που καίει σαν την φλόγα τα κλαριά
στην γη ακουμπά σταλάζει στο δέρμα , στα φτερά
έρωτας δίχως έρωτα
να στέκει  ακίνητη στην γαλήνη της εκείνη
μια φεγγαρόπετρα πολύτιμη π΄ απομένει
να ρωτά πως βρέθηκε σε αυτήν εδώ την γη

Έγειρε τ΄ όνειρο μαζί με το φεγγάρι
Αντάμα με τον  Αυγερινό φτερουγίσαν τα πουλιά
Μοιράζοντας στο πρώτο του ήλιου φως μικρά φιλιά

Ανοίγω την παλάμη   
Μα  να!
Την φεγγαρόπετρα βαστώ απ τον ιδρώτα μου ν' αστράφτει
κι αναρωτιέμαι να ΄ταν της φαντασίας μου αυτό
ή μήπως τάχα το ΄δα αληθινό πως μέσα σε τούτη την νυχτιά
γνώρισα του φεγγαριού τ΄  αερικό?




Levina








24.8.12

το νόμισμα


Τα βράδια κοιμάμαι στην βροχή , επάνω σε ένα παγκάκι ξύλινο
κι όνειρα κάνω κοιτώντας ένα συννεφιασμένο ουρανό κάτω
από ένα υπόστεγο τσίγκινο.
Αξημέρωτα δυνάμωσε σήμερα η βροχή κι ο θόρυβος
τόσο μονότονος από τις πέτρες σταγόνες που ρίχνει ο Θεός
σαν κατάρες πέφτουν στο γένος το ανθρώπινο.
Σηκώνομαι σαν φτάνουν οι εργάτες , κάθε πρωί οι ίδιοι,
χωμένοι στα φτηνά παλτά τους να περιμένουν το πρώτο
δρομολόγιο κι εγώ σε μιαν άκρη καθισμένη με το κεφάλι
στις παλάμες μου χωμένο να κρύβω το προσωπό μου.
Κάποιος αφήνει στην ποδιά μου ένα νόμισμα μεταλλικό
όλο τον κόσμο θα αγόραζα με αυτό  ‘ δεν με νοιάζει την
αξία του να δω , μόνο το χέρι βάζω στην καρδιά  σε
μια σιωπηλή κίνηση να πω ευχαριστώ.
Τον χρόνο αφήνω να περάσει σφικτά κρατώντας
τον μικρό μου θησαυρό  κι εκεί προς το μεσημεράκι 
βγαίνω στης πόλης τους δρόμους τους βρεγμένους
αθόρυβα γλυστράω δίπλα σε ομπρέλες, αδιάβροχα,
βιαστικούς διαβάτες με πρόσωπα αδιάφορα.
Το είδωλο μου δεν υπάρχει στις βιτρίνες’ δεν καταδέχεται
τ΄ αστραφτερό γυαλί  Ένα της πόλης Αερικό  και τον
μικρό μου θησαυρό στον πάγκο του φούρναρη δειλά
αφήνω χωρίς να σηκώσω τα μάτια να τον δω κι εκείνος
μου πετάει ένα ψωμί θέλοντας να τον ξεφορτωθώ
αδιάφορα ρίχνοντας τον θησαυρό  μου στο συρτάρι.

Τι περίεργο αλήθεια, ποτέ δεν κοιτά το νόμισμα που του αφήνω
μα έχω την εντύπωση πως είναι εκείνος που έρχεται τα πρωινά
για να με βρει , εκείνος είναι που Χειμώνες Καλοκαίρια 
σαν φάντασμα περαστικό , δίχως μάτια και μιλιά  αυτό που
με κρατάει στην ζωή , ένα νόμισμα μεταλλικό στην ποδιά μου αφήνει.

Levina












16.8.12

τίποτα σπουδαίο



Στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι
που μας τριγυρίζει ανελέητα εγώ ζω ,

Αυτή ...
που κάθεται επάνω μας όπως  η σκόνη του δρόμου
τις ώρες που περπατάμε αμέριμνα κι ακούμε τον
μονότονο ήχο ν΄ αντηχεί από τα μισολυωμένα  τακούνια
των παπουτσιών μας , τότε που κοιτάμε για ένα
κομμάτι ουρανό και μόλις που διακρίνουμε ένα γκρίζο σύννεφο
μια γωνίτσα  άφταστης ελπίδας

Εκεί ...
στην άκρη των μπαλκονιών που κρέμονται γύρω μας
σαν τσαμπιά σταφύλια γεμάτα από παλιές ντουλάπες,
ξεχαρβαλωμένες παπουτσοθήκες, λερωμένες σφουγγαρίστρες
που σαπίζουν μέσα στα λασπόνερα των κουβάδων και
κάτι ασθενικά λουλούδια ... ήταν κάποτε λουλούδια,
τώρα κι αυτά ακολουθούν τους ρυθμούς μας πεθαίνοντας
κάτω από ένα βρώμικο ουρανό την ώρα που χανόμαστε
μέσα στον εικονικό μας κόσμο και αφήνουμε το μουντό
ξεθωριασμένο χρώμα της καθημερινοτητάς μας να μας τριγυρίζει

Την ώρα ...
 που αλλάζουμε  όνομα,  γένος,  ζωή,  την ώρα που
ντυνόμαστε  το λαμπερό μας ρούχο  και αναλαμβάνουμε
του πρωταγωνιστή  τον ρόλο , θλιβερά  απομεινάρια
γινόμαστε στον κόσμο που έπλασαν άλλοι για εμάς
και εκεί σ΄ αυτόν ξεμείναμε να υποκρινόμαστε εσύ  
τον Μέγα Αλέξανδρο,  εγώ την Βασίλισσα , εκείνη  την Σουλτάνα,
αυτός  τον Πειρατή , εκείνος τον Μέντορα ,
η άλλη  την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων.
Η μαγεία του ρόλου μας με νύχια κοφτερά να μας αρπάζει
κι έτσι να ξεχνάμε το λερωμένο κομμάτι τ΄ ουρανού μας
και  το σκυλί που γαβγίζει  στο διπλανό μπαλκόνι,
αυτόν που στο κρεββάτι σου ροχαλίζει, εκείνη που σε περιμένει
κάθε μεσημέρι φορώντας τα κουρέλια της
και μ΄ ένα πιάτο ζεστό φαΐ στα χέρια,  το μωρό που πεινασμένο
φωνάζει στον επάνω όροφο ... ξεχάσαμε τον δήμιο
που  στον σβέρκο μας το γιαταγάνι του δοκιμάζει
και το όραμα που αίμα τρέχει δείχνει πως η ώρα της εκτέλεσης
πλησίασε κι όμως


Σε αυτή ...
στην Ελαφρότητα του Είναι μου εγώ παραμένω
και τον άλλο μου εαυτό Αυτόν τον Άγνωστο σου χαρίζω
και πίσω από την οθόνη μου με μάτια θολά
την μορφή σου όπως θέλω ζωγραφίζω.


Levina

12.8.12

ξέρεις εσύ μήπως τι είναι ευτυχία?








Αξημέρωτα σηκώθηκα καθώς
ερχόταν από την ανοιχτή πόρτα οι μυρωδιές της γης
μετά από την χθεσινοβραδινή βροχούλα,
χώμα βρεγμένο, ανάκατα με τα ξερόχορτα από τα
χωράφια και το κίτρινο γιασεμί πλάι στο νυχτολούλουδο
κι έτσι προτίμησα να καθίσω στο σκαμνάκι μου έξω,
ακουμπισμένη στα ξύλινα κάγκελα, τυλιγμένη με
μια εσάρπα γιατί έκανε ψύχρα το ξημέρωμα
και άφησα το μυαλό μου να φέρει γύρες σε λέξεις,
πράξεις, παλιά και καινούργια.
Αναρωτήθηκα τι είναι Ευτυχία και άνοιξα το
ντουλάπι του μυαλού , έβγαλα με προσοχή
αυτή την παλιά ζυγαριά και άρχισα να μαζεύω ...
Από την μια έβαζα σταγόνες Δηλητήριο κι από
την άλλη κύβους Ζάχαρης ...
Έβγαιναν περισσότερες οι πικρές σταγόνες,
μα και πάλι ...
οι κύβοι της Ζάχαρης ήταν πιο βαρείς ...
Έπρεπε κανονικά να τραβήξουν κάτω την ζυγαριά
να σταθεί επάνω το πιατάκι με τις σταγόνες όμως όχι
το Δηλητήριο δεν έλεγε ν΄  ανυψωθεί κι έτσι  τα έριξα
και τα δυο σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι ...
Μα
και πάλι οι κύβοι της Ζάχαρης αρνήθηκαν να ρουφήξουν
το Δηλητήριο, ούτε που καταδέχτηκαν ν΄ ανακατωθούν μαζί του!
Το άφησαν μαύρο κι έρημο να κάθεται στον πάτο και
οι ολόλευκοι κρύσταλλοι ανέβηκαν στην επιφάνεια.
Σε κάθε αναμέτρηση  η  Ζάχαρη νικούσε στο
μυαλό μου το απλό κι ανθρώπινο και έτσι έβγαλα το
συμπέρασμα πως  ακόμα και λίγες στιγμές Ευτυχίας
φτάνουν για να σκεπάσουν κάθε πίκρα και να δώσουν
χαμόγελο  και  ελπίδα και όνειρα !

Ευτυχία είναι να ανακαλύπτεις  αυτό
 
ένα ετοιμοθάνατο τυφλό μωρό
 
να το φροντίζεις
Ευτυχία είναι να το βλέπεις  να ζει
 

Ευτυχία είναι κι αυτό ,  μια βόλτα μέχρι την μικρή λίμνη στο βουνό
 

Ευτυχία να βλέπεις γύρω σου την ζωή να γεννιέται
 

Ευτυχία είναι να ανακαλύπτεις το θαύμα της τεχνικής
για το χτίσιμο μιας φωλιάς
 

Ευτυχία είναι .... oι άνθρωποι που σ΄ αγαπούν, 
το συννεφιασμένο τους πρόσωπο για σένα,
τα χαμόγελα των παιδιών, ο ουρανός που αλλάζει χρώματα
ανάλογα με την διαθεσή του,
ο ήλιος που βγαίνει κάθε πρωί ...
Ευτυχία είναι που σου δόθηκε το δώρο της ζωής




Λοιπόν  αυτό που έμαθα είναι πως παντού μπορείς να βρεις την ευτυχία
φτάνει να  ανοίξεις  πρώτα την καρδιά σου και μετά τα μάτια σου και
θα την  ανακαλύψεις ...

Σίγουρα όμως δεν θα την βρεις αν ο στόχος σου είναι η λέξη και μόνο
κι όχι το νοημά της.

 Levina






11.8.12

κάποια άλλη




Στην  σκέψη μου κυλάς
μου το  λέει η μοίρα
από το ξημέρωμα μέχρι την ώρα που βυθίζεται
 η πύρινη σφαίρα του ήλιου στον ορίζοντα 

Στην σκέψη μου είσαι
αυτό  λέει η μοίρα
όταν σηκώνομαι  νωρίς το πρωί
και καθίσω να πιω τον πρώτο μου καφέ
και μέχρι την ώρα που θα ξαναγυρίσω
σαν θα έχει πια σκοτεινιάσει στο κρεββάτι μου
όλο αυτό το κενό να το παλεύω ανάμεσα
στους λαβύρινθους του φτωχού μυαλού μου
την παρουσία σου να ψάχνω μ΄ αγωνία
παρακαλώντας γρήγορα να μπω στην νάρκωση
του ύπνου προτού προλάβω να πονέσω
όταν  αποφασίσει η ψυχή πως μόνο την απουσία
διαθέτει στο απόθεμά της
Στο πουθενά  η αναζήτηση και ήτανε μοιραίο
που  ήρθα και ξάπλωσα από την δική σου την μεριά
ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι σου
γιατί ήθελα να δω πως έβλεπες εσύ από εκεί
κάποτε τα δέντρα έξω από το παράθυρο
να σαλεύουν άλλοτε απαλά τα κλαριά κάτω
απ'  τ΄ ανοιξιάτικο αεράκι κι άλλοτε να γέρνουν
βίαια κάτω απ' τους βοριάδες να γδέρνουνε τα τζάμια
με τα σκληρά κλαριά τους
Διαφορετικά μου φαίνονται όλα τώρα πιά
ακόμα κι όταν τριγυρίζω ολομόναχη στους δρόμους
κι ο μόνος ήχος που μ΄ ακολουθεί είναι  αυτός
που κάνουν τα τακούνια μου που χώνονται
σαν καρφιά στην μαύρη άσφαλτο .
Μοιραία σταματά η σκέψη μου όταν φτάνω
έξω από την πόρτα τα κλειδιά κρατώντας
σφιχτά στο χέρι μου και ξέρω πως αν την ανοίξω
θα βρεθώ σε άδεια μισοσκότεινα δωμάτια
τα έπιπλα θα είναι σκεπασμένα με λευκά σεντόνια
και τα παντζούρια κλειστά θα κρατάνε έξω
το φως και τα φαντάσματα , θα φυλακίζουν
την μοναξιά που σαν άτακτο παιδί θα κρύβεται
στις σκοτεινές γωνιές περιμένοντας να ψάξω
να την βρω
Μα τι κουτά που είναι όλα αυτά
δεν είναι η δική μου η ζωή
Άλλη είναι η γυναίκα που επαναλαμβάνει
την ζωή της καθημερινά
ξυπνά, πίνει τον καφέ της, ντύνεται, βάφεται,
με μηχανικές κινήσεις χτίζει την μέρα της
βγαίνει στους δρόμους.
Δεν την ξέρω, δεν την έμαθα ποτέ ποια είναι !
Εγώ γελάω, μιλάω, δακρύζω, ζω

αυτή
είναι νεκρή
Και πως να της το πει κανείς
Που να την βρει?


Levina

7.8.12

Το Έβδομο Βήμα





Αναστατωμένος πέρασε μέσα από τους μισοσκότεινους
χωμάτινους διαδρόμους στρωμένους με χοντρό πλαστικό
που έτριζε και γλίστραγε κάτω από τις δερμάτινες σόλες
των παπουτσιών του σε κάθε του βήμα.
Η ταξιθέτρια περπατούσε ανάλαφρα μπροστά του,
μικροκαμωμένη, αέρινη του έδειχνε τον δρόμο , το
μόνο που είχε δει από αυτήν ήταν ένα χαμόγελο
ζωγραφισμένο με έντονο κόκκινο κραγιόν επάνω
από το πηγούνι της, τα μάτια της ήταν κρυμμένα
στην σκιά όταν πήρε από τα χέρια του το εισιτήριο
και με ένα νεύμα του ζήτησε να την ακολουθήσει.

Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή σαν βούρκος κάτω
από την τέντα που κάλυπτε μισό οικοδομικό τετράγωνο,
αν ο αέρας ήταν θεατός θα τον έσκιζε με το σώμα του
καθώς προχωρούσε άβουλα πίσω από την γυναίκα.
Κατά βάθος ήθελε να κάνει μεταβολή και να φύγει ,
να βγει έξω στον καθαρό αέρα, όμως η περιέργεια
για το μετά τον κρατούσε δέσμιο , στα μάτια του
χόρευε η αφίσα που ήταν κολλημένη σε όλες τις
τσιμεντένιες κολώνες της πόλης και έδειχνε
ένα τσούρμο από νάνους, άλογα, χορεύτριες,
ακροβάτες, τίγρεις και παλιάτσους και με έντονα
χρυσαφένια γράμματα υποσχόταν μοναδικές εμπειρίες
για όποιον είχε το θάρρος να επισκεφτεί το Τσίρκο
Των Παραισθήσεων.

Στην αρχή είχε γελάσει με τον παιδιάστικο τίτλο,
όμως εκείνο το ζεστό απόγευμα δεν αντιστάθηκε
στην παρόρμηση του και βρέθηκε στις παρυφές της πόλης
εκεί που είχε στηθεί η τεράστια τέντα και του έκανε
εντύπωση που δεν είδε γύρω του αυτοκίνητα, ανθρώπους,
νταλίκες που συνήθως μεταφέρουν τον εξοπλισμό και
τροχόσπιτα που μένουν οι άνθρωποι των τσίρκων, ούτε
κλουβιά με ζώα είδε, μόνο την τέντα από σκούρο πράσινο
πλαστικό που γυάλιζε σαν λόφος από γρασίδι στον
απογευματινό ήλιο που έπαιρνε την κατηφόρα πίσω
από την άκρη του ορίζοντα.

Η γυναίκα με το ζωγραφισμένο χαμόγελο αμίλητη
του έδειξε την θέση του και πριν προλάβει να την
ευχαριστήσει και να της δώσει το νόμισμα που είχε
στην τσέπη του , όπως έδινε πάντα στις ταξιθέτριες
όταν πήγαινε στο θέατρο ... εκείνη εξαφανίστηκε.



Το περίεργο ήταν πως δεν άκουγε τίποτα γύρω του,
η παράσταση θα άρχιζε σε ελάχιστα λεπτά και κανονικά
το τσίρκο ήταν γεμάτο κι όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα
περισσότερο από τον ήχο των βημάτων του, το τρίξιμο που
έκανε το κάθισμα , ντυμένο με σκουροκόκκινο βελούδο,
όταν κάθισε, τον ρυθμικό ήχο της λαχανιασμένης ανάσας του,
ακόμα και τον ήχο που έκαναν τα βλέφαρά του όταν ανοιγόκλειναν
επάνω από τα θολωμένα μάτια του που σάρωναν την στρογγυλή
πίστα μπροστά του για να βρει κάποιο σημάδι ζωής.

Ο εκκωφαντικός ήχος της μουσικής ήρθε από το πουθενά
και εκείνος αναπήδησε ξαφνιασμένος από την απότομη εισαγωγή.
Η παράσταση άρχιζε !!
Kiries ki Kyrio
kalos irthiti la Grande Circo
ton aisthisis kai paraisthisis
έψαξε να βρει από που έρχεται αυτή η στριγκιά φωνή με την
περίεργη προφορά , αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας στην πίστα !
ούτε ακούστηκε κάτι άλλο, έκλεισε η μουσική ,
όλα σώπασαν, τα λιγοστά φώτα έσβησαν και μόνο ένας κόκκινος
προβολέας έμεινε αναμμένος στο ψηλότερο σημείο της τέντας.
Τότε την είδε
μια λεπτή μοναχική φιγούρα σχεδόν ολόγυμνη , τυλιγμένη σε
αραχνοΰφαντες κορδέλες κεντημένες με πούλιες
να γυαλίζει σαν μικρή πυγολαμπίδα ανέβαινε με σβελτάδα
την σχοινένια σκάλα δίπλα στο αριστερό δοκάρι που
κρατούσε την μια πλευρά της τέντας .
Τα μακριά σκούρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια σφιχτοδεμένη
κοτσίδα που έφτανε μέχρι χαμηλά στην μέση της και σε κάθε κίνηση
που έκανε αυτή χόρευε σαν ανεξάρτητο σώμα επάνω της σε έναν
ρυθμό.
Μα εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν τα πόδια της !
Λεπτά, μακριά , καλογυμνασμένα πόδια που ανέβαιναν
χωρίς δισταγμό το κάθε σκαλί και φορούσε ...
λευκές γυαλιστερές γόβες με τακούνι στιλέτο !!!
Ένας κίτρινος προβολέας έστειλε μια δέσμη φωτός στο κέντρο
της σκηνής κι εκεί στεκόταν ακίνητη μια κατάλευκη θηριώδης τίγρη
με την γούνα της κατάσπαρτη από χρυσαφένιες πούλιες που
αντανακλούσαν το έντονο φως και το έστελναν μέσα από ένα
πολύχρωμο πρίσμα σε κάθε άκρη της τέντας, παντού γύρω του
έβλεπε κουκκίδες από χρώματα να χορεύουν σε κάθε ανάσα
του ζώου, γιατί ήταν ζωντανή , αυτό ήταν βέβαιο αν και η ακινησία της
την  έκανε να μοιάζει σαν υπνωτισμένη! μια ρόδινη γλώσσα εξείχε
κάτω από τα γυαλιστερά μαύρα μουστάκια της και γύρω της
ένα ζευγάρι νάνων με πολύχρωμα ρούχα έπαιζε κυνηγητό,
σκαρφάλωναν επάνω στην πλάτη της τίγρης που παρέμενε ασάλευτη,
περνούσαν κάτω από την κοιλιά της, τραβολογούσαν την ουρά της
που ήταν και το μόνο που έδινε σημάδια ζωής καθώς πηγαινοερχόταν
ρυθμικά σαν μετρονόμος κι όμως τα χρυσαφένια μάτια της έμοιαζαν
καρφωμένα επάνω του να τον κοιτάνε επίμονα , σαν να τον προκαλούσε
σε μια αναμέτρηση, τόσο ζωντανά που ήταν έτοιμος να πεταχτεί
από το καθισμά του και να τρέξει να παίξει μαζί της όπως οι νάνοι.
Η γυναίκα με τα ψηλά τακούνια είχε φτάσει σβέλτα στην κορυφή
της σκάλας, έπρεπε να ξαπλώσει σχεδόν στο κάθισμά του για
να την βλέπει , ένα ζευγάρι κιάλια εμφανίστηκε από το πουθενά
και τα έφερε στα μάτια του.
Έμοιαζε τόσο κοντά του, αν άπλωνε το χέρι θα άγγιζε την
λευκή επιδερμίδα της που γυάλιζε από την χρυσόσκονη και τότε
εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον κοίταξε
κατάματα.
Τα μάτια της είχαν το χρώμα της βιολέτας, μαβιά, έντονα, υγρά
σαν λίμνες την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, θα μπορούσε να
ταξιδέψει μέσα σε αυτά τα μάτια αν δεν έβλεπε μια σκληρή λάμψη
σαν αστραπή να βγαίνει από μέσα τους. Έδειχναν ενοχλημένα
που τα κοιτούσε τόσο αδιάκριτα με τα κιάλια του και χάθηκαν
από το οπτικό του πεδίο!
Την επόμενη στιγμή την είδε να απλώνει τα χέρια, να παίρνει θέση
στην άκρη της πλατφόρμας που στεκόταν και να ετοιμάζεται να
κάνει το πρώτο βήμα επάνω στο χοντρό συρματόσκοινο που ένωνε
τις δυο θηριώδεις κεντρικές κολώνες που κρατούσαν την τέντα .
Δεν είχε βγάλει τις λευκές της γόβες , αυτό πρόσεξε εκείνος
και συνέχισε να παρακολουθεί κάθε της κίνηση με τα κιάλια του.

'' Ένα βήμα
και η γόβα στιλέτο άγγιξε το συρματόσκοινο
το τακούνι ακούμπησε γερά επάνω του.
Εκείνος ένοιωσε ένα πόνο στον ώμο του
'' Δεύτερο βήμα
στεκόταν μόνο επάνω στο συρματόσκοινο
σταθερά χωρίς να χάνει λεπτό την ισορροπία της
Εκείνος ένοιωσε ένα βάρος στο στήθος του
'' Τρίτο βήμα
η γυναίκα άρχισε να περπατά απόλυτα συγκεντρωμένη
στον στόχο της, την απέναντι πλατφόρμα
Εκείνος ένοιωσε πως αόρατα χέρια είχαν αρπάξει
κάθε κομμάτι του κορμιού του, το πίεζαν, το βασάνιζαν,
μικρά κομμάτια φωτιάς ξεφύτρωναν στα μπράτσα του,
έκαιγαν την κοιλιά του, τις γάμπες του, τους μηρούς του,
το στήθος, τον λαιμό του ... δεν μπορούσε να φωνάξει ...
δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την φωτεινή
σιλουέτα που γλιστρούσε στηριγμένη με τις
ψηλοτάκουνες γόβες της επάνω στο συρματόσκοινο_
'' Τέταρτο βήμα
η γυναίκα γύρισε και τον κοίταξε χωρίς να σταματά
τον ρυθμό του βηματισμού της
Εκείνος ένοιωσε περισσότερο την ματιά της, όπως ένοιωσε
και την ανάσα της στον λαιμό του, μια υγρή γλώσσα άγγιξε
την επιδερμίδα του που έκαιγε δροσιζοντάς τον ...
πέρασε επάνω από μια μικρή φλέβα που έστελνε τον ρυθμό
της καρδιάς στο σώμα του, άγγιξε τα λεπτά πτερύγια
των αυτιών του, απαλά χέρια άνοιξαν τα κουμπιά από το
λευκό του πουκάμισο, παραμέρισαν το ύφασμα και η υγρή
γλώσσα κατέβηκε ανάλαφρα στο ιδρωμένο στήθος του,
Ήθελε να κατεβάσει τα κιάλια από τα μάτια του, να αγγίξει
το κεφάλι που χάιδευε το δέρμα του, να πιάσει τα χέρια που
άνοιγαν τα κουμπιά στο παντελόνι του , όμως τα μαβιά μάτια
τον είχαν καθηλώσει στην ακινησία του και δεν ήξερε πια
αν η γυναίκα ήταν σταθερά επάνω στο συρματόσκοινο, αν
προχωρούσε, αν εκείνη ήταν επάνω στο κορμί του , αν όλα
ήταν μέρος της παράστασης ή όλα ήταν στην φαντασία του.
'' Πέμπτο βήμα
η ακροβάτισσα έφτανε σχεδόν στην απέναντι πλατφόρμα
ακόμα με τα χέρια τεντωμένα και για μισό εκατοστό του
δευτερόλεπτου το λεπτό τακούνι δεν βρήκε την θέση του'
παραπάτησε !
Εκείνος ένοιωσε να του κόβεται η ανάσα, άπλωσε το ένα
χέρι να την κρατήσει αλλά έπιασε μια τούφα από απαλά μαλλιά,
έχωσε μέσα στο ζεστό κεφάλι τα δάχτυλά του, μύριζε τόσο
όμορφα , σαν λιβάδι με αγριολούλουδα μετά την βροχή και
πήρε βαθιά ανάσα να συνέλθει ενώ το κορμί του
αναστέναζε κάτω από χιλιάδες ακροδάχτυλα που άγγιζαν
κάθε του εκατοστό , χιλιάδες ηλεκτρικές εκτονώσεις από κάθε
πόρο του δέρματος του σε κάθε άγγιγμα της υγρής γλώσσας
και τότε ένοιωσε πως είχε μπει σε ένα βαθύ άνοιγμα που έκλεισε
μετά την εισβολή και τον κράτησε σφιχτά μέσα του , ακίνητο,
νικημένο, άβουλο. Δεν ήθελε να βγει από αυτό, αλλά κάθε
κύτταρο του μυαλού του του φώναζε να κινηθεί να ξεγλιστρήσει
από την παγίδα και άρχισε να σαλεύει αργά κάτω από ένα
γλυκό βάρος, πιασμένος σαν ψάρι σε τεράστιο αγκίστρι.
'' Έκτο βήμα
η γυναίκα ξαναβρήκε την ισορροπία της και γύρισε και πάλι
να τον κοιτάξει λίγο κοροϊδευτικά αυτή την φορά, μια υποψία
χαμόγελου κρεμόταν από τα βιολετιά μάτια της.
Εκείνος της χαμογέλασε, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το
μέτωπό του, τον λαιμό , το στήθος του, όμως χαμογελούσε κι ας
καιγόταν κι ας χόρευε το κορμί του έναν δικό του ξεχωριστό χορό,
κάνοντας τις ωθήσεις του όλο και πιο δυνατές, να βγει , να γλυτώσει
από την παγίδα του, όχι δεν ήθελε να βγει , να μπει πιο βαθιά ήθελε
για αυτό έγιναν πιο έντονες οι κινήσεις του, να μπει μέσα και να
μην ελευθερωθεί ποτέ από αυτό το γλυκό μούδιασμα που κυρίευε
τα μέλη του, το μυαλό του, τα χείλη του που είχαν τραβηχτεί σε
έναν στραβό μορφασμό σαν να πόναγε φρικτά σε κάθε του ώθηση.
'' Έβδομο βήμα
θριαμβικά έκανε το τελευταίο της βήμα η γυναίκα και στάθηκε με
τα χέρια ψηλά γελώντας, περιμένοντας την αποθέωση για το
κατόρθωμά της!
Εκείνος είδε την λάμψη από τα μάτια της να τον χτυπά κατάστηθα,
σαν ηλεκτρική εκκένωση ήταν η μαβιά αστραπή που σάρωσε το
χωράφι του κορμιού του, κατακαίγωντας τους νευρώνες της ύπαρξής του
και ο πόνος της εκτόνωσης άφησε πίσω του ένα βαθύ ουρλιαχτό να
ξεφύγει από τα παραμορφωμένα χείλη του καθώς ένοιωσε να στραγγίζει
από τους χυμούς της ζωής του, να γίνεται ένας ξερός χείμαρρος
σε μια άνυδρη βουνοπλαγιά και μετά σαν έμβρυο που βγαίνει
από την μήτρα ξεγλίστρησε κι αυτός από την ζεστή υγρή παγίδα του.
Χάθηκαν τα κιάλια από τα χέρια του.
Ακίνητος, εξουθενωμένος παρέμεινε μισοξαπλωμένος στο βελούδινο
κάθισμα να βλέπει το τέλος από το νούμερο της ακροβάτισσας που
σβέλτα και πάλι γλιστρούσε προς τα κάτω πιασμένη από ένα χοντρό σκοινί.
Χαμήλωσε τα μάτια του και πρόλαβε να δει την λάμψη από δυο χρυσαφένια
μάτια που τον κοιτούσαν και την άκρη από ένα πολύχρωμο ρούχο που
χάθηκε στα σκοτάδια την ώρα που έσβηναν οι προβολείς.

Ανασηκώθηκε στο κάθισμά του νοιώθοντας τα γόνατά του να
τρέμουν και το κορμί του αδύναμο να κρατήσει το βάρος του
για να σηκωθεί όρθιος αν και πολύ θα το ήθελε να βγει για λίγο
να καπνίσει ένα τσιγάρο κάτω από τον νυχτερινό ουρανό,
έξω στον καθαρό αέρα.
Ακούστηκε και πάλι η εκκωφαντική μουσική που σταμάτησε το
ίδιο απότομα όπως άρχισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και
πάλι κάποιος προβολέας άναψε ρίχνοντας την φωτεινή του δέσμη
σε ένα γυναικείο ζευγάρι που στεκόταν ακίνητο στο κέντρο της σκηνής.
Ο άντρας έγειρε πίσω στο κάθισμά του ολότελα παραδομένος
στο καινούργιο θέαμα που άρχιζε
Δυο μικρόσωμες γυναίκες με κοντά κατακόκκινα μαλλιά,
πανομοιότυπες σαν να ήταν η μια καθρέφτης της άλλης,
με τα ίδια κόκκινα ρούχα να ντύνουν τα γυμνασμένα κορμιά τους
και με τα πόδια ξυπόλυτα έκαναν την ίδια συγχρονισμένη
υπόκλιση πριν ξεκινήσουν το νούμερο τους.
Δυο χοντρά σκοινιά κρεμόταν από την οροφή της τέντας και οι
δυο γυναικείες φιγούρες με σίγουρες σταθερές κινήσεις άρχισαν
να σκαρφαλώνουν με σβελτάδα αίλουρου η κάθε μια στο δικό της σκοινί .
'' Πρώτο βήμα
οι γυναίκες έμπλεξαν ανάμεσα στους μηρούς τους το σκοινί και καθώς
πιάστηκαν από τα χέρια άρχισαν να στριφογυρίζουν σαν φίδια σκορπώντας
δίδυμες λάμψεις φωτιάς γύρω τους
Εκείνος ένοιωσε μια γλυκιά ζαλάδα να τυλίγει το μυαλό του
και χιλιάδες μυρμηγκίσματα φωτιάς να κεντρίζουν
τους πόρους του κορμιού του

                                                                                      Levina



4.8.12

το χρώμα της νύχτας


Κάτω από έναν θολό ουρανό, με την άχλη της υγρασίας
να τυλίγει τον αέρα σε ένα πνιγηρό σφιχταγκάλιασμα
στάθηκε η γυναίκα μέσα στον φωτεινό κύκλο που έριχνε
ο γυμνός γλόμπος κρεμασμένος από το ταβάνι με
το καλώδιο που τον ένωνε με την πηγή της ζωής,
λερωμένο από τα περιττώματα που άφηναν οι μύγες
καθώς για κάποιο ανεξήγητο λόγο προτιμούσαν να
ψοφάνε εκεί επάνω στον παλμό του ρεύματος αντί να
ψάχνουν να βρουν φαΐ σε καμιά κουζίνα ή έξω στην αυλή.
Τίναξε τα μακριά σκούρα μαλλιά της και άρπαξε
τα σωληνάρια με τα χρώματα, γονάτισε και
τα στούμπιξε όλα μαζί  για να τα ξεκοιλιάσει .
Ένα ουράνιο τόξο ξεχύθηκε με ορμή  επάνω
στον λευκό καμβά από κίτρινα, κόκκινα, μπλε,
λευκά ποτάμια και εκείνη  έκλεισε τα μάτια κι έχωσε
τα γυμνά της χέρια μεσ΄ τα σωθικά τους και
τ΄ ανακάτεψε να φτάσουν  μέχρι την άκριες του τελάρου.
Αστέρια δίχως ονόματα ανάκατα πετούσαν στον κύκλο
ως εκεί που έφτανε το φως και αυτή προσηλωμένη
συνέχισε τα χρώματα να ανακατώνει και ξεπηδούσαν
τα μαβιά, τα πορτοκαλιά, οι ώχρες και γλιστρούσαν
μέσα από τους πόρους του κορμιού της στο αίμα της.
Μετά ξαφνικά σταμάτησε την κάθε της κίνηση
 κι ανασηκώθηκε ηδονικά χορτάτη από το έργο
των χεριών μα η ψυχή  στο λίγο έμεινε.

Κάποιος περίεργος που έψαχνε να βρει το φεγγάρι του
τρίτου γαλαξία στην άκρη τ΄ ουρανού μια πολύχρωμη
αστραπή είδε να βγαίνει μέσα από τα σκοτάδια
να χορεύει στην ήρεμη Καλοκαιρινή βραδιά και γύρισε
εκεί το κιάλι του γελώντας πως τάχα βρήκε αυτό που
αναζητούσε !
Έμεινε η γυναίκα  να  ψάχνει να βρει τι λείπει απ΄ τον καμβά της
που πήγανε τ΄ αστέρια που χόρευαν στα μάτια της,
αυτά που τα ΄πιανε σαν βουτούσε τα δάχτυλά της
μέσα στις πολύχρωμες πάστες.
" Αύριο , σκέφτηκε, αύριο το πρωί θα το δω, τώρα νυστάζω "
Άπλωσε το χέρι στον διακόπτη το φως να κλείσει  μα
για κάποιο λόγο ανεξήγητο το σκοτάδι αρνήθηκε να την πλησιάσει
όλα γύρω της παρέμειναν σε μια σφαίρα διάφανης λάμψης
περπατούσε  και  κυλούσαν αστέρια επάνω από το κορμί της
έβαφαν τον αέρα γύρω της, σήκωναν ανεμοστρόβιλους από
πολύχρωμες αστραφτερές κορδέλες.
Κοίταξε τα χέρια της, τα πόδια της κι αυτά είχαν φυτρώσει πια
στο χώμα, όμως εκείνη μπορούσε να πετάει ψηλά σκορπίζοντας
φως και τότε βούτηξε μέσα στην θάλασσα γελώντας ελεύθερη
Σαν βροντή ακούστηκε το γέλιο της  κι αναρωτήθηκε ο περίεργος
" Άραγε θα βρέξει μέχρι τα ξημερώματα?"
και συνέχισε να κοιτά μέσα από το κιάλι  το ουράνιο τόξο
που χόρευε μέσ τα σκοτάδια του Καλοκαιριάτικου ουρανού.

Levina