18.9.12

λήθη



μεσίστιο το λάβαρό μου κυματίζει
παραδίνεται στων ανέμων την λήθη
καρφωμένο σε λαίμαργο σπήλαιο όρνεων φωλιά
επάνω σε βαμμένο με πορφύρα κόκκινη νερό
αργοσαλεύει  ληστεύοντας  των παρθένων
τα αναβλύζοντα δάκρυα της θλίψης
κάτω από έναν άφεγγο ουρανό
απέναντι σε κάστρο ρημαγμένο που χάνεται
ανάμεσα σε ρίζες  χιλιόχρονων πλατάνων
αναζητώντας χρόνους ένδοξους  παραδομένους
στην αδηφάγο μνήμη ενός ρακένδυτου λαού
που ασάλευτα τον σταυρωτή του προσκυνάει
προσμένοντας να γείρει σε τάφους ανοιχτούς
προσδοκώντας  σε νεκρών Ανάσταση
την ποθητή του λύτρωση.
τόση θλίψη
τόση αγωνία
πονάω

Levina
 



15.9.12

νυχτερινός μονόλογος



άναστρη βραδιά και τόσο άδειος μοιάζει ο ουρανός
την σιωπή σου μ΄  ένα τσιγάρο σαν καπνό μέσα μου
την ρουφάω τα σωθικά μου τα πληγωμένα ν΄ αγκαλιάσει
σα ν΄ ακούω την φωνή σου  '  με θυμό να μου μιλάς
να μου λες για την αρρώστια που στα χέρια μου κρατάω
κι εκεί που έντονα διαφωνούμε εγώ με ένα επιχείρημα
να σε κάνω να σιωπάς … σ΄ αγαπώ
δεν περιμένω να με καταλάβεις, λόγια και σιωπές
μας γέμισαν και πόσο λάθος διαπίστωση για τις ζωές μας
είχες κάνει όταν  να  βάλεις σε χάρτινα κουτιά τις
καρδιές μας προσπαθούσες.
δεν ξέρω πια αν υπάρχεις,  τι  ονειρεύεσαι ή τι κατέχεις
από όσα τόσο ήθελες, δεν ξέρω κάτω από ποιόν ουρανό
το κορμί σου ξεκουράζεις ‘ αν όλα πάνε καλά ή έχεις
ακόμα απωθημένα για τα κομμάτια της αχαρτογράφητης
γης που δεν πρόλαβες να περπατήσεις ή όλα τα έχεις κάνει
και τίποτα πια δεν αναζητάς ‘ ούτε κι εκείνη την μικρή
λεξούλα που σε έκανε να σιωπάς … σ΄ αγαπώ
πόσο ρευστά είναι όλα κι ο χρόνος ‘ να τον μετρήσω πια
δεν προλαβαίνω και μόνο κάτι θύμισες έμειναν να
τριγυρίζουν σαν τον καπνό απ΄ το τσιγάρο μου γύρω
από μένα κι η καύτρα φάρος  να γίνεται 
σε μια σκοτεινή θάλασσα που κάτω από τους βοριάδες
του μυαλού μου ανταριάζεται και να με καταπιεί θέλει
την άκρια απ΄ το τσιγάρο μου σαν τελευταία αναλαμπή
ζωής κρατάω και αποφεύγω μέρες τώρα πια να κοιμηθώ
μήπως και σβήσει  και χαθώ στον σκοτεινό μου ουρανό
και τότε μέσα στην σιωπή θα χαθεί κι η λέξη … σ΄ αγαπώ



Levina










7.9.12

αναχώρηση


Ερήμωσε η παραλία, γκρίζα η αμμουδιά

μοναχικά τα δίδυμα σημάδια των ποδιών μου

κάτω από το πρώτο του ήλιου φως

ξεκάθαρα ξεψυχούν μάταια αναμένοντας  

έναν άνεμο πλανητευτή να τα σαρώσει


μονότονος ο ήχος των νερών τα ήσυχα του Φθινοπώρου

πρωινά κι εγώ περιδιαβαίνοντας πλάθω την φωνή σου

ψίθυρος  για  τις μέρες , τις σκέψεις, τα όνειρα σου

γέρνω το κεφάλι κι ακουμπώ ανάσα στον ώμο σου


άγραφος ο νόμος της σιωπής στα σύννεφα επάνω

εκείνα ν’ αλαργεύουν κι εμένα το μαχαίρι να με σφάζει

να υποφέρουν τα  σγουρόμαλλα τα κύματα

την ώρα που το αίμα  κατακόκκινο μαζί τους σμίγει


καταιγίδα από μετάξι το τελευταίο ρούχο μου πετώ

παγίδα που στην στεριά μαζί σου με κρατούσε

τώρα με γαλήνη τυλίγω τα νερά, τις βουνοκορφές ,

τον άνεμο, στην τρελαμένη μου καρδιά βάζω φωτιά


κι ένα αστέρι ξεπεσμένο απ  την ουρά  τ΄ αρπάζω

μαρμαρωμένο ξεμένει το φεγγάρι να κοιτά την ώρα

που αφήνω τον οδηγό μου να με πάρει έξω από τον

κύκλο που σχημάτισαν τα σημάδια των χεριών σου


Levina



4.9.12

ο δρόμος για τον παράδεισο


Ο δρόμος για τον παράδεισο
περνάει από την γέφυρα της κόλασης.


original and custom color pencil artwork
by Carol Moore

Έχεις ανακαλύψει που υπάρχει η γη του Παραδείσου .
Είσαι μοναδικός !
Θέλεις να γίνεις πλούσιος .
Σε όλα σου .


Σκέφτεσαι πως  θα είναι εύκολο να  χτίσεις μια γέφυρα 
κι  όποιος θέλει να περάσει για εκεί ,
θα σου αφήνει το αντίτιμο για να έχει το ελεύθερο να το κάνει.
Δεν είσαι πολιτικός μηχανικός
οπότε επιστρατεύεις ότι υπάρχει στο διαδίκτυο σχετικά με
γνώσεις που μπορείς να αποκτήσεις για το αντικείμενο ,
ρωτάς γνωστούς και φίλους, κατεβάζεις και δεκάδες
φωτογραφίες από γέφυρες και ξεκινάς το χτίσιμο .
Βλέπεις , διαβάζεις , φτιάχνεις ώσπου μια ωραία πρωία
έχει τελειώσει το οικοδόμημα και δίνεις το ελεύθερο
στον πρώτο διαβάτη .


Δίχως δισταγμό πατά εκείνος επάνω αφού βλέπει
πόσο όμορφο έγινε το έργο σου, αφού του το λες εσύ
ο ίδιος ο χτίστης ... σε εμπιστεύεται και ξεκινά να
περάσει απέναντι ... μόνο που εσύ ξέρεις πόσο
ασφαλής είναι αυτή η γέφυρα και εκεί προς το τέλος
της διαδρομής δίνεις έναν πήδο και πατάς γη την ώρα
που η γέφυρα γκρεμίζεται και παρασέρνει τον άτυχο
που σε εμπιστεύτηκε και είπε να περάσει απέναντι .
Σηκώνεται ο έρημος παραλοισμένος από το χτύπημα,
δεν κατάλαβε ούτε από που του ήρθε, τον πιάνεις
κι εσύ στην μουρμούρα και φεύγει από εκεί που ήρθε
χωρίς και να σου ζητήσει τα ρέστα .


Είσαι όμως ανικανοποίητος !
Πρέπει να χτίσεις πάλι αυτή την γέφυρα, τώρα πια ξέρεις
και θα την κάνεις καλύτερη, ομορφότερη, ζηλευτή ...
ασφαλή όμως θα την κάνεις ?
Να λοιπόν που την ξαναχτίζεις και μάλιστα ακόμα πιο
καλύτερη από την πρώτη, να που έρχεται και ο επόμενος
διαβάτης που θέλει να περάσει απέναντι  και  για αντίτιμο
σου δίνει την εμπιστοσύνη του και να ...
πάλι πριν το τέλος της διαδρομής εσύ ξαναπηδάς με ασφάλεια
και εκείνος βρίσκεται σαβουρντισμένος στο βάθος του
ξεροπόταμου να μετράει αμυχές και σπασίματα ...
αλλά κι πάλι τα καταφέρνεις και με την πονηριά σου
τον στέλνεις από εκεί που ήρθε χωρίς να σου ζητήσει τα ρέστα .


Το κακό είναι πως σου αρέσει να χτίζεις γέφυρες
κι ας μην ξέρεις πως να το κάνεις και να έρχονται οι
διαβάτες να περάσουν γρήγορα απέναντι εκεί που τους
περιμένει το όνειρο να το ζήσουν και εσύ ξανά και πάλι
να πηδάς αλώβητος ξανά και ξανά ...


Βέβαια εδώ πρέπει να το πούμε ...
πως υπάρχουν και παρατηρητές σε όλη αυτή την εργολαβία,
το χτίσιμο και το γκρέμισμα !

Είναι αυτοί οι κλακαδόροι που βρίσκεις παντού γύρω από
πρόσωπα που αναζητούν τα 15΄ αναγνωρισιμότητας που
τους ανήκουν σε αυτή την ζωή και που ανυπόμονα περιμένουν
να είναι οι επόμενοι διαβάτες στην γέφυρα που ξανά και ξανά
βλέπουν να γκρεμίζεται εμπρός τους .
Είναι αυτοί που ενώ μπορούν να απλώσουν τα χέρια
και να βοηθήσουν τους άλλους διαβάτες , εκείνοι
αντίθετα  χοροπηδάνε στις άκρες της γέφυρας
προσπαθώντας εναγωνίως να τους γκρεμίσουν
ώστε μετά να πάρουν εκείνοι την θέση τους .


Δεν ξέρω πως λέγεται εκείνος που θέλει να
παραστήσει τον πολιτικό μηχανικό και χτίζει γέφυρες που γκρεμίζονται ...
Δεν ξέρω ούτε πως λέγονται εκείνοι που
απολαμβάνουν το κάθε γκρέμισμα και περιμένουν την σειρά τους ...


Ξέρω πως  θα χαρώ να  δω  τους ανθρώπους που χτίζουν χάρτινους πύργους
επάνω στις ελπίδες και στα όνειρα των άλλων  κάποια στιγμή να μη προλάβουν
να πηδήξουν έξω με ασφάλεια και να πάθουν  όσα έδωσαν .
Ξέρω πως δεν θα χύσω σταγόνα δάκρυ για εκείνους που θα
μπορούσαν να προλάβουν το κακό και δεν το έκαναν νομίζοντας πως
αυτοί θα είναι τυχεροί και η γέφυρα θα τους αντέξει .



Αυτό ήθελα σήμερα να γράψω
ακατανόητο ίσως  ή απόλυτα κατανοητό ?
Όπως το πάρει κανείς .




Levina






31.8.12

Του φεγγαριού τ΄ Αερικό


Φεγγάρι ολόγιομο στον σκοτεινό του πελάγους ουρανό
και σύννεφο κατάλευκο περιδιαβαίνει άστρα σκορπά
υποσχέσεις μουρμουρίζει , γύρω της λευκό πουλί πετά

κι είναι τα μάτια μελαγχολικά
να ξομολογηθούνε θέλουν
μα το κεφάλι ανήμπορο στον ώμο γέρνει
κι ακουμπά σε μια γροθιά σφιγμένη

μια θάλασσα φως ξεχύνεται ανάμεσα στα δέντρα στα κλαριά
ένα διάδημα λευκό φορά εκείνη  η φεγγαροστεφανωμένη
την ώρα που φτερουγίζουν τα πουλιά ανήσυχα  στις νύχτας
του φεγγαριού το θολωμένο φως ‘ τα χάσανε για μέρα το νομίσαν
κι έγιν΄ η λύπη κόμπος στον λαιμό έκανε πέρα την γλυκολαλιά

ανάσα θολή ο Λίβας ρίχνει άχλη σηκώνει η βραδιά κι ο έρωτας
σύννεφο υγρό που καίει σαν την φλόγα τα κλαριά
στην γη ακουμπά σταλάζει στο δέρμα , στα φτερά
έρωτας δίχως έρωτα
να στέκει  ακίνητη στην γαλήνη της εκείνη
μια φεγγαρόπετρα πολύτιμη π΄ απομένει
να ρωτά πως βρέθηκε σε αυτήν εδώ την γη

Έγειρε τ΄ όνειρο μαζί με το φεγγάρι
Αντάμα με τον  Αυγερινό φτερουγίσαν τα πουλιά
Μοιράζοντας στο πρώτο του ήλιου φως μικρά φιλιά

Ανοίγω την παλάμη   
Μα  να!
Την φεγγαρόπετρα βαστώ απ τον ιδρώτα μου ν' αστράφτει
κι αναρωτιέμαι να ΄ταν της φαντασίας μου αυτό
ή μήπως τάχα το ΄δα αληθινό πως μέσα σε τούτη την νυχτιά
γνώρισα του φεγγαριού τ΄  αερικό?




Levina








24.8.12

το νόμισμα


Τα βράδια κοιμάμαι στην βροχή , επάνω σε ένα παγκάκι ξύλινο
κι όνειρα κάνω κοιτώντας ένα συννεφιασμένο ουρανό κάτω
από ένα υπόστεγο τσίγκινο.
Αξημέρωτα δυνάμωσε σήμερα η βροχή κι ο θόρυβος
τόσο μονότονος από τις πέτρες σταγόνες που ρίχνει ο Θεός
σαν κατάρες πέφτουν στο γένος το ανθρώπινο.
Σηκώνομαι σαν φτάνουν οι εργάτες , κάθε πρωί οι ίδιοι,
χωμένοι στα φτηνά παλτά τους να περιμένουν το πρώτο
δρομολόγιο κι εγώ σε μιαν άκρη καθισμένη με το κεφάλι
στις παλάμες μου χωμένο να κρύβω το προσωπό μου.
Κάποιος αφήνει στην ποδιά μου ένα νόμισμα μεταλλικό
όλο τον κόσμο θα αγόραζα με αυτό  ‘ δεν με νοιάζει την
αξία του να δω , μόνο το χέρι βάζω στην καρδιά  σε
μια σιωπηλή κίνηση να πω ευχαριστώ.
Τον χρόνο αφήνω να περάσει σφικτά κρατώντας
τον μικρό μου θησαυρό  κι εκεί προς το μεσημεράκι 
βγαίνω στης πόλης τους δρόμους τους βρεγμένους
αθόρυβα γλυστράω δίπλα σε ομπρέλες, αδιάβροχα,
βιαστικούς διαβάτες με πρόσωπα αδιάφορα.
Το είδωλο μου δεν υπάρχει στις βιτρίνες’ δεν καταδέχεται
τ΄ αστραφτερό γυαλί  Ένα της πόλης Αερικό  και τον
μικρό μου θησαυρό στον πάγκο του φούρναρη δειλά
αφήνω χωρίς να σηκώσω τα μάτια να τον δω κι εκείνος
μου πετάει ένα ψωμί θέλοντας να τον ξεφορτωθώ
αδιάφορα ρίχνοντας τον θησαυρό  μου στο συρτάρι.

Τι περίεργο αλήθεια, ποτέ δεν κοιτά το νόμισμα που του αφήνω
μα έχω την εντύπωση πως είναι εκείνος που έρχεται τα πρωινά
για να με βρει , εκείνος είναι που Χειμώνες Καλοκαίρια 
σαν φάντασμα περαστικό , δίχως μάτια και μιλιά  αυτό που
με κρατάει στην ζωή , ένα νόμισμα μεταλλικό στην ποδιά μου αφήνει.

Levina












16.8.12

τίποτα σπουδαίο



Στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι
που μας τριγυρίζει ανελέητα εγώ ζω ,

Αυτή ...
που κάθεται επάνω μας όπως  η σκόνη του δρόμου
τις ώρες που περπατάμε αμέριμνα κι ακούμε τον
μονότονο ήχο ν΄ αντηχεί από τα μισολυωμένα  τακούνια
των παπουτσιών μας , τότε που κοιτάμε για ένα
κομμάτι ουρανό και μόλις που διακρίνουμε ένα γκρίζο σύννεφο
μια γωνίτσα  άφταστης ελπίδας

Εκεί ...
στην άκρη των μπαλκονιών που κρέμονται γύρω μας
σαν τσαμπιά σταφύλια γεμάτα από παλιές ντουλάπες,
ξεχαρβαλωμένες παπουτσοθήκες, λερωμένες σφουγγαρίστρες
που σαπίζουν μέσα στα λασπόνερα των κουβάδων και
κάτι ασθενικά λουλούδια ... ήταν κάποτε λουλούδια,
τώρα κι αυτά ακολουθούν τους ρυθμούς μας πεθαίνοντας
κάτω από ένα βρώμικο ουρανό την ώρα που χανόμαστε
μέσα στον εικονικό μας κόσμο και αφήνουμε το μουντό
ξεθωριασμένο χρώμα της καθημερινοτητάς μας να μας τριγυρίζει

Την ώρα ...
 που αλλάζουμε  όνομα,  γένος,  ζωή,  την ώρα που
ντυνόμαστε  το λαμπερό μας ρούχο  και αναλαμβάνουμε
του πρωταγωνιστή  τον ρόλο , θλιβερά  απομεινάρια
γινόμαστε στον κόσμο που έπλασαν άλλοι για εμάς
και εκεί σ΄ αυτόν ξεμείναμε να υποκρινόμαστε εσύ  
τον Μέγα Αλέξανδρο,  εγώ την Βασίλισσα , εκείνη  την Σουλτάνα,
αυτός  τον Πειρατή , εκείνος τον Μέντορα ,
η άλλη  την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων.
Η μαγεία του ρόλου μας με νύχια κοφτερά να μας αρπάζει
κι έτσι να ξεχνάμε το λερωμένο κομμάτι τ΄ ουρανού μας
και  το σκυλί που γαβγίζει  στο διπλανό μπαλκόνι,
αυτόν που στο κρεββάτι σου ροχαλίζει, εκείνη που σε περιμένει
κάθε μεσημέρι φορώντας τα κουρέλια της
και μ΄ ένα πιάτο ζεστό φαΐ στα χέρια,  το μωρό που πεινασμένο
φωνάζει στον επάνω όροφο ... ξεχάσαμε τον δήμιο
που  στον σβέρκο μας το γιαταγάνι του δοκιμάζει
και το όραμα που αίμα τρέχει δείχνει πως η ώρα της εκτέλεσης
πλησίασε κι όμως


Σε αυτή ...
στην Ελαφρότητα του Είναι μου εγώ παραμένω
και τον άλλο μου εαυτό Αυτόν τον Άγνωστο σου χαρίζω
και πίσω από την οθόνη μου με μάτια θολά
την μορφή σου όπως θέλω ζωγραφίζω.


Levina