14.3.12

το γαλάζιο σου θέλω μόνο

δύναμη να πάρω


Ο χορός των ανέμων είναι που φέρνει τα σύννεφα επάνω από
τις  γειτονιές μου . Περνάει σφυρίζοντας ανάμεσα από τα γυμνά
κλαριά  των δέντρων , μικροί ανεμοστρόβιλοι ξεσηκώνουν
τα πεταμένα σκουπίδια και βλέπεις να αιωρούνται  δάκρυα και
λερωμένα χαρτιά από σκισμένα τετράδια γυαλιά από πλαστικά
μπουκάλια και χρυσόχαρτα από άδεια πακέτα τσιγάρων .

Φταίει ο ήλιος που έχει μέρες να φανεί  και όλα μοιάζουν τόσο θλιβερά, 
τα πεζοδρόμια με τις σπασμένες πλάκες, οι παλιές πολυκατοικίες
που έχουν πάρει το χρώμα της γκρίζας σκιάς, βουτηγμένες σε κάποιο
αόρατο φουγάρο εργοστασίου, είναι και τα χέρια σου , σκληρά γεμάτα
εξογκώματα,  τα αγγίζω , θέλω να τα κρατήσω στα δικά μου και γλιστράνε
αφήνουν επάνω στο λευκό μου  λάσπη από ιδρώτα και κάρβουνο.

Σε κοιτάζω στα μάτια να σε αναγνωρίσω και το γαλάζιο των ματιών σου
που ήταν ο ουρανός μου δεν υπάρχει πια, έχει θολώσει κι εγώ πια δεν έχω ουρανό.

Το βράδυ θα έρθω να στριμωχτώ πλάι στο κορμί σου για να με ζεστάνεις
όπως όλες της βραδιές της ζωής μας , όπως με ζέστανες χιλιάδες χρόνια πριν…
στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο το ηλιοβασίλεμα, 
τα βράδια στις καστροπολιτείες του Μοριά και μετά σαν με κρατούσες αγκαλιά
στο στάδιο της Βασιλεύουσας και αργότερα στην θάλασσα τα βράδια επάνω
στην κατάφορτη γαλέρα με τα κανόνια έτοιμα  τα τείχη να γκρεμίσουν…
Όταν γύρισες από την Ανατολία πληγωμένος και ξάπλωσες στο πλάι μου
να σου γιάνω τις πληγές . Την ζεστασιά του κορμιού σου ζήτησα στην
πεινασμένη Αθήνα  που ήξερε να λέει ΟΧΙ , σε εσένα ήρθα ξημερώματα
που με πυροβόλησαν στο σκοπευτήριο, εσύ με αγκάλιασες το βράδυ που  
φώναζα Ψωμί Παιδεία Ελευθερία. .

Κράτα με και τώρα που σε έχω τόσο ανάγκη μη μου φεύγεις, μια αγκαλιά
μονάχα σου ζητάω . Δεν θυμάμαι πια το  όνομα και την γενιά σου
Αλέξανδρος  είναι άραγε από τους Βιλαρδουίνους ή τους Κομνηνούς ;
σε λένε Κανάρη ή Μάντακα,  είσαι ο Αντρέας, ο Ορέστης ή ο Αλέκος ...
εγώ μόνο  των ματιών σου το γαλάζιο  θέλω να δω ξανά  και σαν ξημερώσει
και σηκωθώ από  το πλάι σου  , δύναμη θα έχω να τραβήξω τα σύννεφα
από  τον ουρανό σου … να φέρω ξανά στο χώμα σου τον ήλιο .  

Στα δέντρα σου τα σκουπίδια που φέραν οι αγέρηδες  φρούτα ζουμερά
θα γίνουν  κάτω από το φως του ζωωδώτη και  γλυκούς χυμούς
θα  σταλάζουν  στο γελαστό το στόμα μας .

Θα σου προσφέρω ένα  πορτοκάλι και θα μου βάλεις στα μαλλιά μου
ένα κλωνάρι ελιάς.

Θα σου προσφέρω το λευκό του κορμιού μου  και εσύ θα το τυλίξεις
με το γαλάζιο σου .

Από το χέρι ξανά θα σε κρατήσω , ένα κόκκινο κραγιόνι θα κρατάω
για να ξεκινήσουμε να γράφουμε  ξανά  στους  τοίχους 
την ατέλευτη ιστορία  της ζωής μας.


Levina



12.3.12

το νόημα της λέξης !

Βραδιάζει και το σκοτάδι που πέφτει κρύβει
όλα αυτά τα ανομολόγητα  που  δίπλα μου συμβαίνουν

κρύβει τα μικρά δωμάτια των σπιτιών που φιλοξενούν
νεανικές καρδιές γεμάτες σβησμένα όνειρα, μάτια θολά
που κοιτάνε κάποια αφίσα στον τοίχο την ώρα που τα
δάχτυλα γράφουν απεγνωσμένα μηνύματα στο κινητό
ζητώντας το μόνο που τους απόμεινε, μια λέξη  πως
υπάρχει και κάποιος άλλος να ξαγρυπνά μαζί μ αυτούς
μέσα στην βαθιά την νύχτα ,
πως η μοναξιά μια λέξη είναι μόνο
 
κρύβει  τις σκοτεινιασμένες σκέψεις  που αιμορραγούν ,
τα χέρια που τρέμουν, τα δάκρυα που τρέχουν, τα πρόσωπα
που γέρασαν πριν την ώρα τους σκυμμένα επάνω από τα 
νούμερα  του χρέους  που  θα πληρώσουν  την ώρα που τα
χαρτιά παίρνουν φωτιά και καίγονται σαν τα χρόνια που
ήταν να έρθουν και τώρα … στέκουν στο κατώφλι της γης
και φοβούνται  το αίμα, τα αγριεμένα μάτια, τα ολάνοιχτα
στόματα που ουρλιάζουν  και να καταπιούν ζητάνε τον υπαίτιο
πως το αύριο δεν είναι μια λέξη μόνο

κρύβει τα άδεια ράφια στα ντουλάπια , τις σκυμμένες μορφές
επάνω στα σκουπίδια των δρόμων,  τα λευκά μαλλιά,
τα παιδικά μάτια, το βρώμικο ψωμί που μαύρα σκυλιά
το λαχταράνε να τ΄ αρπάξουν μα χέρια ανθρώπινα πρόλαβαν
να το πάρουν να το γευτούν μέσα στην λάσπη που κυλά
από τις γωνίες των χειλιών τους , μέσα στα ρυάκια της βροχής
που παγώνει τα πληγωμένα πόδια
πως αυτή η πείνα μια λέξη είναι μόνο
 
κρύβει  τα ανθρώπινα ρετάλια που απόκαναν να ζουν και
απάγκιο βρήκαν σε γωνίες ανάμεσα σε χάρτινα κουτιά
στοιβαγμένα εμπορεύματα άνευ αξίας που κάποιο πρωινό
κάποιο σκουπιδιάρικο θα τα στοιβάξει στην καρότσα να πάνε
στην χωματερή και τότε σαν θα σκαλίζουν ανάμεσα στις σακούλες
που στάζουν ιδρώτα και αίμα οι απόκληροι θα βρίσκουν μάτια
 και χέρια ζωντανά να γνέφουν να χαιρετούν την γη 
που χάνει της καρδιάς της τις στροφές
πως  η ανάσα της ζωής  είναι μια λέξη μόνο

κρύβει το χθες που πέρασε  με χέρια υψωμένα να βάφουν
γαλάζιους τους ουρανούς και τα σύννεφα λευκά,  μάτια
ονειροπόλα να  σκαρφίζονται στίχους να δίνουν τροφή ψυχής
σε ανυπόταχτες καρδιές
κι απ τα κοκάλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
με τα πινέλα τους βουτηγμένα στης φλέβας τους το αίμα
στους  μισογκρεμισμένους τοίχους να γράφουν  «λευτεριά»
και γέλια που μοσχοβολούσαν άνοιξη και πρωτομαγιά
να χτίζουν ξανά τις μάντρες για να κλείσουν μέσα τα όνειρα
να μη τους φύγουν
πως το χθες  δεν ήταν μια λέξη μόνο  
 
Ξημερώνει , παραμερίζει το σκοτάδι στο διάβα του ήλιου
του ηλιάτορα που διαφεντεύει τον τόπο τούτο ανοίγουν
ξανά οι ουρανοί και  βάφουν με πράσινο την γη με το μπλε
την θάλασσα,  ζωγραφίζουν  το σπίτι λευκό , το τραπέζι 
στρωμένο με χαμόγελα και οι αγέρηδες να φέρνουν
σφυρίζοντας το μήνυμα πως τάχα το αύριο είναι εδώ
έφτασε τ΄ ακούτε ? μοσχοβολάει σαν το γιασεμί στον φράχτη,
σαν το ιδρωμένο γέλιο του παιδιού, σαν την φασολάδα στην χύτρα,
σαν το φρεσκοπλυμένο ρούχο που άπλωσες στο σύρμα,
σαν το βλέμα χάδι του άντρα που γυρίζει τα μεσημέρια σπίτι
σαν  το χέρι  της γυναίκας που του δίνει το νερό
το αύριο
Είναι ζωντανό
Το αύριο δεν είναι μια λέξη μόνο.



Levina




10.3.12

επιθυμίες






Μια βαθιά ανάσα παίρνω και
Εκείνο που αναζητώ
Είναι να βρω τα χνάρια  των ποδιών μου
Χνάρια φιλιά στην χρυσή αμμουδιά
Είναι να βρω τα χέρια σου που τα απλώνεις
λευκά καράβια ν΄ αρμενίζουν
επάνω στις θάλασσες του κορμιού μου
Εκείνο που ξαναζώ
Είναι ο τρόπος που ξεσηκώνεις τα κύματα
που αγριεμένα σπάνε επάνω στα νησιά μου
Εκείνο που  αγαπώ
Είναι η γεύση που μένει στα χείλη μου
Γεύση από Θάλασσα
Αλμυρή , γλυκιά, πικρή,
γεύση από κοράλλια , από όστρακα,
από πλάσματα των νερών
που νωχελικά αρμενίζουν στα βάθη των ωκεανών,
γεύση από τον άνεμο που ανακατεύει
τις κορυφές των κυμάτων,
γεύση με κρυστάλλους αλατιού επάνω στα βράχια,
γεύση ρόδινη, πράσινη, μενεξελιά, γαλάζια,
γεύση ηρεμίας, τρικυμίας…
Γεύση δική μου ,  δική σου  
Η γεύση που  έχει το αίμα 
που κυλά στις φλέβες μου.







8.3.12

11 ...


έξυπνες και πρωτότυπες ερωτήσεις από την Lyriel , το υποσχέθηκα
πως η επόμενη ανάρτησή μου θα είναι αφιερωμένη σε αυτήν
και στην πάσα που μας έδωσε να απαντήσουμε σε αυτά που σκαρφίστηκε !!!
για σένα λοιπόν μπισκοτάκι μου...


1 .Αν ήσουν κάποιο ρόφημα, ποιο θα ήταν αυτό ?
Ζεστή σοκολάτα με γάλα και λίγες σταγόνες  κονιάκ !

2.  Αν ήσουν κάποια ώρα της ημέρας , ποια ?
Ένα ήσυχο ζεστό Καλοκαιρινό μεσημέρι !

3.  Αν ήσουν φυσικό φαινόμενο ?
Χιόνι, να τα καλύψω όλα τα άσχημα κάτω από το λευκό μου !

4. Αν ήσουν ένα έπιπλο μέσα στο σπίτι , ποιο θα ήσουν ?
Ένας μπουφές γεμάτος με μικρούς θησαυρούς από παλιές πορσελάνες !

5. Αν μπορούσες να αλλάξεις το τέλος μιας ταινίας, ποια θα ήταν αυτή ?
Στο Όσα παίρνει ο Άνεμος, θα έβαζα την Σκάρλετ να πείσει τον Ρετ
για την αγάπη της και να μην τον αφήσει να φύγει από κοντά της !

6. Αν δημιουργούσες φιλοσοφικό ρεύμα, πως θα το ονόμαζες ?
Το κίνημα της ξεχασιάρας ή του ανάποδου μυαλού !!!

7. Ποιο τίτλο δίνεις στην ζωή σου, μέχρι αυτή την στιγμή που ζεις ?
Ο δρόμος με τα όνειρα !

8. Αν ήσουν μια γεύση στον ουρανίσκο μου , ποια θα ήταν αυτή ?
Γλυκόπικρη…καραμελώμενη φλούδα πορτοκάλι
βουτηγμένη σε λιωμένη κουβερτούρα !

9. Αν είχες γεννηθεί τυφλός , τι όνειρα θα έβλεπες ?
Θα έφτιαχνα τα  δικά μου χρώματα στο βάθος του μυαλού μου
και με αυτά θα ζωγράφιζα τα όνειρα μου για ένα κόσμο
πολύχρωμο που όλοι οι άνθρωποι θα τον βλέπουν !!!

10. Αν ήσουν φονικό όπλο , ποιο θα ήσουν ?
Κυάνιο, μου αρέσει η ονομασία και είναι γρήγορο και ανώδυνο!!!

11. Σκέψου πριν πηδήξεις ή πήδα πριν σκεφτείς ?
Επειδή εγώ είμαι πολύ στο Σκέψου…προτείνω
το πήδα πρώτα και  σκέψου μετά !!!

Αυτό ήταν !!
Ανώδυνο και όποιος από εσάς θέλει  ας πάρει τις ερωτήσεις
και ας δώσει τις δικές του απαντήσεις....
Είναι για όλους  και περιμένω να δω ποιός θα
το συνεχίσει !!!









6.3.12

για ένα χαμένο βράδυ



Κρύο πολύ και ο χειμώνας δεν λέει να περάσει
Κλεισμένα βαθιά στις φωλιές τους τα ζώα του δάσους ,
κανένα δεν είχε το θάρρος να βγει παρά μόνο όταν η ανάγκη
για τροφή γίνεται τόσο έντονη που  μπορούν
να αψηφήσουν την παγωνιά και να νικήσουν τον φόβο τους
να βγουν για να ψάξουν κάτι φαγώσιμο.
Καμιά φορά ,  κάποια αχτίδα του ήλιου, τρυπώνει
ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων
και φτάνει  μέχρι  την παγωμένη γη που πάνω της
απλώνεται  ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλλα
που θρόιζουν σε κάθε βήμα που κάνω και ειδοποιούν
τα άλλα πλάσματα του δάσους πως βγήκα από
την φωλιά μου. Μα τις τελευταίες μέρες χιονίζει
ασταμάτητα,  την γη την κάλυψε  ο πάγος και εγώ
βαριέμαι να ξεμυτίσω από την γωνιά μου,  κάθομαι
ξαπλωμένη τόσες μέρες με την  γούνα μου να με ζεσταίνει
και δεν χρειάζεται ούτε να αλλάξω την μορφή μου ,
να ψάχνω να βρω ξύλα για ν΄ ανάψω φωτιά να
ζεστάνω το κορμί μου, να βρω τροφή για να το θρέψω.
Κάθε φορά που ανοίγω λίγο τα μάτια μου βλέπω έξω
να χιονίζει ... ίσως όταν νοιώσω την πείνα να θερίζει
τα σωθικά μου να σηκωθώ, μα τώρα το μόνο που
θέλω είναι να κοιμάμαι , όσο αισθάνομαι πως κανένα
από τα πλάσματα που πλησιάζουν δεν μπορεί να
με βλάψει κοιμάμαι ήσυχα.

Περισσότερο την ένοιωσα, παρά την είδα αυτή την
ηλιαχτίδα που τρύπωσε στο βάθος της σπηλιάς και
ήρθε να σταθεί πάνω στα κλειστά μου βλέφαρα.
Της γρύλισα άγρια για να φύγει να με αφήσει
στην ησυχία μου, άλλαξα πλευρό και  τρύπωσα
την μύτη μου κάτω από το χέρι μου για να γλιτώσω
αλλά και πάλι δεν τα κατάφερα, με είχε πια ξυπνήσει .
Ζαλισμένη σηκώθηκα και  αναρωτιόμουν πόσες μέρες
άραγε ήμουν ξαπλωμένη εκεί στην σκοτεινή γωνιά μου?
δυο βήματα έκανα  και τέντωσα το κορμί μου να 
ξεμουδιάσει από την ακινησία τόσων ημερών.
Κελαηδίσματα,  ήχοι του δάσους ήρθαν στα αυτιά μου 
και ένοιωσα την πείνα να  με κυριεύει , πρώτη μου
σκέψη να βρω έξω και να κυνηγήσω πρώτου σωριαστώ
αδύναμη στο χώμα, να σύρω φρέσκα κομμάτια σάρκας
στην φωλιά μου και να φάω προτού αρχίσει και πάλι να χιονίζει .
Μα δεν ήταν αυτό που ήθελα τελικά, κάτι άλλο νίκησε
την πείνα μου, κάτι που βγήκε βαθιά από το μυαλό μου,
μηνύματα που είχα μέρες να πάρω, σκέψεις που ξεστράτισαν
από τους δρόμους του δάσους και με έφτασαν  σε δρόμους με φώτα,
με ανθρώπους, με γέλια και φωνές και μουσικές και εσύ εκεί,
ανάμεσα τους, στην δική σου την ζωή, τόσο μακριά και
τόσο κοντά !
Πόσο μικρό το δάσος μου και πώς να με κρατήσει τώρα
που φωτιά άναψε στα σωθικά μου και η ανυπομονησία
έκανε τα πόδια μου να τρέμουν και τα νύχια μου να σκάβουν
άτακτα το χώμα στην σπηλιά μου.

Στην πόλη με τραβούσε η καρδιά μου, εκεί με ήθελε να πάω
η σκέψη μου που την ολοκλήρωνε η δική σου η μορφή,
ξέχασα την πείνα μου, ξέχασα τον φόβο μου και έβγαλα
την μορφή της γυναίκας από μέσα μου , την φόρεσα
σαν κόκκινο φουστάνι στο κορμί μου, κρύβοντας καλά
κάτω από τα βλέφαρα μου τις αστραπές των πεινασμένων
ματιών μου, κρύβοντας κάτω από τα ρόδινα νύχια μου
τις άρπαγες που ξέσχιζαν  τις σάρκες των εχθρών μου.
Δέρμα απαλό γυναίκας ντύθηκα, στο χιόνι πάτησα
με πόδια ανθρώπου για μια ακόμα φορά, λαχταρώντας
να τρέξω ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων, να πετάξω
επάνω από τα σύννεφα  για να φτάσω γρήγορα κοντά σου
προτού με βρει το σκοτάδι μέσα στα όρια της γης μου
και ξεχάσω τον σκοπό της καρδιάς μου.

- Έρχομαι σου ψιθύρισα και είδα το γέλιο της χαράς σου
να γίνεται ποτάμι ορμητικό να πνίγει την ανάσα μου

- Σε περιμένω μου είπε η φωνή σου και έγινα χαμόγελο
επάνω στους πάγους που έλιωναν στο διάβα μου

Με θάμπωσαν τα φώτα που έπεφταν στα μάτια μου,  
με ζάλισαν οι δυνατές φωνές, τα γέλια, οι ήχοι της πόλης,
χάθηκα σε δρόμους άγνωστους ακολουθώντας μια τρελή πορεία ,
ψάχνοντας ν΄ ανακαλύψω  τα δικά σου χνάρια  επάνω στην
βρεγμένη άσφαλτο, γλιστρώντας μέσα σε σκοτεινές γωνιές,
μπουκωμένη από γεύσεις ανθρώπων που μύριζαν κίβδηλα
νομίσματα και χαλασμένα κυκλώματα, λερωμένα σώματα
ντυμένα σε φύλλα χρυσά να δηλώνουν την ύπαρξη τους,
λέξεις , φωνές, άγνωστες γλώσσες προσπαθώ να τις κατανοήσω,
 να τις μάθω μα όλο και τρέχω πιο μακριά και δεν προλαβαίνω … 
ψάχνω … μα που είσαι !

-          Που είσαι ρωτάω και προσπαθώ να συλλάβω τον ήχο της
δικής σου φωνής επάνω από όλες τις άλλες μα φτάνει αδύναμη
στην μνήμη μου , τόσο μακρινή , τόσο ξένη !

- Εδώ είμαι , έλα …μου λες και  θέλεις να σε φτάσω μα…

-          Δεν μπορώ , χάθηκα στην πόλη σου , στο λέει η σκέψη μου
αλλά  δεν σε φτάνει  εκεί που είσαι , γύρω σου θόρυβος ,  κίνηση …
χάνονται τα κύματα της δικής μου ψυχής.

Το γέλιο σου μόνο ακούω,  χάνεται ανάμεσα σε ήχους μουσικής
σε μελωδίες ξένες,  την μυρωδιά σου πιάνω , γήινη ανάμεσα σε
αρώματα φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια που βαραίνουν τον αέρα
γύρω σου, τον ρυθμό σου ακούω την ώρα που μιλάς με τους γύρω σου, 
τα έντονα βλέμματα , τα χέρια που αγγίζεις, ότι σε αγγίζει ,  
τα γέλια, τις φωνές, η θέση σου είναι εκεί δεν ξέρεις να ζεις αλλιώς…
η θέση μου είναι  μακριά από αυτή την πόλη δεν ξέρω να ζω αλλιώς …
 μια στιγμή μόνο θα σταθώ έξω από τα τζάμια που σε προστατεύουν
αόρατη σκιά θα γλιστρήσω μέσα να σε αγγίξω και φεύγω χάνομαι
με ένα τελευταίο αντίο έξω από τον χώρο σου, μακριά από τα φώτα
της πόλης που σε τριγυρίζει. Σε άγγιξα απαλά , πνοή στο δέρμα  του
λαιμού σου ήμουν, σε κάλεσα να με ακολουθήσεις μα δεν το ΄κανες.
Δεν νοιώθεις καν την παρουσία μου  για δευτερόλεπτα στο πλάι σου ,
δεν μπορείς να νοιώσεις και την απουσία.


Το δάσος μου με αγκαλιάζει , σκύβουν θλιμμένα τα κλαριά
και με τυλίγουν ,  το χιόνι αρχίζει πάλι πυκνό να πέφτει ,
να σκεπάζει τα χνάρια των ποδιών μου καθώς πετάω μακριά
το κόκκινο φουστάνι που σκεπάζει το κορμί μου.
Δεν μου χρειάζεται πια .
Σκίζω το δέρμα μου και  βγαίνω ταιριαστή στην φύση που με γέννησε,
δικό της πλάσμα πάλι εγώ, φωτιά της κάθαρσης ανάβω στο κέντρο
της φωλιάς μου και αντιφεγγίζουν τα  μάτια μου που αστράφτουν, 
κλείνω της σκέψης μου τις πόρτες να μην μπορείς πια μέσα να μπεις
να με καλέσεις τον κόσμο μου ξανά να αφήσω. 
Σε ξορκίζω μακριά μου πετώντας στο χώμα  διάφανες σταγόνες
τα δάκρυα που κυλάνε και ένα ουρλιαχτό αφήνω να βγει από τα
βάθη του κορμιού μου , αντίλαλος να σκεπάσει κάθε άκρη στο δάσος  
να στέλνει τα αγρίμια τρομαγμένα να κρυφτούνε στις τρύπες τους.
Ξαπλώνω και πάλι στην γωνιά μου, σε λίγο θα ξημερώσει   
θα περιμένω την Άνοιξη να σηκωθώ και πάλι.
Θέλω γύρω μου να είναι όλα ζεστά όταν θα ξυπνήσω, να έχουν
βγει τα λουλούδια και πουλιά να κελαηδάνε χαρούμενα στα
κλαριά των δέντρων και από την μνήμη μου
να έχει χαθεί η σκέψη σου.





 Lady Dragon








5.3.12

πόρτες μισάνοιχτες



Πιάνω τις αστραπές από τα μάτια σου το βλέμμα φωτιά
που πετάγεται ατίθασο επάνω στο δέρμα μου
ανάβει μικρές πυρκαγιές που σαρώνουν τις σάρκες 
φλόγες που περνάνε από τους πόρους του κορμιού μου
και φτάνουν βαθιά μέσα μου κατακαίγοντας τα σωθικά μου
υψώνουν τα καμίνια τους διαπερνώντας τις φλέβες μου
τρέχουν με το αίμα σκορπίζοντας στο διάβα τους  
τα κύτταρα της σκέψης και της λογικής.

Τα μαχαίρια των χεριών μου ακονίζω να κόψω
κάθε δεσμό που με κρατά μπροστά στις μισόκλειστες πόρτες
και δεν ξέρω αν η προοπτική τους είναι να κλείσουν
στο άγγιγμα μου ή να ανοίξουν διάπλατα
και να αποκαλύψουν τις μυστικές γωνιές σου.

Σκοτεινοί διάδρομοι , λαβύρινθος
παιχνίδι με αρχή μα δίχως τέλος
πόρτες , παράθυρα , σκιές , 
κουρτίνες που καλύπτουν τους κήπους
τα σύννεφα , τον ήλιο , το φως , φωνές , 
ουρλιαχτά , χέρια σφιγμένα
δεμένες ζωές με κλωστές από μετάξι
στόματα ανοιχτά , δάκρυα που γελάνε
προσωπεία  βαμμένα με χρώματα ξεθωριασμένα τραγικά  
όλα  μια θεατρική σκηνή στο αύριο να βυθίζονται
να καταπίνουν την ελπίδα .... 

Μα εκείνη και πάλι σαν ξημερώσει 
αλώβητη να βγαίνει  , γελαστή
να λέει καλημέρα


Levina 4/3/2012






2.3.12

Η βόλτα της καρδιάς μου




 
Έβγαλα βόλτα την καρδιά μου σήμερα ,
είδα πόσο όμορφος ήταν ο καιρός,
ο ήλιος που πλημμύριζε τους δρόμους,
έσκαγε επάνω στην βρεγμένη γη που σήκωνε
τούφες από πάχνη κάτω από τις ζεστές αχτίδες,
ακούμπαγε στους σιδερένιους φράχτες που
είναι γυμνοί από πράσινο αυτή την εποχή.

Άνοιξα σιγά την αυλόπορτα και βγήκα.
Την ώρα που έβαζα μπροστά την μηχανή
του αυτοκινήτου χαμογελούσα γιατί θυμήθηκα
τα λόγια σου… να σε πάρω μαζί μου να πάμε βολτίτσα …
μια τόσο όμορφη μέρα είναι κρίμα να είμαστε μέσα κλεισμένοι,
στό είχα τάξει πως θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία !

Περάσαμε μέσα από το χωριό και σου έδειξα
τα μικρά μαγαζιά, τον φούρνο που κάνει
αυτά τα απίθανα κρουασανάκια σοκολάτας
που τόσο σου αρέσουν και τα μοιραζόμαστε
τα πρωινά που πίνουμε μαζί τον καφέ μας,
σου έδειξα το ταχυδρομείο, το βενζινάδικο
και μετά πήγαμε στο μικρό μάρκετ να πάρεις
τσιγάρα και εγώ να πάρω χυμό πορτοκάλι για τον δρόμο.

Βγήκαμε από την κίνηση και κατηφορίσαμε
στα περιβόλια που τώρα είναι σπαρμένα με λάχανα,
μπρόκολα και άλλα τέτοια εποχιακά! Πήραμε
τον χωματόδρομο που οδηγεί στην λίμνη…
έλα σου είπα να δεις πόσο όμορφα είναι εδώ!

Περάσαμε μέσα από τον μικρό χείμαρρο,
έχει αρκετό νερό αυτή την εποχή και αφήσαμε
το αυτοκίνητο λίγο πιο πέρα . Μέχρι εδώ … σου είπα
… τώρα θα περπατήσουμε!
Πιάσε μου το χέρι να σε οδηγώ εγώ !

Μόνο τα βήματα μας  ακουγόντουσαν επάνω
στα μικρά χαλικάκια, στις άκρες είχε ακόμα χιόνι,
ίσως αύριο να έχει λιώσει αλλά τώρα σκεπάζει
τα λιγοστά λουλουδάκια που βγήκαν στο πρανές
του δρόμου κάτω από μικρούς αγκαθωτούς θάμνους ,
λες και θέλουν να προστατευτούν… Κάποτε
είχε πολλά δέντρα, ένα ολόκληρο πευκοδάσος
που κατηφόριζε στην πλαγιά του βουνού μέχρι
τις παρυφές της λίμνης , όμως μετά την δεύτερη φορά
που το έκαψαν, δεν ξαναφύτρωσαν τα πεύκα, λιγοστά
απόμειναν και κάτι πουρνάρια, μαζί με αγριελιές,
αμυγδαλιές και πλατάνια κοντά στο μικρό ξωκλήσι.

Λαμπύριζε ο ήλιος στα νερά της λίμνης, ένα απαλό
αεράκι ρυτίδωνε τα σκούρα νερά, καθίσαμε πλάι πλάι
 στην άκρη στον μαρμάρινο πάγκο στο προαύλιο , έξω
από το μικρό ξωκλήσι και χωρίς να μιλάμε ξεχαστήκαμε
να κοιτάμε  πέρα μακριά  τα νερά, τον απέναντι λόφο
που ούτε αυτός γλίτωσε από τις πυρκαγιές και απέμεινε
με λίγα πεύκα να καλύπτουν τις πλαγιές του, τα πουλιά
που τιτίβιζαν επάνω από τα κεφάλια μας πεταρίζοντας
στα κλαδιά των δέντρων, τον γαλάζιο καθαρό ουρανό …

H ώρα περνούσε και εμείς καθόμασταν έτσι , ακίνητοι ,
αμίλητοι με τα χέρια δεμένα να έχουμε χαθεί
στις σκέψεις μας, στα όνειρα μας.
Κάποια στιγμή γύρισα να σου μιλήσω, να σου πω
πως πρέπει να σηκωθούμε να φύγουμε γιατί ήρθε
το μεσημέρι, μα εσύ έσκυψες και με φίλησες και εγώ …
ξέχασα τι ήθελα να σου πω!!

Τώρα νύχτωσε, έχει τόση ησυχία έξω , τόση ερημιά
αλλά μέσα μου έχω τον ήλιο που μας κοιτούσε σήμερα
έχω την ζεστασιά του φιλιού στα χείλη μου και
ονειρεύομαι πότε θα βρούμε την ευκαιρία να το
σκάσουμε και να βρεθούμε στον δικό μας ουρανό
ξανά !