Έβγαλα βόλτα την καρδιά μου σήμερα ,
είδα πόσο όμορφος ήταν ο καιρός,
ο ήλιος που πλημμύριζε τους δρόμους,
έσκαγε επάνω στην βρεγμένη γη που σήκωνε
τούφες από πάχνη κάτω από τις ζεστές αχτίδες,
ακούμπαγε στους σιδερένιους φράχτες που
είναι γυμνοί από πράσινο αυτή την εποχή.
Άνοιξα σιγά την αυλόπορτα και βγήκα.
Την ώρα που έβαζα μπροστά την μηχανή
του αυτοκινήτου χαμογελούσα γιατί θυμήθηκα
τα λόγια σου… να σε πάρω μαζί μου να πάμε βολτίτσα …
μια τόσο όμορφη μέρα είναι κρίμα να είμαστε μέσα κλεισμένοι,
στό είχα τάξει πως θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία !
Περάσαμε μέσα από το χωριό και σου έδειξα
τα μικρά μαγαζιά, τον φούρνο που κάνει
αυτά τα απίθανα κρουασανάκια σοκολάτας
που τόσο σου αρέσουν και τα μοιραζόμαστε
τα πρωινά που πίνουμε μαζί τον καφέ μας,
σου έδειξα το ταχυδρομείο, το βενζινάδικο
και μετά πήγαμε στο μικρό μάρκετ να πάρεις
τσιγάρα και εγώ να πάρω χυμό πορτοκάλι για τον δρόμο.
Βγήκαμε από την κίνηση και κατηφορίσαμε
στα περιβόλια που τώρα είναι σπαρμένα με λάχανα,
μπρόκολα και άλλα τέτοια εποχιακά! Πήραμε
τον χωματόδρομο που οδηγεί στην λίμνη…
έλα σου είπα να δεις πόσο όμορφα είναι εδώ!
Περάσαμε μέσα από τον μικρό χείμαρρο,
έχει αρκετό νερό αυτή την εποχή και αφήσαμε
το αυτοκίνητο λίγο πιο πέρα . Μέχρι εδώ … σου είπα
… τώρα θα περπατήσουμε!
Πιάσε μου το χέρι να σε οδηγώ εγώ !
Μόνο τα βήματα μας ακουγόντουσαν επάνω
στα μικρά χαλικάκια, στις άκρες είχε ακόμα χιόνι,
ίσως αύριο να έχει λιώσει αλλά τώρα σκεπάζει
τα λιγοστά λουλουδάκια που βγήκαν στο πρανές
του δρόμου κάτω από μικρούς αγκαθωτούς θάμνους ,
λες και θέλουν να προστατευτούν… Κάποτε
είχε πολλά δέντρα, ένα ολόκληρο πευκοδάσος
που κατηφόριζε στην πλαγιά του βουνού μέχρι
τις παρυφές της λίμνης , όμως μετά την δεύτερη φορά
που το έκαψαν, δεν ξαναφύτρωσαν τα πεύκα, λιγοστά
απόμειναν και κάτι πουρνάρια, μαζί με αγριελιές,
αμυγδαλιές και πλατάνια κοντά στο μικρό ξωκλήσι.
Λαμπύριζε ο ήλιος στα νερά της λίμνης, ένα απαλό
αεράκι ρυτίδωνε τα σκούρα νερά, καθίσαμε πλάι πλάι
στην άκρη στον μαρμάρινο πάγκο στο προαύλιο , έξω
από το μικρό ξωκλήσι και χωρίς να μιλάμε ξεχαστήκαμε
να κοιτάμε πέρα μακριά τα νερά, τον απέναντι λόφο
που ούτε αυτός γλίτωσε από τις πυρκαγιές και απέμεινε
με λίγα πεύκα να καλύπτουν τις πλαγιές του, τα πουλιά
που τιτίβιζαν επάνω από τα κεφάλια μας πεταρίζοντας
στα κλαδιά των δέντρων, τον γαλάζιο καθαρό ουρανό …
H ώρα περνούσε και εμείς καθόμασταν έτσι , ακίνητοι ,
αμίλητοι με τα χέρια δεμένα να έχουμε χαθεί
στις σκέψεις μας, στα όνειρα μας.
Κάποια στιγμή γύρισα να σου μιλήσω, να σου πω
πως πρέπει να σηκωθούμε να φύγουμε γιατί ήρθε
το μεσημέρι, μα εσύ έσκυψες και με φίλησες και εγώ …
ξέχασα τι ήθελα να σου πω!!
Τώρα νύχτωσε, έχει τόση ησυχία έξω , τόση ερημιά
αλλά μέσα μου έχω τον ήλιο που μας κοιτούσε σήμερα
έχω την ζεστασιά του φιλιού στα χείλη μου και
ονειρεύομαι πότε θα βρούμε την ευκαιρία να το
σκάσουμε και να βρεθούμε στον δικό μας ουρανό
ξανά !