Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα - Αποσπάσματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήματα - Αποσπάσματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7.3.14

Η Μαριονέτα


8 Μαρτίου, η μέρα της Γυναίκας και θα ακουστούν πολλά 
γι αυτή την μέρα . Δεν ξέρω τι αξία έχει τώρα πια, 
όταν γύρω μας υπάρχουν τόσες κακοποιημένες γυναίκες 
(στατιστικώς ακόμα και στην πολιτισμένη χώρα μας 
1 στις 4 γυναίκες κακοποιείται από τον σύζυγο, τον φίλο, 
τον πατέρα, τον συγγενή με κάθε τρόπο… φραστικό, σεξουαλικό 
ή στην εργασία της) . Δεν μιλάμε για χώρες που βρίσκονται 
στον σκοταδισμό και την αμάθεια… εκεί η γυναικεία υπόσταση 
έχει λιγότερη αξία από μια αγελάδα και είναι περισσότερο 
αναλώσιμη από ένα τσιγάρο.

Το δικό μου αφιέρωμα στην γυναίκα έχει να κάνει με ένα διήγημα.
Αν είναι φανταστικό ή όχι ;

Ίσως ναι, ίσως όχι….





Η Μαριονέτα 

Οι ζαλάδες είχαν γίνει επίμονες τον τελευταίο καιρό. Σηκωνόταν από το κρεβάτι
και σερνόταν μέχρι την κουζίνα να φτιάξει λίγο καφέ και τις τελευταίες μέρες
είχε πάρει άδεια από την δουλειά της, αυτή την πολύτιμη άδεια που την
χρειαζόταν όταν θα ερχόταν ο άνδρας της από το ταξίδι του για να περάσουν
λίγες μέρες μόνο οι δυο τους, ίσως και να έκαναν ένα ταξιδάκι.
Όμως να που είχε σπαταλήσει αυτές τις μέρες με το να περιφέρεται σαν
ζόμπι στο άδειο σπίτι και μετά βίας να στέκεται όρθια στα πόδια της.
Ευτυχώς που στο κάτω διαμέρισμα έμενε η πεθερά της και είχε αναλάβει
τα ψώνια, της έφερνε συχνά κι ένα πιάτο φαΐ μια και ήταν μόνη της
και δεν χρειαζόταν να μαγειρεύει καθημερινά.
Ίσως αν υπήρχε ένα παιδί να μην ένοιωθε τόση μοναξιά όμως αυτό δεν
είχε έρθει ακόμα. Βέβαια η δουλειά του στα καράβια κρατούσε τον άντρα της
μήνες μακριά, όμως στα δυο χρόνια είχαν περάσει τουλάχιστον έξη μήνες
μαζί, κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει μείνει έγκυος?
Οι φωνές από το σπίτι της πεθεράς της την έβγαλαν από τον λήθαργό της,
πάλι μάλωνε με τον κουνιάδο της, τον μεγαλύτερο αδελφό του άντρα της,
ένα ‘παιδί’ σαράντα χρονών που μια αρρώστια του είχε στερήσει την νοημοσύνη
και συμπεριφερόταν σαν πεισματάρικο τρίχρονο αγοράκι … με όλες τις ορμές
όμως ενός σαραντάρη άντρα. Σπάνια κατέβαινε στο διαμέρισμα τη πεθεράς της,
δεν ήθελε να έχει πολλές επαφές με τον κουνιάδο της, τον λυπόταν αφάνταστα
όμως από την ημέρα που την στρίμωξε στον πάγκο της κουζίνας βγάζοντας
άναρθρες κραυγές καθώς τριβόταν επάνω της, τρόμαξε τόσο από την
λάμψη που είχαν τα μάτια του ώστε κατέβαινε από σπανίως έως καθόλου.
Αν τότε δεν είχε μπει η πεθερά της μέσα να τον τραβήξει από πάνω της ,
ούτε ήξερε τι κατάληξη θα είχε αυτό γιατί εκείνος παρ΄ όλη την καθυστέρηση
που είχε στο μυαλό , είχε και μια αφύσικη μυϊκή δύναμη.
Ένοιωθε τόσο κουρασμένη να τους ακούει ξανά και ξανά να τσακώνονται
η πεθερά της κι αυτός που πάλι κάτι ζητούσε επίμονα και πετούσε αντικείμενα
στους τοίχους ενώ η γυναίκα προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.
Σκέφτηκε πως θα έπρεπε να τον έχουν κλείσει σε κάποιο ίδρυμα, η μητέρα του
δεν μπορούσε πια να κουμαντάρει τις εκρήξεις θυμού του, η ίδια ενδόμυχα
τον φοβόταν, αυτό το άδειο βλέμμα του, την μονοτονία των κινήσεών του,
το πρόσωπό του που δεν το είχε δει ποτέ να χαμογελά κι ο άνδρας της ήταν
μακριά για να βοηθά σε αυτή την κατάσταση. Κάποτε το έχει προτείνει δειλά
στην πεθερά της να ζητήσουν την γνώμη ενός γιατρού για το τι θα μπορούσαν
να κάνουν, εκείνη όμως της έκοψε την συζήτηση.
'' Είσαι ξένη και δεν σου πέφτει λόγος, δεν είναι σπίτι σου, σπίτι μου είναι ''
κι από τότε δεν ξαναμίλησαν γι αυτό το θέμα.
Τσίμπησε λίγη σούπα που της είχε ανεβάσει το μεσημέρι η πεθερά της έκανε
ένα ζεστό μπάνιο και πήγε να ξαπλώσει, αυτή η υπνηλία δεν την άφηνε να
σταθεί στα πόδια της.

Ένα τέρας την κυνηγούσε, έτρεχε ουρλιάζοντας σε ένα σκοτεινό μονοπάτι
κι εκείνο έτρεχε ξωπίσω της, ένοιωθε τα νύχια του να αρπάζουν τα πόδια της,
τα μαλλιά της, του ξέφευγε και πάλι την έφτανε, την έπιασε και την έριξε κάτω …
το στόμα του ήταν σαν κόκκινη σπηλιά, έσταζε σάλια από τις άκριες των
μυτερών δοντιών … το βάρος του ήταν ανυπόφορο κι αυτός ο ρυθμικός
χτύπος… πονούσε … ούρλιαξε ξανά μα δεν βγήκε φωνή από μέσα της.
Με ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσε το τέρας καταπρόσωπο ανίκανη να αντιδράσει
όσο εκείνο μπαινόβγαινε ρυθμικά στο κορμί της … πονούσε μα ήταν αδύνατον
να κάνει την παραμικρή κίνηση … ένοιωσε ακόμα και τους σπασμούς του
οργασμού του και πάλι δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρά της, με βλέμμα
γυάλινο απέμεινε να κοιτά το ταβάνι μέχρι που και πάλι όλα σκοτείνιασαν
γύρω της.
Ξύπνησε αργά το πρωί, είχε την ακαθόριστη αίσθηση πως κάτι είχε συμβεί
το βράδυ μα δεν θυμόταν τίποτα, σηκώθηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,
το ατσαλάκωτο νυχτικό της λες και δεν είχε κοιμηθεί με αυτό, τα μάτια της
που γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό, τα χέρια της που έτρεμαν.
Ήπιε λίγο γάλα , έπρεπε να γυρίσει στην δουλειά της , είχε τόσα να κάνει …
Κρακ
Ο θόρυβος από το ποτήρι που της έπεσε από το χέρι και θρυμματίστηκε
στα πλακάκια την ξύπνησε για τα καλά.
Όχι το θυμόταν αυτό, δεν είχε κοιμηθεί με αυτό το νυχτικό, είχε φορέσει το
γαλάζιο, είχε κάνει μπάνιο και είχε φορέσει το γαλάζιο με την λευκή κορδελίτσα.
'' Τρελαίνομαι '' ψιθύρισε κι έτρεξε στο μπάνιο της να κοιτάξει στο καλάθι
με τα άπλυτα … πουθενά ούτε το νυχτικό της, ούτε η πετσέτα που σκουπίστηκε
την προηγούμενη βραδιά.
Το τέρας ξανάρθε στο μυαλό της, το τέρας που αγκομαχούσε, που της έκανε έρωτα,
ο πόνος …η υποψία που όρμησε κι ήταν σα να την έλουσε ένας κουβάς
παγωμένο νερό !
Τόση διαύγεια μυαλού είχε μέρες να νοιώσει.
Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και βρόντηξε με τις γροθιές της την
πόρτα της πεθεράς της .
'' Τι βαράς έτσι ανόητη, ποια νομίζεις πως είσαι; '' Την παραμέρισε κι έτρεξε
στο μπάνιο. Ανάμεσα στα άπλυτα βρήκε την πετσέτα της και το γαλάζιο της
νυχτικό τσαλακωμένο, λερωμένο με τεράστιους κίτρινους λεκέδες , βρωμερό …
Κάθισε βαριά στην λεκάνη της τουαλέτας κρατώντας το στην αγκαλιά της
ενώ η πεθερά της ακουμπούσε στον παραστάτη της πόρτας λες και
δεν την κρατούσαν πια τα πόδια της.
'' Τι μου έκανες; ''
'' Εκείνος το ζήτησε κόρη μου ''
'' Δεν είμαι κόρη σου γαμώτο σου, νύφη σου είμαι , στην κόρη σου δεν θα το
έκανες αυτό , τι μου έβαζες στο φαγητό και νόμιζα πως με λυπόσουν
και μου το έφερνες. ''
'' Για εκείνον το έκανα, σε ήθελε, από τότε που σε έφερε ο αδελφός του
σε ήθελε. Με απειλούσε πως θα με σκότωνε, θα μας σκότωνε όλους. ''
'' Να σε σκότωνε παλιόγρια, αντί να τον κλείσεις σε άσυλο και να πας
κι εσύ μαζί του, θα σας κάψω ζωντανούς, αν νομίζεις πως θα το
αφήσω αυτό να περάσει έτσι , είσαι τρελή, θεότρελη και κρατάς κι αυτόν
τον τρελό εδώ μέσα. ''
Σηκώθηκε και παραμέρισε την πεθερά της που είχε κατεβασμένο το κεφάλι,
θα ντυνόταν και θα πήγαινε στην αστυνομία, δεν μπορούσε να το αντέξει
πως είχε γίνει έρμαιο στα χέρια μιας άρρωστης γριάς και ενός καθυστερημένου.
Δεν τον είδε που ήρθε πίσω της την ώρα που έβγαινε από την πόρτα,
ούτε καν ένοιωσε τα χέρια του που σφίχτηκαν γύρω από τον λαιμό της.
Προσπάθησε να πάρει μια ανάσα κι ένοιωσε ένα φριχτό κάψιμο στο στήθος.
Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε μα δεν ήταν η δική της φωνή αυτή.
Σπαρτάρισε στα χέρια του, προσπάθησε να του γραντζουνίσει το πρόσωπο
μα δεν έφτανε, τα χέρια της δεν υπάκουαν, μια ανάσα χρειαζόταν μόνο,
άνοιξε το στόμα της μα ο αέρας είχε στερέψει κι όλα σκοτείνιασαν .
Σαν μαριονέτα που της έκοψαν τα σχοινιά σωριάστηκε στο κατώφλι της πόρτας.

Τον έσφιξε στο στήθος της κι άρχισε να τον νανουρίζει όπως τότε που ήταν
μωρό ενώ κάπου μακριά ακουγόταν η σειρήνα του περιπολικού που πλησίαζε.
'' Θέλω την κούκλα, θέλω την κούκλα. '' ψεύδιζε επιτακτικά , μονότονα τις λέξεις
ο άντρας – παιδί.




Levina

συλλογή- Γυναικείες Στάχτες 2012-13





20.9.13

Λεβάντα










Βρήκα το κουτί με τα επιστολόχαρτα μέσα στο σκονισμένο συρτάρι
του σερβάν. Το κληρονόμησα κι αυτό όπως και τα δαντελένια
τραπεζομάντιλα και τα πιάτα Λιμόζ με τα χειροποίητα τριανταφυλλάκια
ζωγραφισμένα ανάμεσα σε φύλλα χρυσού και τα κρυστάλλινα κηροπήγια
 που  ιριδίζουν κάτω από το φως των κεριών.
Ψάχνω να βρω τι άρωμα έχει το χαρτί , κάτι  έντονο μυρίζει
Είμαι τόσο σίγουρη πως αυτή την οσμή την έχω νοιώσει να  κυριαρχεί
κι άλλες φορές τα σωθικά μου κι όμως  αναρωτιέμαι που; Πότε;

Κοιτάω τα χέρια μου, σαν νεκρά κλαδιά αφημένα
στο ξύλινο τραπέζι , αδυνατώ να κάνω την παραμικρή κίνηση
από την κούραση που μουδιάζει το κορμί μου.
Ένα  σπασμένο δάχτυλο ξεφεύγει δείχνοντας αυθαίρετα τον συννεφιασμένο ουρανό 
έξω από την τζαμόπορτα. Έχει  μαζευτεί  ένας σωρός κόκκινα φύλλα στο μπαλκόνι, 
τα βλέπω να στροβιλίζονται στο Φθινοπωρινό αεράκι, πρέπει
να τα μαζέψω αλλά τελικά τα αφήνω και χαζεύω τον τρελό χορό τους.

Μικρά χαρούμενα αγγελούδια  με κοιτάνε γελαστά από τις γωνίες του χαρτιού
με κοροϊδεύουν για το συνοφρυωμένο ύφος μου καθώς αδέξια ζωγραφίζω δυο γράμματα 
επάνω τους έτσι… για να σας δείξω πως έμαθα καλλιγραφία κάποτε.

Το άρωμά της ήταν … αυτό που ανάσαινα όταν με κοίμιζε στην αγκαλιά της.
Λεβάντα . Ένα λιβάδι από λεβάντες έχω μέσα μου .



                                                                                           Levina




thomas lieser love in a rose








3.7.13

H Περιπλaνώμεvη




Κανείς δεν γνώριζε ποια χρονιά θα ξαναρχόταν η Περιπλανώμενη .
Μπορεί να περνούσαν πέντε και περισσότερα ίσως χρόνια δίχως να έχει
εμφανιστεί και κάποια στιγμή έτσι άξαφνα σαν έπιαναν οι πρώτες ζέστες
του Καλοκαιριού, στην άκρια του χωριού έβλεπαν να είναι αραγμένο
το καρόσπιτό της κάτω από το ίδιο πάντα δέντρο, πλάι στο ποτάμι .
Σαν έφτανε έλυνε τα λευκά άλογα και τ΄ άφηνε λεύτερα να τρέχουν και
να βοσκάνε ανέμελα στα καταπράσινα λιβάδια, ενώ τα παιδιά του χωριού έτρεχαν να τ΄ απαντήσουν και να παίξουν μαζί τους.
Δεν είχαν ξαναδεί τόσο κατάλευκα άλογα, με μακριές χαίτες κι ένα σωρό
χάντρες και κουδουνάκια περασμένα στα χαϊμαλιά τους που σε κάθε
κίνηση άφηναν ολόκληρες μελωδίες να τις παίρνουν οι αγέρηδες και
να γεμίζει ήχους το χωριό.
Ήταν περίεργο αλλά όσες μέρες έμενε η Περιπλανώμενη στον τόπο τους,
το δάσος γέμιζε ζωή… ερχόταν άφοβα τα άγρια ζώα στο ποτάμι, ελάφια
και ζαρκάδια, λύκοι και αλεπούδες και ανάμεσα στα δέντρα έπαιζαν
κρυφτό τα ξωτικά των μανιταριών γεμίζοντας αστραπόσκονες τα φύλλα
των λουλουδιών και οι γυναίκες έλεγαν πως αν μάζευες αυτή την
μαγική σκόνη και την έβαζες στο κρασί του αγαπημένου σου
εκείνος θα γινόταν παντοτινά δικός σου κι έτσι έτρεχαν πίσω από τα
ξωτικά και μάζευαν με τις χούφτες αστραπόσκονες και μικρά φτερά από
τα πολύχρωμα πουλιά που γλυκοκελαηδούσαν πάνω στων δέντρων
τα κλαριά και στόλιζαν με αυτά τα μαλλιά και τα φουστάνια τους.

Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε την Περιπλανώμενη να
εμφανίζεται στο χωριό τους μ΄ αυτό τον τρόπο, δίχως να την έχει δει κανείς
να έρχεται και πάλι δίχως να γνωρίζουν ποιόν δρόμο πήρε στο φευγιό της.
Οι τσιγγάνοι που ερχόταν με τα καραβάνια τους, έφερναν γύρες στα καλντερίμια του χωριού. Φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και έκαναν
ακροβατικά στην μέση της πλατείας ενώ οι γυναίκες με τις μακριές φούστες τριγυρνούσαν και έλεγαν την μοίρα για λίγα νομίσματα.
Αγόραζαν φαγητά και ποτά και έστηναν γλέντια τρικούβερτα μέχρι να
φύγουν και πάλι , ενώ η Περιπλανώμενη δεν απομακρυνόταν από το καρόσπιτό της.
Την έβλεπαν να κάθεται στην άκρη στο ποτάμι ή να τριγυρίζει με τα άλογα
στα λιβάδια και να μην πλησιάζει καθόλου στο χωριό, ούτε όμως έφευγε
όταν την πλησίαζαν να της ζητήσουν να διαβάσει την μοίρα τους στις
γραμμές του χεριού ή να τους ρίξει τους ρούνους.
Γελώντας εκείνη έμοιαζε να τους περιμένει … τους κοίταζε βαθιά στα μάτια
και με την μελωδική της φωνή τους έλεγε για τα μελλούμενα και τι περίεργο!
Ότι τους είχε πει είχε συμβεί.
Τους είχε προειδοποιήσει για τους δύσκολους καιρούς κι έτσι ήταν προετοιμασμένο το χωριό σαν ήρθε ο πιο βαρύς χειμώνας των τελευταίων χρόνων και όταν ήρθαν οι πολλές βροχές και το ποτάμι πλημμύρισε πάλι
ήταν έτοιμοι να το αντιμετωπίσουν.
Έμοιαζε σαν να ήθελε να προστατέψει το μέρος τους και πάντα είχε μια
προειδοποίηση να τους δώσει μα ανταλλάγματα δεν είχε ζητήσει ποτέ!
Αν κάποιος της έδινε κανένα νόμισμα το έπαιρνε και το ΄ριχνε δώρο στο ποτάμι κι εκείνο ευθύς μεταμορφώνονταν σε μικρό χρυσόψαρο. Έτσι μαζεύονταν ένα σωρό χρυσαφένια ψαράκια σε κείνο το σημείο που όμως εξαφανιζόταν μόλις έφευγε εκείνη.
Ίσως όμως αν είχαν προσέξει λίγο καλύτερα να έβλεπαν και το πιο
σημαντικό αντάλλαγμα που έπαιρνε μαζί της κάθε φορά που έφευγε
στα ξαφνικά.
Θα είχαν δει πως εξαφανιζόταν μέρες πριν έρθει εκείνη ο γιος του σιδερά
που έφευγε για την μεγάλη πόλη όπως έλεγε κι επέστρεφε δυο μέρες
μετά που έφευγε η Περιπλανώμενη.
Θα είχαν δει πως εκείνη τον περίμενε μέσα στο βαθύ δάσος όταν άφηνε
τα σημάδια της στα αιωνόβια δέντρα που στραποβολούσαν τις νύχτες
μέσα στις σκιές κι εκείνος άκουγε το απόκοσμο τραγούδι της κι
ακολουθούσε την γυναίκα που είχε σκλαβώσει την ψυχή και το μυαλό του.
Τα χρόνια είχαν περάσει κι εκείνος δεν ήταν πια το νέο παλικάρι που
έτρεχε στο πρώτο κάλεσμα . Τα βήματά του ήταν βαριά και τα μαλλιά του κατάλευκα μα και πάλι σαν έβλεπε τις αστραπές στο δάσος τραβούσε για εκεί .
Εκείνη σαν να μην είχε περάσει μια ώρα από τότε που την πρωταντίκρυσε,
του έδινε το χέρι της και τον έβαζε μέσα στον μαγικό της κόσμο κι εκείνος γινόταν και πάλι το εικοσάχρονο παιδί που έτρεχε στην προσταγή της.
Για λίγες μέρες μόνο ξαναγινόταν νέος, γεμάτος όρεξη για ζωή,
ερωτευμένος με ένα ξωτικό και μετά …η Περιπλανώμενη χανόταν την ώρα που εκείνος χορτάτος από έρωτα κοιμόταν κάτω από την σκιά του
δέντρου πλάι στο ποτάμι.
Ούτε τα χνάρια από τις ρόδες του καρόσπιτου δεν έβλεπε στο απαλό
γρασίδι … λες κι εκείνη δεν υπήρξε ποτέ !

Όταν γύρισε κι αυτή την φορά στο χωριό αντάμωσε την γυναίκα του
που τον περίμενε στην είσοδο του σπιτιού τους.
'' Αχ καημένε μου πάλι άργησες να έρθεις ! Ούτε κι αυτή την φορά την πρόλαβες.''
'' Ποια ; ρώτησε εκείνος … Ποια δεν πρόλαβα;''
    '' Την Περιπλανώμενη καλέ μου, έμεινε μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή
    την φορά στο ποτάμι, εχθές έφυγε.''
Εκείνος κρυφογέλασε κι η καρδιά του σκίρτησε από τις αναμνήσεις
που είχαν ριζωθεί μέσα του.
'' Θα την προλάβω την επόμενη φορά γυναίκα.''
'' Ποια επόμενη ; Αυτή η φορά ήταν η τελευταία που ήρθε στον τόπο μας,
μας είπε πως δεν θα έχει τίποτα πια εδώ για να ξανάρθει! Ποιος ξέρει
τι να εννοούσε, μήπως και την καταλαβαίνει κανένας τι λέει ;''

Εκείνος όμως κατάλαβε.
Κρακ
Έσπασε η καρδιά του σε χίλια δυο κομμάτια.


                                                                                                    Levina




Η «Περιπλανώμενη» περιμένει ένα μήνα για να εμφανιστεί σ΄ αυτό το μπλοκ 
μα και πάλι σε άσχετο χρόνο βγήκε … όμως ο χρόνος είναι σχετικός  και   
οι περιπλανώμενες ψυχές δεν ασχολούνται μαζί του … 
Έτσι νομίζω κι έτσι είναι.



foto W.B. Yeats enchanted woods by Jessica Drossin



8.3.13

Κρυστάλλινη Κούκλα








Κοίταξε με απορία την καύτρα που του έκαιγε τα δάχτυλα,
ούτε που το είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα, καθόταν στη άκρη στο παρτέρι, να μην λιώσει
τα γεράνια που άνθιζαν δίπλα του και κοιτούσε αφηρημένος τα σύννεφα που μαζεύονταν ψηλά
στον ουρανό.
Νύχτωνε.
Ακόμα κανένα νέο, τόσες ώρες και δεν είχε βγει κανένας  να τον ειδοποιήσει και κάθε φορά που προσπαθούσε να ρωτήσει κάποιον δεν ήξεραν να του πουν.
Δάκρυα του ερχόταν στα μάτια αλλά τα πίεζε να ξανακατέβουν στον δρόμο που πήραν για να
ανέβουν, δεν το είχε σκοπό να κλάψει, ότι και αν ερχόταν στον δρόμο τους αυτός ήταν δυνατός,
τώρα θα ήταν δυνατός και για τους δυο τους.
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε πάλι μέσα, στην αίθουσα αναμονής, βαμμένη με την γκρίζα
λαδομπογιά και πορτοκαλιές λεπτομέρειες, τάχα πως αυτό ήταν μια χαρούμενη πινελιά μέσα στον θλιβερό χώρο. Ποιος στο καλό το σκέφτηκε να βάψει αυτόν τον τεράστιο χώρο με τα σιδερένια καθίσματα και τις γκρίζες περσίδες στα παράθυρα που κρατούσαν μακριά τον έξω κόσμο  με αυτά
τα θλιβερά χρώματα?
Περίμενε , που την βρήκε τόση υπομονή να περιμένει χωρίς να μιλάει τόσες ώρες, αυτός που με το παραμικρό τα νεύρα του χτυπούσαν κόκκινο?
Εκείνη ήταν μέσα, τόσο μακριά του και τόσο πολύ κοντά του, για Εκείνη περίμενε κι Εκείνη ούτε στον γάμο τους δεν τον είχε αφήσει να την περιμένει! Είχε φτάσει στην ώρα της και ας της έλεγαν
οι φίλες της να φέρουν ακόμα μια γύρα το τετράγωνο κορνάροντας για να αφήσουν τον γαμπρό στην αγωνία ! Εκείνη  έτρεξε κοντά του , γελαστή, ευτυχισμένη, τρελά ερωτευμένη, ανυπόμονη να γίνει ένα με αυτόν.
Και τώρα για πρώτη φορά τον άφηνε να περιμένει.
Ο γιατρός φορούσε ακόμα το κάλυμμα των μαλλιών και τα πλαστικά  προστατευτικά στα παπούτσια του, που έκαναν έναν περίεργο θόρυβο καθώς τον πλησίαζε με σοβαρό ύφος κι ο ιδρώτας είχε σχηματίσει μεγάλες κηλίδες στην σκούρα πράσινη στολή του.
Του μιλούσε , αργά, ήρεμα , έπρεπε να συγκεντρωθεί να καταλάβει, τι στο καλό του έλεγε? Δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο να ήταν εκείνη ζωντανή.
Ναι ήταν ζωντανή αλλά….
Έπρεπε να γίνει , ήταν απαραίτητο για την ζωή της, στις επόμενες ώρες θα συνερχόταν, θα τον είχε ανάγκη , να νοιώσει την αγάπη του, την αγκαλιά του, να της εξηγήσουν.
Ο όγκος δεν άφηνε περιθώρια, δεν ήταν προγραμματισμένο αυτό αλλά έπρεπε να γίνει. Όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο και δεν υπήρχαν περιθώρια χρόνου για να επανέλθουν σύντομα με μια νέα εγχείρηση.
Χιλιάδες εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια του, στιγμές…
Γελούσε, του έκλεινε πονηρά το μάτι, του έβγαζε την γλώσσα, έκλαιγε για μια χαζοταινία, του
έκλεβε τις τηγανιτές πατάτες, του έκανε έρωτα, τον αγκάλιαζε στην μέση του δρόμου, του πέταγε
το μαξιλάρι θυμωμένη, έτριζε τα δόντια της στον ύπνο της, οι πατούσες της ήταν κρύες τον χειμώνα.
Πως θα της το έλεγε?
Αγάπη μου σου αφαιρέσαμε κάτι…σου λείπει κάτι…έπρεπε να βγάλουμε αυτό για να ζήσεις…στο κόψαμε για να … πως στο καλό να το πει?
Θα ξανάβλεπε το χαμόγελό της? Θα ξαναχαμογελούσε μετά από αυτό?
Ζωή μου !


Ήταν τόσο χλωμή, το δέρμα της είχε μια αρρωστημένη απόχρωση του κίτρινου, τόσο εύθραυστη, τόσο διάφανη, έβλεπε τις μικρές φλέβες που κυκλοφορούσε το αίμα της κάτω από την διάφανη επιδερμίδα της.
Ίσα που ανάσαινε και τόσα σωληνάκια συνδεδεμένα στο μικροσκοπικό σώμα της. Είχε συνέλθει πια από την νάρκωση, όλη την νύχτα την πέρασε στο πλάι της να της κρατά το μικρό χέρι και να παρακολουθεί την κάθε της ανάσα, να βλέπει τα βλέφαρά της να πεταρίζουν από κάποιο όνειρο, κάποια στιγμή του φάνηκε πως είδε και ένα αμυδρό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της που
χάθηκε πολύ γρήγορα, σαν να μην υπήρξε.
Όλη νύχτα με το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της, όλη νύχτα να τάζει την ζωή του για την ζωή της, σε έναν αόρατο Θεό να ικετεύει να την αφήσει εκείνη στην γη με όποιο αντάλλαγμα του ζητούσε,
ζωή , μάτια, χέρια, ψυχή…τα πάντα τα έδινε ότι είχε.
Το χέρι της πετάρισε μέσα στο δικό του, δυο τεράστια σκούρα μάτια με θολωμένο βλέμμα  τον κοίταξαν.
Το λευκό χέρι σηκώθηκε και άγγιξε απαλά το πρόσωπό του.
  - Είσαι αξύριστος, κουράστηκες αγάπη μου.
Κι αυτή η φωνή της τόσο σιγανή σαν ψίθυρος.
  - Ζωή  μου…
Κοιτάχτηκαν, εκείνος έπρεπε να μιλήσει, εκείνη έπρεπε να μάθει. Το διάβασε στα μάτια του.
Το χέρι της  έψαξε πάνω από το σκέπασμα το κορμί, σταμάτησε στο στήθος, άγγιξε απαλά εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει…
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.
Εκείνη κατάλαβε.
Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, δεν μπορούσε πια να τα σταματήσει, αυτό που είχε καταφέρει όταν ήταν μακριά της , δεν το κατάφερνε τώρα που έπρεπε.
Τον κοιτούσε.
-         Ζωή μου…κούκλα μου
-         Σπασμένη κούκλα πια αγάπη μου, τι να την κάνεις?
Πόσος πόνος  στο ψιθύρισμα της.
-         Θα την έχω πάντα κοντά μου ζωή μου, πάντα όσο ζω, αυτή την κούκλα που είναι από κρύσταλλο θα την έχω δίπλα μου και ας είναι σπασμένη, χάνει την αξία της για ένα τόσο δα σπασιματάκι?
Τον έκαιγαν τα δικά της δάκρυα που κυλούσαν στο μαξιλάρι της.
Της τα σκούπισε με την άκρη του μανικιού του.
-         Σπασιματάκι ?
-         Σπασιματάκι ζωή μου, όλες οι άλλες θα είναι ολόκληρες, μα η δική μου κουκλίτσα  θα είναι ξεχωριστή, θα είναι η μοναδική , θα την θαυμάζουν για την ομορφιά της και θα λένε…άρε τον τυχερό, τόσο σπάνια κούκλα που την κονόμησε ο μούργος?
Γέλιο ήταν αυτό που βγήκε από μέσα της?
Γέλιο ήταν , το είδε στα μάτια της.
-         Σταμάτα να με σκουπίζεις, λερώνεις το μανίκι σου.
Γέλιο και στον ψίθυρο.
-         Σταμάτα να κλαις κουκλίτσα μου γιατί θα σου σκουπίσω και την μυτούλα και τότε σίγουρα θα λερώσεις το μανίκι μου!!
Έγειρε το κεφάλι του πλάι στο δικό της  στο μαξιλάρι , τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, το χέρι του άραξε στο γνώριμο μέρος του, την απαλή κοιλιά της και απόμεινε εκεί δίπλα της να της ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί ,να της μιλά για μια καινούργια ζωή , να της δίνει τα όνειρα του.





                                                                                                                                      Levina



υγ. Αφιερωμένο στην γιορτή της Γυναίκας.






Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...