4.8.12

το χρώμα της νύχτας







Κάτω από έναν θολό ουρανό, με την άχλη της υγρασίας
να τυλίγει τον αέρα σε ένα πνιγηρό σφιχταγκάλιασμα
στάθηκε η γυναίκα μέσα στον φωτεινό κύκλο που έριχνε
ο γυμνός γλόμπος κρεμασμένος από το ταβάνι με
το καλώδιο που τον ένωνε με την πηγή της ζωής,
λερωμένο από τα περιττώματα που άφηναν οι μύγες
καθώς για κάποιο ανεξήγητο λόγο προτιμούσαν να
ψοφάνε εκεί επάνω στον παλμό του ρεύματος αντί να
ψάχνουν να βρουν φαΐ σε καμιά κουζίνα ή έξω στην αυλή.
Τίναξε τα μακριά σκούρα μαλλιά της και άρπαξε
τα σωληνάρια με τα χρώματα, γονάτισε και
τα στούμπιξε όλα μαζί  για να τα ξεκοιλιάσει .
Ένα ουράνιο τόξο ξεχύθηκε με ορμή  επάνω
στον λευκό καμβά από κίτρινα, κόκκινα, μπλε,
λευκά ποτάμια και εκείνη  έκλεισε τα μάτια κι έχωσε
τα γυμνά της χέρια μεσ΄ τα σωθικά τους και
τ΄ ανακάτεψε να φτάσουν  μέχρι την άκριες του τελάρου.
Αστέρια δίχως ονόματα ανάκατα πετούσαν στον κύκλο
ως εκεί που έφτανε το φως και αυτή προσηλωμένη
συνέχισε τα χρώματα να ανακατώνει και ξεπηδούσαν
τα μαβιά, τα πορτοκαλιά, οι ώχρες και γλιστρούσαν
μέσα από τους πόρους του κορμιού της στο αίμα της.
Μετά ξαφνικά σταμάτησε την κάθε της κίνηση
 κι ανασηκώθηκε ηδονικά χορτάτη από το έργο
των χεριών μα η ψυχή  στο λίγο έμεινε.

Κάποιος περίεργος που έψαχνε να βρει το φεγγάρι του
τρίτου γαλαξία στην άκρη τ΄ ουρανού μια πολύχρωμη
αστραπή είδε να βγαίνει μέσα από τα σκοτάδια
να χορεύει στην ήρεμη Καλοκαιρινή βραδιά και γύρισε
εκεί το κιάλι του γελώντας πως τάχα βρήκε αυτό που
αναζητούσε !
Έμεινε η γυναίκα  να  ψάχνει να βρει τι λείπει απ΄ τον καμβά της
που πήγανε τ΄ αστέρια που χόρευαν στα μάτια της,
αυτά που τα ΄πιανε σαν βουτούσε τα δάχτυλά της
μέσα στις πολύχρωμες πάστες.
" Αύριο , σκέφτηκε, αύριο το πρωί θα το δω, τώρα νυστάζω "
Άπλωσε το χέρι στον διακόπτη το φως να κλείσει  μα
για κάποιο λόγο ανεξήγητο το σκοτάδι αρνήθηκε να την πλησιάσει
όλα γύρω της παρέμειναν σε μια σφαίρα διάφανης λάμψης
περπατούσε  και  κυλούσαν αστέρια επάνω από το κορμί της
έβαφαν τον αέρα γύρω της, σήκωναν ανεμοστρόβιλους από
πολύχρωμες αστραφτερές κορδέλες.
Κοίταξε τα χέρια της, τα πόδια της κι αυτά είχαν φυτρώσει πια
στο χώμα, όμως εκείνη μπορούσε να πετάει ψηλά σκορπίζοντας
φως και τότε βούτηξε μέσα στην θάλασσα γελώντας ελεύθερη
Σαν βροντή ακούστηκε το γέλιο της  κι αναρωτήθηκε ο περίεργος
" Άραγε θα βρέξει μέχρι τα ξημερώματα?"
και συνέχισε να κοιτά μέσα από το κιάλι  το ουράνιο τόξο
που χόρευε μέσ τα σκοτάδια του Καλοκαιριάτικου ουρανού.

Levina









Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...