20.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι

Αποφάσισα να δώσω στο blog μου ένα κομμάτι από ένα δικό μου διήγημα.
Σε κάποιους άλλους καιρούς θα  το έστελνα  οπουδήποτε πίστευα πως θα είχε κάποια
ελπίδα να  γίνει  κάτι παραπάνω από δεμένα φύλλα τυπογραφικού υλικού στο αρχείο μου.
Ξέροντας όμως πόσο πολυγραφότατοι είμαστε οι Έλληνες και πως υπάρχουν διαμάντια
εκεί έξω που παραμένουν αναξιοποίητα … παραμένω προσγειωμένη και χρησιμοποιώ
την σελίδα μου για να δίνω αυτά που γράφω .
Καλή ανάγνωση  λοιπόν και ελπίζω στην επισήμανση των λαθών μου.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν κοιμόταν ακόμα  ή  αν αυτό το απόλυτο σκοτάδι που τον  τύλιγε   ήταν μια ονειρική κατάσταση ή μια ζοφερή πραγματικότητα.
Ήταν ξαπλωμένος  σε  ένα σκληρό στρώμα αλλά  σκεπασμένος με ένα βαρύ και απίστευτα απαλό ρούχο που τον κρατούσε ζεστό.
Προσπάθησε να βάλει το μυαλό του να δουλέψει, έπρεπε να σκεφτεί και  κράτησε την αναπνοή του προσπαθώντας να πιάσει κάποιο ήχο γύρω του.
Άκουσε  τον χτύπο της καρδιάς του να έρχεται δυνατός, ρυθμικός , σαν σταγόνα πέφτει μέσα στο νερό και … υπήρχε κάτι ακόμα, μια σιγανή ανάσα, ελαφρά σφυριχτή, σαν να κοιμόταν κάποιος ακριβώς δίπλα του… που μύριζε περίεργα, πάντως όχι  , δεν μπορούσε να είναι άνθρωπος εκτός αν είχε να κάνει μπάνιο κάτι χρόνια.
Θυμήθηκε τον σκύλο του  που   τον χειμώνα πήγαιναν μαζί βόλτες
στους δρόμους της πόλης και τους έπιανε η βροχή, όταν μετά  γύριζαν στον κλειστό χώρο του σπιτιού κάπως έτσι μύριζε η βρεγμένη γούνα του.
Γούνα !!… μέσα στο σκοτάδι άπλωσε το χέρι του και  ψηλαφίζοντας έψαξε προς εκεί που άκουγε την ανάσα. Ότι κι αν ήταν αυτό το ένοιωσε που τραβήχτηκε απότομα από κοντά του αφήνοντας μια περίεργη λαρυγγώδη  φωνή  που του πάγωσε το αίμα. Σίγουρα θα ήταν κάποιο ζώο που ήθελε να αποφύγει το άγγιγμα του  . Τουλάχιστον αν μπορούσε να δει , αλλά το σκοτάδι γύρω του ήταν απόλυτο, χωρίς καμία μικρή αχτίνα από φως να απαλύνει λιγάκι  το μαύρο που τον έπνιγε .

Τίποτα οικείο δεν υπήρχε   γύρω του , ούτε  κάποια γνωστή μυρωδιά  και  σίγουρα δεν ήταν σε νοσοκομείο, ούτε στο κρεβάτι στο σπίτι του και όχι  αυτό δεν ήταν όνειρο, παραήταν έντονο για όνειρο! Μα τότε… πως βρέθηκε εδώ και που ήταν αυτό το «εδώ» ?
Ορμητικές χίμηξαν οι αναμνήσεις παράλληλα με τον  πόνο στο μυαλό του.  
Θυμήθηκε πως είχε στήσει βραδινό καρτέρι στο φαράγγι , παρέα με τον σκύλο του , χρόνια είχε να το κάνει αυτό, η καραμπίνα του καλά κρυμμένη μέσα στην θήκη της έπιανε αράχνες γιατί είχε σταματήσει πια τα κυνήγια και την είχε πετάξει στο βάθος κάποιας ντουλάπας και ξαφνικά εκείνο το πρωινό ένοιωσε την ανάγκη να φύγει, να ανέβει στο βουνό που ανέβαινε παλιά, να περπατήσει στο δάσος, να βρει ξανά τα περάσματα των ζώων,  να μυρίσει καθαρό αέρα …
Έβγαλε από την κρυψώνα  του το όπλο, αλλά  δεν ήταν και πολύ σίγουρος πως θα είχε την δύναμη να τραβήξει την σκανδάλη , είχε σταματήσει πριν χρόνια αυτούς τους άσκοπους σκοτωμούς που έκαναν με την παρέα του   όταν πήγαιναν στα ψηλά βουνά  τους χειμώνες για  ελάφια  και άγρια γουρούνια .
Βρήκε  τα χνάρια των ζώων ψηλά επάνω  από έναν απότομο χείμαρρο , δεν είχε χάσει αυτή την ικανότητα του κι ας είχε τόσο καιρό να ανέβει στα παλιά λημέρια   και μπήκε στο καρτέρι για να τα παραφυλάξει  όταν τα ξημερώματα θα περνούσαν  για  να κατέβουν να πάνε στο νερό … δεν είχε χαράξει ακόμα  όταν άκουσε το θρόισμα των πεσμένων φύλλων  και ήρθε από τόσο κοντά αυτός ο θόρυβος που τον ξάφνιασε ! . Κάποιο μεγάλο ζώο  περπατούσε βαριά επάνω στα πεσμένα φύλλα και τα ξερόκλαδα που έσπαγαν σε κάθε του βήμα  . Σήκωσε την καραμπίνα έτοιμος κάνοντας νόημα στον σκύλο του να παραμείνει ακίνητος .
Κράτησε ακόμα και την αναπνοή του  με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή  για να μη χάνει τους ήχους του θηράματος.
Δεν κατάλαβε τι ήταν εκείνο που βγήκε τόσο ξαφνικά  από τα σκοτάδια, 
ένας τεράστιος όγκος με ένα  δυνατό βρυχηθμό και ξεχύθηκε κατεπάνω του  ενώ την ίδια στιγμή το σκυλί του έκανε επίθεση προσπαθώντας να τον προστατέψει.
Εκείνος δίστασε  δευτερόλεπτα  πριν  πυροβολήσει για να μη το χτυπήσει καθώς το μισοσκόταδο και  η  μάχη που έκαναν τα δυο ζώα μπροστά του δεν του άφηναν ξεκάθαρο στόχο . Όλα έγιναν όμως τόσο γρήγορα, είδε το σκυλί του να τσακίζεται σαν  κούκλα … άκουσε το πονεμένο ουρλιαχτό του . Την ώρα που  πυροβολούσε κάτι τον άρπαξε από τον ώμο, μια βρομερή ανάσα σαπίλας μπούκωσε τα ρουθούνια του και η επόμενη σκέψη του ήταν πως  σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μεταμορφώθηκε εκείνος από κυνηγός σε θήραμα και  πως αν ο θάνατος ήταν λίγο πιο γλυκός από τον πόνο που ένοιωθε… τον παρακαλούσε να έρθει γρήγορα. 
Δεν είχε δύναμη να παλέψει,  η  αρκούδα, γιατί μόνο αρκούδα θα μπορούσε να είναι αυτό που τον είχε αρπάξει τον τίναζε σαν παιδικό παιχνίδι την ώρα που  με ένα  δυνατό ουρλιαχτό ένα ακόμα σκοτεινό πλάσμα όρμησε επάνω τους.
Ένοιωσε  να  τον πετάνε στο χώμα και απόμεινε εκεί που έπεσε , να προσπαθεί να πάρει ανάσα, με τα μέλη του παράλυτα.
Πεθαίνω σκέφτηκε και του ήρθε στο νου πως είχε ακούσει  παλιά ότι σαν πεθαίνεις βλέπεις όλη σου την ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια σου. Εκείνος  όμως  το μόνο που έβλεπε ήταν  το χάραμα που ερχότανε επάνω από τις κορφές των δέντρων  μα   και πάλι πριν κλείσει τα μάτια του και βυθιστεί στο σκοτάδι του μυαλού του πρόλαβε να δει την μάχη που γινόταν επάνω από το  σώμα του.
Σαν σε εφιαλτικό χορό στροβιλίζονταν τα δυο  άγρια  πλάσματα, ούρλιαζαν, μούγκριζαν φοβερίζοντας το ένα  το άλλο,  είδε τα νύχια τους, τα δόντια τους ματωμένα και μετά  παραιτήθηκε , ξέροντας πως  σύντομα θα είχε φύγει 
από  αυτή την ζωή  με ξεσκισμένες τις σάρκες από αυτά  τα δυο  τέρατα που πάλευαν επάνω από το κορμί του μοιράζοντας  ζωντανή  την λεία τους.
Ο πόνος
Σφυρί ήταν στο μυαλό του,  δεν ένοιωθε το ένα του χέρι, δεν
ήξερε καν αν είχε πια χέρι , αν είχε πόδια , ούτε αυτά τα ένοιωθε και το στήθος του ήταν τόσο βαρύ σε κάθε ανάσα. Ήταν όμως ζωντανός, σίγουρα  ήταν ζωντανός. Δεν πονάνε οι πεθαμένοι !! Δεν αισθάνονται, δεν μυρίζουν, δεν ακούν.... εκείνος όμως αισθανόταν, έναν αφόρητο πόνο που τον έσφιγγε σαν μέγγενη .  Άνοιξε το στόμα του να πάρει μια βαθιά ανάσα και από τα βάθη του κορμιού του
βγήκε ένα φρικτό ουρλιαχτό, λέξεις ακατάληπτες που ζητούσαν βοήθεια.
Αποκαμωμένος σταμάτησε να φωνάζει και λίγο πριν χάσει ξανά τις αισθήσεις του το τελευταίο που άκουσε ήταν  ένας άλλου είδους λυγμός που συντρόφευε τον πόνο του, ένα αλύχτισμα που αντιλάλησε στον χώρο γύρω του και ήρθε  σαν άγριο κύμα να σαρώσει το κουρασμένο μυαλό του. Δεν είχε άλλες δυνάμεις για να αναρωτηθεί οτιδήποτε, να σκεφτεί τι ήταν αυτό … βυθίστηκε ξανά στον λήθαργο.
 
Αυτή την  φορά τον ξύπνησαν οι ήχοι γύρω του. Πρώτα άρχισε να ξυπνά το μυαλό του συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν μόνος του,  κάποιος πηγαινοερχόταν στο ίδιο δωμάτιο με αυτόν. Άνοιξε αργά τα μάτια του, και κοίταξε με απορία γύρω του.  Ότι και αν περίμενε πως θα  έβλεπε γύρω του, δεν ήταν προετοιμασμένος  γι αυτό που είδε … μια  καλύβα από ξύλα !
Ήταν μέσα σε μια καλύβα  !
Το μέρος που εκείνος ήταν ξαπλωμένος  ήταν  ένα  ελαφρώς  υπερυψωμένο  ξύλινο βαθύ  ράφι και μπορούσε να βλέπει άνετα χωρίς προσπάθεια όλο τον χώρο. Ένα  αρκετά μεγάλο  στενόμακρο δωμάτιο  με τον έναν τοίχο , εκεί που ήταν  το τζάκι  από σκούρα γκρίζα πέτρα.  Έμοιαζε  όλο αυτό  το  ξύλινο οικοδόμημα  φτιαγμένο από  τεράστιους  κορμούς δέντρων να ακουμπά επάνω σε έναν βράχο.  Το ένα και μοναδικό άνοιγμα που έβλεπε ήταν  μια ξύλινη πόρτα από χοντρά  πελεκημένα κλαριά  , έμοιαζε αρκετά βαριά . Ο ένας τοίχος πίσω του έμοιαζε να χαμηλώνει και να σβήνει στο ράφι που εκείνος ήταν ξαπλωμένος  και  λίγο πιο πίσω  εκεί που οι δυο  ξύλινοι  τοίχοι  ενώνονταν  σχηματίζοντας  γωνία  υπήρχαν στοιβαγμένα  ξύλα που θα μπορούσαν να κρατήσουν  ολόκληρο χειμώνα για ένα τζάκι,  ενώ από όσο μπορούσε να δει  
 οι άλλοι δυο ήταν σχετικά ασύμμετροι, ο ένας, έμοιαζε φορτωμένος με  λεπτές  σχάρες από  κλαριά που επάνω τους είχαν ξύλινα σκεύη και  κρεμασμένα δεκάδες ματσάκια με μυρωδικά μάλλον, ενώ  εκεί που σχημάτιζε γωνία με το δάπεδο υπήρχαν  με την σειρά τακτοποιημένα διπλωμένα  ρούχα και παραδίπλα διάφορα σκεύη το ίδιο τακτικά βαλμένα , καλάθια πλεγμένα από κλαδιά ξύλων και φλοιούς δέντρων  και ένα παλιό ταλαιπωρημένο μπαούλο ενώ ο άλλος τοίχος  έπεφτε κάθετα, από γκρίζα πέτρα  που γυάλιζε από το φως που έριχναν οι φλόγες από την εστία που ήταν αναμμένη στην βάση του με μια καμινάδα από στρογγυλές πέτρες χτισμένη που η κορφή της χανόταν ψηλά μέσα στο σκοτάδι. Μια γυναικεία φιγούρα ήταν σκυμμένη επάνω από την φωτιά και ανακάτευε με προσήλωση μια σιδερένια χύτρα που άχνιζε και μοσχοβόλαγε φαγητό.
Μια σύσπαση στο στομάχι του τον προειδοποίησε το πόσο πεινούσε … αλήθεια πόσο καιρό είχε να φάει? Δεν θυμόταν και  ούτε πόσο καιρό ήταν εκεί μπορούσε να θυμηθεί  … γιατί ήταν εκεί?
 Προσπάθησε να ανασηκωθεί μα ο πόνος όρμησε στο κορμί του σαν μαχαίρι και τον έριξε πάλι πίσω ενώ με το βογκητό του η γυναίκα σηκώθηκε από την δουλειά της και έτρεξε κοντά του. Την κοίταξε ξαφνιασμένος, τι περίεργα ρούχα που φορούσε!  Κάποτε παλιά είχε δει μια ταινία εποχής με θέμα την Αγγλική επαρχία  στα 1800, κάτι τέτοιο του θύμισαν τα ρούχα της γυναίκας.
 Μια  μακριά φούστα από χοντρό καφετί ύφασμα, ένα πουκάμισο σχεδόν λευκό και από πάνω φορούσε ένα πανωφόρι από γούνα, ένα απλό μονοκόμματο δέρμα με δυο ανοίγματα για τα χέρια της και δεμένο στην μέση της με ένα χοντρό σκοινί.  
Κοίταξε  τα πόδια της, το ίδιο πρωτόγονα έμοιαζαν και τα υποδήματα που φορούσε.  Ένα απλό κομμάτι δέρμα δεμένο γύρω από τους αστραγάλους  της με  κορδόνι και είχε πάρει  το σχήμα του ποδιού της .  Σίγουρα δεν ακολουθούσε την μόδα αλλά και αυτός δεν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι παρόμοιο εκτός από ταινίες και εικόνες από παλιές ιστορίες σε βιβλία.
«  Ποια είσαι? » Σαν κρώξιμο ακούστηκε η φωνή του και  η γυναίκα σηκώθηκε και  ήρθε γρήγορα κοντά του χωρίς να  μιλήσει ,  μόνο ανασήκωσε απαλά τα ζεστά σκεπάσματα και κοίταξε τις πληγές του.
Χαμήλωσε και αυτός τα μάτια του και ένοιωσε φρίκη με το θέαμα που παρουσίαζε το  κορμί του. Όλο του το στήθος  είχε ένα σκοτεινό μπλε μοβ χρώμα και μια τεράστια  ουλή  ξεκινούσε από τον δεξί του ώμο και κατέβαινε χαμηλά στο στέρνο του σχεδόν μέχρι το ύψος της κοιλιάς του. Φαινόταν να είναι ένα πολύ βαθύ κόψιμο , μια πολύ βαθιά πληγή που τα χείλη της ήταν δεμένα με λεπτό σκοινί? Το κοίταξε καλύτερα … Όχι δεν ήταν σκοινί αυτό, κόμποι  από έντερο ζώου έδεναν τα δυο κομμάτια του δέρματος του  και επάνω η γυναίκα άπλωνε με τα δάχτυλά της  μια πράσινη αλοιφή που βρώμαγε απαίσια.
«  Τι είναι αυτό ?» την ρώτησε , μα και πάλι εκείνη έμοιαζε να μην ακούει την φωνή του, ούτε που σήκωσε τα μάτια της να τον κοιτάξει απόλυτα αφοσιωμένη στην φροντίδα των τραυμάτων του.
Κανονικά θα έπρεπε να ανησυχεί, ήταν άσχημα πληγωμένος, θα μπορούσε αυτή η τεράστια πληγή να κακοφορμίσει , να πεθάνει από γάγγραινα, αλλά κάτι μέσα του  έλεγε πως η γυναίκα ήξερε τι έκανε, πως δεν υπήρχε κίνδυνος και αυτή η αλοιφή  έμοιαζε πια τόσο δροσερή επάνω στο δέρμα του που φλεγόταν από πόνο. Ήθελε να την ρωτήσει πόσο καιρό ήταν εκεί, μα  πώς να συνεννοηθεί μαζί της αν δεν τον άκουγε? Την άγγιξε  απαλά στον ώμο και εκείνη ξαφνιασμένη από την επαφή πετάχτηκε επάνω και για πρώτη φορά τον κοίταξε κατάματα.  Σε αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά της που ήταν αχτένιστα δεμένα πρόχειρα πίσω στον λαιμό της, τα μάτια της ήταν ανοιχτόχρωμα. Θα ορκιζόταν πως  είχαν  χρυσαφένια απόχρωση, έμοιαζαν σα να είχε μπροστά του δυο σταγόνες λιωμένο  χρυσάφι που κολυμπούσαν μέσα στο απόλυτο λευκό των ματιών της. Δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί πιο έντονο βλέμμα στην ζωή του. Αμήχανος την κοίταζε, δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση αλλά δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από το βλέμμα της.  Εκείνη έσκυψε πάλι επάνω από την πληγή του, τράβηξε ακόμα πιο πολύ τα σκεπάσματα και εκείνος συνειδητοποίησε πως ήταν γυμνός κάτω  από τις γούνες που τον σκέπαζαν. Ντροπιασμένος πήγε να καλυφθεί αλλά η γυναίκα τράβηξε απαλά το χέρι του και  του έβαλε αλοιφή  σε μια ακόμα πληγή που  έμοιαζε με  δαγκωνιά…
Το πόδι του ήταν φρικτά πρησμένο , δυο  σκοτεινές τρύπες έδειχναν που είχαν χωθεί τα δόντια της αρκούδας που του επιτέθηκε, αλλά τουλάχιστον αυτή η πληγή δεν πονούσε τόσο όσο η άλλη στον ώμο του. Παρακολουθούσε με προσοχή τις  γρήγορες κινήσεις της.
 Έμοιαζε να γνωρίζει απόλυτα τι έπρεπε να κάνει για να τον ανακουφίσει από τους πόνους του και όταν άπλωσε  επάνω στις πληγές του φρέσκα φύλλα από κάποιο άγνωστο φυτό και  τις σκέπασε με  κομμάτια από ύφασμα ήδη εκείνος ένοιωθε αρκετά καλύτερα.
 
Τότε του ήρθε μια ακόμα ανάγκη, δεν μπορούσε να κρατηθεί,  κάπου έπρεπε να  αδειάσει την κύστη του , έπρεπε να σηκωθεί να βγει έξω, προσπάθησε, έκανε μια αδέξια κίνηση παρ όλο τον πόνο του , αλλά η γυναίκα τον κράτησε σταθερά ξαπλωμένο και η δύναμη της τον ξάφνιασε. Έμοιαζε τόσο λεπτοκαμωμένη και όμως το χέρι της που τον κράτησε ακίνητο ήταν τόσο δυνατό! Της έδωσε με νοήματα να καταλάβει τι ήθελε και εκείνη του έφερε ένα απλό ξύλινο σκεύος , πρόσεξε την αμηχανία του και χάθηκε σε μια γωνία της σπηλιάς για να τον αφήσει στην ησυχία του. Μόλις τελείωσε πλησίασε φέρνοντας του ένα  πήλινο μπολ γεμάτο αχνιστή σούπα που εκείνος την άρπαξε , νιώθοντας την πείνα να του θερίζει τα σωθικά. Πόσο καιρό είχε να φάει? Η γυναίκα  τον άφησε πάλι μόνο του και πήγε να  αδειάσει το  σκεύος έξω από την καλύβα.
Έτρωγε με απίστευτη όρεξη, ένα τόσο απλό φαγητό και του φαινόταν σαν το καλύτερο που είχε δοκιμάσει ποτέ στην ζωή του.
Ψιλοκομμένα κομμάτια από κρέας , κάποια  ρίζα που έμοιαζε στην γεύση με πατάτα  και μικρά άγρια  καροτάκια τόσο νόστιμα μαγειρεμένα που θα ήθελε ένα ακόμα μπολ για να χορτάσει. Μόλις είδε την γυναίκα της έδειξε το άδειο σκεύος και εκείνη  το ξαναγέμισε και του το έφερε χαμογελώντας.  Μαγεμένος χάζεψε να κοιτά το χαμόγελο και τα χρυσαφένια μάτια.

«  Ευχαριστώ » της είπε και αυτή την φορά ήταν σίγουρος πως εκείνη τον άκουσε γιατί το χαμόγελο έγινε πλατύτερο. Τον άκουσε αλλά τον κατάλαβε?
Δεν βγήκε καμία λέξη από το στόμα της, παρά μόνο τον παρακολουθούσε
ευχαριστημένη να καταβροχθίζει την σούπα του.
Τον περίμενε να τελειώσει το φαγητό του για να πάρει από τα χέρια του το μπολ και να τον βοηθήσει να ξαπλώσει πάλι πίσω αναπαυτικά στα μαξιλάρια του. Χορτάτος πια μπορούσε άνετα να παρακολουθεί γύρω του, τις κινήσεις της γυναίκας που ήταν και το μοναδικό πλάσμα από ότι φαινόταν εκεί μέσα. Προσπάθησε να καταλάβει αν υπήρχε και κάποιος άλλος που ίσως να έλειπε αυτή την στιγμή  .  Πρόσεξε πως δεν είχε ακούσει καθόλου ήχο αυτοκινήτου τόση ώρα,  δεν είχε καταλάβει αν ήταν μέρα έξω ή νύχτα, δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση, δεν υπήρχε  τίποτα μέσα σε αυτό το μέρος που να δηλώνει πως ο πολιτισμός είχε φτάσει μέχρι εκεί! Μα σε ποιο μέρος θα ζούσε κάποιος χωρίς ρεύμα? Χωρίς ένα ραδιόφωνο , χωρίς μια οθόνη?
Η γυναίκα του έφερε ένα φλιτζάνι που άχνιζε  και τον παρακίνησε να το πιει, με κάποιο τρόπο επικοινωνούσε μαζί του χωρίς ακόμα να έχει ακούσει την φωνή της, οι κινήσεις της ήταν τόσο εκφραστικές, η ματιά της τόσο έντονη και εκείνος κατάλαβε πως  του έδινε κάτι που θα ανακούφιζε τους πόνους του και το ήπιε σχεδόν μονορούφι. Ήταν λίγο πικρό αλλά είχε τουλάχιστον ωραία γεύση, κάτι σαν βρασμένα φρούτα, πορτοκάλι ή κεράσια… αν είναι δυνατόν! Σκέφτηκε… παραισθήσεις έχω!!
Εκείνη  πήρε μια αγκαλιά ξύλα  και  τα έβαλε στην εστία  για να δυναμώσει την φωτιά.
Μια γλυκιά ζέστη επικρατούσε μέσα  στον χώρο και την ώρα  που την είδε να στρώνει  στο  πέτρινο  δάπεδο τα στρωσίδια της ,  πλάι στο ράφι που κοιμόταν εκείνος,  κατάλαβε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος σε αυτό το μέρος, η γυναίκα ήταν ολομόναχη και αυτός κοιμόταν κανονικά στο δικό της κρεβάτι τόσες μέρες. Πόσες άραγε? Ήθελε να την ρωτήσει, δυο μέρες? Τρεις? Προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή της…


«  Σε παρακαλώ, πόσο καιρό είμαι εδώ? Με καταλαβαίνεις τι σου λέω? »
Μια χαρά τον καταλάβαινε, όμως ήταν πολύ ταλαιπωρημένος ακόμα και εκείνη δεν ήταν έτοιμη να του δώσει καμία εξήγηση σε όποια ερώτηση να της έκανε και  έτσι  προτιμούσε να παραμένει αμίλητη κάθε φορά που την ρωτούσε κάτι, είχε και τόσο καιρό να μιλήσει με άνθρωπο που φοβόταν πως είχε ξεχάσει ακόμα και να μιλάει  , όμως αυτή την φορά δεν μπορούσε να το αποφύγει, εκείνος είχε ώρα που επέμενε να μάθει  που βρισκόταν και  πόσο καιρό ήταν  ανήμπορος , οπότε  αυτή  την φορά του μίλησε με  μια διστακτική , σιγανή φωνή  που έτρεμε σαν γουργουρητό γάτας…
«   Είκοσι μέρες, μα καλύτερα να κοιμηθείς τώρα. »
Να κοιμηθεί? Είχε τόσα πολλά να την ρωτήσει, φρίκη του ήρθε στην σκέψη πως τόσο καιρό εκείνος  ήταν  αναίσθητος  βυθισμένος  σε έναν εφιαλτικό ύπνο ενώ  σίγουρα θα τον έψαχναν να τον βρουν.   Γιατί  ήταν ακόμα εκεί? Πως γίνεται να μην  ειδοποίησε κανέναν αυτή η γυναίκα να έρθει  για να  τον μεταφέρουν σε κάποιο νοσοκομείο?  γεμάτο απορίες το μυαλό του, αλλά εκείνη είχε ήδη ξαπλώσει και είχε σκεπαστεί μέχρι πάνω από το κεφάλι , ολοφάνερο ήταν πως ήθελε να τον αποφύγει  . Θα πρέπει να είναι πολύ κουρασμένη σκέφτηκε εκείνος, δεν φτάνει που ζει σε αυτό το απομονωμένο μέρος , είχε και την φροντίδα μου τόσο καιρό! Οι σκέψεις χίμηξαν σαν χείμαρρος , δηλαδή τόσο καιρό τον φρόντιζε σαν μικρό παιδί, τον έπλενε, τον καθάριζε, του έφτιαχνε τις πληγές, τον τάιζε και εκείνος δεν  καταλάβαινε τίποτα!!!
Ο ύπνος ήρθε χωρίς να το καταλάβει, το τσάι που του είχε δώσει σίγουρα θα είχε κάτι ηρεμιστικό μέσα γιατί τα μάτια του έκλεισαν και βυθίστηκε στο σκοτάδι πριν καλά καλά το καταλάβει.
 
Δεν  είδε την γυναίκα που σηκώθηκε μόλις  άκουσε την ρυθμική του ανάσα,  δεν την είδε που πήγε κοντά του τον σκέπασε καλύτερα και άφησε στο πλάι του ένα  σιδερένιο  κανάτι γεμάτο δροσερό νερό για την περίπτωση που θα  ξύπναγε και θα διψούσε, ούτε την είδε που στάθηκε  στην μέση  της καλύβας  και άφησε τα ρούχα της να πέσουν στο δάπεδο μένοντας ολόγυμνη. Κοιμόταν βαθιά την ώρα  που άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα και χάθηκε ανάμεσα στα σκοτάδια του δάσους.


Τέλος του 1ου μέρους_





Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...