Για
την Λούκα το καθημερινό δρομολόγιο ήταν
μισή ώρα περπάτημα
μέχρι
το τον ηλεκτρικό κάθε πρωί στις εφτά
και άλλη μισή ώρα στο τραίνο μέχρι την
Ομόνοια και μετά επιστροφή το βράδυ
πάλι με το τραίνο και
μισή
ώρα περπάτημα που λόγω κούρασης γινόταν
και τρία τέταρτα.
Πιασμένη
από την χειρολαβή, ταρακουνιόταν με τον
ρυθμό του τραίνου,
όχι
πως χρειαζόταν να κρατιέται … έτσι κι
αλλιώς τόσο στριμωγμένη
που
ήταν από τον κόσμο γύρω της ήταν αδύνατο
να πέσει, απλά σε
κάθε
στάση παραπατούσαν όλοι μαζί προς τα
εμπρός και σε κάθε
ξεκίνημα
του βαγονιού συντονισμένα και πάλι όλο
το πλήθος έγερνε
προς
τα πίσω λες και ήθελε να ξεφύγει από την
δίνη του ρυθμού.
Πρώτη
φορά που ένοιωθε κάτι παραπάνω από
κούραση, με βία
κρατούσε
τα μάτια της ανοιχτά και ένας κόμπος
από βρώμικα χνώτα
και
μούχλας της έφερνε αναγούλα. Έπρεπε να
βρει κάτι να εστιάσει
την
προσοχή της προτού βγάλει τα σωθικά της
επάνω σε όσους ήταν
γύρω
της και αυτή η μικροκαμωμένη γυναίκα
που καθόταν απέναντί της , στριμωγμένη
ανάμεσα στο παράθυρο και σε έναν
κουστουμαρισμένο
κύριο
που ροχάλιζε κι έγερνε κάθε τόσο στον
ώμο της , της έκανε τόσο εντύπωση!
Δεν
μπορούσε να προσδιορίσει την ηλικία
της, πάντως έμοιαζε σαν
να
ήταν εκατό χρονών, με έναν πλεκτό
πολύχρωμο σκούφο να
σκεπάζει
τα μαλλιά της και να κρύβει τα χαρακτηριστικά
του
προσώπου
της έτσι όπως είχε χαμηλωμένο το κεφάλι
της.
Μπορούσε
όμως να δει τα ευκίνητα χέρια της με τα
μακριά δάχτυλα
που
έμοιαζαν με νύχια αρπακτικού, σαν να
ήταν χέρια μούμιας, με δέρμα
στο
χρώμα της περγαμηνής, γεμάτο κηλίδες
και τόσο διάφανο που φαινόταν κάτω από
αυτό το αίμα που έτρεχε στις φλέβες της.
Η
ηλικιωμένη γυναίκα όση ώρα διαρκούσε
η διαδρομή ούτε μια φορά δεν ενδιαφέρθηκε
να κοιτάξει γύρω της σε ποιο σταθμό
έμπαινε το τραίνο.
Ήταν
απόλυτα προσηλωμένη σε αυτό που έφτιαχνε
με τα χέρια της. Κρατούσε μια λευκή
χαρτοπετσέτα και την δίπλωνε ξανά και
ξανά
με
προσεκτικές κινήσεις , μικρά τετράγωνα,
τρίγωνα, λυγισμένες
γωνίες
και ξανά μικρά τετράγωνα…
Φτιάχνει
ένα οριγκάμι … σκέφτηκε η Λούκα και
αφηρημένα κοίταξε
στο
τζάμι της πόρτας που αντιφέγγιζε σαν
καθρέφτης το εσωτερικό
του
βαγονιού.
Μια
γυναίκα με φαρδύ γκρίζο παλτό την
κοιτούσε κατάματα, με ένα
μαύρο
χοντρό κασκόλ και ξεχτένιστα μαλλιά
που γυάλιζαν απ τις
σταγόνες
της βροχής… είχε ένα κουρασμένο πρόσωπο
και οι μαύροι
κύκλοι
κάτω από τα μάτια της φώναζαν από μακριά
πως ήταν μια μεσήλικη κουρασμένη γυναίκα
που μετά βίας κρατιόταν στα πόδια της.
Εγώ
είμαι αυτή … μουρμούρισε μέσα της η
Λούκα και προσπάθησε
να
φτιάξει λίγο το πρόσωπο της με ένα
χαμόγελο, της είχαν πει ότι
το
χαμόγελό της ήταν σαν τον ήλιο, φώτιζε
το πρόσωπό της και όλους
όσους
ήταν γύρω της. Το μόνο που κατάφερε ήταν
μια άθλια γκριμάτσα
που
χάλασε ακόμα περισσότερο το σύνολο και
εμφάνισε τις ρυτίδες που υπήρχαν στις
άκριες των χειλιών της και το μικρό
προγούλι που είχε αποκτήσει τα τελευταία
χρόνια και το μισούσε το ίδιο όπως
μισούσε
και
τον χρόνο που δεν τον προλάβαινε.
Παραιτημένη
από την προσπάθεια να δείξει πως είχε
και δεύτερη καλύτερη εμφάνιση , πήρε τα
μάτια της από το φρικτό είδωλο που την
απογοήτευε για μια ακόμα φορά και κοίταξε
πάλι την ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν
και έπαιζε με την χαρτοπετσέτα.
Στα
χέρια της κρατούσε πια ένα ολόλευκο
λουλούδι που αναπαυόταν
στις
δίπλες της φούστας της κι εκείνη κρατούσε
πάντα χαμηλωμένο
το
κεφάλι της μοιάζοντας απόλυτα προσηλωμένη
στο δημιούργημά της.
Πόσο
παράξενη είναι ετούτη…. Σκέφτηκε η
Λούκα και την ώρα που
γύριζε
το κεφάλι της η γυναίκα σηκώθηκε από το
κάθισμά της και ψηλαφώντας έψαξε να
βρει τον δρόμο για την έξοδο. Θα κατέβαινε
μάλλον
στην επόμενη στάση.
Μα
αντί να πάει προς την πόρτα πλησίασε
την Λούκα και σαν να έκανε
τους
ανθρώπους να παραμερίζουν εμπρός της
όλοι της έκαναν χώρο
να
περάσει δίχως να την ακουμπήσουν.
Θα
ήταν ενάμιση κεφάλι πιο κοντή από την
Λούκα και η ίδια δεν ήταν
και
πρώτο μπόι . Έμοιαζε περισσότερο με
μεγάλο, αδύνατο παιδί και
τότε
σήκωσε το κεφάλι της και η Λούκα ένοιωσε
να πέφτει στο κενό.
Η
γυναίκα δεν είχε μάτια. Δυο άδεις κόγχες
υπήρχαν στο γεμάτο ρυτίδες προσωπό της
κι όμως το ένοιωθε τόσο δυνατά ότι Εκείνη
την κοιτούσε κατάματα … κρυφοκοίταξε
αμήχανα γύρω της.
Μα
κανένας άλλος γύρω της δεν το έβλεπε,
δεν το ένοιωθε αυτό το
παράξενο
που συνέβαινε;
Της
έβαλε στο χέρι το χάρτινο τριαντάφυλλο
και η Λούκα έκπληκτη
το
κράτησε απαλά σαν να της χάρισαν ένα
πολύτιμο κόσμημα.
«Είσαι
η μόνη που κατάλαβες πως έφτιαχνα ένα
οριγκάμι, σήμερα
αυτό
ανήκει σε σένα… να το προσέχεις γλυκιά
μου είναι τόσο ευαίσθητο
όσο
μια ψυχή»
Έμοιαζαν
με ψίθυρο τα λόγια της κι ας έτρεμε η
φωνή της όπως τρέμουν
οι
φωνές των πολύ ηλικιωμένων ανθρώπων,
αυτών που έχουν μάθει
να
μη μιλάνε πια πολύ παρά να συμπεριφέρονται
με απεριόριστη σοφία
και
δύναμη απέναντι στην ζωή.
Η
Λούκα την είδε να εξαφανίζεται στην
έξοδο μόλις σταμάτησε το
βαγόνι
τους στον επόμενο σταθμό .
Κοίταξε
ένοχα γύρω της ψάχνοντας να βρει κάποιο
μάτι να την κοιτά,
να
δει αν είχαν δει κι οι άλλοι αυτό που
έγινε, αυτό που είδε η ίδια αλλά κανένας
δεν ενδιαφερόταν για την άχρωμη γυναίκα
με το κατάλευκο
χάρτινο
τριαντάφυλλο που έμοιαζε τόσο πολύ σαν
αληθινό ώστε η Λούκα
θα
έβαζε στοίχημα ότι θα μπορούσε να μυρίσει
ακόμα και το άρωμά του.
Θα
το έβαζε στην τσάντα της, αλλά εκεί
σίγουρα θα το τσαλάκωνε, ούτε
στην
τσέπη της μπορούσε να το βάλει και
σίγουρα αν το έβγαζε έξω στην βροχή και
στην υγρασία θα το έχανε, οπότε η μεγάλη
της σκέψη αυτή
την
ώρα ήταν πως θα σώσει το τριαντάφυλλο
ώστε να το πάει σπίτι της ατόφιο κι όχι
τι θα μαγειρέψει για να φάει η οικογένεια,
ούτε σκεφτόταν
την
στοίβα με τα ασιδέρωτα που την περίμεναν
μια εβδομάδα και που
η
κόρη της ούτε θα το σκεφτόταν να κουνήσει
τα χεράκια της με το άψογο μανικιούρ
για να την βοηθήσει ή ακόμα και ο γιος
της που περίμενε από
αυτήν
να του σερβίρει ακόμα και το νερό που
έπινε.
Τίποτα
δεν σκεφτόταν, μόνο το λευκό της
τριαντάφυλλο και πως το
είχε
πει εκείνη η γυναίκα; Έμοιαζε με ψυχή;
Τι ήθελε να πει με αυτό;
Έφτασε
στον προορισμό της κατέβηκε ζωηρά από
το τραίνο ενώ η
καταιγίδα
λυσσομανούσε πια για τα καλά .
Ο
δυνατός αέρας και η βροχή χτυπούσαν
αλύπητα τις λαμαρίνες της
οροφής
του σταθμού κι εκείνη στάθηκε σε μια
γωνιά ξέροντας πως
ούτε
η γερή παλιομοδίτικη ομπρέλα που κρατούσε
δεν θα μπορούσε
να
την προστατέψει από αυτόν τον χαλασμό.
Η
αλήθεια είναι πως της πέρασε απ το μυαλό
να τηλεφωνήσει στο σπίτι της να έρθει
ο άντρας της να την πάρει με το αυτοκίνητο,
ούτε δέκα λεπτά
δεν
θα έκανε πηγαινέλα όμως και πάλι… ήταν
και στο σπίτι χαμηλό το βαρομετρικό τις
τελευταίες εβδομάδες και εκείνος θα
της έκανε σίγουρα
σκηνή
που τον ξεσήκωσε …. ήταν και το ποδόσφαιρο
που έβλεπε στο
κανάλι
των Σπορ τα βράδια , οπότε άφησε κατά
μέρος αυτή την σκέψη
και
μαζεύτηκε σε μια γωνιά κάτω από το
στέγαστρο για να μην βρέχεται, κυρίως
για να μη βραχεί το τριαντάφυλλο που το
κρατούσε ακόμα κοντά
στο
στήθος της.
Ίσως
αν το έβαζε κάτω από τον σκούφο της να
το προστάτευε κάπως,
θα
κρατούσε και την ομπρέλα, δεν θα άφηνε
να βραχεί το κεφάλι της,
για
τα υπόλοιπα δεν την ένοιαζε καθόλου.
Έτσι κι αλλιώς τα ρούχα της
ήταν
γερά και πρακτικά, λίγο τα μπατζάκια
του παντελονιού της είχαν
βραχεί,
θα το στέγνωνε με το σίδερο και θα ήταν
έτοιμο για την
επόμενη
μέρα.
Έβγαλε
τον χοντρό μάλλινο σκούφο από την τσάντα
της, αυτόν που τον αντιπαθούσε το ίδιο
όπως και το σπανακόρυζο, μόνο που το
σπανακόρυζο δεν ήταν υποχρεωμένη ούτε
να το τρώει , ούτε να το φορά στο κεφάλι
της, ενώ αυτό το σκουφί έπρεπε να το φορά
τα κρύα βράδια για να μη την ταλαιπωρεί
επίμονα η ωτίτιδα που είχε αποκτήσει
τα τελευταία χρόνια
και
δεν έλεγε να την αφήσει παρ όλα τα
γιατροσόφια που εφάρμοζε στο ακουστικό
της σύστημα.
Έβαλε
με προσοχή το λευκό της τριαντάφυλλο
μέσα και μετά, το φόρεσε
στο
κεφάλι της, όσο πιο απαλά μπορούσε για
να μη χάσει το σχήμα του
κάτω
από το βάρος του χοντρού καπέλου. Όχι ,
τελικά στεκόταν μια χαρά,
το
ένοιωθε να ακουμπά απαλά στα μαλλιά της
και χαλάρωσε.
Μια
ζεστασιά τύλιξε τις σκέψεις της, ένοιωσε
τα αυτιά της να κοκκινίζουν,
το
ίδιο και τα μάγουλά της να καίνε λες και
είχε πυρετό και το σώμα της
δεν
έτρεμε πια από τα κρύο. Άνοιξε την
τεράστια μαύρη ομπρέλα της
και
ξεκίνησε με γρήγορα βήματα για το
συνηθισμένο καθημερινό της δρομολόγιο
προς το σπίτι της.
Περπατούσε
άνετα, με τις χαμηλοτάκουνες δερμάτινες
μπότες της να
αφήνουν
ένα υπόκωφο συντονισμένο ήχο που μόνο
το νερό μπορεί
να
δημιουργήσει και είχε μια σταθερότητα
αυτός ο βηματισμός,
σα
να ήταν ξεκούραστη και γλιστρούσε απαλά
στα βρεγμένα πεζοδρόμια,
λες
και δεν είχε περάσει όλη μέρα ορθοστασία
στο καφεκοπτείο που δούλευε.
Αν
την ρωτούσε κανείς εκείνη την στιγμή ,
θα ορκιζόταν πως δεν είχε προσέξει την
δυνατή βροχή, ούτε τα αστραπόβροντα που
έσπαγαν
με
δύναμη τραντάζοντας τον τόπο και κάνοντας
τα τζάμια από τις
βιτρίνες
που προσπερνούσε αδιάφορα να αφήνουν
έναν ανατριχιαστικό θόρυβο λες και θα
σωριάζονταν στην επόμενη βροντή σε
γυαλιά κομμάτια. Δεν καταλάβαινε ούτε
αν περπατούσε ή πετούσε, ούτε το ένοιωθε
κάθε
φορά ότι τσαλαβουτούσε στις βαθιές
λακκούβες των δρόμων
και
πως είχε βραχεί πλέον μέχρι τα γόνατα.
Εκείνη
ένοιωθε απόλυτα ζεστή, προστατευμένη
κάτω από το
τριαντάφυλλο
της και μάλιστα κάποια στιγμή έπιασε
να μουρμουρίζει
ένα
χαρούμενο παιδικό τραγουδάκι που Κύριος
γνωρίζει πως της
ήρθε
στο μυαλό.
Ένα
οριγκάμι από λευκή χαρτοπετσέτα, ένα
οριγκάμι που κατασκεύασαν
τα
χέρια μιας τυφλής άγνωστης γριάς την
έκανε να χαμογελάσει σαν
παιδί
ίσως γιατί ποτέ δεν μεγάλωσε μέσα της
κι ας την τραβούσαν
με
την βία τα χρόνια εμπρός, ήταν ένα παιδί
ανάμεσα στον κόσμο
των
μεγάλων, ένα παιδί που παρίστανε την
γυναίκα.
Levina