Πάντα μου άρεσε ο κόσμος της θάλασσας, ειδικά σε μέρη που ήξερα πως δεν θα μπορούσα ποτέ να πάω, να εξερευνήσω μόνη μου … αυτά ξεσήκωναν την φαντασία μου ! Από εκεί μου προέκυψε αυτό το μικρό διήγημα …
Πάμε για scuba diving?
Ήταν και αυτό το….«εντάξει ξυπνοπούλι μου, άντε να σε δω τι ξέρεις!» που ξύπνησε μέσα μου την διάθεση για περιπέτεια !
Ήθελα να δω και από κοντά τι στο καλό κάνει ο αγαπημένος μου όλη μέρα σε αυτό το περίεργο σκάφος που τον κρατά αιχμάλωτο μακριά μου, ειδικά τις τελευταίες ημέρες.
«Spirit of the Sea» έτσι το λένε αυτό το ασουλούπωτο πλοιάριο
με την υπερυψωμένη κατασκευή που έμοιαζε να αιωρείται στο
κενό πάνω από ένα μακρουλό σκαρί γύρω στα πενήντα πόδια,
όμοιο με καφετιά κακοφορεμένη παντόφλα. Όσο και αν το έβαφαν και το φρόντιζαν , φώναζε τους αιώνες κατασκευής του από μακριά.
Μόνο που το εξωτερικό του δεν είχε καμία σχέση με ότι έκρυβε στο εσωτερικό του που έμοιαζε περισσότερο με θάλαμο διαστημόπλοιου, γεμάτο υπολογιστές, οθόνες, όργανα με παράξενους θορύβους, μετρητές, μικρές δεξαμενές γεμάτες θαλασσινό νερό και ράφια, δεκάδες μεταλλικά ράφια κατάφορτα με χιλιάδες άσχετα μεταξύ τους πράγματα, από ντοσιέ που ξεχείλιζαν από μέσα τους χαρτιά μέχρι διάφορα εργαλεία αγνώστου ταυτότητος, προέλευσης και προορισμού.
Σαλπάραμε ξημερώματα για τους υφάλους στο δυτικό άκρο του ακρωτηρίου της Χρυσής Άρκτου.
Ένα κομμάτι βράχου που έμοιαζε με καμπουριασμένη αρκούδα , συσπειρωμένη , έτοιμη να χιμήξει και ήταν τα ψήγματα μετάλλου μέσα στο πέτρωμα που έκαναν το ακρωτήρι να λάμπει σαν μεγάλο κομμάτι χρυσού κάτω από το φως του ήλιου.
Τον Πάτρικ και τον Τζόνι που ήταν μαζί μας τους γνώριζα από παλιά..
Απίστευτοι τύποι οι δυο τους, ο Πάτρικ ξανθός με γένια ημερών λεπτός και μυώδης, μαυρισμένος από τις ατελείωτες ώρες στην θάλασσα και ο Τζόνι ένας γίγαντας με ήρεμα μάτια που μιλούσε σπάνια και το δέρμα του γυάλιζε σαν καλά λουστραρισμένο κομμάτι από μαύρο έβενο.
Αν τους έβλεπε κανένας στον δρόμο μάλλον θα τους περνούσε για άστεγους με το χαλαρό ύφος, τα στραπατσαρισμένα χιλιομπαλωμένα ρούχα τους και τα πρόσωπά τους που πάνω ήταν αποτυπωμένα όλα τα χνάρια της θάλασσας με τόσες ώρες που περνούσαν μέσα σ΄ αυτήν. Κάθε άλλο παρά έμοιαζαν για δυο διακεκριμένους ωκεανολόγους.
Μετά από τα πρώτα λεπτά που πάτησα το πόδι μου στο σκάφος και με χαιρέτησαν με ένα απλό ανασήκωμα στους ώμους σα να ήταν καθημερινό φαινόμενο να φιλοξενούν γυναίκες στις εξορμήσεις τους, αγνόησαν παντελώς την παρουσία μου εκεί και άραξαν κάτω από τον πρωινό ήλιο με τον εξοπλισμό των καταδύσεων μπροστά στα πόδια τους να μετράνε, να συζητάνε, να βιδώνουν και να ξεβιδώνουν τα όργανα με σίγουρες μηχανικές κινήσεις που έδειχναν την πολύχρονη πείρα τους σε αυτό που έκαναν. Όταν βαρέθηκαν να ασχολούνται με όλα αυτά τα μαραφέτια εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του σκάφους και δεν ξαναφάνηκαν.
Ο Λούκας, ο αγαπημένος μου, έμεινε στην τιμονιέρα και εγώ άραξα στο κάθισμα του ψαρέματος!
Ναι διέθετε και κάθισμα ψαρέματος αυτό το τερατούργημα, με όλα τα κομφόρ, με περιστροφική βάση 180ο, με βάσεις για τα καλάμια ψαρέματος, με τους ιμάντες έτοιμους στις υποδοχές τους να δεθεί αυτός που θα ψάρευε ώστε να μη τον παρασύρει το κτήνος που θα πιάσει στην ανοιχτή θάλασσα αυτόν και το καλάμι του.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν τους είχα δει να φέρνουν ούτε λέπι στην επιστροφή από τις εξορμήσεις τους στον ωκεανό, οπότε δεν καταλάβαινα και σε τι χρησίμευε αυτό το κάθισμα που έπιανε το μισό πίσω κατάστρωμα με τον όγκο του!
Είχαμε τρεις ώρες πορεία από ότι τους άκουσα να λένε οπότε φαινομενικά θα έπρεπε να φτάνουμε στον προορισμό μας.
Η ακτογραμμή φαινόταν καθαρά στα αριστερά μας ενώ από τα δεξιά κάθε τόσο συναντούσαμε μικρά νησάκια που η κατάλευκη άμμος τους έπιανε το φως του ήλιου και το αντικατόπτριζε σε διαμάντια.
Μικρές λωρίδες άμμου που τις περιέβαλλαν κοραλλιογενείς βράχοι και αυτοί κρατούσαν τα κύματα του ωκεανού που έσκαγαν με δύναμη, ρυθμικά με ένα υπόκωφο θόρυβο που έμοιαζε με ένα συνεχόμενο μπουμπουνητό.
Πολύ θα ήθελα να πω στον αγαπημένο μου να με αφήσει εκεί σε ένα νησάκι και να έρθουν όταν τελειώσουν να με μαζέψουν αλλά θα έχανα το καλύτερο, να ανακαλύψω τι κάνουν όλη μέρα, κάθε μέρα αυτοί οι τρεις τύποι έξω στην θάλασσα.
Γι αυτό και κράτησα το στόμα μου κλειστό, κάτι πρωτοφανές για τα δικά μου δεδομένα και παρακολουθούσα κάθε κίνηση με την άκρη του ματιού μου.
Κόντευε μεσημέρι και δεν είχαμε ανταλλάξει περισσότερες από δέκα κουβέντες που οι εννιά ήταν σχετικές με τον καιρό που θα έκανε μέχρι να βραδιάσει και για την θερμοκρασία της θάλασσας … ενώ στο μεταξύ ανέβαινε η δική μου θερμοκρασία καθώς άρχιζα να τσουρουφλίζομαι κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού .
Κάποια στιγμή που πήγα να βγάλω τα ρούχα μου να πάρω λίγο αέρα και φυσικά να δείξω και το καινούργιο μου μπικίνι, ο Λούκας έβαλε τις φωνές σα να είδε μπροστά του ολοζώντανο τον Μόμπυ ντικ!
« Δεν σου έχω πει πως σε αυτά τα κλίματα αν μείνεις με γυμνό δέρμα σε μισή ώρα θα έχεις γίνει κάρβουνο?» Είχε δίκιο, δεν θα ήθελα το βράδυ να κυκλοφορώ με γιαούρτια για κατάπλασμα στην μούρη και στους ώμους μου και έτσι παρέμεινα με το καλό μου t-shirt που είχε μπροστά και μια γελοία στάμπα … γελοία τώρα το λέω γιατί όταν το
πήρα μου φάνηκε έξυπνο το moto «the biggest is yours» με την εικόνα της τεράστιας κατακίτρινης φωσφοριζέ μπανάνας και τα δυο καταπράσινα μάνγκο να του κάνουν παρέα καταμεσής στο στήθος μου!
Για να φτιάξω ακόμα καλύτερη την εικόνα μου πασαλείφτηκα με το αντηλιακό όπου υπήρχε εμφανές δέρμα, στις γάμπες, στα μπράτσα μου και στο πρόσωπο… αυτό ειδικά το περιποιήθηκα με μια γερή στρώση λευκής κρέμας που
την ένοιωθα και αυτή να λιώνει επάνω μου από την ζέστη και να κατρακυλά στον λαιμό μου προκαλώντας μου αφόρητη φαγούρα.
Νομίζω πως είχα πέσει σε ληθαργική κατάσταση από την ζέστη, την βαρεμάρα και το μονότονο βουητό της μηχανής του σκάφους, μαζί με το εξ ίσου μονότονο σκαμπανέβασμα στα μικρά κύματα, όταν η φωνή του Λούκας με ξύπνησε και τους είδα ξαφνικά και τους τρεις να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι επάνω από το βυθόμετρο να βγάζουν ακατάληπτους ήχους και να γελάνε λες και μόλις είχαν ανακαλύψει την βυθισμένη Ατλαντίδα εκεί στην άκρη των τροπικών που ούτε παλιό δουλεμπορικό δεν θα διάλεγε για να βρει έναν αξιοπρεπή θάνατο σε αυτά τα ζεματιστά νερά.
Πολύ θα το ήθελα να έβλεπα και εγώ τι τους έκανε τόσο χαρούμενους, όμως ήταν ολοφάνερο πως δεν ήθελαν να με συμπεριλάβουν στην ομάδα , αν και η περιέργειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο, όμως είχα και μια αξιοπρέπεια, δεν θα χωνόμουν εκεί που δεν με σπέρνουν.
Σιγά! Με δυο αγκωνιές και τρεις σπρωξιές βρέθηκα ανάμεσα τους να κοιτάζω και εγώ μια μικρούλα οθόνη το πολύ 7 ιντσών να δείχνει ψαράκια να περνάνε κάτω από πλοίο παντόφλα, να δείχνει δεκάδες ακατανόητα νούμερα και σκαμπανεβάσματα στο βυθό… τουλάχιστον αυτά τα καταλάβαινα. Το γέλιο και την χαρά δεν καταλάβαινα εκτός αν ήταν να ψαρέψουμε και όχι να κάνουμε κατάδυση.
Επιτέλους κάποιος μου έδωσε σημασία … ο αγαπημένος μου , αφού ψιθύρισε κάτι με τους άλλους δυο που μάλλον φαινόταν να φέρνουν αντιρρήσεις γι αυτό που επρόκειτο να κάνει , μου έκανε νόημα να φορέσω την ελαστική μου φόρμα για να πέσουμε στο νερό.
Άλλο που δεν ήθελα, πριν το μετανιώσει άρχισα να στριμώχνομαι μέσα στο νεοπρέν που με έσφιγγε σαν τεράστιο καλσόν δυο νούμερα μικρότερο από το μέγεθος μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί σε αυτά τα διάφανα ζεστά νερά έπρεπε να φοράμε τις καταδυτικές στολές μας, όμως προτίμησα να καταπιώ την απορία μου βλέποντας μια μικρούλα διαμάχη να ξετυλίγεται στην άλλη άκρη ανάμεσα στους τρεις άντρες και ήμουν σίγουρη πως η παρουσία μου ήταν η αιτία!
Μα τι στο καλό τους είχε πιάσει , τόσες ώρες δεν είχαν μιλήσει, γιατί δεν ήθελαν να κατέβω κάτω?
Έριξα μια ματιά από την κουπαστή και … όχι αυτά δεν ήταν τα νερά που πλέαμε πριν … αυτά ήταν σχεδόν μαύρα και με το ελαφρύ αεράκι που φύσαγε γεμίζοντας ρυτίδες την σκούρα επιφάνεια, δεν έβλεπα τίποτα! Λίγες μόνο εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα ο ωκεανός έσκαγε επάνω στους υφάλους, τεράστια κύματα που καβάλαγαν με βία την γραμμή των βράχων, εκτοξεύοντας βροχή από αφρούς με ένα μονότονο εκνευριστικό βουητό. Αφηρημένη δεν είχα προσέξει τίποτα από όλα αυτά και τώρα σχεδόν συμφωνούσα με τους άλλους δυο, καλύτερα να μην … μετά όμως , το βράδυ που θα γυρίζαμε θα είχα να υποστώ και την πλάκα που σίγουρα θα μου έκαναν και το ομολογώ πως δεν ήμουν έτοιμη για αρνητική κριτική
σε αυτή την φάση!
Είχα ήδη τσακωθεί με τους γονείς μου για τις διακοπές διαρκείας στο πλάι του Λούκας, δεν μιλιόμασταν δηλαδή, είχα εγκαταλείψει την δουλειά μου για να είμαι κοντά του στο νησί, είχα βρει δουλειά στο μαγαζάκι με τα καταδυτικά εγώ ένα υποψήφιο ανερχόμενο αστέρι της δικηγορίας, εγώ η πανέξυπνη κόρη της μις Φράουλα Δυτικών Πολιτειών
του 19…(δεν λέω χρονολογία)!!
Καλά όλα αυτά αλλά τώρα είχα καταπιεί την γλώσσα μου και παρακαλούσα να σπάσει το φερμουάρ της στολής .. δεν μου έκανε την χάρη.
Να μην δουλεύει η μπουκάλα … ούτε αυτή μου έκανε την χάρη.
Να έχει τρύπα ο σωλήνας του αέρα? … ούτε αυτός μου έκανε την χάρη.
Τουλάχιστον που ήμαστε για να ξέρω που θα άφηνα την τελευταία μου πνοή?
«Επάνω από την λίμνη του Τζόνυ» με πληροφόρησε ο αγαπημένος μου και δεν ξέρω γιατί ανατρίχιασα! Σίγουρα δεν μιλούσε για τον συνοφρυωμένο φίλο του που με κοιτούσε με μισό μάτι λίγα μέτρα πιο πέρα και εγώ κάτι άλλο ξέρω και λένε Τζόνυ σε αυτά τα νερά και σίγουρα ούτε να τον συναντήσω έχω επιθυμία, ούτε στην λίμνη του να μπω!
«Κανόνισε να την φέρεις πίσω … ολόκληρη!» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο κανονικός Τζόνυ στον αγαπημένο μου που του έριξε το βλέμμα που είχε ο Γκίμπσον στο Φονικό όπλο … αν κρατούσε και το σαρανταπεντάρι του ήμουν σίγουρη πως θα του έριχνε!
«Δεν πιστεύω να φοβάσαι μωρό μου , θα είσαι συνέχεια μαζί μου, δεν θα απομακρυνθείς ούτε μισό μέτρο, το ακούς?» έγνεψα καταφατικά, χωρίς να σχολιάσω αυτό το μωρό μου που μου ακούστηκε κάπως και χωρίς να προσθέσω πως αν μπορούσα θα δενόμουν επάνω στην ζώνη με τα βαρίδια που είχε δεμένη στην μέση του.
Πρώτος έφυγε εκείνος στα νερά, πέφτοντας από την κουπαστή με μια ανάποδη βουτιά και για δευτερόλεπτα χάθηκε , όμως γύρισε να πάρει την κάμερα και τότε βούτηξα και εγώ ξοπίσω του, αν και προτίμησα τον πιο απλό τρόπο από την μικρή σκάλα αλουμινίου, λέγοντας και ένα ξόρκι για την καλοτυχία καλού κακού από μέσα μου!
Στην αρχή με τύλιξε η απόλυτη ησυχία των άγνωστων νερών, έμοιαζε σαν να αιωρούμουν μέσα σε ένα βαρέλι με πηχτή μισοδιάφανη μελάσα και δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με τρόμαξε και απότομα πήρα δυο απανωτές ανάσες με αποτέλεσμα να βουλώσει η βαλβίδα που μου έφερνε αέρα για δευτερόλεπτα, μετά όμως κοιτάζοντας το απέραντο κενό γύρω μου ηρέμισα, δεν φαινόταν ούτε λέπι όσο μπορούσα να δω και έτσι άρχισα να παίρνω κανονικές ανάσες πια, η καρδιά μου ξαναβρήκε τους χτύπους της και κοίταξα το πρόσωπο του αγαπημένου μου που με περίμενε να ηρεμήσω.
Νομίζω πως η γκριμάτσα που έβλεπα στο πρόσωπο του πίσω από το στρογγυλό γυαλί της μάσκας ήταν ένα στωικό χαμόγελο.
«πάμε» μου έκανε νόημα και τον ακολουθούσα χτυπώντας τα πτερύγια που φόραγα στα πόδια μου χωρίς να τον χάνω από τα μάτια μου.
Η λίμνη του Τζόνυ ήταν τελικά ένα σκούρο στόμιο στα πιο ρηχά νερά, γύρω στα είκοσι μέτρα άνοιγμα που κατέβαινε κάθετα στον βυθό … εμένα μάλλον για τεράστιο άπατο πηγάδι μου φάνηκε παρά για λίμνη, αλλά δεν ήταν ώρα για να εκφράσω αντιρρήσεις επί της ονομασίας κι εξ άλλου ο Λούκας ήδη είχε ανάψει τον προβολέα της κάμερας και κατέβαινε μπροστά μου μέσα στο στόμιο του πηγαδιού.
Αντίθετα από το κενό που ένοιωθα να υπάρχει γύρω μου στα ανοιχτά νερά, η λίμνη έβριθε από ζωή.
Ένας τοίχος από κοράλλια, νομίζω πως διέκρινα στα πρώτα κι όλα μέτρα τουλάχιστον έξη διαφορετικά είδη και εκατοντάδες πολύχρωμα κοπάδια ψαριών που περνούσαν αδιάφορα μπροστά από την μάσκα μου , είχα την εντύπωση πως θα μπορούσα να τα χαϊδέψω !
Άπλωσα το χέρι μου να αγγίξω ένα μικρό λευκό κοράλλι με τούφες από λαμπερές πράσινες αραχνοειδής απολήξεις που μέσα τους μπαινόβγαιναν κόκκινα μικροσκοπικά ψαράκια αλλά την ίδια στιγμή δέχτηκα μια σκουντιά από τον πανικόβλητο Λούκας και τράβηξα το χέρι μου δευτερόλεπτα προτού περάσει μπροστά μου μια τεράστια σμέρνα με ένα θεόρατο κεφάλι, μικρά μοχθηρά μάτια και δόντια που μπορούσα να τα μετρήσω ένα ένα, χοντρή όσο η μέση μου, προτού χωθεί ενοχλημένη από την παρουσία μας σε μια σκοτεινή τρύπα πίσω από το κοράλλι.
Συνεχίσαμε την κατάβασή μας, αν και πια δεν τολμούσα ούτε να απλώσω τα χέρια μου , ενώ ο Λούκας δεν σταματούσε να τραβά με την κάμερα οτιδήποτε κυκλοφορούσε γύρω του και τα τοιχώματα της λίμνης.
Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως δεν βρισκόμασταν εκεί για να μου κάνει ξενάγηση αλλά και πάλι δεν είχα δει κάτι τόσο συνταρακτικό που να δικαιολογούσε την άρνηση των άλλων δυο να βουτήξω και εγώ μαζί του σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο, ούτε και την δική του επιμονή να τον ακολουθήσω. Είχαμε περάσει θαυμάσια μέρη, πολύ πιο ήρεμα και με καθαρά νερά για να κατεβούμε, τι στο καλό θέλαμε σε αυτό το σκοτεινό πηγάδι καταμεσής στο πουθενά?
Αλλά και πάλι … τι ενδιαφέρον θα είχε να κάναμε κατάδυση στα γαλάζια διάφανα νερά με τους αμμώδεις βυθούς?
Ήμασταν ήδη δέκα λεπτά στο νερό και σχεδόν σε 35 μέτρα βάθος όταν το φως του προβολέα μας έδειξε ένα σκοτεινό στενό άνοιγμα στον τοίχο του πηγαδιού που χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος.
Δεν μου άρεσε αυτό !!
Τέλος 1ου μέρους_