27.11.11

Ο κύκλος μιας ζωής

Παίρνω κομμάτια απο μια παλιά μου ανάρτηση
γιατί για εμένα αξίζει να αποχαιρετήσω έτσι ένα μέλος της οικογένειας μου.
Να κλείσω τον κύκλο που άνοιξε πριν απο τρία σχεδόν χρόνια με αυτό τον τρόπο.
Ξέρω πως για άλλους θα φανεί ανόητο, για άλλους υπερβολικό μέσα στους καιρούς που ζούμε,
για εμένα όμως είναι η πραγματικότητα μου, ένα κομμάτι της καθημερινότητας μου
που της λεω ΄΄αντίο΄΄.







Δεν ξέρω να σας πω για την αρχή της ζωής του Φάτσα, αλλά μπορώ να την φανταστώ.
Μια σκυλομανούλα γεννά τα κουταβάκια της ίσως στον δρόμο, ίσως σε ένα σπίτι
που ο ιδιοκτήτης της τα χαρίζει σε γνωστούς και αγνώστους,
 πάντως ο μικρός κατάλευκος Φάτσας βρέθηκε σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια
τους δυο πρώτους μήνες της ζωής του.
Μόνο που είχε ο καημενούλης το θράσος να αρρωστήσει από μια σκυλοαρρώστια
που σιχαινόμαστε εμείς οι άνθρωποι, από ψωρίαση με αποτέλεσμα το κοντό
τρίχωμα του να εμφανίσει μεγάλες κενές κηλίδες και το σκυλάκι αντί να φτάσει
σε γιατρό να θεραπευτεί πετάχτηκε στον δρόμο.
Από εκεί ξεκινά η ιστορία του όπως εγώ την γνωρίζω, από την ώρα που
τον περιπλανώμενο Φάτσα τον μαζεύει μια κυρία και φτάνει στα χέρια μιας γυναίκας
που έχει αφιερώσει την ζωή της στο να σώζει αδέσποτα από τους δρόμους .
Ο Φάτσας είναι πλέον σε καλά χέρια και απομονωμένος από τα άλλα σκυλιά
για να μη τα κολλήσει κάνει την θεραπεία του και την μεγαλύτερη φασαρία από όλους,
γιατί είναι μόνο τριών μηνών και θέλει να βγει από το δωμάτιο της απομόνωσης
και να  πάει κοντά στους άλλους για να παίξει. Έχοντας πάει να πάρουμε
 ένα αδεσποτάκι , που έχουμε δει την φωτο του στο ιντερνετ,
βλέπουμε από το παράθυρο τον μικρό Φάτσα, αλλά πώς να αποκτήσουμε
δυο σκυλιά ακόμα??? Φεύγουμε με την σκυλίτσα που θέλαμε να υιοθετήσουμε
( θα σας μιλήσω κάποια άλλη φορά γι αυτή την ιστορία)
Αλλά ο μοναχικός Φάτσας έχει καθίσει στο μυαλό μας και παρ όλους
τους ενδοιασμούς μας έρχεται η ώρα που φτάνει και αυτός στο σπίτι μας.





Ήταν ο άσπρος σίφουνας!! Ένα θεόμουρλο σκυλί που δεν άφηνε κανέναν σε ησυχία, ειδικά με τον Λύκο μας , απορούσα πως δεν του πάταγε καμία δαγκωνιά να τον αφήσει στην ησυχία του.
Η  περιπέτεια όμως του Φάτσα δεν θα τελείωνε τόσο εύκολα.
Κάποια στιγμή αρχίζει να μη πατά το πίσω ποδι και να δείχνει ότι πονάει.
Τον πάμε στον γιατρό και η διάγνωση είναι ρήξη χιαστού και στα δυο πίσω πόδια,
οπότε χρειάζεται εγχείρηση.
Μπαίνουμε και σε αυτή την διαδικασία με την διαβεβαίωση ότι τουλάχιστον θα πατήσει
το πόδι του το εγχειρισμένο και μετά θα κάνουμε δεύτερη εγχείρηση στο άλλο πόδι.
Ο Φάτσας όμως μετά από αυτό δεν ξαναπάτησε κανένα από τα δυο πίσω πόδια,

 



 

Ο Φατσούλης μας είναι πάντα εδώ, πρώτος στο φαΐ, στο παιχνίδι, στα χάδια, στον τζερτζελέ 
και ας  είναι στα δυο πόδια και ας τον λυπούνται όσοι τον βλέπουν. Εγώ τους λέω
ότι δεν τον λυπάμαι γιατί ο ίδιος δεν λυπάται τον εαυτό του, ζει ευχαριστημένος
σε ένα σπίτι που τον αγαπούν και τον προστατεύουν με την παρεούλα του,
τον μεγάλο Ρήγα και την τσαπερδόνα την Κάρμεν 
και θα ζει έτσι μέχρι το τέλος της ζωής του.




φοβερά φοβισμένος από τους πόνους, αρνείται να περπατήσει όπως πρέπει
και πλέον περπατά με τα δυο μπροστινά πόδια, χωρίς αυτό να μειώνει σε κάτι
την ενεργητικότητά του, την όρεξη για γαυγίσματα σε όποιον τολμήσει να περάσει έξω
από τον φράκτη του σπιτιού, ξεσηκώνοντας τους άλλους δυο με το παραμικρό.
Σαν να μας φωνάζει……………εγώ δεν είμαι ανάπηρος,
ούτε άχρηστος, το δουλεύω το φαγητό που μου δίνετε!!!




Όταν τα έγραφα αυτά δεν περίμενα ότι το τέλος αυτό
θα ερχόταν τόσο γρήγορα.
Δεν είδαμε τα σημάδια της  καινούργιας αρρώστιας που τον χτύπησε και αν τα είδαμε
δεν τα καταλάβαμε. Ξέραμε τον
Φόβο του για τους ξένους, τι πέρασε με τα χειρουργεία….
όταν κάναμε τις εξετάσεις ήταν αργά πια.
Η αρρώστια τον κατέβαλε, πριν λίγες μέρες αρνήθηκε την τροφή,
απλά καθόταν στην γωνιά του μέσα στο σπίτι και μας κοίταζε κάθε φορά που περνούσαμε
δίπλα του και του αφήναμε το χάδι μας ….
αυτό του ήταν αρκετό.





Η λύση της ευθανασίας δεν μας βρήκε σύμφωνους μετά από
Συζητήσεις επι συζητήσεων για το αν πρέπει ή όχι να γίνει.
Όχι , δεν μπορούσε κανένας μας να το κάνει αυτό στον φίλο μας,
σε ένα μεταλλικό τραπέζι ενός ιατρείου.
Δεν θα του δίναμε αυτό τον φόβο στις τελευταίες του στιγμές.
Το τέλος ήρθε το βράδυ του Σαββάτου, μέσα στην αγκαλιά μας.


Είμαι σίγουρη πως τώρα πια ξανάγινε το θεόμουρλο κουταβάκι
που έτρεχε χαρούμενο στον κήπο μας, σε κάποιο λιβάδι
θα τρέχει και θα γαυγίζει για να τον ακούμε εμείς
που τον αγαπήσαμε.
Ανοιχτοί οι ορίζοντες στον δρόμο του.


22.11.11

Mια γλυκιά σταγόνα

θέλω ένα τριαντάφυλλο να μου δώσεις.
Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, με πολλά πολλά βελούδινα φύλλα.
Δεν θέλω από αυτά τα σκούρα κόκκινα, το θέλω να έχει και λίγο από ρόζ και λίγο από λευκό.
Θα το βουτήξω στο βάζο με την ζάχαρη και μετά θα το ακουμπήσω στην πιατέλα από γαλάζια πορσελάνη.
Θα γυαλίζουν οι κρύσταλλοι της ζάχαρης κάτω από το φως των κεριών, όπως γυαλίζουν τα μάτια σου όταν με κοιτάς τα πρωινά που πίνουμε τον καφέ μας καθισμένοι ο ένας απέναντι από τον άλλον…..να όπως καθόμαστε τώρα.
¤*¨¨*¤.¸¸.¤*¨¨*¤.¸¸.¸.¤­*¨¨*¤.¸¸.¸.¤*¨¨*¤
Μόνο ένα τριαντάφυλλο ζαχαρωμένο μας χωρίζει.
Το αγγίζω και κολλάω από την γλύκα του, κόβω ένα βελούδινο πέταλο, κλείνω τα μάτια  και το αγγίζω με τα χείλη μου……το κλείνω μέσα στο στόμα μου και γεμίζω αρώματα, το κόκκινο του ρόδου, το λευκό της ζάχαρης, το ροζ που κυλά σταγόνα από μέσα μου.
Την αγγίζεις με τα ακροδάχτυλα, την γεύεσαι και ξέρεις πως μέσα σε αυτή την μικρή σταγόνα από ροδοζάχαρη  κλείνονται όλα  μας τα όνειρα…. αυτά που κάναμε και αυτά που φοβηθήκαμε να κάνουμε, αυτά που πραγματοποιήθηκαν και αυτά που παρέμειναν όνειρα.
¤*¨¨*¤.¸¸.¤*¨¨*¤.¸¸.¸.¤­*¨¨*¤.¸¸.¸.¤*¨¨*¤
Θέλω να ανοίξω την αγκαλιά μου και να κλείσω μέσα όλες τις ζάχαρες του κόσμου, να την ανοίξω και να τινάξω στον άνεμο  λουλούδια, να γεμίσουν τα σύννεφα ροδοπέταλα, να χορεύουν γύρω από πρόσωπα λυπημένα, γύρω από χέρια βασανισμένα, γύρω από καρδιές φυλακισμένες, γύρω από κορμιά μαραμένα να γίνουν τα λουλούδια μου η λιακάδα σε ένα συννεφιασμένο ουρανό.
Οι προσδοκίες μου όλες μέσα σε αυτό το ροδοπέταλο που κρατάω στο στόμα μου και στο επόμενο και στο επόμενο και μασουλάω αργά αργά το δικό σου τριαντάφυλλο και κριτσανίζει η  ζάχαρη αρωματισμένη από το κόκκινο λουλούδι, γέρνω το κεφάλι και ακούω τον ρυθμικό ήχο που κάνει η καρδιά μου , το σφυρί στο αμόνι κάτω από το ανταριασμένο δέρμα μου  και καθώς καταπίνω ένα ένα τα μικρά βελούδινα φύλλα  γίνομαι κόκκινο και εγώ, γίνομαι ένας κρύσταλλος από ζάχαρη, γίνομαι  σταγόνα και έρχεται ένα δάκρυ τόσο δα μικρό και καθώς κυλάει από το μάγουλο και στάζει στο κορμί  με παρασέρνει μαζί του, πέφτω στο κρύο πάτωμα,
χάνομαι, λιώνω ………..
¤*¨¨*¤.¸¸.¤*¨¨*¤.¸¸.¸.¤­*¨¨*¤.¸¸.¸.¤*¨¨*¤
Μια κόκκινη σταγόνα απέμεινε από μένα και την κοιτάς περίεργα , αναρωτιέσαι τι να είναι αυτό! σιρόπι από τριαντάφυλλο ή αίμα?
Φαίνεται τόσο περίεργα αυτή η κόκκινη σταγόνα επάνω στην σκόνη, μοιάζει να σε ενοχλεί που υπάρχει εκεί.
¤*¨¨*¤.¸¸.¤*¨¨*¤.¸¸.¸.¤­*¨¨*¤.¸¸.¸.¤*¨¨*¤
Στέκομαι  πλάι στο ανοιχτό παράθυρο και παρατηρώ αθέατη τις κινήσεις σου. Σκύβεις και με ένα μαντίλι μαζεύεις την σταγόνα , την παρατηρείς από κοντά, πάλι δεν καταλαβαίνεις και εγώ γελάω, ξέρω πως θα βάλεις το μαντήλι στο τσεπάκι σου, εκεί στο μέρος της καρδιάς και θα είμαι και πάλι κοντά σου , επάνω σου , μέσα σου.
¤*¨¨*¤.¸¸.¤*¨¨*¤.¸¸.¸.¤­*¨¨*¤.¸¸.¸.¤*¨¨*¤
Περνάς από το τζάκι και πετάς μέσα το μαντήλι, η φωτιά το αρπάζει στην αγκαλιά της και σε λίγα δευτερόλεπτα έχει γίνει μια φλεγόμενη μπάλα που χάνεται ο καπνός της στην καμινάδα.
¤*¨¨*¤.¸¸.¤*¨¨*¤.¸¸.¸.¤­*¨¨*¤.¸¸.¸.¤*¨¨*¤
Πετάω έξω από το παράθυρο, μια πύρινη μπάλα και εγώ, ένα κόκκινο αστέρι που χάνεται μέσα στην νύχτα, έφυγα για άλλους ουρανούς.
¤*¨¨*¤.¸¸.¤*¨¨*¤.¸¸.¸.¤­*¨¨*¤.¸¸.¸.¤*¨¨*¤


Levina



17.11.11

Της Νύχτας τα Καμώματα!




Κουράστηκα να περιμένω……..
κουράστηκα κρεμασμένη όλη μέρα πάνω από το τηλέφωνο,
να φέρνω κολασμένους κύκλους στα άδεια δωμάτια, να ισιώνω
το βάζο με τις μαργαρίτες, το τασάκι στο τραπέζι, να ανοιγοκλείνω
ντουλάπια, να αλλάζω θέση στις πολυθρόνες, να παίζω με
την ηλεκτρική σκούπα που κάθε φορά που την ανοίγω έχω
την εντύπωση πως θα χτυπήσει το τηλέφωνο και δεν θα το ακούσω
ή θα το ακούσω αργά και δεν θα το προλάβω!
Η παράνοια έχει αρχίσει και χτυπάει την πόρτα μου,
βρίσκω την λύση σε ένα μπάνιο με καυτό νερό.
Τρίβω με λύσσα το κορμί μου σα να θέλω να σε διώξω
από πάνω μου, από μέσα μου, μέχρι που με πονάει το τρίχινο γάντι
και το πετάω σε μια γωνιά. Μάλλον δάκρυα είναι αυτά που
νοιώθω , αλλά δεν είμαι και σίγουρη, ίσως είναι το καυτό νερό
ή το σαμπουάν στα μάτια μου.

Νυχτώνει και χάνεται το φως, θα πρέπει να ανάψω καμία
λάμπα και ανάβω όλα τα φώτα του σπιτιού, ακόμα και τα κεριά
που είναι πάνω σε κάθε επιφάνεια, τραπέζια, κομοδίνα, πάγκους
και το σπίτι μοιάζει σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας,
μήπως και το δεις από μακριά και θυμηθείς πως μου είχες πει
να σε περιμένω σήμερα.
Φυσικά το τηλέφωνο δεν μου κάνει την χάρη να χτυπήσει,
το κουδούνι της πόρτας παραμένει σιωπηλό και ακούω μόνο
την καρδιά μου να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με το ράδιο
που αυτή την ώρα παίζει παλιές μπαλάντες για ερωτευμένους.
Νοιώθω πως το μυαλό μου θέλει να εκραγεί, χρειάζομαι
απεγνωσμένα αέρα, να βγω….να βρω…..δεν ξέρω τι, ποιόν;
Στέκομαι μπροστά στην ντουλάπα μου, ψάχνω ανάμεσα
στα ρούχα μου, τι θα φορούσα αν ερχόσουν απόψε κοντά μου;
Διάλεξα το μαύρο μου φόρεμα, μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες….
όχι δεν είναι κατάλληλες για περπάτημα και εγώ θέλω
να περπατήσω, αλλά τις φοράω γιατί έτσι! Μου αρέσουν.
Έβρεχε!
Όλη την ημέρα έβρεχε και εγώ δεν το κατάλαβα καθώς
το μυαλό μου ήταν κολλημένο στο να σε περιμένω.
Τα πεζοδρόμια γυαλίζουν κάτω από τις λάμπες του δρόμου,
περπατάω γρήγορα και ακούω τον ήχο από τα τακούνια μου
να με ακολουθεί, έχει τόση ερημιά.
Σταγόνες βροχής πέφτουν στο πρόσωπο μου, παγωμένες,
τρυπάνε σαν βελόνες το δέρμα μου και έχει τόση ησυχία
στις σκοτεινές γωνιές του δρόμου.
Ποιος τρελός θα έβγαινε μέσα στα μεσάνυχτα μια κρύα νύχτα
με βροχή χωρίς λόγο;
Δεν θέλω να γυρίσω πίσω, ξεκίνησα για κάπου, μη με ρωτήσεις
για πού, ούτε εγώ το ξέρω! Σκέφτομαι πως δεν είμαι εγώ αυτή
που περπατάει βιαστικά χωρίς προορισμό, χωρίς λογική.
Ένα ζευγάρι περνάει βιαστικά δίπλα μου.......
τυλιγμένοι στα παλτά τους με βιαστικό βήμα χάνονται
στο βάθος του δρόμου αλλά προλαβαίνω να τους δω να
με κοιτάνε περίεργα και να κουνάνε το κεφάλι με αποδοκιμασία.
Τι περίεργο θέαμα θα είμαι! Με την βροχή να στάζει από
τα μαλλιά μου, χωρίς παλτό, χωρίς ομπρέλα, μια τρελή
με ψηλοτάκουνα να περπατά ολομόναχη στους άδειους δρόμους.
Σίγουρα θα νόμιζαν πως είτε το έχω σκάσει από άσυλο είτε
είμαι μεθυσμένη, έτσι όπως παραπατάω γλιστρώντας
στον βρεγμένο δρόμο και εγώ σαν μεθυσμένη νοιώθω.
Κάθομαι σε ένα σκαλοπάτι, δεν έχω άλλο το κουράγιο να
συνεχίσω. Δεν φοράω και ρολόι, αλλά μάλλον σε λίγο θα
ξημερώσει, βλέπω πως το σκοτεινό του ουρανού φεύγει σιγά σιγά.
Θα ξεκουράσω λίγο τα πόδια μου και …
τι πρόβλημα και αυτό να νοιάζομαι τόσο για σένα και εσύ να
με έχεις βάλει στην αναμονή…
με πεθαίνουν οι γάμπες μου…
μάλλον όχι, εγώ το κάνω αυτό, εγώ έβαλα τον εαυτό μου
στην δική σου άκρη……..
εσύ δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα!
Αυτή την νύχτα με τόσο νερό που έπεσε επάνω μου, ξέβαψες,
ξεθώριασες, σε βλέπω να κυλάς στα πόδια μου , να χάνεσαι
στην άκρη του δρόμου….
Η βροχή σταμάτησε, κόσμος αρχίζει και κυκλοφορεί.
Πάνε στις δουλειές τους οι άνθρωποι το πρωί.
Κάποιος πλησιάζει, κοντοστέκεται και νοιώθω να μου βάζουν
κάτι στο χέρι. Είναι μερικά σεντ που γυαλίζουν
σαν ασήμι στην χούφτα μου!
'' Για το λεωφορείο '' μου ψιθυρίζει και απομακρύνεται με
βιαστικά βήματα.
Να γελάσω ή να κλάψω?
Μάλλον για ξεπεσμένη πόρνη με πέρασε, πάλι καλά που
δεν με ρώτησε '' Αναδουλειές; ''
'' Φυσικά , θα του απαντούσα, με την βροχή πώς να
σταυρώσεις πελάτη στον δρόμο;''
Αυτό σηκώνει γέλιο, πολύ γέλιο και δεν μπορώ να συγκρατηθώ,
ένα τρελό κύμα γέλιου ξεχύνεται από μέσα μου, σκεπάζει τον δρόμο,
τα πεζοδρόμια, τα σπίτια, την πόλη.
Αλήθεια, δεν θυμάμαι, τα κεριά τα έσβησα πριν φύγω;

Levina








13.11.11

Στο χιόνι είδα τον Λύκο


Είναι που ο άνεμος όσο πάει και δυναμώνει , το κρύο γίνεται όλο
και χειρότερο, η θερμοκρασία έχει πέσει κάτω από το μηδέν.
Είναι και που για τρεις ολόκληρες μέρες το χιόνι που πέφτει
χωρίς σταματημό, έχει σκεπάσει τις στέγες των σπιτιών, τα δέντρα,
τους δρόμους.
Είναι που δεν κυκλοφορεί κανένας έξω, έχουν μαζευτεί όλοι
μέσα και περιμένουν να σταματήσει αυτή η κακοκαιρία.
Είναι που βαρέθηκα να κάθομαι και να περιμένω και να κοιτάζω
τις νιφάδες να πέφτουν χαλαρά από τον γκρίζο ουρανό.
Είναι που νυχτώνει και ο αέρας σταμάτησε, ο ουρανός καθάρισε
και ένα ασημένιο φεγγάρι βγήκε ολόγιομο πίσω από τα λιγοστά σύννεφα.
Γυαλίζει το χιόνι, μοιάζει με σπασμένα γυαλιά σκορπισμένα σε
στρώμα από βαμβάκια και στα δέντρα…κοίτα το δάσος με τα
έλατα πάνω από τα σπίτια, τώρα τον χειμώνα γυαλίζουν οι
στάλες από το ρετσίνι στις κουκουνάρες τους κάτω από το
φως του φεγγαριού.
Μόνο τα βήματα μου ακούω, το δάσος στέκεται σιωπηλό.
Κάπου κάπου ένα κομμάτι πάγου ξεκολλάει από κάποιο κλαρί
και πέφτει με ένα υπόκωφο παφλασμό στο παχύ λευκό στρώμα
του χιονιού από κάτω.
Ξέρω το μονοπάτι και ας το έχει σκεπάσει το χιόνι, το έχω
περπατήσει δεκάδες φορές, έχω φτάσει στο ύψωμα με το
μεγάλο ξέφωτο πάνω από τον γκρεμό.
Από εκεί μπορεί να δεις όλη την πλαγιά του βουνού κι
αν έχει καθαρό καιρό να δεις τα χωριά στα απέναντι βουνά,
να δεις ακόμα και την θάλασσα μακριά, πολύ μακριά.
Αυτό που άκουσα δεν ήταν τα δικά μου βήματα, ούτε οι γνωστοί
ήχοι του δάσους. Ήταν αυτό που ένοιωθα πως υπήρχε κοντά μου,
μια παρουσία διαφορετική.
Το νοιώθω πως δεν είμαι ολομόναχη αυτή τη φορά στο δάσος μου..
Έφτασα λαχανιασμένη στο ξέφωτο, το φως του φεγγαριού εδώ
είναι πιο έντονο, πέφτει στην λευκή επιφάνεια και αντανακλά
γύρω σαν να έχεις ανάψει εκατομμύρια μικρά μικρά ασημένια
φωτάκια.
Βγήκε σαν σκιά μέσα από τα δέντρα και στάθηκε λίγα μέτρα
μακριά μου. Μπορούσα να δω τα χρυσαφένια μάτια του να
με κοιτάνε έντονα χωρίς φόβο, χωρίς απειλή.
Ακίνητοι μένουμε και οι δυο να μετράμε ο ένας τον άλλο,
χωρίς να ανοιγοκλείσουμε ούτε τα βλέφαρα.
Ήταν πραγματικά τεράστιος, θα μπορούσε να μου σπάσει τον
σβέρκο με μια κίνηση , όμως εγώ ένοιωθα πως ήμασταν
δυο ίδια πλάσματα που μοιραζόμαστε τον ίδιο τόπο.

Προχώρησα στο πλάτωμα πάνω από τον γκρεμό και τον
ένοιωσα που ήρθε και στάθηκε δίπλα μου κοιτώντας και
αυτός με το ίδιο ενδιαφέρον πέρα μακριά τα χιονισμένα βουνά.
Χιλιόμετρα μακριά φαινόταν κάποιο μικρό κομμάτι της Εθνικής οδού
με τα πορτοκαλιά φώτα σαν φανάρια από βαπόρια που έπλεαν
σε σκοτεινές θάλασσες.
Άπλωσα το χέρι μου και το ακούμπησα απαλά επάνω στην
λευκή του γούνα. Περίμενα να τραβηχτεί μα δεν το έκανε.
Δεν κουνήθηκε ούτε όταν γονάτισα δίπλα του και ακούμπησα
το κεφάλι μου στον ώμο του.
Τα μάτια του με κοίταζαν, ήρεμα, ήταν σαν να με γνώριζε,
σα να τον ήξερα από παλιά, σα να είχαμε συναντηθεί ξανά και ξανά.
Τα δάχτυλά μου χώθηκαν βαθιά στην γούνα του, ήταν τόσο
ζεστός, η ανάσα του έβγαινε σαν ανάλαφρες τούφες καπνού
μέσα από τα ρουθούνια του, η γλώσσα του πέρασε απαλά
επάνω στο μάγουλο μου, η μυρωδιά του ήταν κάτι από
κομμάτι γης, από πέταλα παγωμένων λουλουδιών, από
τους φλοιούς των δέντρων, ήταν η δική μου μυρωδιά
επάνω του. Μέσα στην ησυχία της νύχτας μόνο τις ανάσες μας
ακούω, στην ακινησία του δάσους μόνο τα χέρια μου να
χαϊδεύουν το ζεστό κορμί του έβλεπα και το σώμα του να
σκύβει να χώνεται βαθιά στην αγκαλιά μου.
Ξαπλώνω στο μαλακό στρώμα του χιονιού και τον παρασέρνω
μαζί μου, θέλω τόσο να γελάσω και κοίτα να δεις που έχω
την εντύπωση πως και εκείνος γελάει μαζί μου!
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και τον νοιώθω να παγώνει κάτω από
το άγγιγμά μου. Με κοιτάζει έντονα σα να μου λέει…σταμάτα.
Πήρα την διαταγή του και μένω ακίνητη όπως εκείνος.
Τα μάτια του σαρώνουν το ξέφωτο γύρω μας και μέσα από
τα βάθη του στήθους του ένα υπόκωφο γρύλισμα βγήκε,
ίσα που ακούστηκε !
Τώρα μπορώ να δω κι εγώ τις αθόρυβες μαύρες σκιές
που βγήκαν σαν φαντάσματα μέσα από το δάσος.
Μάτια που γυαλίζουν στο φεγγάρι, υπόκωφοι ήχοι ,
ποδοβολητά σιωπές και γρυλίσματα.
Στέκεται όρθιος ένα βήμα μπροστά από εμένα,
κρύβοντας με πίσω από τον λευκό του όγκο και τι παράξενο….
ούτε τώρα φοβάμαι.
Ο ήχος που βγαίνει από το στήθος του είναι ένας άγριος
βρυχηθμός , ανατριχιάζω που τον ακούω τόσο κοντά μου,
φαντάζομαι πως θα ήταν σαν αντίπαλος!
Ένα περήφανο μοναχικό αρσενικό έτοιμο να υπερασπιστεί
το λάφυρο του? Το σώμα του τρέμει από την ένταση και τα
γυμνά δόντια του γυαλίζουν σαν λάμες μαχαιριών.
Οι σκιές κινούνται αθόρυβα αλλά δεν αφήνουν την ασφάλεια
του δάσους, καμία δεν εμφανίζεται στο ξέφωτο να τα βάλει
με τον προστάτη μου.
Γρυλίζουν, φοβερίζουν, πηγαινοέρχονται με νευρικές κινήσεις
γύρω από τα δέντρα, αλλά κανένας από τους εισβολείς δεν έχει
το κουράγιο να κάνει την πρώτη κίνηση, να επιτεθεί.
Ξέρω πως πρέπει να φύγουμε από εδώ. Είναι πέντε έξη
από αυτούς και η πείνα θα νικήσει τον φόβο τους
κάποια στιγμή.
Το κορμί του τρέμει από ένταση και καθώς υποχωρούμε
η φωνή του γίνεται ακόμα πιο άγρια.
Αναγκαστικά μπαίνουμε στο δάσος και πάλι και τώρα βλέπω
τις σκιές πολύ πιο κοντά μας, όμως όσο έχω ακουμπισμένο
το χέρι μου στον ώμο του και περπατάμε πλάι πλάι και πάλι
δεν φοβάμαι για μένα, για εκείνον ανησυχώ.
Πως θα τα βγάλει πέρα αν μας επιτεθούν?
Όσο δυνατός και να είναι , εκείνοι είναι περισσότεροι.
Κοντεύουμε να φτάσουμε στην άκρη του χωριού, ήδη μυρίζω
τον καπνό από τις καμινάδες των τζακιών, τις μυρίζουν και
εκείνοι όμως και δεν έχουν την πρόθεση να πάνε τόσο κοντά
σε ανθρώπους. Χάνονται οι σκιές ανάμεσα στα δέντρα,
σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Τον νοιώθω που κοντοστέκεται, δεν είναι πρόθυμος
να συνεχίσει μαζί μου. Μα που να πάει?
Πλάσμα του δάσους αυτός, τι θα μπορούσε να κάνει
μαζί μου ανάμεσα σε ανθρώπους?
Γονατίζω για μια ακόμα φορά και τον σφίγγω στην αγκαλιά μου.
Ακουμπάω το μέτωπο μου στο δικό του και τον κοιτάω βαθιά
στα μάτια. Θέλω να του πω πόσο τον αγαπάω, αλλά νομίζω ήδη
το ξέρει. Περιμένει εκεί καθώς φεύγω και τα δάκρυα που κυλάνε
από τα μάτια μου γίνονται μικρά κομμάτια πάγου πριν πέσουν
στο χιόνι.
Όταν γυρίζω για να τον ξαναδώ μια τελευταία φορά…….έχει φύγει,
έχει χαθεί στο χιονισμένο δάσος και την ώρα που μπαίνω στην
αυλή μου τον ακούω να μου τραγουδά μακριά, επάνω στο ξέφωτο.
Ξέρω ότι εκεί θα με περιμένει τα χιονισμένα βράδια με πανσέληνο,
στο πλάτωμα των βράχων πάνω από τον γκρεμό.


Levina






7.11.11

Λέξεις στο κενό




Λόγια
Λέξεις
Άνθρωποι που ουρλιάζουν, μιλάνε, γελάνε,
ψιθυρίζουν, μουρμουράνε
Λέξεις και πάλι
Χωρίς νόημα, χωρίς ουσία
Ο καθένας βυθισμένος μέσα στο σώμα του, μέσα στο μυαλό του
Να ψάχνει με την αγωνία ζωγραφισμένη στο μάτι
Να βρει κάτι
Αυτό που νομίζει ο καθένας πως του λείπει
Αυτό που έχει αξιολογήσει πως ....
αν δεν το βρει η ζωή του δεν προχωράει
Φοράει ψεύτικα φτερά
Φοράει μάσκα με γέλιο
Φοράει λάμψη στα μάτια
Στάζει υποσχέσεις

Όραμα ζωής …
Ψευδαισθήσεις
Φιλία, αγάπη, έρωτας,
χαμένα μέσα στην ομίχλη του μυαλού 
Πόσο εύκολα λες το σ '  αγαπώ !
Λέξεις
Κρύσταλλα σπασμένα κομμάτια
που μόνο πληγώνουν την στιγμή
που προσπαθούν να σε αγκαλιάσουν

Ψάχνεις 
Περιμένεις, σπαταλάς πολύτιμα δευτερόλεπτα
Η αγωνία σβήνει την λάμψη από τα μάτια σου
Η προσμονή σε σκοτώνει, ύπουλο ναρκωτικό

Βρίσκεις, παίζεις, βαριέσαι, το πετάς,
Όχι δεν ήταν αυτό …
Δεν ήταν στις προδιαγραφές σου
Aλλο ήθελες να βρεις
Καινούργιο όραμα
Ψευδαισθήσεις
Καινούργιες Φιλίες, αγάπες, έρωτες
Μπερδεμένο κουβάρι χωρίς άκρη να το ξετυλίξεις
Τα μάτια θολώνουν στον χρόνο και δεν βλέπεις πια
Λίγο πριν το τέλος ανακαλύπτεις την σιωπή
Βυθίζεσαι σε αυτή
Κάνεις απολογισμό
Απολογείσαι
Δεν σε ακούει ...κανείς.
Πιο δυνατά
Μα δεν έχει σημασία  όσο και να φωνάξεις
Το δωμάτιο είναι άδειο
Δεν υπάρχει …κανείς

Σώπα  επιτέλους !
Ενοχλείς


Levina




                                                                         Levina

26.10.11

Ζωή μου...Αντίο



Ήξερε που πήγαινε.
Όσο κι αν ήταν χαμένη τον τελευταίο καιρό στις σκέψεις της,
ήξερε τι ήθελε πια να κάνει. Θα πήγαινε να τον δει …
για τελευταία φορά.
Τελευταίο χτύπημα στον εαυτό της, θα μπορούσε να πατήσει το
γκάζι, να ρίξει το αμάξι στις μπάρες στο πλάι του δρόμου, να βγει
στις στροφές και να το απογειώσει στα βράχια, να μην πάει,
αλλά όχι…
Σαν τις νυχτοπεταλούδες που καίγονται στην λάμπα,
έτρεχε και αυτή στο φως των δικών του ματιών.

Νύχτωνε όταν πάρκαρε κοντά στην πλατεία.
Γεμάτο το προαύλιο του Ναού κόσμο, πλησίασε ζαλισμένη και
ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου. Άκουγε τα γέλια τους, τις
φωνές τους, μπορούσε να δει τα πρόσωπα τους, γνώρισε τον Ηλία
με την γυναίκα του, την Νίκη την φίλη της, την Γιάννα με την Λίνα,
τον Μιχάλη με την αδελφή του, όλοι ήταν εκεί, κοινοί τους φίλοι
μέχρι πριν λίγους μήνες , αυτοί που τους ευχόταν για καλά στέφανα κάποτε
και τώρα ήταν στον δικό του τον γάμο, μόνο που η ίδια δεν θα ήταν
το κορίτσι που θα ανέβαινε τα σκαλιά να τον προϋπαντήσει ντυμένη στα λευκά.
Έψαξε με αγωνία να τον βρει με το βλέμμα θολό από τα δάκρυα, τα σκούπισε
βιαστικά, έπρεπε να τον δει.
Στεκόταν σοβαρός, αγέλαστος ψηλά στην κορυφή της σκάλας, ψηλός,
ένας μικρός θεός μέσα στο σκούρο κοστούμι του, τα σκούρα μαλλιά ,
τα μεγάλα μάτια που χανόταν κάποτε στα βάθη τους, το χαμόγελο του
που την μάγευε ... κάποτε.
'' Αγάπη μου …αγάπη μου '' βόγκηξε και ένοιωσε τα γόνατα της
να τρέμουν.
Σα να την άκουσε, πάγωσε το χαμόγελο που πήγαινε να ανθίσει στα χείλη του,
τα μάτια του σάρωναν το πλήθος, σα να έψαχνε να βρει κάποιον, κάτι…
μα δεν μπορούσε να την δει εκεί στα σκοτάδια που στεκόταν.
Άκουσε τα κορναρίσματα, ένα λευκό σύννεφο που πέρασε ανάμεσα από τον
κόσμο, ανέβηκε ανάλαφρα τα σκαλιά, το χαμόγελο ξαναγύρισε πιο λαμπερό
στο πρόσωπό του, είδε το φιλί που αντάλλαξαν και μετά το πλήθος της έκρυψε
την εικόνα, χάθηκαν όλοι στο εσωτερικό του ναού και εκείνη απέμεινε
παγωμένη εκεί που στεκόταν.

Ούτε ένοιωσε πόση ώρα πέρασε.
Δεν είχε νόημα να μένει άλλο, είδε ότι είχε να δει.
Σκυφτό το κορμί τσακισμένο, η καρδιά να χάνει τους χτύπους της, το μυαλό
να ξεφεύγει σε στιγμές, στα μάτια του, στην αγκαλιά του, στο γέλιο του.

Πως βρέθηκε να οδηγεί στα σκοτάδια της εθνικής ούτε που το κατάλαβε.
Την μέρα που τον γνώρισε έβρεχε, είχε μείνει από λάστιχο και προσπαθούσε
μόνη της να το αλλάξει στη άκρη του δρόμου ενώ τα αυτοκίνητα που
περνούσαν την πιτσίλιζαν με λάσπες και κανένας δεν σταματούσε να
την βοηθήσει.
Ξαφνιάστηκε όταν δυο αντρικά χέρια της πήραν το κλειδί από τα βρεγμένα
χέρια της και την σήκωσαν όρθια.
Την έβαλε στην άκρη χωρίς καν να της μιλήσει και σε τρία λεπτά η ρεζέρβα
ήταν στην θέση της. Τότε συστήθηκαν και εκείνη τον ακολούθησε με το
αυτοκίνητό της δυο στενά πιο κάτω που είχε το συνεργείο του να της φτιάξει
το λάστιχο.
Έτσι ξεκίνησαν όλα.
Να την ξεναγεί στα δικά του τα στέκια, στα ταβερνάκια που πήγαινε,
στις πλατείες της γειτονιάς του, να την γνωρίζει στους φίλους του,
στους δικούς του και εκείνη…
Εκείνη να προσπαθεί να τον φέρει στην δική της γειτονιά, στα δικά της μέρη,
να τον γνωρίσει στους δικούς της φίλους που αντιμετώπισαν αυτή την σχέση
με συγκαταβατικότητα για το τελευταίο της καπρίτσιο να μπλέξει με έναν τόσο
λαϊκό τύπο. Δεν του ταίριαζε η ζωή της και της το έλεγε. Αν τον ήθελε, εκείνη
έπρεπε να πάει κοντά του και ήταν τόσο μα τόσο ερωτευμένη μαζί του που πήγε.
Τα άφησε όλα πίσω της και πήγε.
Ζούσε μαζί του, ανέπνεε τον δικό του αέρα, έπαιρνε την αγάπη του και του
την έδινε διπλή πίσω, κάθε μέρα μια καινούργια μέρα.
Ο έρωτάς τους μια θύελλα, δεν το είχε ξαναζήσει αυτό, να δίνεται τόσο απόλυτα,
να της δίνεται κάποιος τόσο ολοκληρωτικά.
Το κορμί της ρίγησε, τα χέρια της έσφιξαν το τιμόνι.
Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και χοντρές στάλες βροχής άρχισαν
να θολώνουν το παρμπριζ.
Ήταν αυτή η ώρα που βύθιζε την ματιά του στα μάτια της, η ώρα που
τα χέρια του αγκάλιαζαν τρυφερά το κορμί της….
- Θεέ μου ,βόγκηξε, πόσο μου λείπεις!
Ένοιωσε το άγγιγμα του και ας ήταν μόνη της, ένα ανάλαφρο χάδι
στους ώμους, την ανάσα του στον λαιμό της, τα χέρια του να λατρεύουν
το κορμί της, να ανοίγουν κουμπιά, να παραμερίζουν το λεπτό ύφασμα,
να αγγίζουν το βελούδινο δέρμα της.
- Άγγιξε με
Να ριγεί κάτω από το άγγιγμά του, να ανατριχιάζει, ένα ποτάμι η
ύπαρξη της να κατρακυλά χωρίς γυρισμό, να ματώνουν τα χείλη της
στα φιλιά του, να γεύεται το άρωμα του κορμιού του, στο στήθος του
να ακούει τον τρελό χτύπο της καρδιάς του, τα δάχτυλά του να
λατρεύουν κάθε καμπύλη να την διεκδικούν και εκείνη πρόθυμη,
τρελά ερωτευμένη, να τον προσκαλεί, να του δίνεται, να γίνεται
τόξο το κορμί της να τον δέχεται. Να λιώνει στα χάδια του, να
αφήνεται και τα βογκητά που ξέφευγαν από τα χείλη της δεν ήταν
απόγνωσης, δεν ήταν πόνου, ήταν ανάσες ηδονής, απέραντης ευχαρίστησης
στο πλάι εκείνου που αγαπούσε.
Μια ακόμα αστραπή και η βροντή που ακολούθησε έσβησε την εικόνα
από τα μάτια της.
Ήρθε το λάθος, το λάθος το δικό της.
Την βραδιά που τσακώθηκαν.
Ούτε που θυμάται πια το γιατί, ασήμαντο ήταν , όμως τα λόγια της…
Καρφιά στην καρδιά του.
Αυτή που καταδέχτηκε να είναι μαζί του, αυτή που τα είχε όλα και
τα παράτησε για χάρη του, αυτή που θα μπορούσε να τον αγοράσει
και αυτόν και όλο του το σόι, αυτή που ούτε τα παπούτσια της δεν
ήταν άξιος να ακουμπήσει, αυτή…..Αυτή η Ηλίθια.
Που δεν πίστευε λέξη από όσα του έλεγε αλλά συνέχιζε να του τα λέει.
Και εκείνος που μάζεψε τα ρούχα του και έφυγε από το σπίτι του, από
το δικό του σπίτι που την φιλοξενούσε δυο ολόκληρα χρόνια για να
μην απλώσει χέρι επάνω της και την τσακίσει σαν μύγα και δεν ξαναγύρισε
να τη κοιτάξει, όσο και να έπεσαν επάνω του φίλοι και γνωστοί, όσο κι αν
η ίδια προσπάθησε να τα πάρει όλα πίσω.
Το γυαλί ράγισε, έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια, κομμάτια από κρύσταλλο
που πλήγωναν, μπήκαν στο αίμα του, νέκρωσαν το μυαλό, τις αισθήσεις.
'' Δεν την αγαπάς, εκείνη παντρεύτηκες, αλλά δεν την αγαπάς, εμένα αγαπάς,
εμένα, μόνο εμένα. '' Μονολογούσε , τα χείλη της έτρεμαν κι έλεγαν, έλεγαν,
ούτε που ήξερε τι έλεγε πια.
Η βροχή έπεφτε για τα καλά τώρα πια και η ίδια ούτε ήξερε που πήγαινε,
που ήθελε να πάει. Δεν είχε πουθενά να πάει. Δάκρυα και φόβος, φόβος
για το αύριο, πώς να το αντέξει το επόμενο πρωί;
Πώς να το αντέξει που τα χέρια του αυτή την νύχτα θα αγγίζουν άλλο σώμα,
που το σώμα του θα είναι σε άλλο κορμί;
Έσφιξε στα αδύναμα χέρια της το τιμόνι και πάτησε μέχρι το τέρμα το γκάζι.
Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα δευτερόλεπτα για να περάσει με μάτια θολά
και καρδιά που αιμορραγούσε εκεί που δεν υπάρχει επιστροφή.

Δεν ήθελαν να του το πουν, μια μόνο μέρα μετά τον γάμο του..
Θα το μάθαινε έτσι κι αλλιώς όταν θα γύριζε από το γαμήλιο ταξίδι του,
ποιο γαμήλιο ταξίδι που το είδαν όλοι πως κάτι είχε αλλάξει από το ίδιο
κι όλα βράδυ όταν πάνω στο γλέντι ζήτησε από την ορχήστρα να του παίξουν
το δικό του ζεϊμπέκικο. Εκείνο που χόρευε για την γυναίκα που αγαπούσε,
όταν ήταν στο πλάι του, όταν γονάτιζε μπροστά στα πόδια του και του κρατούσε
τον ρυθμό κοιτώντας τον με τα λαμπερά της μάτια και όταν τελείωνε ο χορός του
τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και του σκούπιζε τον ιδρώτα με τα φιλιά της..
Μαζεύτηκαν γύρω του να τον κρατήσουν, στάθηκε στην πίστα και σήκωσε
σαν αετός τα χέρια του, χόρευε χαμένος στον δικό του κόσμο και εκείνη δεν
ήταν κοντά του, να χάνεται στα μάτια της.
Η νύφη δεν σηκώθηκε από την θέση της, δεν τον είχε ξαναδεί έτσι, να χορεύει
χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά κι εκείνη παγωμένη καθόταν και κοίταζε
μέχρι που τελείωσε ο χορός του και είδε τα δάκρυα στα μάτια του.
Κατάλαβε.

Δεν γινόταν να του κρυφτούν, το ύφος τους όταν τους ρωτούσε τι
έχουν τα έλεγε όλα.
Πώς να γελάσουν, πώς να τον διώξουν να μη μάθει?
Ήταν και η κηδεία, έπρεπε να πάνε, δεν ήταν σωστό να μη πάνε.
Δεν μπόρεσαν να τον σταματήσουν, τα παράτησε όλα, ταξίδια, γυναίκα και
έτρεξε πίσω τους να προλάβει. Τρεις άντρες δεν μπόρεσαν να τον κάνουν καλά
όταν χίμηξε στο φέρετρο μπροστά στους γονείς της που σπάραζαν και την
βούτηξε στην αγκαλιά του.
Μάταια γέμιζε φιλιά το χλωμό πρόσωπο, τα δάκρυά του έσταζαν στα άδεια
μάτια, δεν την ζωντάνεψαν οι κραυγές του, κραυγές αγριμιού.
Τρόμαξαν ακόμα και τα περιστέρια που είχαν τις φωλιές τους στα κυπαρίσσια
και φτερούγισαν με δυνατά κρωξίματα μακριά στον ουρανό.
Tο έλεγε ξανά και ξανά πως την κατάλαβε, πως εκείνη ήταν κοντά του
το προηγούμενο βράδυ στα σκαλιά της εκκλησίας και μετά, όλο το βράδυ
την ένοιωθε στο κορμί του, στο μυαλό του, όλα ένα λάθος, φρικτό λάθος,
δεν θα έφευγε για κανένα ταξίδι, ο γάμος του είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει
και εκείνη βιάστηκε, να πάρει τον δρόμο της, να τον αφήσει μόνο του.
Όταν κατάφεραν να τον απομακρύνουν, κουρέλι απέμεινε σε μιαν άκρη,
να κοιτά τα χώματα που σκέπασαν την ζωή του.
Σηκώθηκε παραπατώντας, τον είδαν ήρεμο και παραμέρισαν.
- Καλή αντάμωση.
Αυτό μόνο είχε να πει και γύρισε να φύγει τρικλίζοντας , μεθυσμένος από έρωτα, από το κενό, από το σκοτάδι.


                                                                Levina







..............

24.10.11

ίδιος ο χρόνος





Κάθισε απαλά απέναντί του. Εκείνος στο συνηθισμένο του μέρος,
δίπλα απ το παράθυρο να κοιτά με βλέμμα απλανές έξω.
Εκείνη στην απέναντι πολυθρόνα πλάι στο τραπεζάκι με το φωτιστικό φορτωμένο με τα αγαπημένα της βιβλία.
Ο αέρας φύσαγε δυνατά, έπαιρνε το κλαρί από την μηλιά έξω
από το παράθυρο και το χτύπαγε επάνω στο παντζούρι κάνοντας
έναν συνεχόμενο υπόκωφο ήχο που στην αρχή μπορεί να μη το
πρόσεχε όμως τώρα πια αυτός ο μονότονος κτύπος έμοιαζε σαν
καρφί που ήθελε να σφηνωθεί στο μυαλό της.
Εκείνος όμως δεν φαινόταν να ενοχλείται από αυτό λες και
βρισκόταν κάπου αλλού σε κάποιο άλλο μέρος βυθισμένος
πάντα στις δικές του σκέψεις.
Πρέπει να του πω να κόψει αυτό το κλαρί , σκέφτηκε εκείνη
και ξαφνικά ένοιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνά το λεπτό κορμί της.
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω της και την κοιτούσαν επίμονα.
Παρατηρούσαν το πρόσωπο, τα μαλλιά της, το κορμί της, τέλος
καρφώθηκαν στα μάτια της. Αιχμαλώτισαν το βλέμμα της.
Αμίλητοι παρέμειναν να αναμετριούνται με το βλέμμα.
Πόσα χρόνια είχε περάσει στο πλάι του? Πολλά, πάρα πολλά
και ακόμα την ξάφνιαζε.
Απρόβλεπτος πάντα, στα λόγια, στις πράξεις, σε όλα του
ακόμα και τώρα που εκείνη περίμενε πως τα χρόνια θα τον
γλύκαιναν, εκείνος παρέμενε το ίδιο απόμακρος, σιωπηλός,
ανεξιχνίαστος. Μαζεύτηκε στο κάθισμα της.
'' Υπάρχει έρωτας; '' Μίλησε εκείνος.
Τι ερώτηση! Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια της, κράτησε την
ανάσα της, τι να του πει;
'' Όχι, την αλήθεια του είπε , όχι πια. ''
Μια σκιά πέρασε στο βλέμμα του.
'' Τι υπάρχει; '' Δεν του άρεσε η απάντησή της το είδε στα μάτια του.
Αλήθεια τι υπήρχε; Τι είχε απομείνει μετά από μια ολόκληρη
ζωή στο πλάι του, μια δύσκολη ζωή. Δεν της είχε λείψει τίποτα,
όλα τα είχε, χρήματα, σπίτια, οικογένεια, ταξίδια, αλλά…
εκείνος της έλειπε και ας ήταν στο πλάι της. Την καρδιά του
την είχε ποτέ δική της. Πλήρωνε με την σιωπή της, με την ανοχή της,
με την υπομονή της ότι της είχε προσφέρει και τώρα που τα
παιδιά είχαν φύγει πια από το σπίτι, είχαν μείνει δυο τους
να αναμετριούνται.
Είχε φτάσει φαίνεται πια η ώρα για το επόμενο βήμα.
Αγάπη ήθελε να του πει, αγάπη υπάρχει, όμως ανάμεσά τους
ούτε αυτό υπήρχε, δεν υπήρξε ποτέ.
Ίσως λίγο στην αρχή, που ξέφτισε γρηγορότερα από όσο
θα περίμεναν και οι δυο τους κι απέμειναν αμέτρητα χρόνια
ανοχής και ένοχης σιωπής ανάμεσά τους.
Δυο άνθρωποι, δυο πλοία σε μια σκοτεινή θάλασσα να
διασταυρώνουν κάθε τόσο την πορεία τους και να χωρίζουν
ξανά και τώρα σαν δυο ναυάγια να σαπίζουν στο ίδιο μουράγιο,
καθισμένοι σιωπηλοί ο ένας αντίκρυ στον άλλον σαν
να περιμένουν κάτι…
Ποιος από τους δυο θα έβρισκε την δύναμη να αλλάξει
αυτή την ζωή;
Όλος ο κόσμος της μια γυάλινη σφαίρα πλάι στα βράχια,
θα μπορούσε να την σπάσει, να ελευθερωθεί !
Νέοι ήταν ακόμα, είχαν χρόνια μπροστά τους, να τα ζήσουν
όπως τα ονειρεύτηκαν, εκείνη στα δικά της όνειρα,
εκείνος στα δικά του.
Κάποτε .
Όταν έκαναν ξεχωριστά τα όνειρα τους και ας ήταν μαζί !
Τότε που εκείνος την θεωρούσε περιττό βάρος στην ζωή του
και εκείνη τον κατηγορούσε για αγροίκο.
'' Αγάπη έχει μείνει '' του είπε τελικά κι ας μην το πίστευε.
'' Αγάπη! Ναι αγάπη έχει μείνει '' συμφώνησε και αυτός χωρίς
να το πιστεύει ούτε ο ίδιος.
'' Δεν πας να μου φτιάξεις ένα καφεδάκι αγάπη μου; ''
Γέλασε κρυφά εκείνη στην προσφώνηση! Άκου αγάπη μου!
Ανοησίες, ποτέ δεν την είχε πει έτσι.
Τσακίστηκε να τρέξει στην κουζίνα, να του φτιάξει το καφεδάκι του
όπως πάντα και να του το σερβίρει στον ασημένιο δίσκο με το
παλαιομοδίκο δαντελένιο πετσετάκι.
Μετά θα άνοιγαν την τηλεόραση να δουν μαζί τις ειδήσεις των 8
κι ύστερα θα πήγαιναν για ύπνο.
Τι σημασία είχε πια πως χρόνια και χρόνια κοιμούνται
με γυρισμένη την πλάτη ο ένας στον άλλο.
Όλα ένα συνήθειο είναι τελικά.


                                               Levina