8
Μαρτίου, η μέρα της Γυναίκας και θα ακουστούν πολλά
γι
αυτή την μέρα . Δεν ξέρω τι αξία έχει τώρα πια,
όταν
γύρω μας υπάρχουν τόσες κακοποιημένες γυναίκες
(στατιστικώς
ακόμα και στην πολιτισμένη χώρα μας
1
στις 4 γυναίκες κακοποιείται από τον σύζυγο, τον φίλο,
τον
πατέρα, τον συγγενή με κάθε τρόπο… φραστικό, σεξουαλικό
ή
στην εργασία της) . Δεν μιλάμε για χώρες που βρίσκονται
στον
σκοταδισμό και την αμάθεια… εκεί η γυναικεία υπόσταση
έχει
λιγότερη αξία από μια αγελάδα και είναι περισσότερο
αναλώσιμη
από ένα τσιγάρο.
Το
δικό μου αφιέρωμα στην γυναίκα έχει να κάνει με ένα διήγημα.
Αν
είναι φανταστικό ή όχι ;
Ίσως
ναι, ίσως όχι….
Η
Μαριονέτα
Οι
ζαλάδες είχαν γίνει επίμονες τον τελευταίο καιρό. Σηκωνόταν από το κρεβάτι
και
σερνόταν μέχρι την κουζίνα να φτιάξει λίγο καφέ και τις τελευταίες μέρες
είχε
πάρει άδεια από την δουλειά της, αυτή την πολύτιμη άδεια που την
χρειαζόταν
όταν θα ερχόταν ο άνδρας της από το ταξίδι του για να περάσουν
λίγες
μέρες μόνο οι δυο τους, ίσως και να έκαναν ένα ταξιδάκι.
Όμως
να που είχε σπαταλήσει αυτές τις μέρες με το να περιφέρεται σαν
ζόμπι
στο άδειο σπίτι και μετά βίας να στέκεται όρθια στα πόδια της.
Ευτυχώς
που στο κάτω διαμέρισμα έμενε η πεθερά της και είχε αναλάβει
τα
ψώνια, της έφερνε συχνά κι ένα πιάτο φαΐ μια και ήταν μόνη της
και
δεν χρειαζόταν να μαγειρεύει καθημερινά.
Ίσως
αν υπήρχε ένα παιδί να μην ένοιωθε τόση μοναξιά όμως αυτό δεν
είχε
έρθει ακόμα. Βέβαια η δουλειά του στα καράβια κρατούσε τον άντρα της
μήνες
μακριά, όμως στα δυο χρόνια είχαν περάσει τουλάχιστον έξη μήνες
μαζί,
κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει μείνει έγκυος?
Οι
φωνές από το σπίτι της πεθεράς της την έβγαλαν από τον λήθαργό της,
πάλι
μάλωνε με τον κουνιάδο της, τον μεγαλύτερο αδελφό του άντρα της,
ένα
‘παιδί’ σαράντα χρονών που μια αρρώστια του είχε στερήσει την νοημοσύνη
και
συμπεριφερόταν σαν πεισματάρικο τρίχρονο αγοράκι … με όλες τις ορμές
όμως
ενός σαραντάρη άντρα. Σπάνια κατέβαινε στο διαμέρισμα τη πεθεράς της,
δεν
ήθελε να έχει πολλές επαφές με τον κουνιάδο της, τον λυπόταν αφάνταστα
όμως
από την ημέρα που την στρίμωξε στον πάγκο της κουζίνας βγάζοντας
άναρθρες
κραυγές καθώς τριβόταν επάνω της, τρόμαξε τόσο από την
λάμψη
που είχαν τα μάτια του ώστε κατέβαινε από σπανίως έως καθόλου.
Αν
τότε δεν είχε μπει η πεθερά της μέσα να τον τραβήξει από πάνω της ,
ούτε
ήξερε τι κατάληξη θα είχε αυτό γιατί εκείνος παρ΄ όλη την καθυστέρηση
που
είχε στο μυαλό , είχε και μια αφύσικη μυϊκή δύναμη.
Ένοιωθε
τόσο κουρασμένη να τους ακούει ξανά και ξανά να τσακώνονται
η
πεθερά της κι αυτός που πάλι κάτι ζητούσε επίμονα και πετούσε αντικείμενα
στους
τοίχους ενώ η γυναίκα προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.
Σκέφτηκε
πως θα έπρεπε να τον έχουν κλείσει σε κάποιο ίδρυμα, η μητέρα του
δεν
μπορούσε πια να κουμαντάρει τις εκρήξεις θυμού του, η ίδια ενδόμυχα
τον
φοβόταν, αυτό το άδειο βλέμμα του, την μονοτονία των κινήσεών του,
το
πρόσωπό του που δεν το είχε δει ποτέ να χαμογελά κι ο άνδρας της ήταν
μακριά
για να βοηθά σε αυτή την κατάσταση. Κάποτε το έχει προτείνει δειλά
στην
πεθερά της να ζητήσουν την γνώμη ενός γιατρού για το τι θα μπορούσαν
να
κάνουν, εκείνη όμως της έκοψε την συζήτηση.
''
Είσαι ξένη και δεν σου πέφτει λόγος, δεν είναι σπίτι σου, σπίτι μου είναι ''
κι
από τότε δεν ξαναμίλησαν γι αυτό το θέμα.
Τσίμπησε
λίγη σούπα που της είχε ανεβάσει το μεσημέρι η πεθερά της έκανε
ένα
ζεστό μπάνιο και πήγε να ξαπλώσει, αυτή η υπνηλία δεν την άφηνε να
σταθεί
στα πόδια της.
Ένα
τέρας την κυνηγούσε, έτρεχε ουρλιάζοντας σε ένα σκοτεινό μονοπάτι
κι
εκείνο έτρεχε ξωπίσω της, ένοιωθε τα νύχια του να αρπάζουν τα πόδια της,
τα
μαλλιά της, του ξέφευγε και πάλι την έφτανε, την έπιασε και την έριξε κάτω …
το
στόμα του ήταν σαν κόκκινη σπηλιά, έσταζε σάλια από τις άκριες των
μυτερών
δοντιών … το βάρος του ήταν ανυπόφορο κι αυτός ο ρυθμικός
χτύπος…
πονούσε … ούρλιαξε ξανά μα δεν βγήκε φωνή από μέσα της.
Με
ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσε το τέρας καταπρόσωπο ανίκανη να αντιδράσει
όσο
εκείνο μπαινόβγαινε ρυθμικά στο κορμί της … πονούσε μα ήταν αδύνατον
να
κάνει την παραμικρή κίνηση … ένοιωσε ακόμα και τους σπασμούς του
οργασμού
του και πάλι δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρά της, με βλέμμα
γυάλινο
απέμεινε να κοιτά το ταβάνι μέχρι που και πάλι όλα σκοτείνιασαν
γύρω
της.
Ξύπνησε
αργά το πρωί, είχε την ακαθόριστη αίσθηση πως κάτι είχε συμβεί
το
βράδυ μα δεν θυμόταν τίποτα, σηκώθηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,
το
ατσαλάκωτο νυχτικό της λες και δεν είχε κοιμηθεί με αυτό, τα μάτια της
που
γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό, τα χέρια της που έτρεμαν.
Ήπιε
λίγο γάλα , έπρεπε να γυρίσει στην δουλειά της , είχε τόσα να κάνει …
Κρακ
Ο
θόρυβος από το ποτήρι που της έπεσε από το χέρι και θρυμματίστηκε
στα
πλακάκια την ξύπνησε για τα καλά.
Όχι
το θυμόταν αυτό, δεν είχε κοιμηθεί με αυτό το νυχτικό, είχε φορέσει το
γαλάζιο,
είχε κάνει μπάνιο και είχε φορέσει το γαλάζιο με την λευκή κορδελίτσα.
''
Τρελαίνομαι '' ψιθύρισε κι έτρεξε στο μπάνιο της να κοιτάξει στο καλάθι
με
τα άπλυτα … πουθενά ούτε το νυχτικό της, ούτε η πετσέτα που σκουπίστηκε
την
προηγούμενη βραδιά.
Το
τέρας ξανάρθε στο μυαλό της, το τέρας που αγκομαχούσε, που της έκανε έρωτα,
ο
πόνος …η υποψία που όρμησε κι ήταν σα να την έλουσε ένας κουβάς
παγωμένο
νερό !
Τόση
διαύγεια μυαλού είχε μέρες να νοιώσει.
Κατέβηκε
τρέχοντας τα σκαλιά και βρόντηξε με τις γροθιές της την
πόρτα
της πεθεράς της .
''
Τι βαράς έτσι ανόητη, ποια νομίζεις πως είσαι; '' Την παραμέρισε κι έτρεξε
στο
μπάνιο. Ανάμεσα στα άπλυτα βρήκε την πετσέτα της και το γαλάζιο της
νυχτικό
τσαλακωμένο, λερωμένο με τεράστιους κίτρινους λεκέδες , βρωμερό …
Κάθισε
βαριά στην λεκάνη της τουαλέτας κρατώντας το στην αγκαλιά της
ενώ
η πεθερά της ακουμπούσε στον παραστάτη της πόρτας λες και
δεν
την κρατούσαν πια τα πόδια της.
''
Τι μου έκανες; ''
''
Εκείνος το ζήτησε κόρη μου ''
''
Δεν είμαι κόρη σου γαμώτο σου, νύφη σου είμαι , στην κόρη σου δεν θα το
έκανες
αυτό , τι μου έβαζες στο φαγητό και νόμιζα πως με λυπόσουν
και
μου το έφερνες. ''
''
Για εκείνον το έκανα, σε ήθελε, από τότε που σε έφερε ο αδελφός του
σε
ήθελε. Με απειλούσε πως θα με σκότωνε, θα μας σκότωνε όλους. ''
''
Να σε σκότωνε παλιόγρια, αντί να τον κλείσεις σε άσυλο και να πας
κι
εσύ μαζί του, θα σας κάψω ζωντανούς, αν νομίζεις πως θα το
αφήσω
αυτό να περάσει έτσι , είσαι τρελή, θεότρελη και κρατάς κι αυτόν
τον
τρελό εδώ μέσα. ''
Σηκώθηκε
και παραμέρισε την πεθερά της που είχε κατεβασμένο το κεφάλι,
θα
ντυνόταν και θα πήγαινε στην αστυνομία, δεν μπορούσε να το αντέξει
πως
είχε γίνει έρμαιο στα χέρια μιας άρρωστης γριάς και ενός καθυστερημένου.
Δεν
τον είδε που ήρθε πίσω της την ώρα που έβγαινε από την πόρτα,
ούτε
καν ένοιωσε τα χέρια του που σφίχτηκαν γύρω από τον λαιμό της.
Προσπάθησε
να πάρει μια ανάσα κι ένοιωσε ένα φριχτό κάψιμο στο στήθος.
Ένα
ουρλιαχτό ακούστηκε μα δεν ήταν η δική της φωνή αυτή.
Σπαρτάρισε
στα χέρια του, προσπάθησε να του γραντζουνίσει το πρόσωπο
μα
δεν έφτανε, τα χέρια της δεν υπάκουαν, μια ανάσα χρειαζόταν μόνο,
άνοιξε
το στόμα της μα ο αέρας είχε στερέψει κι όλα σκοτείνιασαν .
Σαν
μαριονέτα που της έκοψαν τα σχοινιά σωριάστηκε στο κατώφλι της πόρτας.
Τον
έσφιξε στο στήθος της κι άρχισε να τον νανουρίζει όπως τότε που ήταν
μωρό
ενώ κάπου μακριά ακουγόταν η σειρήνα του περιπολικού που πλησίαζε.
''
Θέλω την κούκλα, θέλω την κούκλα. '' ψεύδιζε επιτακτικά , μονότονα τις λέξεις
ο
άντρας – παιδί.