Και
να που ξεχάσαμε πως ήταν η ζωή μας
μια
μοίρα άδικη κατηγορούμε αδελφέ μου
φορέσαμε
μαντήλια μαύρα στο κεφάλι
σκεπάσαμε
ακόμα και τα μάτια μας μ΄ αυτά
τον
πόνο του άλλου να μη θωρούμε
Καθόμαστε
τ΄ απομεσήμερα στον ήλιο που δύει αντίκρυ
θολώνει
το βλέμμα και τ΄ ανοιξιάτικο αεράκι μας θυμίζει
πως
ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς βρισκόμαστε
κι
ας έχουμε προ καιρού παραδώσει την ψυχή μας
Βαριέμαι
πια να σηκωθώ απ΄ τα σκαλιά να πάω
να
ψάξω την ψυχή μου και κάθε που την φωνάζω
φτερουγίσματα
ακούω στον γαλάζιο αγέρα και κρωξίματα
κυνηγητά
και φωνές και αλυσίδες γι αυτό κι εγώ φοβάμαι
Την
αφήνω μονάχη ν΄ αρμενίζει στο απέραντο του ουρανού
να
παραδέρνει με τα σύννεφα πάνω από γκρίζες πολιτείες
αναμένω
κάποτε
θα κουραστεί να ψάχνει τον Διογένη παριστάνοντας
έναν
ήρωα ώστε αυτός την σωτηρία της να βρει
Βραδιάζει
κοίτα πως φτερουγίζουν γύρω μας
τα
πρώτα της Άνοιξης τα χελιδόνια
να
βρουν φωλιά για να κουρνιάσουν θένε
ξανάρχονται
όπως τότε που μέναμε στα λιακωτά τις νύχτες
κάτω
από του φεγγαριού το φως κι εγώ τους αστερισμούς
σου
έδειχνα για να μαθαίνεις σαν θα μπαρκάρεις
και
το βαπόρι σου σε άλλες άγνωστες θάλασσες βρεθεί
πως
τον δρόμο του γυρισμού σου να χαράξεις
Η
πατρίδα
μας
έλεγε τότε ο πατέρας σε σας στηρίζεται
Ένα
ξύλινο καράβι ήταν η πατρίδα καλοτάξιδο
με
την γοργόνα σκαλισμένη πρίμα και λευκό πανί
αυτή
ήταν κι η ζωή μας αδελφέ μου σε πελαγίσια νερά
να
αρμενίζει πότε με κόντρα το κύμα πότε με αγάντα τον καιρό
να
τρίζουν τα ξύλα από τον παιδεμό , αλμύρα να φτύνει
Άραξε
το ξύλινο καράβι στην ξέρα του Αι Στράτη
κάποιο
χειμωνιάτικο πρωινό με καταιγίδα
που
ορμούσαν τα λυσσασμένα του πελάγου κύματα
ν΄
αρπάξουν απ΄ τα΄ αμπάρια τα σεντούκια που
τις
ζωές μας είχαμε μέσα κλειδαμπαρώσει
Και
τώρα αδελφέ μου αφού σαν γλυκόφαγο ψωμί
την
Ελευθερία κατάπιαμε μεγαλώσανε τα σπίτια μας
γίνηκαν
πολλές οι θύρες κι αμέτρητα τ΄ ανοίγματα
παράθυρα
που σε γκρίζο ουρανό το αύριο θωρούμε
Απάγκιο
πια δεν βρίσκουνε τα κουρασμένα σώματα
και
κροταλάν τα δόντια από την παγωνιά
ματώνοντας
στ΄ ανάμεσο την γλώσσα που δεν τολμά
κουβέντες
παραπανίσιες για να πει στον διπλανό
τις
ψυχές μας ακούμε μόνο π΄ αγωνίζονται
που
χτυπιούνται απ΄ την δουλεία να ξεφύγουν
Αυτό
το σαπιοκάραβο μας πρέπει ν΄ αναστήσουμε
απ΄
εκεί που το αφήσαμε να σαπίζει στον βυθό
να
το ξενερίσουμε, να το ξαναβάψουμε γαλάζιο
στα
ξάρτια του τις φτερούγες των παιδιών μας
λευκό
πανί καλοτάξιδο να βάλουμε αδελφέ μου
κι
έτσι χωρίς λόγια πολλά στο πέλαγος του κόσμου
να
το βγάλουμε πορεία καινούργια να χαράξει
Levina