Π. Μπρούσαλη, Πόρος περί το 1960
Tέλη της δεκαετίας του ’50 και μέναμε τότε στα χαμόσπιτα στην άκρια
της πόλης. Μπροστά στην θάλασσα ήταν τα σπίτια των καπεταναίων,
δίπατα με μεγάλες αυλές και παραπίσω χτίζανε άναρχα οι πιο φτωχοί,
ίσα να φτιάξουν μια κάμαρη και σαν κάνανε παιδιά πρόσθεταν κι άλλες
να στεγάσουν κι εκείνα τις δικές τους οικογένειες.
Έτσι μέναμε κι εμείς, ο παππούς με την γιαγιά στην μπροστινή κάμαρα,
δίπλα εμείς τέσσερα άτομα και παραδίπλα έμενε ο θείος Αντωνάκης με
την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους.
Ίσα που χωράγανε στην κάμαρη, στρωματσάδα κοιμόντουσαν κι η γκρίνια
της Αντώναινας δεν είχε τελειωμό για το λιγοστό φαί, για την κάμαρη που
δεν τους έφτανε, για τα παιδιά που της έσπερνε ο άντρας της !
Ασπρισμένες οι κάμαρες με τον ασβέστη και μπροστά η μικρή αυλή μας,
να βλέπει σ΄ ένα ψηλό μαντρότοιχο κι η μάνα μου να χει αραδιασμένους
τους ασβεστωμένους ντενεκέδες φυτεμένους με κόκκινα γεράνια και
γαζίες που μοσχοβολούσαν τις καλοκαιρινές νύχτες και φώναζε
η Αντώναινα πως έπιαναν τον χώρο και δεν είχαμε που να παίξουμε
εμείς τα παιδιά … τότε έβγαινε η γιαγιά με την μαγκούρα κι έπιανε
την nouse στ ΄ αρβανίτικα κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε!
Φυλακή την ένοιωθα την ζωή μου τότε μέσα στην μικρή αυλή, ήθελα
να βλέπω θάλασσα, σαν τον παππού που ‘βγαινε με την βάρκα
αξημέρωτα και γύριζε με το κοφίνι να σταλάζει αλμύρα γεμάτο
σπαρταριστά ψάρια. Έτσι κι εγώ που με έβρισκες που μ΄ έχανες στο
μουράγιο με το καλάμι που το ‘κρυβα πίσω απ ΄ το μπουχαρί, να ψαρεύω
και να πετάγομαι κάθε τόσο νομίζοντας πως άκουγα την φωνή της
μάνας μου '' Νικολήήήή που είσαι διάολεμένεεεε ''
μέχρι την θάλασσα ακουγόταν κι είχε ένα χέρι σαν βαριοπούλα .
Βάραγε με το παραμικρό που κάναμε εγώ κι η αδελφή μου και σαν
γύριζε το βράδυ ο πατέρας τον άρπαζε από την πόρτα και του λεγε
δίχως ανάσα τα κατορθώματά μας και για να γλυτώσει κι αυτός
από την γκρίνια μας άρπαζε σε δεύτερο γύρο ξύλο μέχρι που
πεταγόταν ο παππούς με τα σώβρακα έξω και μας έσωνε ….
Τον φοβόταν ο πατέρας τον παππού, δεν του έβγαινε επάνω, σε μια του
λέξη όλοι σταματούσαν τον σαματά και φεύγαν πέρα δώθε για να μη
οργιστεί πιότερο γιατί είχε μια δύναμη που και βόδι έριχνε κάτω.
Μα ήταν ένας αγαθός γίγαντας ο παππούς. Μας μάζευε τα βράδια κοντά
στο τζάκι, δίπλα σε ένα ραφάκι είχε πέντε έξη στραπατσαρισμένα βιβλία
με τσαλακωμένες σελίδες και μας διάβαζε με δυσκολία, συλλαβίζοντας
τις λέξεις, ιστορίες για Ιππότες και βασιλοπούλες, για νεράιδες και ξωτικά.
Το όνειρο του όμως ήταν να προκόψουμε, να ξεφύγουμε από την φτώχεια, μας μοίραζε και αξιώματα '' Δάσκαλος εσύ Θανασάκη, δικαιόρος ο Μελέτης, παπάς εσύ Νικολή ''
Δεν έγινα παπάς τελικά, σαν φόρεσα τα σπαθόλουρα και το γυαλιστερό ξίφος
με την χρυσή λαβή γύρισα να κάνω προσκύνημα στο σπίτι που μεγάλωσα.
Μισογκρεμισμένα βρήκα τα χαμόσπιτα, μα μέσα απ τα χαλάσματα σαν όνειρο
μου φάνηκε πως είδα τον παππού να με σταυρώνει καμαρώνοντας για μένα.
Levina