2.2.13

Tα Χρόνια της Αθωόητας






                                                                                                   Π. Μπρούσαλη, Πόρος περί το 1960


Tέλη της δεκαετίας του ’50 και μέναμε τότε στα χαμόσπιτα στην άκρια
της πόλης. Μπροστά στην θάλασσα ήταν τα σπίτια των καπεταναίων,
δίπατα με μεγάλες αυλές και παραπίσω χτίζανε άναρχα οι πιο φτωχοί,
ίσα να φτιάξουν μια κάμαρη και σαν κάνανε παιδιά πρόσθεταν κι άλλες
να στεγάσουν κι εκείνα τις δικές τους οικογένειες.
Έτσι μέναμε κι εμείς, ο παππούς με την γιαγιά στην μπροστινή κάμαρα,
δίπλα εμείς τέσσερα άτομα και παραδίπλα έμενε ο θείος Αντωνάκης με
την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους.
Ίσα που χωράγανε στην κάμαρη, στρωματσάδα κοιμόντουσαν κι η γκρίνια
της Αντώναινας δεν είχε τελειωμό για το λιγοστό φαί, για την κάμαρη που
δεν τους έφτανε, για τα παιδιά που της έσπερνε ο άντρας της !
Ασπρισμένες οι κάμαρες με τον ασβέστη και μπροστά η μικρή αυλή μας,
να βλέπει σ΄ ένα ψηλό μαντρότοιχο κι η μάνα μου να χει αραδιασμένους
τους ασβεστωμένους ντενεκέδες φυτεμένους με κόκκινα γεράνια και
γαζίες που μοσχοβολούσαν τις καλοκαιρινές νύχτες και φώναζε
η Αντώναινα πως έπιαναν τον χώρο και δεν είχαμε που να παίξουμε
εμείς τα παιδιά … τότε έβγαινε η γιαγιά με την μαγκούρα κι έπιανε
την nouse στ ΄ αρβανίτικα κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε!
Φυλακή την ένοιωθα την ζωή μου τότε μέσα στην μικρή αυλή, ήθελα
να βλέπω θάλασσα, σαν τον παππού που ‘βγαινε με την βάρκα
αξημέρωτα και γύριζε με το κοφίνι να σταλάζει αλμύρα γεμάτο
σπαρταριστά ψάρια. Έτσι κι εγώ που με έβρισκες που μ΄ έχανες στο
μουράγιο με το καλάμι που το ‘κρυβα πίσω απ ΄ το μπουχαρί, να ψαρεύω
και να πετάγομαι κάθε τόσο νομίζοντας πως άκουγα την φωνή της
μάνας μου '' Νικολήήήή που είσαι διάολεμένεεεε ''
μέχρι την θάλασσα ακουγόταν κι είχε ένα χέρι σαν βαριοπούλα .
Βάραγε με το παραμικρό που κάναμε εγώ κι η αδελφή μου και σαν
γύριζε το βράδυ ο πατέρας τον άρπαζε από την πόρτα και του λεγε
δίχως ανάσα τα κατορθώματά μας και για να γλυτώσει κι αυτός
από την γκρίνια μας άρπαζε σε δεύτερο γύρο ξύλο μέχρι που
πεταγόταν ο παππούς με τα σώβρακα έξω και μας έσωνε ….
Τον φοβόταν ο πατέρας τον παππού, δεν του έβγαινε επάνω, σε μια του
λέξη όλοι σταματούσαν τον σαματά και φεύγαν πέρα δώθε για να μη
οργιστεί πιότερο γιατί είχε μια δύναμη που και βόδι έριχνε κάτω.
Μα ήταν ένας αγαθός γίγαντας ο παππούς. Μας μάζευε τα βράδια κοντά
στο τζάκι, δίπλα σε ένα ραφάκι είχε πέντε έξη στραπατσαρισμένα βιβλία
με τσαλακωμένες σελίδες και μας διάβαζε με δυσκολία, συλλαβίζοντας
τις λέξεις, ιστορίες για Ιππότες και βασιλοπούλες, για νεράιδες και ξωτικά.
Το όνειρο του όμως ήταν να προκόψουμε, να ξεφύγουμε από την φτώχεια, μας μοίραζε και αξιώματα '' Δάσκαλος εσύ Θανασάκη, δικαιόρος ο Μελέτης, παπάς εσύ Νικολή ''
Δεν έγινα παπάς τελικά, σαν φόρεσα τα σπαθόλουρα και το γυαλιστερό ξίφος
με την χρυσή λαβή γύρισα να κάνω προσκύνημα στο σπίτι που μεγάλωσα.
Μισογκρεμισμένα βρήκα τα χαμόσπιτα, μα μέσα απ τα χαλάσματα σαν όνειρο
μου φάνηκε πως είδα τον παππού να με σταυρώνει καμαρώνοντας για μένα.

Levina



Θέλω να ευχαριστήσω θερμά την κ. Νανά Τσούμα που μου έκανε την τιμή
να διαβάσει στην εκπομπή της "Κάτω από το Κιόσκι"  αυτό το κείμενο.
Εδώ θα ακούσετε ηχογραφημένη την εκπομπή της.

Όπως θέλω να ευχαριστήσω και την υπομονετική , γλυκιά Φλώρα
που το φιλοξένησε στο blog της στο " παιχνίδι των λέξεων " .






31.1.13

Διαγώνια Βήματα


Εστιάζουν οι συντεταγμένες των ματιών μου
Στο μονοπάτι που τα βράχια κατηφορίζουν
Στον λαιμό μου κρεμάω για στολίδια
Όλες τις καυτές των ήλιων μου αχτίδες
Το δέρμα μου πυρώνει και στο χέρι κρατώ
Δυο σβησμένα τσιγάρα για παρηγοριά και
Ανάμεσα στα χείλη μου ένα ακόμα το καπνίζω
Τον λερωμένο αέρα θέλω να βρωμίσω γι αυτό και
Τον καπνό μου ξεφυσώ στα φύλλα του δυόσμου
Όταν η μάνα μου στον κιμά θα τα βάλει
Τα μπιφτέκια της τσιγάρο θέλω μυρίζουν
Και όχι θανατίλα και το αίμα του σφαγμένου
Διαγώνια αγωνίζομαι να περπατήσω
Από τον ίσιο δρόμο που μου χαράξαν να ξεφύγω
Και πάνω στα κλαριά της συκομουριάς ένα κοράκι
Κρώζει και με σπρώχνει στο μονοπάτι πίσω
Ευθύς να ξαναγυρίσω το σωστό
Δεν ξέρω και πιάνο ή κιθάρα να παίξω μουσική
Με βία τα πλήκτρα και τις χορδές να κοπανάω
Κι η γειτονιά στοιβαγμένη στα παράθυρα να σκούζει
' Μαζεύτετον τον αλήτη σαν σκυλί που αλυχτάει '
Γι αυτό παραπατώντας τον δρόμο μου κατηφορίζω
Τις σόλες μου λιώνω σε μαραμένες μαργαρίτες
Και σαν χνάρια φρόνιμα μπροστά μου αντικρίζω
Τα φτύνω με το ταμπάκο που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
Κι ευθύς τα προσπερνάω.




                                                                                 Levina







28.1.13

Eντός των Τειχών μου






Μιαν  άναστρη βραδιά θα σ΄ αγαπήσω
εντός μου σε κελί  θανάτου θα σε φυλακίσω
στων χρόνων το διηνεκές θα παραμένεις
στα σκοτεινά του κορμιού μου βάθη
πληγή μου
να σφαδάζεις ανάμεσα στη ζωφόρο
της αγαθής μου μήτρας  και της καρδιάς
να ροκανίζεις τις φλέβες της ζωής
ηδονικά τα μάτια μου να κλείνω
κρατώντας εκτός του ήλιου το θεϊκό φως
θα σε κρεμάω στους μαστούς μου περήφανα
μετάλλιο μαχών ερωτικών
απέρχομαι σε χρόνους μοναξιάς
κοιμώμενη με της ύπαρξής σου την ομίχλη
που θα μου επιτρέπει κάποιες πνιγερές βραδιές
να σ΄ αγαπώ


                                                                     Levina






25.1.13

Τα δάκρυα του Ελέφαντα




Κάθομαι στην πολυθρόνα και με παγωμένα από το κρύο δάχτυλα πατάω τα πλήκτρα 
και βλέπω μικρά βίντεο στο youtube. 
Στην αγκαλιά μου κοιμάται κουλουριασμένη μια από τις γάτες μου κι εγώ παρακολουθώ 
διάφορα σοκαριστικά  βιντεάκια  σχετικά με τα ζώα και πόση κακοποίηση υφίστανται 
από εμάς τα άλλα ζώα που λεγόμαστε άνθρωποι.
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα όταν πέφτω επάνω σε ένα που δείχνει μια ομάδα ανθρώπων 
σε κάποια επαρχία της Ινδίας που έχουν πιάσει έναν ελέφαντα προκειμένου να τον 
εξημερώσουν για να τον βάλουν να δουλεύει αλυσοδεμένος μαζί με τους άλλους 
και να κουβαλά κορμούς δέντρων.
Έχουν περικυκλώσει το δύσμοιρο ζωντανό, το έχουν δεμένο με χοντρά σχοινιά και με 
μακριά κοντάρια το χτυπούν αλύπητα, ενώ στο πόδι του έχουν ήδη περάσει έναν 
τεράστιο χαλκά με μια μακριά αλυσίδα που είναι δεμένη σε κάποιο δέντρο.
Το ζώο παραδομένο  πλέον στον πόνο και στην μοίρα του ξαπλώνει κάτω από τα 
συνεχόμενα χτυπήματα και τότε το πλάνο δείχνει πως του κόβουν με πριόνι κοντούς 
τους χαυλιόδοντες γιατί προφανώς μπορεί  να  σκοτώσει  άνθρωπο με αυτούς.

Τότε ο φακός ζουμάρει στο μάτι του ελέφαντα και μένω εκστασιασμένη να παρατηρώ 
ένα ξαφνιασμένο θλιμμένο βλέμμα και  ανάμεσα από τις σαν συρματόβουρτσα τεράστιες βλεφαρίδες του να κυλούν  δάκρυα  που  χάνονταν  ανάμεσα στις δίπλες του δέρματος.

Αυτά τα δάκρυα με συγκλόνισαν περισσότερο από όσα είχα δει μέχρι τότε, 
αυτά τα δάκρυα απόγνωσης και παράδοσης,  δάκρυα  αποδοχής μιας  δύστυχης μοίρας 
δίχως αύριο, δίχως ελευθερίας, δάκρυα ταπείνωσης ενός γίγαντα που του έπαιρναν 
την δύναμη του.

Απέμεινα με κλειστή πια την οθόνη, δεν είχε νόημα να δω παραπέρα, το βλέπω κάθε μέρα πια, 
το βιώνω , το βιώνουμε όλοι μας.
Σαν τον ελέφαντα  σε εκείνη την μακρινή γωνιά της γης νοιώθω κι εγώ,  
με  ξάφνιασαν όταν  με βούτηξαν εκεί που η ζωή μου προχωρούσε,  
με χτύπησαν αλύπητα  με  κάθε δύναμη που διέθεταν,  
με  έδεσαν  σε μια χαροκαμένη γη και σαν να μην έφτανε αυτό προσπαθούν 
να οδηγήσουν την σκέψη μου στα δικά τους μονοπάτια,  να σκεφτώ αυτά 
που γράφουν, αυτά που λένε πως πρέπει να σκεφτώ γιατί αυτά είναι τα «σωστά», 
να ακολουθήσω τον δικό τους δρόμο τον σωστό γιατί  όλος ο Λαός  κάνει θυσίες …. 
Μόνο που Εκείνοι ξεχάσαν πως δεν κάνουν θυσίες ,
άρα δεν ανήκουν στον Λαό!
Αναρωτήθηκε ο Υπουργός προχθές « Ποιος  από τον Λαό τολμά να αμφισβητήσει  
τις αποφάσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης  ?» και ξέχασε πως μόλις ένα μήνα πριν 
ο συνάδελφός του Υπουργός αμφισβήτησε την απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης  
που έβγαλε  παράνομη την είσπραξη του χαρατσιού από την ΔΕΗ και με εντολή του  
συνεχίζεται  αυτή η παρανομία … όμως αυτοί είναι υπεράνω Λαού , 
άρα δεν ανήκουν στον Λαό.


Σαν τον ελέφαντα αλυσοδεμένη είμαι κι εγώ, κουλουριασμένη σε μιαν άκρια,  
μόνο που δεν ποτίζω με δάκρυα την γη μου,  
απλά περιμένω το ποτάμι που θα περάσει δίπλα μου,  να γίνω κι εγώ κομμάτι του 
να ξεχυθώ και να παρασύρω στο διάβα μου ότι δεν ανήκει στον Λαό,
γιατί εγώ είμαι ο Λαός.



                                                                     Levina



19.1.13

Μια βραδιά συνηθισμένη






Ένα βράδυ ακόμα
Να στέκομαι πίσω από το τζάμι
Αφηρημένα να κοιτάζω έναν σκοτεινό ουρανό
Να φυσάω υγρή ανάσα στο γυαλί
Και με τα δάχτυλα 
γράμματα ασυνάρτητα να σχηματίζω
Χωρίς νόημα , έτσι  για  να γράφω λέξεις
Ακόμα μια νύχτα , περιμένω να περάσει και αυτή
Τα μεσάνυχτα  στην πολυθρόνα να με βρίσκουν
Με ένα βιβλίο αγκαλιά και δίπλα μου στο τραπεζάκι
ένα  ποτήρι γεμάτο  με κρασί
η μόνη πολυτέλεια που δεν εγκατέλειψα ποτέ.
Αναμένα τα πολύχρωμα κεριά , 
μια μυρωδιά κανέλας  και άγριου τριαντάφυλλου 
να μπερδεύονται στον αέρα π΄ ανασαίνω
Σε σκέφτομαι, πώς να είσαι άραγε
Ποια είναι η μορφή σου, που κάθεσαι
Τι ονειρεύεσαι, πως ζεις, τι κάνεις?
Αυτή την στιγμή άραγε ακούς την μουσική σου?
Θα πίνεις κάποιο ποτό, με μάτια ονειροπόλα
θα κοιτάς τ΄ αστέρια που πεθαίνουν γλιστρώντας
γοργά σε έναν άλλον ουρανό... ποιο αστέρι ψάχνεις?
Μήπως κάνουμε την ίδια ευχή, μήπως  και  την ίδια σκέψη τώρα?
ή  αφηρημένα θα κοιτάς στον τοίχο τις σκιές που σου χορεύουν
Η ανάσα μου βγαίνει κοφτή το στήθος μου πονάει ,
νοιώθω πως τούτο το φτωχό μυαλό
Βουτιά θα κάνει στο κενό , μέσα στα σκοτάδια
Να κυνηγήσει , όνειρα, σκέψεις, λόγια, την φωνή σου
Άγνωστο στο άγνωστο κι όμως γνώριμο πολύ
σα να το έχω ξαναζήσει , σα να το έχεις ξαναζήσει
σε μια πρότερη ζωή
Ανάμνηση άλλης ζωής
Δικαίωμα σου δίνει


                                                                                               Levina  01/02/12



16.1.13

Κλέφτης Σπουργίτης




                                                                              Sulamith Wulfing (1901-1989)

Κλείνουν τα φώτα της πόλης γύρω σου
ήρθε κι αυτή η νύχτα κι είναι ο θόλος τ΄ ουρανού
άδειος από τ΄ αστέρια κι ένα φεγγάρι ολόγιομο
σου γνέφει έξω απ΄ τις ανοιχτές τις πόρτες
απόψε να μην κοιμηθείς, θα έρθω να σε πάρω

Δικό σου αστείο είναι αυτό πως με τα φτερά μου
να πετάξεις θες "  να που με  της σκέψης σου 
την μορφή θα υπάρχω αδέσποτος σπουργίτης 
στην κάμαρα σου ψάχνω να σε βρω
στο μισοσκόταδο που κρύβεσαι και γράφεις
για κάποια όνειρα φθηνά ρετάλια που απέμειναν


Πιάσε την άκρια του φτερού μαζί μου να πετάξεις
γητεύτρα των ουρανών μαζί μου θα σε παίρνω
ανάμεσα στα σύννεφα την ώρα που με τα δάχτυλα
τις ώρες στο μεσονύχτι θα μετράω
κι οι άνεμοι θ΄ αφρίζουνε ανάμεσα τους σαν περνάμε
το ψέμα σου θα ξεντυθείς, μια φλέβα αίμα θα ΄σαι

Πετώντας τον γύρο της γης θα κάνουμε ώσπου
το πρώτο άστρο της αυγής πάνω στης επιθυμίας
τον τόπο να μας βρει στην αγκαλιά του γιασεμιού
να ξαποσταίνουμε απ΄ το μακρύ ταξίδι τότε θα
κλέψω ένα κομματάκι ζουμερό αχλάδι  να σε ταΐσω 
κι ένα κεράσι κόκκινο λαχταριστό,
ένα σπόρο από καρπούζι μαζί θα μοιραστούμε
 και γλέντι θα κάνουμε τρικούβερτο με
μια αρωματισμένη φλούδα από πεπόνι

Τα μάτια σου κράτα κλειστά για λίγο ακόμη , Ξημέρωσε
Από ένα ζαχαρωμένο τριαντάφυλλο θα κλέψω
μια σταγόνα από σιρόπι στο Αντίο μου να βάλω
δεν θ΄ αναπνέω, θα σωπαίνω, μακριά θα φτερουγίζω
κι εσύ … μέχρι να  ξαναβραδιάσει  θα έχεις ξεχάσει
ετούτο το ταξίδι στο φτερό του κλέφτη σπουργίτι.


Levina






11.1.13

Ντύνω τις Ελπίδες με Όνειρα



Κιτρινισμένα τα φύλλα που φέρνει ο αγέρας
Απ ΄ το μισάνοιχτο παράθυρο σαν διαλύομαι
Επάνω στα πλακάκια αφήνοντας το κορμί μου
Να ξεκουραστεί και την ψυχή μου λευτερώνω
Σε μιας ομίχλης την αρχή,  ώρες αμφιβολίας
Επάνω στο ανατομικό τραπέζι που με ξαπλώνεις
Με το νυστέρι θες τα βάθη μου να ξεδιπλώσεις
Να μάθεις
Τι  αναζητάς  στο τίποτα;

Τίποτα και  Όλα  τα βαφτίζω μοναξιά
Σκέψη, φίλοι κι ετούτη η ζωή στην μοναξιά δοσμένα
Να μοιάζει  ταινία τρομακτική και  περιμένω
Πότε το  αδηφάγο τέρας θα εμφανιστεί
Μέσα από το απόλυτο της σκέψης μου σκοτάδι
Να βανδαλίσει το υπόλοιπο μιας άγονης ζωής

Κέρινα πρόσωπα με αγκαλιάζουν στολισμένα
Με την μάσκα της αρχαίας τραγωδίας  κι ο χορός
Υμνεί την φυσιολογικότητα του θανάτου
Ένας θάνατος  που σέρνεται στους τοίχους ,
Καταπίνει την αίσθηση της ελπίδας
Για ένα αύριο που δικό μου το βλέπω
Και να ‘  τα λόγια μου
Λόγια μικρού ανόητου παιδιού να μοιάζουν

Κοίτα με σαν όρθια , ελεύθερη θα σταθώ
Σαν θα ουρλιάξω απέναντι στις χθεσινές μου σκέψεις
Κόντρα στην γη που μονότονα γυρίζει
Κόντρα στον ήλιο που κάθε μέρα βγαίνει
Κόντρα στην νύχτα που χρόνο δεν χάνει
Κοίτα με σαν τα σωθικά μου θα εκθέτω
Κοίτα με σαν  γίνω ποτάμι για να πνίξω
Τα φράγματα, τα ‘πιθανόν’ και τα ‘μπορεί’


Σου γνέφω ‘Έλα’ και  θα τους δείξουμε
Πως τις γυμνές ελπίδες μόνο τα όνειρα
Μπορούνε  να τις ντύσουν


                                                         Levina