Τα σιδερένια κάγκελα έκοβαν φέτες τον ουρανό του.
Σήκωσε ψηλά την γροθιά του αναθεματίζοντας
τον χρόνο , τον ήλιο, το φεγγάρι, την ζωή
που του τα έδωσε όλα και δεν του άφησε τίποτα
η φαλλοκρατική του φύση δεν μπορεί να ανεχτεί
την αποτυχία του θηριοδαμαστή που δοκίμασε
της λιονταρίνας του τα νύχια κι η ξανθιά κοτσίδα
που έχει τυλιγμένη στο άλλο χέρι είναι τόσο ζωντανή
που την αισθάνεται να τρέμει ανάμεσα στα δάχτυλα του.
Δεν υπάρχει φόβος στα μάτια του θηρίου και
αυτή η μικρή σταγόνα σάλιου που κρέμεται
στο πλάι των χειλιών φαντάζει ζωογόνο νερό
στην μέση της ερήμου ‘ σχεδόν την μίσησε αυτή
την ρόδινη μικρή γλώσσα που φάνηκε ανάμεσα
στα κατακόκκινα χείλη κι έγλυψε την σταγόνα που
προοριζόταν για να τον ξεδιψάσει και βάναυσα
τράβηξε με δύναμη την κοτσίδα που κρατούσε σφιχτά ‘
σχεδόν τον ξάφνιασε το βογκητό που βγήκε από το
βάθος του λαιμού της λέαινας και τα δάκρυα που
ύγραναν τα κεχριμπαρένια της μάτια.
Πόσο παράξενα του φαινόταν όλα κι αυτή η εμμονή
στην απόλυτη σιωπή ανάμεσα στον βασανιστή
και στο θύμα κι ας μην ήταν ορισμένος
ο ρόλος του καθενός τους ‘ ήξερε πως έπρεπε
να την πετάξει μακριά του προτού τον παρασύρει
αλλά το άγριο δέρμα με το χρυσαφένιο τρίχωμα που
τριβόταν επάνω στο κορμί του ξεσήκωνε πλήθη
παραισθήσεων και είχε τόσο καιρό να νοιώσει κάτι
διαφορετικό πέρα από τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς του
που παραδέχτηκε ότι βρισκόταν στο έλεος των
ορέξεων του ανυπότακτου θηρίου ‘
Σκέφτηκε προς στιγμή να φύγει , να τρέξει μακριά
ίσως για να γλιτώσει προτού εκείνη τον κατασπαράξει
μα έτρεμαν τα γόνατα του και δεν ήταν σίγουρος πως
θα μπορούσε να ξεφύγει , να σπάσει τις κλειδαριές,
τις κλεισμένες πόρτες , να κατέβει τα σκαλιά και
να βγει στον δρόμο ‘ έτσι ακολούθησε των ορμών του
τις σκέψεις και έσφιξε το γυμνό κορμί στο κορμί του
αφού έτσι το ήθελε η μοίρα του ‘ τον πόνεσαν τα πέτρινα
στήθη επάνω στα δικά του και σίγουρα θα του έμενε
έγκαυμα εκεί που ακούμπησαν τα μπράτσα κι η κοιλιά της.
Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος, ήταν ήδη μεσάνυχτα
το εκκρεμές στον διάδρομο είχε μηδενίσει τον χρόνο
την ώρα που το παράλογο έγινε ! ανακάλυψε τον τρόπο
για να υποτάξει το θηρίο όταν αγκομαχώντας γλίστρησε
μέσα του και είδε την παραδοχή στα κεχριμπαρένια μάτια
την στιγμή που η ρόδινη γλώσσα εμφανίστηκε ξανά
και δρόσισε το φλογισμένο δέρμα του στους ώμους, στα
μπράτσα, στον λαιμό του εκμηδενίζοντας την λογική του
αν είχε ποτέ λογική ‘ ξέχασε αν ήταν σε λιβάδι, σε βουνό,
σ΄ ένα βράχο στην θάλασσα ή ανάμεσα σε τοίχους
θυμόταν πως τον είχε ρουφήξει μέσα του το κορμί
κι εκεί στο σκοτεινό θυσιαστήριο το αίμα του που κόχλαζε
άφηνε πυκνά σύννεφα ηδονής να ξεχειλίζουν από
κάθε πόρο της δυστυχισμένης μέχρι προ τινός ύπαρξης του.
Με το ένα χέρι να κρατά σφιχτά την παραίσθηση του
ανάμεσα στα σκέλια του σήκωσε ψηλά την γροθιά του
στον ουρανό και μούγκρισε απειλώντας τον πως φωτιά
θα έβαζε σε κάθε ανάσα την ώρα που με μια τελετουργική
επίδειξη το σπέρμα του θα σκόρπιζε στο χρυσαφένιο κορμί.
Το ξημέρωμα τον βρήκαν να στέκει όρθιος με το
μέτωπο ακουμπισμένο στον τοίχο . Το δέρμα του ήταν
γεμάτο πληγές’ έσταζαν άλικο αίμα στα λευκά πλακάκια
και τα μάτια του ήταν απλανή φευγάτα σε ένα δικό τους κόσμο.