30.9.12

madness



Τα σιδερένια κάγκελα έκοβαν φέτες τον ουρανό του.
Σήκωσε ψηλά την γροθιά του αναθεματίζοντας
τον  χρόνο , τον ήλιο, το φεγγάρι, την ζωή
που του τα έδωσε όλα και δεν του άφησε τίποτα
η φαλλοκρατική του φύση δεν μπορεί να ανεχτεί
την αποτυχία του θηριοδαμαστή που δοκίμασε
της λιονταρίνας του τα νύχια κι  η ξανθιά κοτσίδα
που έχει τυλιγμένη στο άλλο χέρι είναι τόσο ζωντανή
που την αισθάνεται να τρέμει ανάμεσα στα δάχτυλα του.
Δεν υπάρχει φόβος στα μάτια του θηρίου και
αυτή η μικρή σταγόνα σάλιου που κρέμεται
στο πλάι των χειλιών  φαντάζει  ζωογόνο νερό
στην μέση της ερήμου  ‘ σχεδόν την μίσησε αυτή
την ρόδινη μικρή γλώσσα που φάνηκε ανάμεσα
στα κατακόκκινα χείλη κι έγλυψε την σταγόνα που
προοριζόταν για να τον ξεδιψάσει  και βάναυσα
τράβηξε με δύναμη την κοτσίδα που κρατούσε σφιχτά ‘
σχεδόν τον ξάφνιασε το βογκητό που βγήκε από το
βάθος του λαιμού της λέαινας και τα δάκρυα που
ύγραναν τα κεχριμπαρένια  της μάτια.
Πόσο παράξενα του φαινόταν όλα  κι αυτή η εμμονή
στην απόλυτη σιωπή ανάμεσα στον βασανιστή
και στο θύμα κι ας μην ήταν ορισμένος
ο ρόλος του καθενός τους ‘ ήξερε πως έπρεπε
να την πετάξει μακριά του προτού τον παρασύρει
αλλά το άγριο δέρμα με το χρυσαφένιο τρίχωμα που
τριβόταν επάνω στο κορμί του ξεσήκωνε πλήθη
παραισθήσεων και είχε τόσο καιρό να νοιώσει κάτι
διαφορετικό πέρα από τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς του
που παραδέχτηκε ότι βρισκόταν στο έλεος των
ορέξεων του ανυπότακτου θηρίου ‘
Σκέφτηκε προς στιγμή να φύγει , να τρέξει μακριά
ίσως για να γλιτώσει προτού εκείνη τον κατασπαράξει
μα έτρεμαν τα γόνατα του και δεν ήταν σίγουρος πως
θα μπορούσε να ξεφύγει , να σπάσει τις κλειδαριές,
τις κλεισμένες πόρτες , να κατέβει τα σκαλιά και
να βγει στον δρόμο ‘  έτσι ακολούθησε των ορμών του
τις σκέψεις και έσφιξε το γυμνό κορμί στο κορμί του
αφού έτσι το ήθελε η μοίρα του ‘ τον πόνεσαν τα πέτρινα
στήθη επάνω στα δικά του και  σίγουρα θα του έμενε
έγκαυμα εκεί που ακούμπησαν  τα μπράτσα κι η κοιλιά της.
Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος, ήταν ήδη μεσάνυχτα
το εκκρεμές στον διάδρομο είχε μηδενίσει τον χρόνο
την ώρα που το παράλογο έγινε ! ανακάλυψε τον τρόπο
για να υποτάξει το θηρίο όταν αγκομαχώντας γλίστρησε
μέσα του και  είδε την παραδοχή στα κεχριμπαρένια μάτια
την στιγμή που η ρόδινη γλώσσα εμφανίστηκε ξανά
και δρόσισε το  φλογισμένο δέρμα του στους ώμους, στα
μπράτσα, στον λαιμό του εκμηδενίζοντας την λογική του
αν είχε ποτέ λογική ‘  ξέχασε αν ήταν σε λιβάδι, σε βουνό,
σ΄ ένα βράχο στην θάλασσα ή  ανάμεσα σε τοίχους
θυμόταν πως  τον είχε ρουφήξει μέσα του το  κορμί
κι εκεί στο σκοτεινό θυσιαστήριο το αίμα του που κόχλαζε
άφηνε πυκνά σύννεφα ηδονής να ξεχειλίζουν από
κάθε πόρο  της  δυστυχισμένης μέχρι προ τινός ύπαρξης του.
Με το ένα χέρι να κρατά σφιχτά την παραίσθηση του
ανάμεσα στα σκέλια του σήκωσε  ψηλά την γροθιά του
στον ουρανό και μούγκρισε απειλώντας τον πως φωτιά
θα έβαζε σε κάθε ανάσα την ώρα που  με μια τελετουργική
επίδειξη το σπέρμα του θα  σκόρπιζε στο χρυσαφένιο κορμί.
Το ξημέρωμα  τον βρήκαν  να στέκει όρθιος  με το
μέτωπο ακουμπισμένο στον τοίχο . Το δέρμα του ήταν
γεμάτο πληγές’  έσταζαν άλικο αίμα στα λευκά πλακάκια
 και τα μάτια του ήταν απλανή φευγάτα σε ένα δικό τους κόσμο.


Levina








29.9.12

τι όνειρο κι αυτό!

henry yan figure drawing

Παράξενα νεκρή που είμαι
που βλέπω κι ακούω και μιλώ
μαυροφορεμένοι οι φίλοι μου κρυφογελάνε
λουλούδια κρατάνε και  επάνω μου 
με βιάση τ΄ ακουμπάνε  κοιτώντας
το πρόσωπο μου το χλωμό ‘

Σαν βιβλίο ανοιχτό μοιάζει ετούτο
το στερνό μου το κρεβάτι  με  κορδέλες
και  δαντέλες  που φτέρνισμα μου φέρνουν
μα την ανάσα μου κρατώ μη τυχόν
και τα γελαστά τους πρόσωπα τρομάξω
Δεν ανασαίνουν οι νεκροί , δεν πίνουν,
δεν μιλούνε και σίγουρη είμαι πως
ούτε και φτερνίζονται ‘ 

 Μα κοίτα ! που με προκαλούνε !
Τώρα που φέρανε και το λιβανιστήρι
να μου θολώσουν την σκέψη και την όραση
με τούτο το κουρδιστήρι ,
το ξέρουν δα πως ν΄ αντέξω άλλο δεν μπορώ
Και να ! το χέρι ή το πόδι θα κινήσω
ή μ΄ ένα αααψουου τρομακτικό
το αίμα θα τους κόψω

Τι κρίμα  που να κινήσω δεν μπορώ
βήχω και ούτε γλαδιόλα δεν κινείται
σε τούτο το ξύλινο κουτί θα μείνω αιωνίως
Γελάστε κανάγιες με την πλάκα σας
και θα σας το  φυλάω τρομάρα σας
για όταν με το καλό ανταμώσουμε ξανά
εγώ τα κατατόπια θα χω μάθει
Απ΄ όπου και να μου ΄ρθετε ο δρόμος ένας είναι
χρόνο θα ΄χω κι  υπομονή θα κάνω
και μ΄ ένα μπουγέλο  από ψαρόνερα
με ιδιαίτερη χαρά απ έξω απ τον Παράδεισο
τον ρόλο της υποδοχής σας  θ΄ αναλάβω

Levina












26.9.12

θανατηφόρα η νύχτα


Paul HEDLEY



Μόνο μια ανάσα απομένει θολή στο τζάμι
υγρή από τα δάκρυα  που κυλάνε ανάμεσα
από τις συρραφές  μιας  κομμένης στα δυο καρδιάς
και μοιάζουν αυτές οι  σταγόνες με σιρόπι
από γλυκό κεράσι που σταλάζει ολοπόρφυρο
επάνω σε λευκό μετάξι ‘ ένας ωκεανός από κόκκινο
να λερώνει τις σανίδες στο πάτωμα και ψάχνω
ανάμεσα σε αναφιλητά και λόγια και ανάσες
να βρω τον χρόνο και μεγαλώνει το δωμάτιο
γίνεται χωράφι κάτω από συννεφιασμένο ουρανό
γίνεται  γη και ουρανός κι  ορίζοντας ατέλευτος
μοιράζω τα κομμάτια μου κι είναι ηδονή μου
ν΄ ακούω το μαχαίρι να πριονίζει τα οστά μου
εδώ να μένω και να βρίσκομαι σε άλλη γη μαζί σου
και να πετάω στο ίδιο σου ουρανό  στο ίδιο μαξιλάρι
μαζί σου να κοιμάμαι την αγρύπνια μου  
και σαν ξυπνάω το πρωί απ΄ το καρφί να ξεκρεμάω
την καρδιά μου



                                                        Levina









23.9.12

ΔΕΝ


Μια κι έμεινε ανοιχτή η πρόσκληση
ΔΕΝ είμαι μαρτυριάρα από που για να το πω
αλλά το σκέφτηκα καλά κι είπα γιατί όχι?
Τα ΔΕΝ μου για μένα να καθαρίσουνε
κι η γειτονιά μου να με μάθει
τα μέσα μου , τα έξω μου
τα πλυμένα κι απλυτά μου
και πια ή που δεν θα θέλουν να με δουν
γειτόνισσες και γείτονες
και θα ξορκίζουν το κακό απ΄ όπου
και να περνάω !
Μόνο που από την Μελισσούλα ζήλεψα
και την ιδέα της θα κλέψω
με λίγους στίχους σατυρικούς
τα ΔΕΝ μου να στολίσω



1___ ΔΕΝ  θέλω να μαθαίνουν τα οικογενειακά μου, αν έχω
οικογένεια, παιδιά, άντρα, κουνιάδα, πεθερά ή μπατζανάκη ...
αν συμπαθώ κάποιον, αν είμαι με κάποιον ή μόνη μου , αν αντιπαθώ κάποιον...
Δεν είναι αυτός ο σκοπός της σελίδας μου , δεν ενδιαφέρουν κανέναν

τα τόσο προσωπικά μου  γι΄  αυτό και δεν θα τα δει εδώ γραμμένα.


Βρε ίσκιε μου γιατί μ' ακολουθείς;
Δε μ' αφήνεις μόνο μου να τρέχω;
Βρε ίσκιε μου, δε πας να μου χαθείς,
πρέπει κι εσένα σύντροφο να έχω;  

2___ ΔΕΝ με ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι για εμένα, ότι και να λένε
αφού εγώ ξέρω καλά τον εαυτό μου και τι είμαι και το ξέρουν και
οι λίγοι εκείνοι που έχω επιλέξει να είναι δίπλα μου , οπότε
οτιδήποτε αρνητικό και να πει κάποιος που δεν τον ξέρω
παρά μόνο σαν ιντερνετικό όνομα με αφήνει παγερά αδιάφορη.




Ο Έλλην δύο δίκαια
ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι,
εις όποιο θέλει μέρος 

  
3 ___ ΔΕΝ είμαι συμβατικό άτομο , δεν έχω κάνει τίποτα
προβλέψιμο στην ζωή μου και δεν ακολουθώ τις πεπατημένες
παρά φτιάχνω πλέον τις δικές μου διαδρομές που ευχαριστούν εμένα
κι αν αρέσουν σε αυτούς που είναι πλάι μου έχει καλώς αλλιώς
αρνούμαι να προδώσω αυτά που αισθάνομαι και σκέφτομαι.

 
Μου έλεγε ο πατέρας μου
πως σαν γενώ μεγάλος
όλα μου τα παιχνίδια
θα ρίξω στα σκουπίδια
και θα ΄μαι  τότε άλλος
 

4 ___ ΔΕΝ μου αρέσει να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου
και να κρατάω το στόμα μου κλειστό όταν έχω κάτι να πω ακόμα
κι αν αυτό ξέρω πως θα ενοχλήσει εκείνον που θα το ακούσει.
Ενίοτε αν δεν μπορώ να το πω θα το γράψω που είναι ακόμα χειρότερο
αλλά ποιος νοιάζεται ? Μόνο εκείνος που υποτίθεται πως θίγεται
γιατί διαβάζει αλήθειες και του χαλάει η σούπα ... κατά τα άλλα
καλύτερα να υπάρχουν καθαρές εξηγήσεις παρά παρεξηγήσεις.



Όλα σ΄ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα , ελπίδες και σκοποί
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή



5___  ΔΕΝ  δέχομαι να υποτιμούν την νοημοσύνη μου
και αν κάνει κάποιος το λάθος να πάρει την  '' ηθελημένη '' 
ηλιθιοτητά μου για δεδομένη έχει εξοστρακιστεί από τον
στενό κύκλο φωτιάς που εγώ έχω προσκαλέσει να μπει.
 


Λίγο μελάνι και χαρτί και λίγοι πάλι στίχοι
είναι το μόνο δώρο μου οπού θα σου χαρίσω…
Καλά που μου ΄δωσε κι αυτούς η ακριβή μου τύχη,
γιατί αλλιώς δεν θα ΄ξερα πώς να σ΄ ευχαριστήσω 



 6___ ΔΕΝ  αμφισβητώ τις καλές προθέσεις κανενός
που θα αφήσω να πλησιάσει στα όριά μου .... θα
παραμείνω με όλη την καλή μου θέληση προσπαθώντας
να εξαντλήσω κάθε σταγόνα υπομονής  , παρατηρώντας
και μαθαίνοντας, δίνοντας δικά μου κομμάτια ψυχής
προτού απογοητευτώ οριστικώς και γυρίσω την πλάτη μου
 


Βλέπεις αυτόν τον φουκαρά
που με τον ντορβά γυρίζει
και κρυφομουρμουρίζει
για την κακή κατάντια του
και τον πικρό καημό του?
Κροίσος ελέγετο ποτέ κι είχε ευεργέτου πόζα

 
 

7___  ΔΕΝ  αντέχω τον άνθρωπο που για όλα στην ζωή του
γκρινιάζει είτε άντρα , είτε γυναίκα , θεωρώντας πως όλα
τα κακά της ζωής εκείνον βρήκαν , ζητιανεύοντας την ελεημοσύνη
καλών αισθημάτων των άλλων δίχως να βρίσκει τίποτα μέσα του
να δώσει ο ίδιος και συνεχίζοντας να μοιράζει την δυστυχία του
γκρινιάζοντας για το πόσο οι άλλοι τον πληγώνουν αδυνατώντας
να ξυπνήσει ένα πρωινό χαμογελώντας  για το υπέροχο δώρο της ζωής .
 


Εκάηκαν τα βούτυρα, τα μήλα και τ΄ αχλάδια
οι μπάμιες, τα πετρέλαια, τα ραζακιά σταφύλια,
οι λεμονάδες, οι ελιές, το γιάτσο και τα λάδια,
η ζάχαρη κι ο καφές, λουμίνια και φυτίλια
Γιατί ήλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια
να ψήνονται στην αγορά και τ΄ άγουρα πεπόνια

 


Εδώ τελειώνουν τα δικά μου ΔΕΝ
με κόπο και ιδρώτα τα ΄γραψα και άλλα πια ΔΕΝ έχει
για σφήνα ανάμεσα κομμάτια απ΄ του Σουρή τους στίχους μπήκαν
μπορεί να είναι για γέλια, μπορεί και για κλάματα
κανείς ΔΕΝ  ξέρει παρά μόνο εκείνος που θα τα διαβάσει
ετούτα καλά και θα τα καταλάβει.

ΔΕΝ το δίνω κανενός ετούτο το παιχνίδι μια κι όλοι λίγο ή πολύ
το έχετε ήδη παίξει κι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα καμία ουσία πια ΔΕΝ έχει!



                                                                                                                              Levina








18.9.12

λήθη



μεσίστιο το λάβαρό μου κυματίζει
παραδίνεται στων ανέμων την λήθη
καρφωμένο σε λαίμαργο σπήλαιο όρνεων φωλιά
επάνω σε βαμμένο με πορφύρα κόκκινη νερό
αργοσαλεύει  ληστεύοντας  των παρθένων
τα αναβλύζοντα δάκρυα της θλίψης
κάτω από έναν άφεγγο ουρανό
απέναντι σε κάστρο ρημαγμένο που χάνεται
ανάμεσα σε ρίζες  χιλιόχρονων πλατάνων
αναζητώντας χρόνους ένδοξους  παραδομένους
στην αδηφάγο μνήμη ενός ρακένδυτου λαού
που ασάλευτα τον σταυρωτή του προσκυνάει
προσμένοντας να γείρει σε τάφους ανοιχτούς
προσδοκώντας  σε νεκρών Ανάσταση
την ποθητή του λύτρωση.
τόση θλίψη
τόση αγωνία
πονάω

Levina
 



15.9.12

νυχτερινός μονόλογος



άναστρη βραδιά και τόσο άδειος μοιάζει ο ουρανός
την σιωπή σου μ΄  ένα τσιγάρο σαν καπνό μέσα μου
την ρουφάω τα σωθικά μου τα πληγωμένα ν΄ αγκαλιάσει
σα ν΄ ακούω την φωνή σου  '  με θυμό να μου μιλάς
να μου λες για την αρρώστια που στα χέρια μου κρατάω
κι εκεί που έντονα διαφωνούμε εγώ με ένα επιχείρημα
να σε κάνω να σιωπάς … σ΄ αγαπώ
δεν περιμένω να με καταλάβεις, λόγια και σιωπές
μας γέμισαν και πόσο λάθος διαπίστωση για τις ζωές μας
είχες κάνει όταν  να  βάλεις σε χάρτινα κουτιά τις
καρδιές μας προσπαθούσες.
δεν ξέρω πια αν υπάρχεις,  τι  ονειρεύεσαι ή τι κατέχεις
από όσα τόσο ήθελες, δεν ξέρω κάτω από ποιόν ουρανό
το κορμί σου ξεκουράζεις ‘ αν όλα πάνε καλά ή έχεις
ακόμα απωθημένα για τα κομμάτια της αχαρτογράφητης
γης που δεν πρόλαβες να περπατήσεις ή όλα τα έχεις κάνει
και τίποτα πια δεν αναζητάς ‘ ούτε κι εκείνη την μικρή
λεξούλα που σε έκανε να σιωπάς … σ΄ αγαπώ
πόσο ρευστά είναι όλα κι ο χρόνος ‘ να τον μετρήσω πια
δεν προλαβαίνω και μόνο κάτι θύμισες έμειναν να
τριγυρίζουν σαν τον καπνό απ΄ το τσιγάρο μου γύρω
από μένα κι η καύτρα φάρος  να γίνεται 
σε μια σκοτεινή θάλασσα που κάτω από τους βοριάδες
του μυαλού μου ανταριάζεται και να με καταπιεί θέλει
την άκρια απ΄ το τσιγάρο μου σαν τελευταία αναλαμπή
ζωής κρατάω και αποφεύγω μέρες τώρα πια να κοιμηθώ
μήπως και σβήσει  και χαθώ στον σκοτεινό μου ουρανό
και τότε μέσα στην σιωπή θα χαθεί κι η λέξη … σ΄ αγαπώ



Levina










7.9.12

αναχώρηση


Ερήμωσε η παραλία, γκρίζα η αμμουδιά

μοναχικά τα δίδυμα σημάδια των ποδιών μου

κάτω από το πρώτο του ήλιου φως

ξεκάθαρα ξεψυχούν μάταια αναμένοντας  

έναν άνεμο πλανητευτή να τα σαρώσει


μονότονος ο ήχος των νερών τα ήσυχα του Φθινοπώρου

πρωινά κι εγώ περιδιαβαίνοντας πλάθω την φωνή σου

ψίθυρος  για  τις μέρες , τις σκέψεις, τα όνειρα σου

γέρνω το κεφάλι κι ακουμπώ ανάσα στον ώμο σου


άγραφος ο νόμος της σιωπής στα σύννεφα επάνω

εκείνα ν’ αλαργεύουν κι εμένα το μαχαίρι να με σφάζει

να υποφέρουν τα  σγουρόμαλλα τα κύματα

την ώρα που το αίμα  κατακόκκινο μαζί τους σμίγει


καταιγίδα από μετάξι το τελευταίο ρούχο μου πετώ

παγίδα που στην στεριά μαζί σου με κρατούσε

τώρα με γαλήνη τυλίγω τα νερά, τις βουνοκορφές ,

τον άνεμο, στην τρελαμένη μου καρδιά βάζω φωτιά


κι ένα αστέρι ξεπεσμένο απ  την ουρά  τ΄ αρπάζω

μαρμαρωμένο ξεμένει το φεγγάρι να κοιτά την ώρα

που αφήνω τον οδηγό μου να με πάρει έξω από τον

κύκλο που σχημάτισαν τα σημάδια των χεριών σου


Levina