γιατί η θύμησή σου είναι μια ανάσταση για την ψυχή μου
Υπήρχαν ημέρες που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της από την κούραση, αλλά ακόμα
κι αν παραπονιόταν κρυφά με την σκέψη της, συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε πάντα.
Να προχωράει μπροστά, να στέκεται κυματοθραύστης ανάμεσα στους βράχους που απειλούσαν
την ύπαρξη της, ένα κλαρί εκείνη να αντιστέκεται , να λυγίζει στους ανέμους, να σηκώνεται ξανά,
να κλαίει , να γελάει , να φωνάζει, να κλείνεται στην σιωπή της και πάντα να συνεχίζει , ξανά
και ξανά γιατί αυτό της είχαν μάθει να κάνει. Αυτό ήξερε πως έπρεπε να κάνει, να είναι υπεύθυνη,
να μην εγκαταλείπει ακόμα και όταν τα κύματα θα σκέπαζαν το κεφάλι της, ακόμα κι όταν
οι αγέρηδες θα την έριχναν στα γόνατα, ακόμα κι όταν θα νόμιζε πως δεν υπήρχε αύριο.
Δεν ήταν κάτι μοναδικό , μια απλή γυναίκα ήταν … που δεν την σταματούσε τίποτα … ή έτσι πίστευε.
Ο θάνατος δεν την σταμάτησε την πρώτη φορά που ήρθε στην ζωή της, ίσως γιατί δεν πρόλαβε να τον καταλάβει … είχε πολλές υποχρεώσεις και τον έβαλε γρήγορα στο πίσω μέρος του μυαλού της , ήταν
πολύ απασχολημένη για να τον σκεφτεί πως ήρθε και της πήρε ένα πρόσωπο αγαπημένο
και αναντικατάστατο.
Συνέχισε τον αγώνα της, χωρίς να της φτάνει ο χρόνος για να τα κάνει όλα.
Την δεύτερη φορά , τον έβλεπε που ζύγωνε …
τον ζούσε κάθε μέρα για μήνες, τον ανέπνεε,
την φοβέριζε και του έτριζε τα δόντια,
της γελούσε με ειρωνεία και του έδειχνε την γροθιά της,
της έπαιζε κρυφτό και τον κυνηγούσε με τα ίδια της τα χέρια, βουτηγμένα μέσα σε μπουκαλάκια με γεύση πίκρας, βελόνες, χάπια, νυστέρια.
Ούτε τότε κατάλαβε πως έχανε αυτόν τον αγώνα.
Το κατάλαβε το βράδυ που γύρισε , έβαλε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα.
Οι μυρωδιές της αρρώστιας είχαν μείνει ακόμα μέσα, τα ρούχα, το κρεβάτι άστρωτο, το φως ξεχασμένο από την προηγούμενη βραδιά αναμμένο στο κομοδίνο , τα φάρμακα άχρηστα πια στο ψυγείο μα δεν ακουγόταν τίποτα , ούτε αυτό το ραδιοφωνάκι που έπαιζε συνέχεια με παράσιτα σε κάποιο σταθμό ... σιωπή.
Η μοναξιά την χτύπησε στο στομάχι σαν γροθιά !
Ξάπλωσε στο κρεβάτι Της και έκρυψε το πρόσωπο της σε ένα από τα μαξιλάρια παίρνοντας βαθιές ανάσες
να κρατήσει αυτή την μυρωδιά λεβάντας μέσα της. Ξανά και ξανά ανάσαινε για να μην Την ξεχάσει ποτέ.
Τον τελευταίο καιρό της μιλούσε μα Εκείνη δεν την καταλάβαινε … δεν την πείραζε αυτό …
φτάνει που μιλούσε μαζί Της.
Τότε συνειδητοποίησε πως δεν θα ξαναγύριζε ποτέ σε αυτό το δωμάτιο.
Δεν την χώραγε πια ο τόπος αυτός, το σπίτι της, η γειτονιά, η πόλη.
Αυτή την φορά το κύμα την κατάπιε, κούφιο ξύλινο απομεινάρι παράδερνε στην αμμουδιά.
Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει και αυτό έκανε.
Πήρε μαζί της μόνο τις όμορφες από τις αναμνήσεις της, τις άλλες τις πέταξε έξω από το μυαλό της,
πήρε και ότι αγαπούσε κοντά της , πήρε την σιωπή της , πήρε και την μυρωδιά της λεβάντας
και έφυγε από εκείνο το μέρος για πάντα.
Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, μια απλή γυναίκα ήταν … που σταμάτησε να τρέχει … ή έτσι πίστεψε .
Σήμερα μου έλειπες πολύ, ήθελα να ήσουν εδώ να σου μιλήσω, σου μιλάω τώρα, ξέρω πως είσαι κοντά μου, ευλογία η σκέψη της παρουσίας σου.
Ίσως και να μου έλεγες ξανά ... μα δεν έχεις μυαλό στο κεφάλι σου, τι σκέφτεσαι πάλι?
Γιατί να φύγεις τόσο νωρίς?
στην μητέρα μου
Levina