Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "5ο μέρος"
Ήταν ένα όμορφο πρωινό, λίγο μουντό γιατί είχε συννεφιά, αλλά οι ήχοι του δάσους
τους καθησύχαζαν καθώς περπατούσαν στα μονοπάτια των ζώων τραβώντας προς
τον Νότο.
Τίποτα δεν χαλούσε την ησυχία τους, το μονότονο βάδισμα τους, όσο κι αν εκείνη
προσπαθούσε να πιάσει κάποια ένδειξη κινδύνου, δεν υπήρχε τίποτα.
Άπλωνε την σκέψη της μακριά να δει που ήταν Εκείνο και όμως, δεν έπιανε
κανένα δικό του αποτύπωμα στο μυαλό της, σαν να είχε εξαφανιστεί εντελώς
από την εμβέλεια που θα μπορούσε να συλλάβει την ύπαρξη του.
Ούτε αυτό της άρεσε, ήταν απόλυτα σίγουρη πως ήταν ζωντανό, πως κάπου
κρυβόταν , πως είχε καταφέρει να την παραπλανήσει, τόσο καιρό που ήταν με
τον άντρα και είχε μειώσει την προσοχή της, δεν έδινε τόση σημασία σε αυτό,
αν το είχε κάνει θα ήξερε τώρα που ήταν και δεν θα ξαφνιαζόταν με την
εξαφάνισή του. Σταμάτησαν μετά από δυο ώρες πορεία στην άκρη ενός ξέφωτου
να πιούνε νερό και να ξεκουραστούν, όμως και πάλι δεν μπόρεσε να εντοπίσει
τα ίχνη του !
Τα σύννεφα είχαν φύγει από τον ουρανό και ο ήλιος ήταν τόσο έντονος
που ακόμα και το πυκνό δάσος φαινόταν να λούζεται σε ένα απόκοσμο
χρυσαφένιο φως που έσβηνε τις σκιές και τραβούσε τα σκοτάδια.
Όταν μετά από αρκετές ώρες περπάτημα ο άντρας έγειρε εξαντλημένος
σε ένα δέντρο με τα πόδια του να τρέμουν από κούραση , εκείνη έγινε για
μια ακόμα φορά το στήριγμα του, σε λίγο θα έβγαιναν στον δρόμο και όλο
και κάποιο αμάξι θα βρισκόταν να τους πάρει για την πόλη!
Τον είχε κάνει μόνη της τόσες φορές αυτόν τον δρόμο , όμως εκείνη ήταν
γρήγορη, δεν καθυστερούσε και δεν χρειαζόταν πάνω από μια ώρα για να
φτάσει , όχι ολόκληρη μέρα!
Σουρούπωνε όταν είδε μακριά τον αυτοκινητόδρομο να κατηφορίζει σαν
μαύρο φίδι την πλαγιά του βουνού. Ο άντρας γέλασε ευχαριστημένος και
εκείνη αναστέναξε ανακουφισμένη που είχαν φτάσει μέχρι εκεί χωρίς
απρόοπτες συναντήσεις στον δρόμο τους.
Ήταν πολύ κουρασμένος πια, τόσο εξαντλημένος που με το ζόρι τραβούσε
τα πόδια του στο κάθε του βήμα και εκείνη σήκωνε ολόκληρο το βάρος του σχεδόν
μέχρι που πέρασαν και το τελευταίο κομμάτι δάσους και έφτασαν στον δρόμο.
« Επιτέλους , τα καταφέραμε αγάπη μου! σύντομα θα είμαστε στο σπίτι μας,
φτάνει να περάσει κάποιο αυτοκίνητο να μας πάρει! »
Ήταν πραγματικά χαρούμενος που θα ξαναβρισκόταν πίσω, θα είχε πολλές
ημέρες μπροστά του να σκέφτεται την περιπέτειά του αυτή, να θυμηθεί τι έγινε,
πως επέζησε, πως γνώρισε αυτή την γυναίκα που ήταν η σωτηρία του.
Θα είχε την ευκαιρία να την κάνει να του ανοίξει την καρδιά της, να του μιλήσει
επιτέλους, να του λύσει όλες αυτές τις απορίες που είχαν γίνει ποτάμι μέσα του .
Γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα επάνω του.
Είδαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου που ερχόταν από μακριά.
Μια νταλίκα που κατέβαινε φορτωμένη ξυλεία για την πόλη.
« Σ αγαπώ » άκουσε την γουργουριστή φωνή της να του ψιθυρίζει
και γύρισε να της χαμογελάσει.
« Και εγώ σ αγαπώ » της απάντησε και την έσφιξε επάνω του, αφήνοντας
ένα ανάλαφρο φιλί στα χείλη της.
Η νταλίκα ήταν πιο κοντά , σήκωσε και τα δυο του χέρια και στάθηκε στην
μέση της ασφάλτου για να τους δει ο οδηγός της.
Με ένα δυνατό τρίξιμο των φρένων το βαρύ όχημα σταμάτησε και ένα
χοντρό γελαστό πρόσωπο βγήκε από το παράθυρο.
« Τι κάνεις εδώ στην ερημιά? Έμεινε το αμάξι σου?» Ρώτησε τον άντρα
« Θα μας πάρεις μέχρι πιο κάτω? Όπου πάς … έχουμε χαθεί.»
Ο οδηγός τον κοίταξε επιφυλακτικά.
« Ποιους να πάρω, εσύ είσαι μόνο!»
« Εμένα και …» γύρισε να κοιτάξει εκεί που την είχε αφήσει, αλλά δεν
υπήρχε κανένας. Εκείνη είχε χαθεί , δεν υπήρχε τίποτα να δηλώνει την
παρουσία της, πως είχε υπάρξει έστω και για λίγα λεπτά δίπλα του.
Έξαλλος από τον θυμό του όρμησε προς το δάσος.
Φώναζε το όνομα της, ήταν σίγουρος πως κάπου είχε κρυφτεί , πως τον άκουγε αλλά
δεν θα παρουσιαζόταν, έπρεπε να το καταλάβει πως δεν θα τον ακολουθούσε,
του το έδειχναν τα σημάδια της από το προηγούμενο βράδυ που τον αγκάλιαζε με
τόση απελπισία, του το έλεγε ο πανικός στο βλέμμα της, τα λόγια της που έτρεμαν,
ακόμα και αυτό το τελευταίο σ αγαπώ που του είπε. Γιατί της άφησε το χέρι?
Αν την κρατούσε δεν θα μπορούσε να του το σκάσει.
« Εε φίλε, θα έρθεις?»
Η φωνή του οδηγού τον συνέφερε. Δεν ωφελούσε να ψάχνει, νύχτωνε, αν εκείνη
ήταν αποφασισμένη να μείνει εκεί δεν θα μπορούσε να της αλλάξει γνώμη.
Όχι αυτή την ώρα.
Γύρισε στο όχημα που τον περίμενε με αναμμένα όλα του τα φώτα.
Είχε νυχτώσει πια, ανέβηκε με κόπο στην θέση του συνοδηγού ρίχνοντας μια
τελευταία ματιά πίσω του.
« Θα ξαναγυρίσω, σύντομα θα με δεις ξανά μπροστά σου!» της υποσχέθηκε την ώρα
που ο οδηγός έλυνε το χειρόφρενο και η νταλίκα έπαιρνε τον δρόμο της .
Βγήκε από τις σκιές μόνο για να δει τα πίσω φώτα του οχήματος που τον έπαιρνε μακριά.
Στάθηκε για λίγο στην μέση του δρόμου, μύρισε τον αέρα γύρω της και έπιασε μια αχνή
μυρωδιά κινδύνου. Εκείνο βρισκόταν και πάλι κάπου εκεί! Ήταν μεγάλη η απόσταση,
γιατί μπορούσε να νοιώσει λίγο την παρουσία του αλλά και αυτό της έφτανε.
Φοβήθηκε μήπως ακολουθήσει τον άντρα αλλά μετά κατάλαβε πως Εκείνο δεν
ενδιαφερόταν γι΄ αυτόν, την δική της θολή εικόνα διέκρινε στην σκέψη του.
Μπήκε ανάμεσα στα δέντρα, έβγαλε τα ρούχα της και τα έκανε ένα μικρό δέμα που
το έδεσε με την ζώνη της φούστας της γύρω από την μέση της και μετά άρχισε να
τρέχει ξέφρενα στο δάσος, πηδώντας επάνω από τα εμπόδια, από βράχια και
αγκαθωτούς θάμνους, προσπερνώντας τα ρυάκια και τα μονοπάτια των άγριων ζώων.
Οι μυς του κορμιού της φούσκωσαν, το πρόσωπο της παραμορφώθηκε σε μια μάσκα ζώου
με δυνατά σαγόνια που μπορούσαν να σπάνε χοντρά κοκάλα και να τεμαχίζουν σάρκες ,
τα χέρια και τα πόδια της είχαν μακριά κυρτά νύχια που μπορούσαν να σκίσουν το
σκληρό δέρμα ακόμα και μιας αρκούδας , η ταχύτητά της ήταν επάνω από ενός πούμα
και η αντοχή της δεκαπλάσια . Ήταν μια φονική μηχανή. Το τέλειο γενετικό πείραμα ,
θα μπορούσε να τρέχει , να σκοτώνει , να κρύβεται , να μεταμορφώνεται ακούραστα
για ώρες … έκανε αυτό το οποίο την προγραμμάτισαν να κάνει … να είναι ανίκητη
από κάθε φυσιολογικό πλάσμα .
Μέχρι να βγει το φεγγάρι και να φτάσει στην μέση του ξάστερου ουρανού εκείνη ήταν
ήδη στο κατώφλι της καλύβας της. Γυναίκα πια, στάθηκε να φορέσει ξανά τα ρούχα της
με μια περίεργη σεμνοτυφία και ας μην ήταν κανένας εκεί πια για να την δει, ακόμα
και η ίδια παραξενεύτηκε με αυτή την συμπεριφορά της.
Άνοιξε την πόρτα , μπήκε μέσα και για πρώτη φορά η μοναξιά την χτύπησε σαν γροθιά
στο πρόσωπο. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της όταν άναψε την φωτιά
και πάλι στην εστία της.
Όταν πήγε να χωθεί στα στρωσίδια που το προηγούμενο βράδυ εκείνος την κρατούσε
αγκαλιά και είχαν την μυρωδιά του έκλαιγε πια με λυγμούς.
Κάπως έτσι την πήρε ο ύπνος.
Ένας ύπνος χωρίς όνειρα, χωρίς σκέψεις, χωρίς φόβο.
Ένας ύπνος νεκρός.
Η διάθεσή της ήταν ακόμα χειρότερη το πρωί που ξύπνησε, δεν ήθελε να σηκωθεί
και καθόταν ξαπλωμένη , βυθισμένη στις σκέψεις και τις αναμνήσεις της μέχρι που
η ανάγκη να βγει έξω έγινε επιτακτική . Μύριζε τον αέρα , συγκεντρωνόταν να βρει
που είχε κρυφτεί Εκείνο και το έπιανε να παραμένει μακριά της να παραμονεύει την
κάθε της σκέψη , την κάθε της κίνηση.
Παραξενεύτηκε, δεν ήταν η συνηθισμένη του συμπεριφορά αυτή, δεν συνήθιζε να
κρύβεται έτσι , να μένει τόσο μακριά , είχε μάθει να το μυρίζει γύρω της, να σκέφτεται
τις σκέψεις του και τώρα από τόσο μακριά δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά πράγματα.
Είχε μάθει καλά πια να της κρύβεται !! γινόταν όλο και πιο επικίνδυνο.
Την ώρα που σηκώθηκε από την πρωινή της ανάγκη της ήρθε ναυτία και όταν έφτιαξε
ένα ζεστό τσάι για να πιει μόνο στην μυρωδιά του έτρεξε γρήγορα έξω και άδειασε
το στομάχι της στο χώμα.
Πρέπει να είμαι κρυωμένη σκέφτηκε και πήγε εκεί που φύλαγε τα βότανα της για να
φτιάξει ένα καταπραϋντικό για το στομάχι .
Δεν ήταν ώρα να αρρωστήσει , να γίνει αδύναμη.
Έμεινε με το χέρι μετέωρο ανάμεσα στα ράφια με τα μυρωδικά της. Πόσο καιρό είχε
να δει το αίμα του κύκλου της? Το είχε ξεχάσει ολότελα !
Η ανακάλυψη την ξάφνιασε τόσο που παραπάτησε και βρέθηκε να κάθεται κατάχαμα
πλάι στην φωτιά και να τρέμει σύγκορμη.
Εκείνο ξέρει … σκέφτηκε και στο συμπέρασμα αυτό αγκάλιασε με τα δυο της χέρια το κορμί της .
Γι αυτό δεν πλησιάζει, το ξέρει πως περιμένω παιδί, το ένοιωσε πριν από μένα!!!
Ήταν τόσο σίγουρη για το συμπέρασμα της ώστε ένοιωσε στο μυαλό της το γέλιο Του.
Την κορόιδευε!
Ήξερε πόσο ανήμπορη θα γινόταν τους επόμενους μήνες, ήξερε πως δεν θα μπορούσε
να προστατέψει τον εαυτό της και το μωρό , να το μεγαλώσει εκεί με Αυτό να τριγυρνά
στο δάσος της, ήξερε τι θα την πονούσε περισσότερο από όλα , να γίνει μητέρα και
να χάσει το παιδί της!
Σε κάθε της συμπέρασμα το μυαλό της συλλάμβανε τα κύματα της κοροϊδίας Του.
Θα έμενε μακριά της, θα την άφηνε να εφησυχάζει προτού επιστρέψει ξανά και
διεκδικήσει την ζωή της και την ζωή που θα έφερνε στον κόσμο. Απύθμενο το μίσος του
για κάθε τι με ανθρώπινη υπόσταση, για τα πλάσματα που πέτυχαν εκεί που
Εκείνο είχε αποτύχει. Όμως όσο δυνατό και να ήταν , όσο να είχε εξελιχθεί η εξυπνάδα του
δεν μπορούσε να φτάσει την δική της δύναμη ούτε και την εξαιρετική ανθρώπινη
εφυία που διέθετε η ίδια.
Κλείδωσε τις σκέψεις της και Το ένοιωσε να απορεί , να ψάχνει να βρει το μυαλό της,
άκουγε τα μουγκρητά του….
«Είσαι ένα αποτυχημένο πλάσμα » του έστειλε η σκέψη της το μήνυμα ….
Το άκουσε να βρυχάται …
«Δεν θα γίνεις ποτέ σου ξανά άνθρωπος »
Εκείνο έξυνε με τα νύχια του το χώμα, άφηνε βαθιές πληγές στους κορμούς των δέντρων …
«Όλοι θα σε σιχαίνονται , θέλουν να εξαφανιστείς »
Στριφογύριζε, μούγκριζε πονεμένα , ήξερε πως με αυτά τα λόγια του θύμιζε την
αποκρουστική μορφή του .
-πονάει – σκέφτηκε – αγάπη θέλει όπως εγώ – σφράγισε αμέσως το μυαλό της για να μη
διαβάσει Εκείνο πως έστω και για λίγο το λυπήθηκε.
«Κανένας δεν θα σε αγαπήσει όπως αγάπησαν εμένα » του έστειλε το τελευταίο μήνυμα .
Το ουρλιαχτό του αυτή την φορά ήταν σαν βροντή στα αυτιά της και ας ερχόταν από
εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά , το μίσος του σαν βαριά μυρωδιά την τύλιξε και
επιτέλους το ένοιωσε να ξεκινά ασυγκράτητο να επιστρέψει στο δάσος της.
Το ποδοβολητό του ήταν ο πιο όμορφος ήχος στο μυαλό της.
Σε μια μέρα, ίσως δυο θα έφτανε και εκείνη θα το περίμενε για την τελική τους σύγκρουση.
Δεν είχε πολύ χρόνο στην διάθεση της να ετοιμαστεί, αλλά θα έκανε ότι μπορούσε να στήσει
τις παγίδες της, να κλείσει την σκέψη της αφήνοντας έξω ότι αγαπούσε και να τροφοδοτεί
μόνο την φωτιά του μίσους που ένοιωθε Εκείνο ώστε να ακούει τις αντιδράσεις του.
Ξημερώματα στάθηκε όρθια στο ξέφωτο έξω από το καταφύγιό της.
Άφησε τον ήλιο που βγήκε πίσω από την κορυφογραμμή να ντύσει με την ζεστασιά του
το γυμνό της κορμί , έστησε αυτί να αφουγκραστεί τους γνώριμους ήχους του δάσους γύρω της.
Ίσως αυτό να ήταν το τελευταίο πρωινό της σύντομης ζωής της !
Ίσως … όμως δεν την ένοιαζε αυτό, τι σημασία είχε πια η ζωή της αν ήταν να την περάσει
μέσα στον φόβο για την επόμενη μέρα?
Στα χρυσά της μάτια γυάλιζε η ένταση, Εκείνο πλησίαζε.
Άκουγε στις σκέψεις της τα μουγκρητά του, έπιανε τους ήχους του την ώρα που έσπαγαν
τα κλαριά κάτω από τα βαριά του πέλματα, και όταν τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά
περνώντας του χείμαρρους. Για πρώτη φορά δεν προσπαθούσε να βρει τρόπους να την ξεγελάσει !
Το μόνο που ήθελε ήταν να την βουτήξει στα νύχια του, με τα δόντια του να ξεσκίσει
τις σάρκες της και ο ερχομός του έφτανε στο μυαλό της σαν τις βροντές του ουρανού
πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
Με ένα πήδο χάθηκε και αυτή μέσα στις σκιές … είχε έρθει η ώρα για την τελική αναμέτρηση ! _
Τέλος του Κεφαλαίου.
Θέλω πραγματικά να σας ευχαριστήσω για όσα σχόλια γράψατε όλοι
γι αυτή την ιστορία. Μου δώσατε την ικανότητα να δω και εγώ
με μια διαφορετική ματιά τα μικρά μου δημιουργήματα.
Όπως θα έχετε καταλάβει η ιστορία αυτή δεν τελειώνει εδώ !
Ότι έδωσα μέσα από το blog μου αποτελεί ένα μικρό κομμάτι
μιας μεγαλύτερης ιστορίας που υπάρχει ήδη στο μυαλό μου,
έχει γραφεί ήδη ένα μέρος της και απομένει να ολοκληρωθεί ,
ελπίζω το συντομότερο δυνατό.
Για το μετά δεν έχω σκεφτεί ακόμα την πορεία της, όποια και να είναι όμως,
εγώ μένω ικανοποιημένη πως έγινε πραγματικότητα ένα ονειρό μου.
Να γράψω κάτι μεγαλύτερο και πιο ολοκληρωμένο και στα πλαίσια
που μπορούσα να το δώσω μέσα στην σελίδα μου , να βρει την αποδοχή σας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Levina_