2.4.12

στην νύχτα μου





Έσπασα τους γυάλινους  καθρέφτες μου 
το είδωλο μου  αντικρίζω θολό ανεστραμμένο
μέσα  στων ματιών σου  τις γαλάζιες ίριδες

Τις  άγρυπνες νύχτες με τρόμαζε
η αντανάκλαση  στην αλήθεια 
που έβγαινε γυμνή 
δίχως  την προστασία του δέρματος,
Οστέινες απολήξεις
να καλύπτουν πάλλουσα καρδιά 
την  δύσκολη ώρα
που  τα νυστέρια των λόγων
την χάραζαν μετρώντας 
μήνες, χρόνια, ανάσες .

Κουραστικό να μετράς τον χρόνο
με την ανθρώπινη διάσταση
στην σημασία του σήμερα
πως μόνο εσύ υπήρξες,
υπάρχεις, θα υπάρχεις

Κουραστική  η αναμονή
των όσων θα  έλεγες 
και σβήστηκαν μέσα σου
πριν ακόμα περάσουν
το φράγμα των χειλιών σου

Κουραστικές οι ελπίδες
που  στοχεύουν  τα σύννεφα 
μα  έχουν διάρκεια ζωής 
όσο να  ξεδιπλώσει 
μια πεταλούδα τα φτερά της,
να πετάξει 
κάτω από  την ζεστασιά του ήλιου
και η νύχτα  να την μοιράσει
κομμάτια σε μυρμηγκιών φωλιά.

Καταλήγω αφιέρωμα να κάνω
στην νυχτερινή σιωπή ...
κι αυτή την ακυρώνουν οι ήχοι
από τα κρύσταλλα του μόμπιλε
που παίζουν ανάλαφρα στην πόρτα
και τ΄ άγρια γαυγίσματα 
από τους φύλακες που κυνηγάνε
φαντάσματα κι  ατίθασους ανέμους.


Levina






30.3.12

ότι έρχεται ...




Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ζωή μας
Υπάρχουν πρόσωπα που τα συναντάμε
και ανακαλύπτουμε πως για κάποιο λόγο ήρθαν
την συγκεκριμένη χρονική στιγμή
και μας έδωσε κάτι η παρουσία τους.
Καλό ή κακό … έχει σημασία?
Υπάρχουν πρόσωπα που ζούμε μαζί τους
και όμως η μόνη προσφορά τους είναι
η σταθερή τους παρουσία φαινομενικά αδιάφορη
και ίσως βαρετή , συνηθισμένη και όμως πάντα εκεί ,
σαν τις γκρίζες τσιμεντένιες προβλήτες στα λιμάνια
που κανένας δεν τους δίνει σημασία
δεν τις φωτογραφίζει σαν αξιοθέατο
και όμως είναι τελικά το πιο σημαντικό στοιχείο, 
σε αυτές αράζουν τα καράβια.
Υπάρχουν πρόσωπα που έρχονται για πολύ λίγο,
απλά και μόνο για να δώσουν την αύρα της παρουσίας τους ,
 να ξυπνήσουν μνήμες, αισθήσεις, αισθήματα
και να φύγουν το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθαν
αφήνοντας μόνο αναμνήσεις.
Καλές ή κακές  … έχει σημασία?
Όχι
Τίποτα δεν έχει σημασία αν μπορείς να πάρεις 
οτιδήποτε σου δίνεται , να το αξιολογήσεις
και να το τοποθετήσεις στην θέση που πραγματικά ανήκει.
Να γελάσεις με αυτό ή να κλάψεις γι αυτό
Να ονειρευτείς με αυτό ή να προσγειωθείς ανώμαλα από αυτό
Σε ότι ζούμε,
για ότι ζούμε,
για όσο ζούμε
να λέμε ευχαριστώ …
αυτό έχει σημασία





                                                                                                                                           Levina








26.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "5ο μέρος"

Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "5ο μέρος"


Ήταν ένα όμορφο πρωινό,  λίγο μουντό γιατί είχε συννεφιά, αλλά  οι ήχοι του δάσους
τους καθησύχαζαν καθώς περπατούσαν στα μονοπάτια των ζώων τραβώντας προς
τον Νότο.
Τίποτα δεν χαλούσε την ησυχία τους, το μονότονο βάδισμα τους, όσο κι αν εκείνη
προσπαθούσε να πιάσει  κάποια ένδειξη κινδύνου, δεν υπήρχε τίποτα. 
Άπλωνε την σκέψη της μακριά να δει που ήταν Εκείνο και όμως, δεν έπιανε
κανένα δικό του αποτύπωμα στο μυαλό της, σαν να είχε εξαφανιστεί εντελώς
από την εμβέλεια που θα μπορούσε να συλλάβει την ύπαρξη του.
Ούτε αυτό της άρεσε, ήταν απόλυτα σίγουρη πως ήταν ζωντανό, πως κάπου
κρυβόταν , πως είχε καταφέρει να την παραπλανήσει,  τόσο καιρό που ήταν με
τον άντρα  και  είχε  μειώσει την προσοχή της,  δεν έδινε τόση σημασία  σε αυτό,
αν το είχε κάνει θα ήξερε τώρα που ήταν και δεν θα ξαφνιαζόταν με την
εξαφάνισή του. Σταμάτησαν  μετά από δυο ώρες πορεία  στην άκρη ενός ξέφωτου
να  πιούνε νερό   και να ξεκουραστούν, όμως και πάλι δεν μπόρεσε να εντοπίσει 
τα ίχνη του !
Τα  σύννεφα είχαν φύγει από τον ουρανό και ο ήλιος  ήταν  τόσο έντονος
που ακόμα και το πυκνό δάσος φαινόταν  να λούζεται σε  ένα  απόκοσμο
χρυσαφένιο φως που  έσβηνε τις σκιές και τραβούσε  τα σκοτάδια.

Όταν μετά από  αρκετές ώρες περπάτημα  ο άντρας έγειρε εξαντλημένος 
σε ένα δέντρο  με τα πόδια του να τρέμουν από κούραση , εκείνη έγινε για
μια ακόμα φορά το στήριγμα του,  σε λίγο θα  έβγαιναν στον δρόμο και όλο
και κάποιο αμάξι θα βρισκόταν να τους πάρει για την πόλη!
Τον είχε κάνει μόνη της τόσες φορές αυτόν τον δρόμο , όμως εκείνη ήταν
γρήγορη, δεν καθυστερούσε και δεν χρειαζόταν πάνω από μια ώρα για να
φτάσει , όχι ολόκληρη μέρα!


Σουρούπωνε όταν είδε μακριά τον αυτοκινητόδρομο να κατηφορίζει σαν 
μαύρο φίδι την πλαγιά του βουνού. Ο άντρας γέλασε ευχαριστημένος και
εκείνη  αναστέναξε ανακουφισμένη που είχαν φτάσει μέχρι εκεί χωρίς
απρόοπτες συναντήσεις στον δρόμο τους.
Ήταν πολύ κουρασμένος πια, τόσο εξαντλημένος που με το ζόρι τραβούσε
τα πόδια του στο κάθε του βήμα και εκείνη σήκωνε ολόκληρο το βάρος του σχεδόν 
μέχρι που  πέρασαν και το τελευταίο κομμάτι δάσους και έφτασαν στον δρόμο.
«   Επιτέλους  , τα καταφέραμε  αγάπη μου! σύντομα θα είμαστε  στο σπίτι μας,
φτάνει να περάσει κάποιο αυτοκίνητο να μας πάρει! »
Ήταν πραγματικά χαρούμενος που  θα ξαναβρισκόταν  πίσω,  θα είχε πολλές
ημέρες μπροστά του να σκέφτεται την περιπέτειά του αυτή, να  θυμηθεί τι έγινε, 
πως επέζησε, πως γνώρισε  αυτή την γυναίκα που ήταν η σωτηρία του.
Θα είχε την ευκαιρία να  την κάνει να του ανοίξει την καρδιά της, να του μιλήσει
επιτέλους, να του λύσει όλες αυτές τις απορίες που  είχαν γίνει ποτάμι μέσα του .

Γύρισε και την κοίταξε.  Τα μάτια της  ήταν καρφωμένα επάνω του.
Είδαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου που ερχόταν   από μακριά.
Μια νταλίκα που κατέβαινε  φορτωμένη ξυλεία  για την  πόλη.
«   Σ αγαπώ »  άκουσε την γουργουριστή φωνή της να του  ψιθυρίζει
και γύρισε να της χαμογελάσει.
«   Και εγώ σ αγαπώ » της απάντησε και την έσφιξε επάνω του, αφήνοντας
ένα  ανάλαφρο φιλί στα χείλη της.
Η νταλίκα ήταν  πιο κοντά ,  σήκωσε και τα δυο του χέρια και στάθηκε στην
μέση της ασφάλτου για να τους δει ο οδηγός της.
Με ένα δυνατό τρίξιμο των φρένων το βαρύ  όχημα σταμάτησε  και ένα  
χοντρό  γελαστό πρόσωπο βγήκε από το παράθυρο.
«   Τι  κάνεις εδώ στην ερημιά? Έμεινε το αμάξι σου?»  Ρώτησε τον άντρα
«   Θα μας πάρεις  μέχρι πιο κάτω? Όπου πάς … έχουμε χαθεί.»
Ο οδηγός τον κοίταξε  επιφυλακτικά.
«   Ποιους να πάρω, εσύ είσαι μόνο!»
«   Εμένα και  …»  γύρισε να κοιτάξει  εκεί που την είχε αφήσει, αλλά δεν
υπήρχε κανένας. Εκείνη είχε χαθεί , δεν υπήρχε τίποτα να δηλώνει την
παρουσία της, πως είχε υπάρξει έστω και για λίγα λεπτά δίπλα του.
Έξαλλος  από τον θυμό του  όρμησε προς το δάσος.


Φώναζε το όνομα της, ήταν σίγουρος πως κάπου είχε κρυφτεί , πως τον άκουγε αλλά 
δεν θα παρουσιαζόταν, έπρεπε να το καταλάβει πως δεν  θα τον ακολουθούσε, 
του το έδειχναν τα σημάδια της από το προηγούμενο  βράδυ που τον αγκάλιαζε με
τόση απελπισία,  του το έλεγε ο πανικός στο βλέμμα της,  τα λόγια της που έτρεμαν,
ακόμα και αυτό το τελευταίο σ αγαπώ που του είπε. Γιατί της άφησε το χέρι?
Αν την κρατούσε δεν θα μπορούσε να του το σκάσει.
«  Εε φίλε,  θα έρθεις?»
Η φωνή του οδηγού τον συνέφερε.  Δεν ωφελούσε να  ψάχνει, νύχτωνε, αν εκείνη
ήταν αποφασισμένη να  μείνει εκεί  δεν θα μπορούσε να της αλλάξει γνώμη.
Όχι αυτή την ώρα.
Γύρισε στο  όχημα που  τον περίμενε με αναμμένα όλα του  τα φώτα.
Είχε νυχτώσει πια, ανέβηκε  με κόπο στην θέση του συνοδηγού ρίχνοντας μια
τελευταία ματιά πίσω του.
«  Θα ξαναγυρίσω, σύντομα θα με δεις ξανά μπροστά σου!»  της υποσχέθηκε την ώρα
που  ο οδηγός έλυνε το χειρόφρενο και η νταλίκα έπαιρνε τον δρόμο  της .

Βγήκε από τις σκιές μόνο για να δει τα πίσω φώτα   του  οχήματος  που τον έπαιρνε  μακριά.
Στάθηκε για λίγο στην μέση του δρόμου,  μύρισε τον αέρα γύρω της και έπιασε μια αχνή 
μυρωδιά  κινδύνου. Εκείνο  βρισκόταν και πάλι κάπου  εκεί!  Ήταν μεγάλη η απόσταση,
γιατί  μπορούσε να νοιώσει  λίγο  την παρουσία του αλλά και αυτό της έφτανε.
Φοβήθηκε μήπως ακολουθήσει τον άντρα αλλά μετά  κατάλαβε πως Εκείνο δεν
ενδιαφερόταν γι΄ αυτόν, την δική της θολή εικόνα διέκρινε στην σκέψη του.

Μπήκε ανάμεσα στα δέντρα,  έβγαλε τα ρούχα της και τα έκανε ένα μικρό δέμα που
το έδεσε με την ζώνη της φούστας της γύρω από την μέση της  και μετά  άρχισε να
τρέχει  ξέφρενα  στο δάσος,  πηδώντας επάνω από τα εμπόδια, από βράχια και 
αγκαθωτούς θάμνους,  προσπερνώντας  τα ρυάκια και τα μονοπάτια των άγριων ζώων.
Οι μυς του κορμιού της  φούσκωσαν, το πρόσωπο της  παραμορφώθηκε σε μια μάσκα ζώου
με δυνατά σαγόνια που μπορούσαν να σπάνε  χοντρά κοκάλα και να τεμαχίζουν σάρκες ,
τα χέρια και τα πόδια της  είχαν  μακριά κυρτά νύχια  που  μπορούσαν να σκίσουν  το
σκληρό δέρμα ακόμα και μιας αρκούδας , η  ταχύτητά της ήταν επάνω  από ενός πούμα
και η αντοχή της  δεκαπλάσια . Ήταν μια φονική μηχανή. Το τέλειο γενετικό πείραμα ,
θα μπορούσε να τρέχει , να  σκοτώνει , να κρύβεται , να μεταμορφώνεται  ακούραστα
για ώρες …  έκανε αυτό το οποίο την προγραμμάτισαν  να κάνει … να είναι ανίκητη
από κάθε φυσιολογικό πλάσμα  .

 Μέχρι να βγει το φεγγάρι και να φτάσει  στην μέση του ξάστερου ουρανού εκείνη ήταν
ήδη στο κατώφλι της καλύβας της. Γυναίκα πια,  στάθηκε να φορέσει ξανά τα ρούχα της
με μια περίεργη σεμνοτυφία και ας μην ήταν κανένας  εκεί πια για να την δει,  ακόμα
και η ίδια παραξενεύτηκε με αυτή την συμπεριφορά της.
Άνοιξε την πόρτα , μπήκε μέσα και για πρώτη φορά η μοναξιά την χτύπησε  σαν  γροθιά
στο πρόσωπο.  Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της όταν άναψε την φωτιά
και πάλι στην εστία της.
Όταν  πήγε να χωθεί στα  στρωσίδια  που το προηγούμενο βράδυ εκείνος την κρατούσε
αγκαλιά  και είχαν την μυρωδιά του έκλαιγε πια με λυγμούς.
Κάπως έτσι την πήρε ο ύπνος.
Ένας ύπνος χωρίς όνειρα,  χωρίς σκέψεις, χωρίς φόβο.
Ένας ύπνος νεκρός.
Η διάθεσή της ήταν ακόμα  χειρότερη το πρωί που ξύπνησε,  δεν ήθελε  να σηκωθεί
και καθόταν  ξαπλωμένη , βυθισμένη στις σκέψεις και τις αναμνήσεις  της μέχρι που 
η ανάγκη να βγει έξω  έγινε επιτακτική .  Μύριζε τον αέρα , συγκεντρωνόταν να βρει
που είχε κρυφτεί  Εκείνο και το έπιανε να παραμένει μακριά της να παραμονεύει την
κάθε της σκέψη , την κάθε της κίνηση. 
Παραξενεύτηκε, δεν ήταν η συνηθισμένη του συμπεριφορά αυτή,  δεν συνήθιζε να
κρύβεται έτσι , να  μένει τόσο μακριά ,  είχε μάθει να το μυρίζει γύρω της, να  σκέφτεται
τις σκέψεις του και τώρα από τόσο μακριά δεν μπορούσε να  καταλάβει πολλά πράγματα.
Είχε μάθει καλά πια να της κρύβεται  !! γινόταν  όλο και πιο επικίνδυνο.

Την ώρα που σηκώθηκε από την πρωινή της ανάγκη της ήρθε  ναυτία και όταν  έφτιαξε
ένα  ζεστό τσάι για να πιει  μόνο στην μυρωδιά του  έτρεξε γρήγορα έξω και  άδειασε
το στομάχι της στο χώμα.
Πρέπει να είμαι κρυωμένη σκέφτηκε και πήγε εκεί που φύλαγε τα βότανα της για να
φτιάξει ένα καταπραϋντικό για το στομάχι .
Δεν ήταν ώρα να αρρωστήσει ,  να γίνει αδύναμη.
Έμεινε με το χέρι μετέωρο ανάμεσα στα  ράφια με τα μυρωδικά της. Πόσο καιρό είχε
να δει το αίμα του κύκλου της?  Το είχε ξεχάσει  ολότελα !
Η ανακάλυψη την ξάφνιασε τόσο που  παραπάτησε και βρέθηκε να κάθεται κατάχαμα 
πλάι στην  φωτιά   και να τρέμει σύγκορμη.
Εκείνο ξέρει … σκέφτηκε και  στο συμπέρασμα αυτό  αγκάλιασε με τα δυο της χέρια το κορμί της .
Γι αυτό δεν πλησιάζει, το ξέρει πως  περιμένω παιδί,  το ένοιωσε πριν από μένα!!! 
Ήταν τόσο σίγουρη για το συμπέρασμα της  ώστε  ένοιωσε  στο μυαλό  της  το γέλιο  Του. 
Την κορόιδευε! 

Ήξερε πόσο ανήμπορη θα γινόταν τους επόμενους μήνες, ήξερε πως δεν θα  μπορούσε
να προστατέψει τον εαυτό της και το μωρό , να το μεγαλώσει εκεί  με  Αυτό να τριγυρνά 
στο δάσος της,  ήξερε τι θα την πονούσε  περισσότερο από όλα , να γίνει μητέρα και
να χάσει το παιδί της!
Σε κάθε της συμπέρασμα  το μυαλό της συλλάμβανε τα κύματα  της κοροϊδίας Του.
Θα έμενε μακριά της, θα την άφηνε να  εφησυχάζει προτού  επιστρέψει ξανά  και
διεκδικήσει  την ζωή της και την ζωή που θα έφερνε στον κόσμο. Απύθμενο το μίσος του
για κάθε τι  με ανθρώπινη υπόσταση, για τα πλάσματα που  πέτυχαν εκεί που
Εκείνο είχε αποτύχει.  Όμως όσο δυνατό και να  ήταν ,  όσο να είχε εξελιχθεί η εξυπνάδα του 
δεν μπορούσε να φτάσει  την δική της δύναμη  ούτε και την εξαιρετική ανθρώπινη 
εφυία που  διέθετε  η ίδια.

Κλείδωσε τις σκέψεις της και  Το ένοιωσε να  απορεί , να ψάχνει  να βρει το μυαλό της,
άκουγε τα μουγκρητά του…. 

«Είσαι  ένα  αποτυχημένο πλάσμα »   του έστειλε   η σκέψη της το μήνυμα ….
Το άκουσε να βρυχάται … 

«Δεν θα γίνεις ποτέ σου ξανά άνθρωπος »
Εκείνο έξυνε με τα νύχια του το χώμα,  άφηνε βαθιές πληγές στους κορμούς των δέντρων … 

«Όλοι θα σε σιχαίνονται , θέλουν να  εξαφανιστείς »
Στριφογύριζε, μούγκριζε πονεμένα ,  ήξερε πως με αυτά τα λόγια  του θύμιζε την  
αποκρουστική μορφή του .
-πονάει – σκέφτηκε – αγάπη θέλει όπως εγώ – σφράγισε αμέσως το μυαλό της για να μη
διαβάσει Εκείνο πως έστω και για λίγο το λυπήθηκε.

«Κανένας δεν θα σε αγαπήσει όπως αγάπησαν εμένα » του έστειλε το τελευταίο μήνυμα .
Το ουρλιαχτό του αυτή την φορά  ήταν  σαν βροντή στα αυτιά της και ας  ερχόταν από
εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά , το μίσος του σαν βαριά μυρωδιά την τύλιξε   και 
επιτέλους το ένοιωσε  να  ξεκινά ασυγκράτητο να  επιστρέψει στο δάσος της. 
Το ποδοβολητό του  ήταν  ο πιο  όμορφος ήχος στο μυαλό της.

Σε μια μέρα, ίσως δυο θα έφτανε και εκείνη θα το περίμενε  για την τελική τους σύγκρουση.
Δεν είχε πολύ χρόνο στην διάθεση της να ετοιμαστεί,  αλλά θα έκανε ότι μπορούσε να στήσει
τις παγίδες της, να κλείσει την σκέψη της αφήνοντας έξω ότι αγαπούσε και να τροφοδοτεί
μόνο την φωτιά του μίσους  που ένοιωθε Εκείνο ώστε να ακούει  τις αντιδράσεις του.

Ξημερώματα  στάθηκε όρθια  στο ξέφωτο  έξω από το καταφύγιό της.
Άφησε τον ήλιο που βγήκε πίσω από την κορυφογραμμή να  ντύσει με την ζεστασιά του
το γυμνό της κορμί ,  έστησε αυτί να  αφουγκραστεί τους γνώριμους ήχους του δάσους γύρω της.
Ίσως αυτό να ήταν το τελευταίο πρωινό της σύντομης ζωής της !
Ίσως … όμως δεν την ένοιαζε αυτό, τι σημασία είχε πια η ζωή της αν ήταν να την περάσει
μέσα στον φόβο για την επόμενη μέρα?
Στα χρυσά της μάτια γυάλιζε η ένταση, Εκείνο  πλησίαζε.
Άκουγε στις σκέψεις της τα μουγκρητά του, έπιανε τους ήχους του την ώρα που έσπαγαν
τα κλαριά κάτω από τα βαριά του πέλματα, και  όταν τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά
περνώντας του χείμαρρους. Για πρώτη φορά δεν προσπαθούσε να βρει τρόπους να την ξεγελάσει !
Το μόνο που ήθελε ήταν να την βουτήξει στα νύχια του, με τα δόντια του να ξεσκίσει
τις σάρκες της και ο ερχομός του έφτανε στο μυαλό της σαν τις βροντές του ουρανού
πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.

Με ένα πήδο  χάθηκε και αυτή  μέσα στις σκιές …  είχε έρθει η ώρα  για την  τελική αναμέτρηση ! _


Τέλος του Κεφαλαίου.





Θέλω πραγματικά να σας ευχαριστήσω για  όσα  σχόλια γράψατε όλοι
γι αυτή την ιστορία. Μου δώσατε την ικανότητα να δω και εγώ
με μια διαφορετική ματιά τα μικρά μου δημιουργήματα.
Όπως θα έχετε καταλάβει η ιστορία αυτή δεν τελειώνει εδώ !
Ότι έδωσα μέσα από το blog μου αποτελεί ένα μικρό κομμάτι
μιας μεγαλύτερης ιστορίας που υπάρχει ήδη στο μυαλό μου,
έχει γραφεί ήδη ένα μέρος της και απομένει να ολοκληρωθεί ,
ελπίζω το συντομότερο δυνατό.

Για το μετά δεν έχω σκεφτεί ακόμα την πορεία της, όποια και να είναι όμως,
εγώ μένω ικανοποιημένη πως έγινε πραγματικότητα ένα ονειρό μου.
Να γράψω κάτι μεγαλύτερο και πιο ολοκληρωμένο και στα πλαίσια
που μπορούσα να το δώσω μέσα στην σελίδα μου , να βρει την αποδοχή σας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
 Levina_









25.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "4ο μέρος"


Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "4ο μέρος"

 Άνοιξε τα μάτια του  ολότελα ξύπνιος πια για  να συνεχίσει ζωντανά αυτό το όνειρο. Αυτό ήταν, θα την έπαιρνε μαζί του, δεν μπορούσε καν να σκεφτεί πως θα έφευγε και θα την άφηνε πίσω ολομόναχη στις ορέξεις κάποιου που δεν μπορούσε να εκτιμήσει αυτή την όμορφη δυνατή γυναίκα! Ήταν τόσο σίγουρος πως η ζωή στην πόλη θα της άρεσε, ίσως την δυσκόλευε λίγο στην αρχή αλλά θα προσαρμοζόταν γρήγορα, θα την βοηθούσε εκείνος σε αυτό. Θα   ήταν υπομονετικός μαζί της,  θα της  μιλούσε συνεχώς, θα την πήγαινε στα καλύτερα  restaurand,  θα της έπαιρνε ακριβά ρούχα και καλλυντικά , θα την γνώριζε στους φίλους του, θα πήγαιναν μαζί  σε θέατρα, μουσεία, θα γύριζαν κάθε βράδυ και σε διαφορετικό στέκι  μέχρι εκείνη να τα γνωρίσει όλα!! Δεν τον ένοιαζε ποια ήταν , πως είχε βρεθεί εκεί να ζει ολομόναχη, φτάνει να συνέχιζε μαζί του την ζωή της.
Το κορμί της ήταν τόσο ζεστό επάνω στο δικό του,  το πρόσωπο της  να απέχει λίγα εκατοστά από το δικό του, η ανάσα της ήρεμη, ρυθμική να φτάνει  στο μάγουλο του, άγγιξε τα χείλη της και εκείνη  μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και δέχτηκε πρόθυμα το φιλί του. 
Την έσφιξε περισσότερο επάνω του και  τα χέρια του  άρχισαν και πάλι να εξερευνούν το κορμί της. Τα χρυσά μάτια της  ήταν κλειστά,  στις άκρες τους γυάλιζαν  δυο δάκρυα που δεν είχαν  ακόμα κυλήσει.
«  Κλαις!»  Ξαφνιάστηκε εκείνος και της σκούπισε τα δάκρυα με τα χείλη του.
«  Από ευτυχία »  του απάντησε και  κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του.
Ναι ήταν ευτυχισμένη, αυτό ένοιωθε για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Μια απέραντη ευτυχία, μια ηρεμία να γεμίζει την ψυχή και το κορμί της.
 Για λίγο είχε ξεχάσει  το πλάσμα που παραμόνευε έξω  γι αυτήν, είχε ξεχάσει  από πού ξεκίνησε, όλη την προηγούμενη ζωή της. Ήταν κλεισμένη μέσα σε μια ζεστή αγκαλιά, ένοιωθε πως ήταν γυναίκα που κάποιος μπορούσε να την αγαπήσει , να  της δώσει αυτό που λαχταρούσε  από τότε που ήταν κλεισμένη στο εργαστήρι μαζί με  τις υπόλοιπες γυναίκες και δεχόταν  μέσα της   απίστευτες ποσότητες από κοκτέιλ  φαρμάκων, αυτό λαχταρούσε όταν την έδεναν  στο  χειρουργικό κρεβάτι και  γέμιζαν το κορμί της εμφυτεύματα, όταν την δοκίμαζαν μετά από κάθε πείραμα αν ήταν  για συνέχεια ή για «έξοδο».
Πόσες γυναίκες είχαν ξαναδεί το φως έξω  από αυτό το εργαστήριο? Είχαν βρει την πραγματική έξοδο και έζησαν ξανά κάτω από τον ήλιο όπως η ίδια?
 Όταν  έγινε η έκρηξη και  έπεσαν όλοι οι φράκτες ασφαλείας ήταν σίγουρη πως  ξέφυγαν και  τα πέντε πειράματα που είχαν απομείνει ζωντανά, ακόμα και  αυτό το ένα  αποτυχημένο που  ήταν προγραμματισμένο για  «έξοδο».
 Δεν μέτρησε  πόσες μέρες έτρεχε μέχρι να καταφέρει να ξεφύγει από τους διώκτες της.
Χωρίς να  σταματά καθόλου ούτε για να ξεκουραστεί , ούτε για να φάει , μόνο νερό έπινε από τα ρυάκια που συναντούσε στον δρόμο της,   έτρεχε ασταμάτητα  φεύγοντας όσο πιο μακριά γινόταν από κάθε κατοικημένη περιοχή , ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας  από βουνό σε βουνό, ανάμεσα σε πυκνά δάση, σε χιονισμένες κορυφές, περνούσε μέσα από ορμητικά ποτάμια,  έμενε κρυμμένη στις σκιές και στα σκοτάδια   μέχρι να νοιώσει πως  είχαν χάσει τα ίχνη της, πως κανένας πια δεν την κυνηγούσε, πως ήταν ασφαλής και όμως το ένοιωθε πως  Εκείνο την ακολουθούσε.
Όταν βρήκε την εγκαταλειμμένη καλύβα, ένοιωσε πως έπρεπε να σταματήσει για λίγο. Ένα παλιό ξύλινο κτίσμα ήταν, αλλά αρκετά γερό για να φιλοξενεί κάποια χρόνια πριν ξυλοκόπους . Όταν έφτασε εκεί και βρήκε καταφύγιο για μια βραδιά κατάλαβε  πως θα μπορούσε να μείνει για λίγο καιρό, να ξεκουραστεί , να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Δεν έπιανε καμία πρόσφατη μυρωδιά που να αποδεικνύει πως είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα . Τα μικρά ζώα της έδιναν την τροφή που χρειαζόταν, τα μεγαλύτερα το δέρμα τους, μερικές επιδρομές στα κοντινότερα κατοικήσιμα μέρη που απείχαν τουλάχιστον τρεις μέρες και  που γι αυτήν δεν ήταν παρά ελάχιστες  ώρες  μακριά, της εξασφάλισαν λίγα κλεμμένα ρούχα που έβρισκε απλωμένα, ζεστά σκεπάσματα που ρισκάρισε να την δουν για να τα πάρει και να νοιώσει  ξανά άνθρωπος . Τα παλιά σκουριασμένα σκεύη που βρήκε τα καθάρισε στο ρυάκι  με άμμο, έφτιαξε με φύλλα και λεπτά κλαριά ένα στρώμα που το έντυσε με δέρμα ελαφιού. Δεν υπήρχαν ούτε καρέκλες, ούτε τραπέζι , μα δεν τα χρειαζόταν. Μόνη της ζούσε εκεί μέσα  και όταν έψηνε την τροφή της και την έτρωγε σε πιάτο,  καθισμένη μπροστά στην φωτιά  τότε ένοιωθε  και πάλι άνθρωπος! Γινόταν η γυναίκα που ήταν παλιά, όταν ζούσε μια φυσιολογική ζωή , τότε που  είχε την δουλειά της στο Ιατρικό Κέντρο, όταν ήταν τρελά ερωτευμένη με τον επικεφαλής της ομάδας της, τον μεγαλύτερο επιστήμονα του κόσμου όπως πίστευε  ! Αυτό που δεν περίμενε ήταν ο εφιάλτης που θα ζούσε αργότερα κοντά του, ούτε πως και η ίδια θα γινόταν μέρος των πειραμάτων του ! Γελούσε κάθε φορά που σκεφτόταν την εμπιστοσύνη που του είχε και πάντα αυτά τα γέλια της τελείωναν με λυγμούς και κραυγές απόγνωσης που δεν τις άκουγε κανένας στην έρημη καλύβα της.

Το μόνο που χάλαγε πλέον την ησυχία της ήταν αυτό το πλάσμα που δεν σταμάτησε ούτε για λίγο να την ακολουθεί.
 Όσο και να προσπαθούσε να του κρυφτεί  υπήρχε ανάμεσα τους ένας περίεργος δεσμός,  Εκείνο  ένοιωθε την παρουσία της από χιλιόμετρα μακριά, δεν είχε πια τίποτα ανθρώπινο,  είχε χάσει κάθε συναίσθημα που περιβάλλει την ανθρώπινη ψυχή , ήταν απλά ένα  αποτυχημένο γενετικό πείραμα που  δημιούργησε ένα ακαθόριστο πλάσμα, μια ακόμα γυναίκα που μεταλλάχτηκε σε ένα διαφορετικό ζώο με τεράστια μυική δύναμη, με παραμορφωμένα σαγόνια και στρεβλωμένα άκρα και παρέμεινε έτσι  , με την νοημοσύνη πεντάχρονου παιδιού και τα άγρια ένστικτα θηρίου που  σκοτώνει για την επιβίωσή του. 

 Προς το παρόν το ένοιαζε μόνο η  εξόντωση της γυναίκας, η ζήλια που ένοιωθε το ανθρώπινο μέρος του μυαλού του γι αυτήν , αυτό του υπαγόρευε … μετά όμως? Θα έφευγε  ή θα  γυρνούσε κοντά σε κατοικημένες περιοχές και θα έφερνε τον όλεθρο μέχρι να το ανακαλύψουν και κάποια σφαίρα να βάλει τέλος στην δράση του?
Είχε καιρό να τα σκεφτεί όλα αυτά, να αναρωτηθεί για το τι θα ερχόταν μετά στην ζωή της, δεν πίστευε καν πως είχε ζωή, φυγάς ήταν, κρυβόταν για να γλιτώσει την ζωή της, ήξερε πως αν την ανακαλύψουν θα  της δείξουν  την  «έξοδο» για να μη μιλήσει και να που τώρα  μέσα στην τρυφερή αγκαλιά του άντρα άρχισε ξαφνικά να σκέφτεται το μέλλον, να αναρωτιέται για το δικό της αύριο.
 Μόνο που δεν θα υπάρχει αύριο σκέφτηκε,  αν δεν τελειώσει οριστικά με  Εκείνο.
Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει  κάθε δυσάρεστη σκέψη , αυτή την ώρα ήταν μαζί με  τον άντρα που είχε ξυπνήσει μέσα της κοιμισμένες μνήμες, της είχε δώσει  μια αγκαλιά,  της είχε κάνει τρυφερά έρωτα, της είχε δείξει με κάθε τρόπο πόσο ξεχωριστή και πολύτιμη ήταν. Αυτό ήθελε να ζήσει για λίγο ακόμα  μέσα σε αυτό το όνειρο, πριν επιστρέψει ορμητικά και την ξυπνήσει βίαια η πραγματικότητά της.
Χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια της προσφέροντας του πρόθυμα τα χείλη της,  γι αυτή την νύχτα  μόνο εκείνος θα υπήρχε  στην σκέψη της.

«  Γιατί να μη μείνουμε εδώ , για πάντα εσύ και εγώ?» τον ρώτησε  και  κάτι  σαν απόγνωση που διάβασε στην φωνή της τον έκανε να την κοιτάξει παραξενεμένος.
Τόσες μέρες  της μιλούσε ώρες και ώρες για την ζωή του, την δουλειά του, για το σπίτι του που  θα γινόταν και δικό της σπίτι, για τους φίλους του που θα τον έψαχναν, προσπαθούσε να την πείσει να τον ακολουθήσει , να φύγει μαζί του από αυτό το ερημικό μέρος και αν στην αρχή ήταν λιγομίλητη και ανένδοτη ακόμα και να το σκεφτεί σιγά σιγά η αντίστασή της άρχισε να κάμπτεται . Τουλάχιστον άρχισε να το σκέφτεται.
«  Γιατί θέλω να  ζήσω μαζί σου » την αγκάλιασε « γιατί θέλω να  ζήσεις στην ζωή μου » της έδωσε ένα  βαθύ φιλί «, γιατί  δεν αντέχω να γυρίσω πίσω χωρίς εσένα » ένα ακόμα φιλί,
« γιατί  σ΄ αγαπώ …»  όχι αυτό δεν της το είχε ξαναπεί τόσες μέρες που ζούσαν μαζί  !!
Τραβήχτηκε απότομα από την αγκαλιά του  και κάθισε δίπλα του  στον μικρό βράχο  μασουλώντας  ένα κλαράκι αφηρημένη. Όχι αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενε ούτε εκείνη. Αυτό το δικό του σ΄ αγαπώ  ανακάτωνε τον κόσμο της, τα έκανε όλα να γυρίζουν γύρω της σα να βρισκόταν  ανάμεσα σε μια θύελλα που δεν ήξερε  πώς να  την διαχειριστεί για να ξεφύγει.
«  Λεόνα ?» Την πρώτη φορά που του είπε το όνομα της του φάνηκε τόσο περίεργο που το έλεγε ξανά και ξανά  για να το συνηθίσει , μέχρι που βρήκε πως της ταίριαζε τόσο πολύ… ήταν το ίδιο παράξενο όσο και  η γυναίκα που το είχε! Λεόνα?
« Μίλα μου,  δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει αν δεν μου μιλάς.»
«  Και εγώ σ΄ αγαπώ »  του είπε αντί για οτιδήποτε άλλο και τον κοίταξε με  αυτό το θλιμμένο βλέμμα της που  ειδικά αυτή την φορά τον έκανε να ανησυχήσει.
Ήταν τόσο σίγουρος πως του έλεγε την αλήθεια όμως  και  πως κάτι  σοβαρό σκεφτόταν  εκείνη που δεν ήθελε να του πει,  αν και πολλά τελικά δεν του είχε πει.  Είχε τόσες απορίες μέσα του και κάθε φορά που προσπαθούσε να ανοίξει κάποια συζήτηση  η γυναίκα  θα έβρισκε μια πρόφαση να τον αποφύγει.
Εκείνος της μιλούσε συνέχεια , για τους γονείς του , τα παιδικά του χρόνια,  το σχολείο και τις σπουδές του, τις  φάρσες με τους φίλους του ,  ακόμα και για τον πρώτο του γάμο που τελείωσε άδοξα δυο χρόνια μετά, για το όμορφο σπίτι που είχε στην άκρη της πόλης, πως θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί ευτυχισμένοι οι δυο τους , για τα όνειρα του  και τις προοπτικές της δουλειάς του και εκείνη απλά τον άκουγε με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του, γελώντας  με τα αστεία του και μόλις η συζήτηση  ερχόταν  σε αυτήν , όταν άρχιζαν οι ερωτήσεις του , τότε   κάτι θα σκεφτόταν για να τον αποφύγει. Θα σηκωνόταν να ετοιμάσει το φαγητό τους, να φέρει νερό, να βάλει κάποιο ξύλο στην φωτιά, να  βγει να μαζέψει  ρίζες και  μυρωδικά, αν και ο ίδιος ποτέ δεν κατάλαβε ποιος κυνηγούσε γι αυτήν και της έφερνε το κρέας, όλα αυτά τα μικρά ζώα που  μαγείρευε  τους λαγούς, τα πουλιά  … Κάποια στιγμή που την ρώτησε εκείνη απάντησε αόριστα πως  ερχόταν κάποιος από το χωριό,  μόνο που δεν του προσδιόρισε  που ήταν αυτό το χωριό και όταν της είπε  να  τον φέρει  μαζί της την επόμενη φορά για να   μάθει αν τον ψάχνουν και να στείλει μήνυμα πως ήταν ζωντανός και καλά στην υγεία του , εκείνη πάλι κάτι αόριστο  του  απάντησε , αφήνοντας τον στο σκοτάδι.
«  Αύριο θα φύγουμε, αρκετά καθίσαμε εδώ, πρέπει πια να γυρίσω πίσω και δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ το ξέρεις αυτό! »  ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει να βρει και πάλι  ένα σωρό δικαιολογίες για να αναβάλλουν αυτήν την αναχώρηση.
 Ήταν αρκετά δυνατός πια για να περπατάει μεγάλες αποστάσεις, δεν πονούσε όπως  παλιά, δεν υπήρχε κίνδυνος για την υγεία του  όπως φοβόταν εκείνη  και δεν ήθελε να ξεκολλήσουν από την ασφάλεια της σπηλιάς.
Ο πανικός που είδε στα μάτια της,  δεν  τον  σταμάτησε αυτή την φορά. Αυτή η γυναίκα θα τον ακολουθούσε  οτιδήποτε και αν θα συνέβαινε.

«  Μπορούμε να ερχόμαστε όποτε θέλεις εδώ  αγάπη μου,  δεν είναι δα και τόσο μακριά !» την καθησύχασε.
Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να καταλάβει και  εκείνη  δεν  μπορούσε να του εξηγήσει, δεν υπήρχε λόγος πια για να το κάνει.
Αυτή την τελευταία τους νύχτα  τον εντυπωσίασε το πάθος της ,  ο απελπισμένος τρόπος που  του έδινε την αγάπη της, το πρωί θα ξεκινούσαν μαζί  για να γυρίσουν στον πολιτισμό και όμως η γυναίκα έκανε σαν να επρόκειτο να αποχαιρετιστούν για πάντα.
Με το ξημέρωμα σηκώθηκε πρώτη,  όπως κάθε πρωί έβαλε στην φωτιά να βράσει νερό,  έβαλε σε τάξη τα πράγματα της,  έφτιαξε ένα μικρό δέμα με λίγα φαγώσιμα και τον ξύπνησε για να  πιουν το τσάι τους και να φάνε κάτι πριν ξεκινήσουν.
Ανήσυχη και αφηρημένη έβαζε τις μπουκιές στο στόμα της, Εκείνο είχε να φανεί μέρες γύρω από την σπηλιά,  όμως τώρα που θα βρισκόταν μαζί με τον άντρα μέσα στο δάσος πολύ φοβόταν  ότι δεν θα  μπορούσε να αντισταθεί στην παρόρμηση του να μη τους πλησιάσει. Θα έπιανε από χιλιόμετρα μακριά την μυρωδιά  τους.
Ήταν έτοιμοι να φύγουν.  Εξ άλλου δεν είχαν και κάτι να κουβαλήσουν , πέρα από τα τρόφιμα για τον δρόμο  και τη καραμπίνα του . Η γυναίκα  έσβησε την φωτιά στο τζάκι ,  έκλεισε πίσω τους την πόρτα και ξεκίνησαν  μέσα  από   τα μονοπάτια των ζώων στο δάσος να κατέβουν στο πιο κοντινό  μέρος που υπήρχαν άνθρωποι και  τηλέφωνα.


«ΤΕΛΟΣ 4ου  ΜΕΡΟΥΣ»