26.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "5ο μέρος"

Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "5ο μέρος"


Ήταν ένα όμορφο πρωινό,  λίγο μουντό γιατί είχε συννεφιά, αλλά  οι ήχοι του δάσους
τους καθησύχαζαν καθώς περπατούσαν στα μονοπάτια των ζώων τραβώντας προς
τον Νότο.
Τίποτα δεν χαλούσε την ησυχία τους, το μονότονο βάδισμα τους, όσο κι αν εκείνη
προσπαθούσε να πιάσει  κάποια ένδειξη κινδύνου, δεν υπήρχε τίποτα. 
Άπλωνε την σκέψη της μακριά να δει που ήταν Εκείνο και όμως, δεν έπιανε
κανένα δικό του αποτύπωμα στο μυαλό της, σαν να είχε εξαφανιστεί εντελώς
από την εμβέλεια που θα μπορούσε να συλλάβει την ύπαρξη του.
Ούτε αυτό της άρεσε, ήταν απόλυτα σίγουρη πως ήταν ζωντανό, πως κάπου
κρυβόταν , πως είχε καταφέρει να την παραπλανήσει,  τόσο καιρό που ήταν με
τον άντρα  και  είχε  μειώσει την προσοχή της,  δεν έδινε τόση σημασία  σε αυτό,
αν το είχε κάνει θα ήξερε τώρα που ήταν και δεν θα ξαφνιαζόταν με την
εξαφάνισή του. Σταμάτησαν  μετά από δυο ώρες πορεία  στην άκρη ενός ξέφωτου
να  πιούνε νερό   και να ξεκουραστούν, όμως και πάλι δεν μπόρεσε να εντοπίσει 
τα ίχνη του !
Τα  σύννεφα είχαν φύγει από τον ουρανό και ο ήλιος  ήταν  τόσο έντονος
που ακόμα και το πυκνό δάσος φαινόταν  να λούζεται σε  ένα  απόκοσμο
χρυσαφένιο φως που  έσβηνε τις σκιές και τραβούσε  τα σκοτάδια.

Όταν μετά από  αρκετές ώρες περπάτημα  ο άντρας έγειρε εξαντλημένος 
σε ένα δέντρο  με τα πόδια του να τρέμουν από κούραση , εκείνη έγινε για
μια ακόμα φορά το στήριγμα του,  σε λίγο θα  έβγαιναν στον δρόμο και όλο
και κάποιο αμάξι θα βρισκόταν να τους πάρει για την πόλη!
Τον είχε κάνει μόνη της τόσες φορές αυτόν τον δρόμο , όμως εκείνη ήταν
γρήγορη, δεν καθυστερούσε και δεν χρειαζόταν πάνω από μια ώρα για να
φτάσει , όχι ολόκληρη μέρα!


Σουρούπωνε όταν είδε μακριά τον αυτοκινητόδρομο να κατηφορίζει σαν 
μαύρο φίδι την πλαγιά του βουνού. Ο άντρας γέλασε ευχαριστημένος και
εκείνη  αναστέναξε ανακουφισμένη που είχαν φτάσει μέχρι εκεί χωρίς
απρόοπτες συναντήσεις στον δρόμο τους.
Ήταν πολύ κουρασμένος πια, τόσο εξαντλημένος που με το ζόρι τραβούσε
τα πόδια του στο κάθε του βήμα και εκείνη σήκωνε ολόκληρο το βάρος του σχεδόν 
μέχρι που  πέρασαν και το τελευταίο κομμάτι δάσους και έφτασαν στον δρόμο.
«   Επιτέλους  , τα καταφέραμε  αγάπη μου! σύντομα θα είμαστε  στο σπίτι μας,
φτάνει να περάσει κάποιο αυτοκίνητο να μας πάρει! »
Ήταν πραγματικά χαρούμενος που  θα ξαναβρισκόταν  πίσω,  θα είχε πολλές
ημέρες μπροστά του να σκέφτεται την περιπέτειά του αυτή, να  θυμηθεί τι έγινε, 
πως επέζησε, πως γνώρισε  αυτή την γυναίκα που ήταν η σωτηρία του.
Θα είχε την ευκαιρία να  την κάνει να του ανοίξει την καρδιά της, να του μιλήσει
επιτέλους, να του λύσει όλες αυτές τις απορίες που  είχαν γίνει ποτάμι μέσα του .

Γύρισε και την κοίταξε.  Τα μάτια της  ήταν καρφωμένα επάνω του.
Είδαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου που ερχόταν   από μακριά.
Μια νταλίκα που κατέβαινε  φορτωμένη ξυλεία  για την  πόλη.
«   Σ αγαπώ »  άκουσε την γουργουριστή φωνή της να του  ψιθυρίζει
και γύρισε να της χαμογελάσει.
«   Και εγώ σ αγαπώ » της απάντησε και την έσφιξε επάνω του, αφήνοντας
ένα  ανάλαφρο φιλί στα χείλη της.
Η νταλίκα ήταν  πιο κοντά ,  σήκωσε και τα δυο του χέρια και στάθηκε στην
μέση της ασφάλτου για να τους δει ο οδηγός της.
Με ένα δυνατό τρίξιμο των φρένων το βαρύ  όχημα σταμάτησε  και ένα  
χοντρό  γελαστό πρόσωπο βγήκε από το παράθυρο.
«   Τι  κάνεις εδώ στην ερημιά? Έμεινε το αμάξι σου?»  Ρώτησε τον άντρα
«   Θα μας πάρεις  μέχρι πιο κάτω? Όπου πάς … έχουμε χαθεί.»
Ο οδηγός τον κοίταξε  επιφυλακτικά.
«   Ποιους να πάρω, εσύ είσαι μόνο!»
«   Εμένα και  …»  γύρισε να κοιτάξει  εκεί που την είχε αφήσει, αλλά δεν
υπήρχε κανένας. Εκείνη είχε χαθεί , δεν υπήρχε τίποτα να δηλώνει την
παρουσία της, πως είχε υπάρξει έστω και για λίγα λεπτά δίπλα του.
Έξαλλος  από τον θυμό του  όρμησε προς το δάσος.


Φώναζε το όνομα της, ήταν σίγουρος πως κάπου είχε κρυφτεί , πως τον άκουγε αλλά 
δεν θα παρουσιαζόταν, έπρεπε να το καταλάβει πως δεν  θα τον ακολουθούσε, 
του το έδειχναν τα σημάδια της από το προηγούμενο  βράδυ που τον αγκάλιαζε με
τόση απελπισία,  του το έλεγε ο πανικός στο βλέμμα της,  τα λόγια της που έτρεμαν,
ακόμα και αυτό το τελευταίο σ αγαπώ που του είπε. Γιατί της άφησε το χέρι?
Αν την κρατούσε δεν θα μπορούσε να του το σκάσει.
«  Εε φίλε,  θα έρθεις?»
Η φωνή του οδηγού τον συνέφερε.  Δεν ωφελούσε να  ψάχνει, νύχτωνε, αν εκείνη
ήταν αποφασισμένη να  μείνει εκεί  δεν θα μπορούσε να της αλλάξει γνώμη.
Όχι αυτή την ώρα.
Γύρισε στο  όχημα που  τον περίμενε με αναμμένα όλα του  τα φώτα.
Είχε νυχτώσει πια, ανέβηκε  με κόπο στην θέση του συνοδηγού ρίχνοντας μια
τελευταία ματιά πίσω του.
«  Θα ξαναγυρίσω, σύντομα θα με δεις ξανά μπροστά σου!»  της υποσχέθηκε την ώρα
που  ο οδηγός έλυνε το χειρόφρενο και η νταλίκα έπαιρνε τον δρόμο  της .

Βγήκε από τις σκιές μόνο για να δει τα πίσω φώτα   του  οχήματος  που τον έπαιρνε  μακριά.
Στάθηκε για λίγο στην μέση του δρόμου,  μύρισε τον αέρα γύρω της και έπιασε μια αχνή 
μυρωδιά  κινδύνου. Εκείνο  βρισκόταν και πάλι κάπου  εκεί!  Ήταν μεγάλη η απόσταση,
γιατί  μπορούσε να νοιώσει  λίγο  την παρουσία του αλλά και αυτό της έφτανε.
Φοβήθηκε μήπως ακολουθήσει τον άντρα αλλά μετά  κατάλαβε πως Εκείνο δεν
ενδιαφερόταν γι΄ αυτόν, την δική της θολή εικόνα διέκρινε στην σκέψη του.

Μπήκε ανάμεσα στα δέντρα,  έβγαλε τα ρούχα της και τα έκανε ένα μικρό δέμα που
το έδεσε με την ζώνη της φούστας της γύρω από την μέση της  και μετά  άρχισε να
τρέχει  ξέφρενα  στο δάσος,  πηδώντας επάνω από τα εμπόδια, από βράχια και 
αγκαθωτούς θάμνους,  προσπερνώντας  τα ρυάκια και τα μονοπάτια των άγριων ζώων.
Οι μυς του κορμιού της  φούσκωσαν, το πρόσωπο της  παραμορφώθηκε σε μια μάσκα ζώου
με δυνατά σαγόνια που μπορούσαν να σπάνε  χοντρά κοκάλα και να τεμαχίζουν σάρκες ,
τα χέρια και τα πόδια της  είχαν  μακριά κυρτά νύχια  που  μπορούσαν να σκίσουν  το
σκληρό δέρμα ακόμα και μιας αρκούδας , η  ταχύτητά της ήταν επάνω  από ενός πούμα
και η αντοχή της  δεκαπλάσια . Ήταν μια φονική μηχανή. Το τέλειο γενετικό πείραμα ,
θα μπορούσε να τρέχει , να  σκοτώνει , να κρύβεται , να μεταμορφώνεται  ακούραστα
για ώρες …  έκανε αυτό το οποίο την προγραμμάτισαν  να κάνει … να είναι ανίκητη
από κάθε φυσιολογικό πλάσμα  .

 Μέχρι να βγει το φεγγάρι και να φτάσει  στην μέση του ξάστερου ουρανού εκείνη ήταν
ήδη στο κατώφλι της καλύβας της. Γυναίκα πια,  στάθηκε να φορέσει ξανά τα ρούχα της
με μια περίεργη σεμνοτυφία και ας μην ήταν κανένας  εκεί πια για να την δει,  ακόμα
και η ίδια παραξενεύτηκε με αυτή την συμπεριφορά της.
Άνοιξε την πόρτα , μπήκε μέσα και για πρώτη φορά η μοναξιά την χτύπησε  σαν  γροθιά
στο πρόσωπο.  Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της όταν άναψε την φωτιά
και πάλι στην εστία της.
Όταν  πήγε να χωθεί στα  στρωσίδια  που το προηγούμενο βράδυ εκείνος την κρατούσε
αγκαλιά  και είχαν την μυρωδιά του έκλαιγε πια με λυγμούς.
Κάπως έτσι την πήρε ο ύπνος.
Ένας ύπνος χωρίς όνειρα,  χωρίς σκέψεις, χωρίς φόβο.
Ένας ύπνος νεκρός.
Η διάθεσή της ήταν ακόμα  χειρότερη το πρωί που ξύπνησε,  δεν ήθελε  να σηκωθεί
και καθόταν  ξαπλωμένη , βυθισμένη στις σκέψεις και τις αναμνήσεις  της μέχρι που 
η ανάγκη να βγει έξω  έγινε επιτακτική .  Μύριζε τον αέρα , συγκεντρωνόταν να βρει
που είχε κρυφτεί  Εκείνο και το έπιανε να παραμένει μακριά της να παραμονεύει την
κάθε της σκέψη , την κάθε της κίνηση. 
Παραξενεύτηκε, δεν ήταν η συνηθισμένη του συμπεριφορά αυτή,  δεν συνήθιζε να
κρύβεται έτσι , να  μένει τόσο μακριά ,  είχε μάθει να το μυρίζει γύρω της, να  σκέφτεται
τις σκέψεις του και τώρα από τόσο μακριά δεν μπορούσε να  καταλάβει πολλά πράγματα.
Είχε μάθει καλά πια να της κρύβεται  !! γινόταν  όλο και πιο επικίνδυνο.

Την ώρα που σηκώθηκε από την πρωινή της ανάγκη της ήρθε  ναυτία και όταν  έφτιαξε
ένα  ζεστό τσάι για να πιει  μόνο στην μυρωδιά του  έτρεξε γρήγορα έξω και  άδειασε
το στομάχι της στο χώμα.
Πρέπει να είμαι κρυωμένη σκέφτηκε και πήγε εκεί που φύλαγε τα βότανα της για να
φτιάξει ένα καταπραϋντικό για το στομάχι .
Δεν ήταν ώρα να αρρωστήσει ,  να γίνει αδύναμη.
Έμεινε με το χέρι μετέωρο ανάμεσα στα  ράφια με τα μυρωδικά της. Πόσο καιρό είχε
να δει το αίμα του κύκλου της?  Το είχε ξεχάσει  ολότελα !
Η ανακάλυψη την ξάφνιασε τόσο που  παραπάτησε και βρέθηκε να κάθεται κατάχαμα 
πλάι στην  φωτιά   και να τρέμει σύγκορμη.
Εκείνο ξέρει … σκέφτηκε και  στο συμπέρασμα αυτό  αγκάλιασε με τα δυο της χέρια το κορμί της .
Γι αυτό δεν πλησιάζει, το ξέρει πως  περιμένω παιδί,  το ένοιωσε πριν από μένα!!! 
Ήταν τόσο σίγουρη για το συμπέρασμα της  ώστε  ένοιωσε  στο μυαλό  της  το γέλιο  Του. 
Την κορόιδευε! 

Ήξερε πόσο ανήμπορη θα γινόταν τους επόμενους μήνες, ήξερε πως δεν θα  μπορούσε
να προστατέψει τον εαυτό της και το μωρό , να το μεγαλώσει εκεί  με  Αυτό να τριγυρνά 
στο δάσος της,  ήξερε τι θα την πονούσε  περισσότερο από όλα , να γίνει μητέρα και
να χάσει το παιδί της!
Σε κάθε της συμπέρασμα  το μυαλό της συλλάμβανε τα κύματα  της κοροϊδίας Του.
Θα έμενε μακριά της, θα την άφηνε να  εφησυχάζει προτού  επιστρέψει ξανά  και
διεκδικήσει  την ζωή της και την ζωή που θα έφερνε στον κόσμο. Απύθμενο το μίσος του
για κάθε τι  με ανθρώπινη υπόσταση, για τα πλάσματα που  πέτυχαν εκεί που
Εκείνο είχε αποτύχει.  Όμως όσο δυνατό και να  ήταν ,  όσο να είχε εξελιχθεί η εξυπνάδα του 
δεν μπορούσε να φτάσει  την δική της δύναμη  ούτε και την εξαιρετική ανθρώπινη 
εφυία που  διέθετε  η ίδια.

Κλείδωσε τις σκέψεις της και  Το ένοιωσε να  απορεί , να ψάχνει  να βρει το μυαλό της,
άκουγε τα μουγκρητά του…. 

«Είσαι  ένα  αποτυχημένο πλάσμα »   του έστειλε   η σκέψη της το μήνυμα ….
Το άκουσε να βρυχάται … 

«Δεν θα γίνεις ποτέ σου ξανά άνθρωπος »
Εκείνο έξυνε με τα νύχια του το χώμα,  άφηνε βαθιές πληγές στους κορμούς των δέντρων … 

«Όλοι θα σε σιχαίνονται , θέλουν να  εξαφανιστείς »
Στριφογύριζε, μούγκριζε πονεμένα ,  ήξερε πως με αυτά τα λόγια  του θύμιζε την  
αποκρουστική μορφή του .
-πονάει – σκέφτηκε – αγάπη θέλει όπως εγώ – σφράγισε αμέσως το μυαλό της για να μη
διαβάσει Εκείνο πως έστω και για λίγο το λυπήθηκε.

«Κανένας δεν θα σε αγαπήσει όπως αγάπησαν εμένα » του έστειλε το τελευταίο μήνυμα .
Το ουρλιαχτό του αυτή την φορά  ήταν  σαν βροντή στα αυτιά της και ας  ερχόταν από
εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά , το μίσος του σαν βαριά μυρωδιά την τύλιξε   και 
επιτέλους το ένοιωσε  να  ξεκινά ασυγκράτητο να  επιστρέψει στο δάσος της. 
Το ποδοβολητό του  ήταν  ο πιο  όμορφος ήχος στο μυαλό της.

Σε μια μέρα, ίσως δυο θα έφτανε και εκείνη θα το περίμενε  για την τελική τους σύγκρουση.
Δεν είχε πολύ χρόνο στην διάθεση της να ετοιμαστεί,  αλλά θα έκανε ότι μπορούσε να στήσει
τις παγίδες της, να κλείσει την σκέψη της αφήνοντας έξω ότι αγαπούσε και να τροφοδοτεί
μόνο την φωτιά του μίσους  που ένοιωθε Εκείνο ώστε να ακούει  τις αντιδράσεις του.

Ξημερώματα  στάθηκε όρθια  στο ξέφωτο  έξω από το καταφύγιό της.
Άφησε τον ήλιο που βγήκε πίσω από την κορυφογραμμή να  ντύσει με την ζεστασιά του
το γυμνό της κορμί ,  έστησε αυτί να  αφουγκραστεί τους γνώριμους ήχους του δάσους γύρω της.
Ίσως αυτό να ήταν το τελευταίο πρωινό της σύντομης ζωής της !
Ίσως … όμως δεν την ένοιαζε αυτό, τι σημασία είχε πια η ζωή της αν ήταν να την περάσει
μέσα στον φόβο για την επόμενη μέρα?
Στα χρυσά της μάτια γυάλιζε η ένταση, Εκείνο  πλησίαζε.
Άκουγε στις σκέψεις της τα μουγκρητά του, έπιανε τους ήχους του την ώρα που έσπαγαν
τα κλαριά κάτω από τα βαριά του πέλματα, και  όταν τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά
περνώντας του χείμαρρους. Για πρώτη φορά δεν προσπαθούσε να βρει τρόπους να την ξεγελάσει !
Το μόνο που ήθελε ήταν να την βουτήξει στα νύχια του, με τα δόντια του να ξεσκίσει
τις σάρκες της και ο ερχομός του έφτανε στο μυαλό της σαν τις βροντές του ουρανού
πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.

Με ένα πήδο  χάθηκε και αυτή  μέσα στις σκιές …  είχε έρθει η ώρα  για την  τελική αναμέτρηση ! _


Τέλος του Κεφαλαίου.





Θέλω πραγματικά να σας ευχαριστήσω για  όσα  σχόλια γράψατε όλοι
γι αυτή την ιστορία. Μου δώσατε την ικανότητα να δω και εγώ
με μια διαφορετική ματιά τα μικρά μου δημιουργήματα.
Όπως θα έχετε καταλάβει η ιστορία αυτή δεν τελειώνει εδώ !
Ότι έδωσα μέσα από το blog μου αποτελεί ένα μικρό κομμάτι
μιας μεγαλύτερης ιστορίας που υπάρχει ήδη στο μυαλό μου,
έχει γραφεί ήδη ένα μέρος της και απομένει να ολοκληρωθεί ,
ελπίζω το συντομότερο δυνατό.

Για το μετά δεν έχω σκεφτεί ακόμα την πορεία της, όποια και να είναι όμως,
εγώ μένω ικανοποιημένη πως έγινε πραγματικότητα ένα ονειρό μου.
Να γράψω κάτι μεγαλύτερο και πιο ολοκληρωμένο και στα πλαίσια
που μπορούσα να το δώσω μέσα στην σελίδα μου , να βρει την αποδοχή σας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
 Levina_









25.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "4ο μέρος"


Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "4ο μέρος"

 Άνοιξε τα μάτια του  ολότελα ξύπνιος πια για  να συνεχίσει ζωντανά αυτό το όνειρο. Αυτό ήταν, θα την έπαιρνε μαζί του, δεν μπορούσε καν να σκεφτεί πως θα έφευγε και θα την άφηνε πίσω ολομόναχη στις ορέξεις κάποιου που δεν μπορούσε να εκτιμήσει αυτή την όμορφη δυνατή γυναίκα! Ήταν τόσο σίγουρος πως η ζωή στην πόλη θα της άρεσε, ίσως την δυσκόλευε λίγο στην αρχή αλλά θα προσαρμοζόταν γρήγορα, θα την βοηθούσε εκείνος σε αυτό. Θα   ήταν υπομονετικός μαζί της,  θα της  μιλούσε συνεχώς, θα την πήγαινε στα καλύτερα  restaurand,  θα της έπαιρνε ακριβά ρούχα και καλλυντικά , θα την γνώριζε στους φίλους του, θα πήγαιναν μαζί  σε θέατρα, μουσεία, θα γύριζαν κάθε βράδυ και σε διαφορετικό στέκι  μέχρι εκείνη να τα γνωρίσει όλα!! Δεν τον ένοιαζε ποια ήταν , πως είχε βρεθεί εκεί να ζει ολομόναχη, φτάνει να συνέχιζε μαζί του την ζωή της.
Το κορμί της ήταν τόσο ζεστό επάνω στο δικό του,  το πρόσωπο της  να απέχει λίγα εκατοστά από το δικό του, η ανάσα της ήρεμη, ρυθμική να φτάνει  στο μάγουλο του, άγγιξε τα χείλη της και εκείνη  μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και δέχτηκε πρόθυμα το φιλί του. 
Την έσφιξε περισσότερο επάνω του και  τα χέρια του  άρχισαν και πάλι να εξερευνούν το κορμί της. Τα χρυσά μάτια της  ήταν κλειστά,  στις άκρες τους γυάλιζαν  δυο δάκρυα που δεν είχαν  ακόμα κυλήσει.
«  Κλαις!»  Ξαφνιάστηκε εκείνος και της σκούπισε τα δάκρυα με τα χείλη του.
«  Από ευτυχία »  του απάντησε και  κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του.
Ναι ήταν ευτυχισμένη, αυτό ένοιωθε για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Μια απέραντη ευτυχία, μια ηρεμία να γεμίζει την ψυχή και το κορμί της.
 Για λίγο είχε ξεχάσει  το πλάσμα που παραμόνευε έξω  γι αυτήν, είχε ξεχάσει  από πού ξεκίνησε, όλη την προηγούμενη ζωή της. Ήταν κλεισμένη μέσα σε μια ζεστή αγκαλιά, ένοιωθε πως ήταν γυναίκα που κάποιος μπορούσε να την αγαπήσει , να  της δώσει αυτό που λαχταρούσε  από τότε που ήταν κλεισμένη στο εργαστήρι μαζί με  τις υπόλοιπες γυναίκες και δεχόταν  μέσα της   απίστευτες ποσότητες από κοκτέιλ  φαρμάκων, αυτό λαχταρούσε όταν την έδεναν  στο  χειρουργικό κρεβάτι και  γέμιζαν το κορμί της εμφυτεύματα, όταν την δοκίμαζαν μετά από κάθε πείραμα αν ήταν  για συνέχεια ή για «έξοδο».
Πόσες γυναίκες είχαν ξαναδεί το φως έξω  από αυτό το εργαστήριο? Είχαν βρει την πραγματική έξοδο και έζησαν ξανά κάτω από τον ήλιο όπως η ίδια?
 Όταν  έγινε η έκρηξη και  έπεσαν όλοι οι φράκτες ασφαλείας ήταν σίγουρη πως  ξέφυγαν και  τα πέντε πειράματα που είχαν απομείνει ζωντανά, ακόμα και  αυτό το ένα  αποτυχημένο που  ήταν προγραμματισμένο για  «έξοδο».
 Δεν μέτρησε  πόσες μέρες έτρεχε μέχρι να καταφέρει να ξεφύγει από τους διώκτες της.
Χωρίς να  σταματά καθόλου ούτε για να ξεκουραστεί , ούτε για να φάει , μόνο νερό έπινε από τα ρυάκια που συναντούσε στον δρόμο της,   έτρεχε ασταμάτητα  φεύγοντας όσο πιο μακριά γινόταν από κάθε κατοικημένη περιοχή , ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας  από βουνό σε βουνό, ανάμεσα σε πυκνά δάση, σε χιονισμένες κορυφές, περνούσε μέσα από ορμητικά ποτάμια,  έμενε κρυμμένη στις σκιές και στα σκοτάδια   μέχρι να νοιώσει πως  είχαν χάσει τα ίχνη της, πως κανένας πια δεν την κυνηγούσε, πως ήταν ασφαλής και όμως το ένοιωθε πως  Εκείνο την ακολουθούσε.
Όταν βρήκε την εγκαταλειμμένη καλύβα, ένοιωσε πως έπρεπε να σταματήσει για λίγο. Ένα παλιό ξύλινο κτίσμα ήταν, αλλά αρκετά γερό για να φιλοξενεί κάποια χρόνια πριν ξυλοκόπους . Όταν έφτασε εκεί και βρήκε καταφύγιο για μια βραδιά κατάλαβε  πως θα μπορούσε να μείνει για λίγο καιρό, να ξεκουραστεί , να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Δεν έπιανε καμία πρόσφατη μυρωδιά που να αποδεικνύει πως είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα . Τα μικρά ζώα της έδιναν την τροφή που χρειαζόταν, τα μεγαλύτερα το δέρμα τους, μερικές επιδρομές στα κοντινότερα κατοικήσιμα μέρη που απείχαν τουλάχιστον τρεις μέρες και  που γι αυτήν δεν ήταν παρά ελάχιστες  ώρες  μακριά, της εξασφάλισαν λίγα κλεμμένα ρούχα που έβρισκε απλωμένα, ζεστά σκεπάσματα που ρισκάρισε να την δουν για να τα πάρει και να νοιώσει  ξανά άνθρωπος . Τα παλιά σκουριασμένα σκεύη που βρήκε τα καθάρισε στο ρυάκι  με άμμο, έφτιαξε με φύλλα και λεπτά κλαριά ένα στρώμα που το έντυσε με δέρμα ελαφιού. Δεν υπήρχαν ούτε καρέκλες, ούτε τραπέζι , μα δεν τα χρειαζόταν. Μόνη της ζούσε εκεί μέσα  και όταν έψηνε την τροφή της και την έτρωγε σε πιάτο,  καθισμένη μπροστά στην φωτιά  τότε ένοιωθε  και πάλι άνθρωπος! Γινόταν η γυναίκα που ήταν παλιά, όταν ζούσε μια φυσιολογική ζωή , τότε που  είχε την δουλειά της στο Ιατρικό Κέντρο, όταν ήταν τρελά ερωτευμένη με τον επικεφαλής της ομάδας της, τον μεγαλύτερο επιστήμονα του κόσμου όπως πίστευε  ! Αυτό που δεν περίμενε ήταν ο εφιάλτης που θα ζούσε αργότερα κοντά του, ούτε πως και η ίδια θα γινόταν μέρος των πειραμάτων του ! Γελούσε κάθε φορά που σκεφτόταν την εμπιστοσύνη που του είχε και πάντα αυτά τα γέλια της τελείωναν με λυγμούς και κραυγές απόγνωσης που δεν τις άκουγε κανένας στην έρημη καλύβα της.

Το μόνο που χάλαγε πλέον την ησυχία της ήταν αυτό το πλάσμα που δεν σταμάτησε ούτε για λίγο να την ακολουθεί.
 Όσο και να προσπαθούσε να του κρυφτεί  υπήρχε ανάμεσα τους ένας περίεργος δεσμός,  Εκείνο  ένοιωθε την παρουσία της από χιλιόμετρα μακριά, δεν είχε πια τίποτα ανθρώπινο,  είχε χάσει κάθε συναίσθημα που περιβάλλει την ανθρώπινη ψυχή , ήταν απλά ένα  αποτυχημένο γενετικό πείραμα που  δημιούργησε ένα ακαθόριστο πλάσμα, μια ακόμα γυναίκα που μεταλλάχτηκε σε ένα διαφορετικό ζώο με τεράστια μυική δύναμη, με παραμορφωμένα σαγόνια και στρεβλωμένα άκρα και παρέμεινε έτσι  , με την νοημοσύνη πεντάχρονου παιδιού και τα άγρια ένστικτα θηρίου που  σκοτώνει για την επιβίωσή του. 

 Προς το παρόν το ένοιαζε μόνο η  εξόντωση της γυναίκας, η ζήλια που ένοιωθε το ανθρώπινο μέρος του μυαλού του γι αυτήν , αυτό του υπαγόρευε … μετά όμως? Θα έφευγε  ή θα  γυρνούσε κοντά σε κατοικημένες περιοχές και θα έφερνε τον όλεθρο μέχρι να το ανακαλύψουν και κάποια σφαίρα να βάλει τέλος στην δράση του?
Είχε καιρό να τα σκεφτεί όλα αυτά, να αναρωτηθεί για το τι θα ερχόταν μετά στην ζωή της, δεν πίστευε καν πως είχε ζωή, φυγάς ήταν, κρυβόταν για να γλιτώσει την ζωή της, ήξερε πως αν την ανακαλύψουν θα  της δείξουν  την  «έξοδο» για να μη μιλήσει και να που τώρα  μέσα στην τρυφερή αγκαλιά του άντρα άρχισε ξαφνικά να σκέφτεται το μέλλον, να αναρωτιέται για το δικό της αύριο.
 Μόνο που δεν θα υπάρχει αύριο σκέφτηκε,  αν δεν τελειώσει οριστικά με  Εκείνο.
Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει  κάθε δυσάρεστη σκέψη , αυτή την ώρα ήταν μαζί με  τον άντρα που είχε ξυπνήσει μέσα της κοιμισμένες μνήμες, της είχε δώσει  μια αγκαλιά,  της είχε κάνει τρυφερά έρωτα, της είχε δείξει με κάθε τρόπο πόσο ξεχωριστή και πολύτιμη ήταν. Αυτό ήθελε να ζήσει για λίγο ακόμα  μέσα σε αυτό το όνειρο, πριν επιστρέψει ορμητικά και την ξυπνήσει βίαια η πραγματικότητά της.
Χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια της προσφέροντας του πρόθυμα τα χείλη της,  γι αυτή την νύχτα  μόνο εκείνος θα υπήρχε  στην σκέψη της.

«  Γιατί να μη μείνουμε εδώ , για πάντα εσύ και εγώ?» τον ρώτησε  και  κάτι  σαν απόγνωση που διάβασε στην φωνή της τον έκανε να την κοιτάξει παραξενεμένος.
Τόσες μέρες  της μιλούσε ώρες και ώρες για την ζωή του, την δουλειά του, για το σπίτι του που  θα γινόταν και δικό της σπίτι, για τους φίλους του που θα τον έψαχναν, προσπαθούσε να την πείσει να τον ακολουθήσει , να φύγει μαζί του από αυτό το ερημικό μέρος και αν στην αρχή ήταν λιγομίλητη και ανένδοτη ακόμα και να το σκεφτεί σιγά σιγά η αντίστασή της άρχισε να κάμπτεται . Τουλάχιστον άρχισε να το σκέφτεται.
«  Γιατί θέλω να  ζήσω μαζί σου » την αγκάλιασε « γιατί θέλω να  ζήσεις στην ζωή μου » της έδωσε ένα  βαθύ φιλί «, γιατί  δεν αντέχω να γυρίσω πίσω χωρίς εσένα » ένα ακόμα φιλί,
« γιατί  σ΄ αγαπώ …»  όχι αυτό δεν της το είχε ξαναπεί τόσες μέρες που ζούσαν μαζί  !!
Τραβήχτηκε απότομα από την αγκαλιά του  και κάθισε δίπλα του  στον μικρό βράχο  μασουλώντας  ένα κλαράκι αφηρημένη. Όχι αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενε ούτε εκείνη. Αυτό το δικό του σ΄ αγαπώ  ανακάτωνε τον κόσμο της, τα έκανε όλα να γυρίζουν γύρω της σα να βρισκόταν  ανάμεσα σε μια θύελλα που δεν ήξερε  πώς να  την διαχειριστεί για να ξεφύγει.
«  Λεόνα ?» Την πρώτη φορά που του είπε το όνομα της του φάνηκε τόσο περίεργο που το έλεγε ξανά και ξανά  για να το συνηθίσει , μέχρι που βρήκε πως της ταίριαζε τόσο πολύ… ήταν το ίδιο παράξενο όσο και  η γυναίκα που το είχε! Λεόνα?
« Μίλα μου,  δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει αν δεν μου μιλάς.»
«  Και εγώ σ΄ αγαπώ »  του είπε αντί για οτιδήποτε άλλο και τον κοίταξε με  αυτό το θλιμμένο βλέμμα της που  ειδικά αυτή την φορά τον έκανε να ανησυχήσει.
Ήταν τόσο σίγουρος πως του έλεγε την αλήθεια όμως  και  πως κάτι  σοβαρό σκεφτόταν  εκείνη που δεν ήθελε να του πει,  αν και πολλά τελικά δεν του είχε πει.  Είχε τόσες απορίες μέσα του και κάθε φορά που προσπαθούσε να ανοίξει κάποια συζήτηση  η γυναίκα  θα έβρισκε μια πρόφαση να τον αποφύγει.
Εκείνος της μιλούσε συνέχεια , για τους γονείς του , τα παιδικά του χρόνια,  το σχολείο και τις σπουδές του, τις  φάρσες με τους φίλους του ,  ακόμα και για τον πρώτο του γάμο που τελείωσε άδοξα δυο χρόνια μετά, για το όμορφο σπίτι που είχε στην άκρη της πόλης, πως θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί ευτυχισμένοι οι δυο τους , για τα όνειρα του  και τις προοπτικές της δουλειάς του και εκείνη απλά τον άκουγε με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του, γελώντας  με τα αστεία του και μόλις η συζήτηση  ερχόταν  σε αυτήν , όταν άρχιζαν οι ερωτήσεις του , τότε   κάτι θα σκεφτόταν για να τον αποφύγει. Θα σηκωνόταν να ετοιμάσει το φαγητό τους, να φέρει νερό, να βάλει κάποιο ξύλο στην φωτιά, να  βγει να μαζέψει  ρίζες και  μυρωδικά, αν και ο ίδιος ποτέ δεν κατάλαβε ποιος κυνηγούσε γι αυτήν και της έφερνε το κρέας, όλα αυτά τα μικρά ζώα που  μαγείρευε  τους λαγούς, τα πουλιά  … Κάποια στιγμή που την ρώτησε εκείνη απάντησε αόριστα πως  ερχόταν κάποιος από το χωριό,  μόνο που δεν του προσδιόρισε  που ήταν αυτό το χωριό και όταν της είπε  να  τον φέρει  μαζί της την επόμενη φορά για να   μάθει αν τον ψάχνουν και να στείλει μήνυμα πως ήταν ζωντανός και καλά στην υγεία του , εκείνη πάλι κάτι αόριστο  του  απάντησε , αφήνοντας τον στο σκοτάδι.
«  Αύριο θα φύγουμε, αρκετά καθίσαμε εδώ, πρέπει πια να γυρίσω πίσω και δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ το ξέρεις αυτό! »  ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει να βρει και πάλι  ένα σωρό δικαιολογίες για να αναβάλλουν αυτήν την αναχώρηση.
 Ήταν αρκετά δυνατός πια για να περπατάει μεγάλες αποστάσεις, δεν πονούσε όπως  παλιά, δεν υπήρχε κίνδυνος για την υγεία του  όπως φοβόταν εκείνη  και δεν ήθελε να ξεκολλήσουν από την ασφάλεια της σπηλιάς.
Ο πανικός που είδε στα μάτια της,  δεν  τον  σταμάτησε αυτή την φορά. Αυτή η γυναίκα θα τον ακολουθούσε  οτιδήποτε και αν θα συνέβαινε.

«  Μπορούμε να ερχόμαστε όποτε θέλεις εδώ  αγάπη μου,  δεν είναι δα και τόσο μακριά !» την καθησύχασε.
Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να καταλάβει και  εκείνη  δεν  μπορούσε να του εξηγήσει, δεν υπήρχε λόγος πια για να το κάνει.
Αυτή την τελευταία τους νύχτα  τον εντυπωσίασε το πάθος της ,  ο απελπισμένος τρόπος που  του έδινε την αγάπη της, το πρωί θα ξεκινούσαν μαζί  για να γυρίσουν στον πολιτισμό και όμως η γυναίκα έκανε σαν να επρόκειτο να αποχαιρετιστούν για πάντα.
Με το ξημέρωμα σηκώθηκε πρώτη,  όπως κάθε πρωί έβαλε στην φωτιά να βράσει νερό,  έβαλε σε τάξη τα πράγματα της,  έφτιαξε ένα μικρό δέμα με λίγα φαγώσιμα και τον ξύπνησε για να  πιουν το τσάι τους και να φάνε κάτι πριν ξεκινήσουν.
Ανήσυχη και αφηρημένη έβαζε τις μπουκιές στο στόμα της, Εκείνο είχε να φανεί μέρες γύρω από την σπηλιά,  όμως τώρα που θα βρισκόταν μαζί με τον άντρα μέσα στο δάσος πολύ φοβόταν  ότι δεν θα  μπορούσε να αντισταθεί στην παρόρμηση του να μη τους πλησιάσει. Θα έπιανε από χιλιόμετρα μακριά την μυρωδιά  τους.
Ήταν έτοιμοι να φύγουν.  Εξ άλλου δεν είχαν και κάτι να κουβαλήσουν , πέρα από τα τρόφιμα για τον δρόμο  και τη καραμπίνα του . Η γυναίκα  έσβησε την φωτιά στο τζάκι ,  έκλεισε πίσω τους την πόρτα και ξεκίνησαν  μέσα  από   τα μονοπάτια των ζώων στο δάσος να κατέβουν στο πιο κοντινό  μέρος που υπήρχαν άνθρωποι και  τηλέφωνα.


«ΤΕΛΟΣ 4ου  ΜΕΡΟΥΣ»









23.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "3ο μέρος"

Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "3ο μέρος"

Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα,  ήταν τόσο σίγουρος πως δεν ήταν όνειρο αυτό … άνοιξε τα μάτια του και στην αναλαμπή της φωτιάς  είδε την γυναίκα  ξαπλωμένη στις πέτρες   εμπρός στο τζάκι.
Φορούσε μόνο το χοντρό πουκάμισο και  έμοιαζε να την έχει πάρει ο ύπνος εκεί  στα ξαφνικά  χωρίς να  προλάβει  να  στρώσει τα στρωσίδια της  στο συνηθισμένο της μέρος.  Με κόπο έσυρε το σώμα του και σηκώθηκε.
 Ήθελε να της μιλήσει να την ξυπνήσει, μα τόσες μέρες , σκέφτηκε, δεν την είχε ρωτήσει για το όνομα της! Τι ανόητος! Εκείνη τον φρόντιζε και ο ίδιος  δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει ούτε πως την λένε… ίσως γιατί εκείνη έκανε πάντα ότι χρειαζόταν για να προλάβει κάτι πριν της το ζητήσει και έτσι… αλλά  , όχι αυτό δεν ήταν δικαιολογία!

Θα έπρεπε να ακούσει τους ήχους από τα πόδια του , να ξυπνήσει , αλλά εκείνη ούτε που σάλεψε, ακόμα και όταν  έσκυψε επάνω της και τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπο της και πάλι δεν κουνήθηκε !
Τα  μάτια της ήταν κλειστά και η αναπνοή της βαριά, έμοιαζε να βρίσκεται σε λήθαργο . Στάθηκε για λίγο ακίνητος χαζεύοντας το ήρεμο πρόσωπο, την λεπτή μύτη, τα ψηλά ζυγωματικά, τα τοξωτά φρύδια επάνω στο κατάλευκο μέτωπο, πρώτη φορά είχε την
ευκαιρία να μελετήσει τα χαρακτηριστικά της χωρίς εκείνη να τον καταλαβαίνει και να
σκύβει το κεφάλι της σα να ήθελε να μένει αθέατη στα μάτια του.
Δεν μπορούσε όμως να την αφήσει να κοιμάται στις κρύες πέτρες, την κούνησε απαλά
στον ώμο για να σηκωθεί και το βογκητό που βγήκε από το στόμα της τον ανησύχησε.
Σίγουρα πονούσε, αλλά που? Γιατί?

Η γυναίκα άνοιξε με κόπο τα μάτια της, και  όταν προσπάθησε να κουνηθεί οι κινήσεις της ήταν αργές και  τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από την προσπάθεια.
« Έλα να ξαπλώσεις  , δεν μπορείς να κοιμάσαι στις πέτρες !»  Του έδωσε το χέρι της, την βοήθησε να σηκωθεί και χωρίς να καταλαβαίνουν ποιος οδηγούσε ποιον την πήγε στα
δικά του στρωσίδια.
Ήταν παγωμένη και έμοιαζε τόσο εξαντλημένη που χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση ξάπλωσε γύρισε στο πλευρό της και κοιμήθηκε ξανά.
Ο άντρας πήρε μερικά κούτσουρα από τον σωρό στην άκρη του τοίχου και  τα έριξε στο τζάκι  που κόντευε να σβήσει. Τουλάχιστον να κρατήσει αναμμένη την φωτιά να τους ζεσταίνει. Ήθελε να της φτιάξει ένα ρόφημα , πήγε στο ράφι που φύλαγε τα ματσάκια με τα μυρωδικά της αλλά όσο και να έσπαγε το κεφάλι του δεν γνώριζε κανένα φυτό , μέχρι που είδε τα  γνώριμα μικρά  ασημοπράσινα φυλλαράκια του άγριου φασκόμηλου.
Βέβαια εκείνος γνώριζε την πιο ήμερη ποικιλία  που αγόραζε από  το  μικρό μαγαζάκι με τα ροφήματα  στην γειτονιά του, αλλά  αυτό έμοιαζε τόσο πολύ!  Έβαλε  νερό να βράσει επάνω στην φωτιά και όταν ήταν έτοιμο έριξε μέσα λίγα φυλλαράκια  φασκόμηλου και   αμέσως γνώρισε την έντονη μυρωδιά του. Ικανοποιημένος που τα κατάφερε  πήγε στην γυναίκα μια κούπα γεμάτη από το αχνιστό ρόφημα..

Την ξύπνησε  δύσκολα.
Ήταν τόσο απρόθυμη να βγει από τον ύπνο της  και όταν την βοήθησε να ανασηκωθεί για να πιει λίγες γουλιές  από το αφέψημα κρατώντας της την κούπα  εκείνη απέμεινε  ξαφνιασμένη  να τον κοιτάζει  με  το κουρασμένο βλέμμα της. Δεν είχε μάθει να την περιποιείται κανένας μέχρι τότε,  ακόμα  και στις σπάνιες φορές που ένοιωθε ανήμπορη μόνη της φρόντιζε τον εαυτό της.
 Ήθελε να του πει ευχαριστώ μα ακόμα και αυτή η μικρή λέξη σαν ψίθυρος βγήκε από το στόμα της πριν πέσει πάλι πίσω και κλείσει τα μάτια της.
Είχε μάθει πως ο ύπνος θα της  έκανε καλό,  ήταν το καλύτερο και γρηγορότερο γιατρικό για τα  χτυπήματα στο κορμί της. Αργότερα θα μπορούσε να φτιάξει κάποιο κατάπλασμα , όμως ακόμα  δεν  είχε το σθένος για να κάνει οτιδήποτε.
Αυτή την φορά η σύγκρουση ήταν πιο δυνατή,  Εκείνο είχε δυναμώσει κι άλλο,  έπρεπε να εφευρίσκει όλο και πιο  περίεργους τρόπους για να αποσπά την προσοχή του, για να το νικά.  Σύντομα θα ερχόταν η  τελική τους αναμέτρηση, δεν γινόταν να ζουν και οι δυο στον ίδιο χώρο και Αυτό δεν ήθελε να εγκαταλείψει το δάσος.
Θα μπορούσε να φύγει πιο βόρεια, να ανέβει ακόμα πιο ψηλά εκεί που δεν έφταναν οι άνθρωποι, αλλά  καθόταν επίμονα εκεί, έφερνε γύρες στον δικό της τόπο,  δεν το ένοιαζε να κρυφτεί.
 Ήθελε εκδίκηση , αυτό ήθελε από παλιά τότε που ήταν κλεισμένη  μαζί του  στον ίδιο χώρο  
σε αντικρινά κλουβιά μαζί με τα υπόλοιπα  πειράματα . Το έβλεπε στα μοχθηρά μάτια του,
της το έλεγε κάθε φορά που μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Εκείνο είχε αποτύχει, σύντομα θα  έφτανε στο τέλος το πείραμα μαζί του  και  θα  έπαιρνε τον δρόμο  για
την « έξοδο» , μόνο που η νοημοσύνη του  γνώριζε ποια θα ήταν αυτή και σίγουρα δεν
ήταν η ελευθερία του. Και εκείνη είχε κουραστεί πια να προσπαθεί να  το διώχνει  μακριά
με κάθε τρόπο.
Την προκαλούσε όταν πλησίαζε κατοικημένες περιοχές, παραφύλαγε τους ξυλοκόπους, τους  κυνηγούς, όποιον έφτανε μέχρι τις παρυφές του δάσους. Δεν είχε κανένα δισταγμό να σκοτώσει , είχε προγραμματιστεί να σκοτώνει  και μόλις μυριζόταν ανθρώπινη παρουσία η γυναίκα έτρεχε πρώτη για να του δείξει πως το ήξερε τι ήθελε να κάνει και  Εκείνο χανόταν  στο πυκνό δάσος ουρλιάζοντας  με απόγνωση ,  γιατί μπορεί να την μισούσε αλλά φοβόταν την δύναμη της, εκείνη ήταν το πετυχημένο πείραμα, μπορούσε να  τα βάλει μαζί της, αλλά δεν ήταν σίγουρο πως θα κατάφερνε και να την νικήσει και όσο κυριαρχούσε αυτός ο φόβος επάνω του  γι΄ αυτήν , η  γυναίκα κρατούσε την ισορροπία στο δάσος.

Μόνο που τον τελευταίο καιρό  Εκείνο είχε μελετήσει πια τις κινήσεις της, έτρεχε πιο γρήγορα, ακούραστο έψαχνε τα μονοπάτια ,  μύριζε τον αέρα  ,  την προλάβαινε όπως έγινε και με αυτόν τον άντρα.
Δεν  δίσταζε πια με την παρουσία της όπως παλιά,  δεν είχε τίποτα να χάσει ,  δεν είχε  φωλιάσει  κάπου  όπως  η γυναίκα  , κοιμόταν  κάτω από  τις δίπλες των βράχων , μέσα στις άδειες φωλιές  των αγριμιών,  κάτω από  σωρούς με ξερόκλαδα και φύλλα  ή κουλουριαζόταν μέσα στις κουφάλες των δέντρων. Δεν είχε ανάγκη να μαζεύει τρόφιμα,  όταν πεινούσε σκότωνε κάποιο ελάφι , υπήρχαν άφθονα στην περιοχή  και έτρωγε  για να χορτάσει την πείνα του, ότι περίσσευε το άφηνε στους λύκους και στα μικρότερα σαρκοφάγα του δάσους.
Είχε προσαρμοστεί  απόλυτα στο μέρος που έμενε,  αν και το ίδιο θα προτιμούσε να ήταν  μόνο του, να είχε φύγει από εκεί  που κυκλοφορούσαν άνθρωποι με  όπλα που σκότωναν, ίσως και να το έψαχναν ακόμα …. Αλλά όσο υπήρχε η γυναίκα και ήταν ζωντανή  ,  δεν θα έφευγε αν δεν τελείωνε πρώτα μαζί της.

Άνοιξε ξανά τα μάτια της και τον κοίταξε. Ο άντρας στεκόταν αμήχανος κοντά στην φωτιά, δεν ήξερε τι να κάνει,  δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να ξαπλώσει … την είχε βάλει εκείνη στο κρεβάτι του, όχι λάθος, σκέφτηκε , στο δικό της κρεβάτι  που εκείνος της το είχε πάρει τόσο καιρό.
Μα πως τον αφήνω να στέκεται τόση ώρα όρθιος, σκέφτηκε η γυναίκα, είμαι απαράδεκτη, δεν έχει δυνάμεις ακόμα …
«  Έλα », του ψιθύρισε και  του έδειξε  το κενό δίπλα της να ξαπλώσει. Θα μπορούσαν να μοιραστούν τα  ζεστά σκεπάσματα και εκείνη ήταν πολύ ταλαιπωρημένη για να σηκωθεί να στρώσει.
«  Δεν θέλω να σε  κουράσω  άλλο » της απάντησε  « αρκετά με έχεις φροντίσει μέχρι τώρα εσύ »
«  Δεν με έχεις κουράσει,  αν  δεν θέλεις θα σηκωθώ να στρώσω… Ήταν πραγματικά πολύ αδύναμη, αλλά αν εκείνος ένοιωθε άσχημα να ξαπλώσει στο πλάι της θα  έστρωνε  κάτω.
Προσπάθησε να σηκωθεί , μα οι κινήσεις της ήταν βαριές και  έδειχναν πως δεν είχε τίποτα μέσα της από την  παλιά της ζωντάνια, κάτι την είχε καταβάλει, -ίσως είναι  άρρωστη- σκέφτηκε εκείνος και βιάστηκε  να  την  σπρώξει πάλι απαλά  πίσω να ξαπλώσει.
«  Όχι … σε παρακαλώ , μείνε ! » ήταν υπερβολή να  κάνει σαν κακομαθημένο παιδί και να φέρνει την γυναίκα σε αμηχανία. Όσο κι αν δεν ένοιωθε άνετα να είναι  στο ίδιο στρώμα μαζί της , ήταν ακόμα χειρότερο να την σηκώσει  όταν έβλεπε πως δεν ήταν καλά.
Έδιωξε κάθε σκέψη γι αυτήν από το μυαλό του  και  έγειρε δίπλα της όσο πιο άκρη μπορούσε για να μην την αγγίξει.

Μάταια προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί, μάταια σκεφτόταν οτιδήποτε άχρηστο  είχε στο νου του, όπως  πως  το αμάξι του χρειαζόταν επειγόντως σέρβις,  η καφετιέρα του δεν δούλευε τον τελευταίο μήνα,  δεν είχε πληρώσει  την ηλεκτρική εταιρεία, έπρεπε να αδειάσει την αποθήκη του από ένα σωρό άχρηστα…. Τίποτα…. Το μυαλό του γύριζε και πάλι στο  λεπτό κορμί  πλάι του, η μυρωδιά της τον έπνιγε, η ένταση της σκέψης του  γι αυτήν είχε γίνει αφόρητα πιεστική  τόσο που  κόντευε να σπάσει αυτή η μικρή κλωστούλα της λογικής, να την πάρει στην αγκαλιά του και να την κάνει έστω και με την βία δική του. Ντράπηκε που σκέφτηκε κάτι τόσο χυδαίο γι αυτήν που πέρασε τόσο καιρό στο πλάι του  να τον φροντίζει  σαν μωρό  αλλά όταν άνοιξε  ξανά τα μάτια του την είδε να  τον κοιτά και εκείνη ξύπνια.
Χάθηκε  για μια ακόμα φορά στο χρυσάφι των ματιών της.
Το λεπτό χέρι της  άγγιξε το πρόσωπο του σε ένα ανάλαφρο χάδι και του κόπηκε η ανάσα.  Του τράβηξε ένα μικρό τσουλούφι από το μέτωπο και εκείνος  έμεινε αφηρημένος στο ρόδινο στόμα που ανάσαινε τόσο κοντά στο δικό του. Αυτά τα χείλη… ούτε κατάλαβε  πότε  βρέθηκε να  την  φιλά, στην αρχή διστακτικά,  σα να ήταν από  εύθραυστη  πορσελάνινη , η γεύση της  είχε κάτι  κρατήσει το άρωμα του φασκόμηλου και μετά βρέθηκε να  την κρατά πιο σφιχτά στην αγκαλιά του και να μοιράζει φιλιά σε όλο της το πρόσωπο.  Στα μάτια, στα μάγουλα , στα μικρά κοχύλια των αυτιών της,  στην βάση του λεπτού λαιμού της.

Είχε ξεχάσει τους πόνους του  και αν ακόμα τον  πέθαινε ο ώμος του εκείνος δεν έδινε καμία σημασία. Δεν υπήρχαν πληγές πια , ούτε πόνοι, μόνο η επιτακτική ανάγκη του να κάνει δική του αυτή την γυναίκα.  Τα δάχτυλα του έλυσαν τα κορδόνια  από το  χοντρό πουκάμισο που φορούσε  και  εκείνη τον βοήθησε στριφογυρίζοντας να της το βγάλει.
  Τότε  είδε  τις μεγάλες μελανιές  στα πλευρά της και  ψηλά στο στήθος της και σταμάτησε ξαφνιασμένος. Πρέπει να την πονούσαν πολύ , φαινόταν  πρόσφατες και  πριν μέρες που την είχε δει να κοιμάται δεν είχε τίποτα τέτοιο.
Πως στο καλό είχαν γίνει αυτά τα χτυπήματα? Αφού δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω, ποιος την είχε χτυπήσει τόσο πολύ? Ορμητικές οι σκέψεις του  έφτασαν σε κάποιον άλλο άντρα που θα την είχε κακοποιήσει!
«  Αυτά πως έγιναν? » την ρώτησε και  η φωνή του ήταν  μια συγκρατημένη οργή, οποίος και να ήταν αν τον έβρισκε θα του  ξερίζωνε τα χέρια που τόλμησε να  αγγίξει αυτό το  πλάσμα που κρατούσε στην αγκαλιά του.
«   Μη δίνεις σημασία σε παρακαλώ …»  του απάντησε  η γουργουριστή φωνή της,  δεν με πονάνε πια…
«  Καλύτερα να μου πεις τώρα ποιος το έκανε αυτό! » η φωνή του  ακούστηκε πιο άγρια από όσο θα  ήθελε εκείνη την ώρα.
«  Θα σου πω, όλα θα στα πω, κάποια στιγμή θα τα μάθεις όλα, αυτό στο υπόσχομαι …»

Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα του έλεγε,  το βλέμμα της δεν τον κοιτούσε όταν του το υποσχέθηκε, έμοιαζε να θέλει να αποφύγει  να του δώσει απαντήσεις  για τα χτυπήματα της και εκείνος  θα έβρισκε άλλη ώρα να επιμείνει σε αυτό. Προς το παρόν την κρατούσε στα χέρια του,  τα δικά της χέρια  χάιδευαν διστακτικά  το κορμί του,  τα χείλη της ήταν πρόθυμα κάτω από τα δικά του, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι παραπάνω.
Το σώμα της  ήταν  απαλό κάτω από τα χέρια του αλλά μπορούσε να διακρίνει πόσο καλά  ήταν γυμνασμένοι οι μυς της … φυσικό είναι σκέφτηκε, αφού εκείνη  κάνει τόσες δουλειές εδώ που ζει, γι αυτό είναι και τόσο δυνατή, πιο δυνατή από κάθε  γυναίκα της πόλης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε…έσυρε τα ακροδάχτυλά του σε κάθε καμπύλη του κορμιού της, στους λεπτούς ώμους,  στις καμπύλες του στήθους της που το ένοιωσε να  σκληραίνει κάτω από το άγγιγμά  του,  έσυρε τα δάχτυλα του στην μέση της, στην γεμάτη μυς πλάτη , στους γεμάτους γοφούς, μέχρι τους λεπτούς αστραγάλους και εκείνη έδειχνε να απολαμβάνει  τα χάδια και τα φιλιά του σε κάθε εκατοστό του κορμιού της,  και  μόνο όταν το χέρι του  ανηφόρησε ξανά στους μηρούς της και βρήκε την απαλή ζεστασιά της ανάμεσά τους εκείνη άφησε να ξεφύγει από τα σφιγμένα χείλη της  ένα σιγανό βογκητό. Προσπάθησε να είναι υπομονετικός μαζί της, ήθελε μόνο να της δώσει  ευχαρίστηση , το δικαιούταν εκείνη μετά από όσα του είχε προσφέρει , ήθελε να της δείξει πόσο πολύ την  ήθελε δική του, ευτυχισμένη , ικανοποιημένη, δεν άντεχε να την πονέσει μετά από  τις  μελανιές που  ήταν ζωγραφισμένες στο κορμί της και έδειχναν πόσο θα πρέπει να  έχει υποφέρει στα  χέρια κάποιου κτήνους.

Τα ήθελε όλα να γίνουν τέλεια για εκείνη και μόνο όταν  βυθίστηκε μέσα στις απαλές πτυχές του κορμιού της,  χαμένος  στο χρυσάφι των ματιών της κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κρατηθεί άλλο και αφέθηκε να ξεσπάσει .
 Είναι μια απίστευτη γυναίκα  ,  τόσο παράξενη,  με τόσες αντιφάσεις, αλλά τόσο γυναίκα, σκέφτηκε και  τραβήχτηκε απρόθυμα στο πλάι  για να μην την πονέσει άλλο με το βάρος του, χωρίς να σταματήσει να την κρατά αγκαλιά. Εκείνη του χαμογελούσε και εκείνος  την φίλησε ξανά απαλά στα χείλη πριν κλείσει τα μάτια του και τον πάρει ένας μακάριος , ξέγνοιαστος ύπνος που είχε πολύ καιρό να κάνει με το ζεστό γυναικείο κορμί κουρνιασμένο στην αγκαλιά του.             
                                                                           
Αυτή την φορά δεν είδε κανέναν εφιάλτη. Αυτό που είδε ήταν πως είχε γυρίσει στο σπίτι του στην πόλη μαζί με την  παράξενη γυναίκα, πως εκείνη ήταν ντυμένη με μοντέρνα ρούχα , στα πόδια της φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες και  μεταξωτές κάλτσες,  τα  σκούρα μαλλιά της ήταν  κουρεμένα από έμπειρα χέρια  και χτενισμένα  , πως   τα μεγάλα της μάτια ήταν βαμμένα ,το πρόσωπο της περιποιημένο και όλη ανέδυε έναν κοσμοπολίτικο αέρα. Είδε πως ήταν η ιδανική γυναίκα για να την έχει στο πλάι του!

Τέλος 3ου μέρους








21.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "2ο μέρος"

Ο  τρόμος  παραφυλάει στο σκοτάδι "2ο μέρος"

Πόσες μέρες πέρασαν μέσα σε αυτόν τον λήθαργο , να ξυπνά και να κοιμάται  χωρίς να καταλαβαίνει  τι γινόταν γύρω του,, χωρίς  ούτε να αναρωτιέται πια αν ήταν μέρα ή νύχτα?
Όμως αυτή την φορά που  άνοιξε τα μάτια του  ήταν σίγουρος πως ήταν πρωί. Άκουγε  ήχους πουλιών  έξω και ένοιωθε πιεστική την ανάγκη να σηκωθεί να περπατήσει , να βγει έξω στον καθαρό αέρα, να δει  το μέρος που βρισκόταν. Ξεχασμένος πήγε να τεντωθεί αλλά ο πόνος από τις πληγές του χίμηξε έντονος  στην  άστοχη κίνηση και του έκοψε την φόρα,  κατάλαβε πως δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να κάνει οτιδήποτε . Μπορούσε  τουλάχιστον  να περπατάει!  θα το δοκίμαζε και θα  ζητούσε  από την γυναίκα να τον βοηθήσει λίγο στην αρχή  και μετά όταν σηκωνόταν θα μπορούσε να ειδοποιήσει  να έρθουν να τον πάρουν … αρκετά κάθισε  εκεί μέσα!
Έσκυψε να δει  αν εκείνη κοιμόταν ακόμα.
Τα σκεπάσματα  είχαν τραβηχτεί, εκείνη  ήταν ανάσκελα με ένα ελαφρό γουργουρητό να βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της, τα μαλλιά της απλωμένα , ξεχτένιστα έπεφταν τούφες στο πρόσωπο της , λερωμένα με ξερά φύλλα και κλαράκια και το σώμα της γυάλιζε στο μισοσκόταδο … σα να μην είχε δει γυναίκα ξανά.
Οι λευκοί ώμοι, η απαλές καμπύλες του στήθους, οι ρόδινες θηλές, τα χέρια  σαν φτερά  αφημένα στο πλάι της, απόλυτα ακίνητη και  με κάθε  δική της ανάσα να κόβεται η δική του. Οι σκέψεις του ξεστράτισαν και  το κορμί του ανταποκρίθηκε αμέσως σε αυτές 

Ξαφνικά  ένοιωσε  άσχημα  που την κοιτούσε  έτσι  ξεδιάντροπα σα να ήταν  κανένας  άξεστος,  εκείνη ήταν στο πλάι του όλο αυτό τον καιρό να τον φροντίζει  και  ο ίδιος  την παρακολουθούσε παραδομένη στον ύπνο της με σκέψεις που τον έκαναν να ντρέπεται.
Έπρεπε όμως να σηκωθεί , δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να βρει και τα ρούχα του, κάπου θα τα είχε βάλει η γυναίκα. Όσο  ήταν  ξαπλωμένος μέσα στις γούνες που τον διατηρούσαν ζεστό  ένοιωθε όμορφα , αλλά τώρα πια  κρύωνε πολύ. Προσπάθησε να ανασηκώσει το κορμί του και παρ όλο τον πόνο  δεν άφησε να του φύγει κανένα βογκητό για να μη την ξυπνήσει, κατάφερε και να κατεβάσει τα πόδια του αλλά τότε χίμηξε ορμητικό το αίμα στις φλέβες του, είχε τόσο καιρό να σηκωθεί όρθιος,  λύγισαν τα γόνατα του, δεν τον κρατούσαν ….

Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και  με θολό βλέμμα από τον ύπνο έμοιαζε  ξαφνιασμένη να προσπαθεί να  καταλάβει  τι ήταν αυτό που την ξύπνησε , αλλά την επόμενη στιγμή  φοβισμένη από τον άντρα που στεκόταν σχεδόν επάνω της, άφησε ένα ουρλιαχτό και πετάχτηκε όρθια  και έτρεξε στην άλλη άκρη προσπαθώντας να καλύψει την γύμνια της ! Δεν είχε μάθει να ξυπνά και να υπάρχει κάποιος εκεί μαζί της, ακόμα και την παρουσία του την είχε συνηθίσει  σαν  ενός αρρώστου που είχε ανάγκη την φροντίδα της, ξαπλωμένου στα στρωσίδια της , ανήμπορου και όχι  σαν έναν άντρα που μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, να την πλησιάσει.
Άρπαξε τα ρούχα της και τα φόρεσε βιαστικά , ενώ εκείνος προσπαθούσε να μη την κοιτά για να την αφήσει να ηρεμήσει.
«  Συγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω, να βγω έξω θέλω, σε παρακαλώ αν μπορείς να με βοηθήσεις ? »
Μα τι ανόητη που είμαι σκέφτηκε εκείνη,  τι εντύπωση θα του έδωσα έτσι όπως πετάχτηκα! Πάλι καλά που δεν …  μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της που βιάστηκε να την διώξει μακριά κουνώντας το κεφάλι της.
«  Θα  σου  δώσω το πρωινό σου  και   μετά πρέπει  να δω τις πληγές σου .» Του απάντησε σιγανά …
«  Και μετά θα με βοηθήσεις να βγω λίγο έξω.» της θύμισε.
«  Ναι , μετά θα σε βοηθήσω να κάνεις ότι θέλεις»  του υποσχέθηκε
και του χαμογέλασε, για να του δείξει πως ότι και να την είχε ταράξει , είχε πια περάσει.

Πήγε στην εστία και σε λίγο έφερε  ένα καλάθι γεμάτο με ένα είδος ψωμιού  και δυο φλιτζάνια γεμάτα αχνιστό … γάλα!!!  Κάθισε μαζί του και έτρωγαν αμίλητοι , εκείνος λίγο αμήχανος, εκείνη προσηλωμένη στο φαγητό της.
«  Χρειάζομαι ρούχα μάλλον»  της είπε όταν τελείωσαν και  η γυναίκα  έτρεξε στην άκρη που είχε  το ταλαιπωρημένο μπαούλο της και έβγαλε από μέσα  μερικά ρούχα. Μόνο που αυτά δεν ήταν τα δικά του.
«  θα προτιμούσα τα ρούχα μου , δεν θέλω να σου τα λερώσω αυτά »   επέμενε ο άντρας και τότε εκείνη του έφερε  από  την άκρη που φύλαγε το απόθεμα των ξύλων της  ένα μπόγο και τον άνοιξε μπροστά του.
Χλόμιασε εκείνος  όταν είδε  τι του έδειχνε. Όποιος έβλεπε αυτά τα κουρελιασμένα ποτισμένα στο αίμα ρούχα δεν θα πίστευε πως ο άνθρωπος  που τα φορούσε ήταν ακόμα ζωντανός !  Τα περιεργάστηκε για λίγες στιγμές προσπαθώντας να συλλάβει το μέγεθος  της  επίθεσης  που  είχε υποστεί  και μετά   χωρίς να μιλήσει  πήρε τα καθαρά  ρούχα  και τα φόρεσε.
Το παντελόνι του ερχόταν αρκετά καλά, του έδωσε ένα κομμάτι σπάγκο να το δέσει γύρω από την μέση του και το μακρύ πουκάμισο,  αν και ο ίδιος ήταν αρκετά μεγαλόσωμος,  του ήταν τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερο.  Καλύτερα γιατί  τίποτα δεν θα άντεχε να αγγίζει τις πληγές του, ούτε καν αυτά τα υφάσματα. Ήθελε να την ρωτήσει που τα βρήκα αυτά τα ρούχα αφού δεν έμενε κανένας άντρας  μαζί της,  αλλά μετά σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδιακρισία από μέρους του , ίσως ήταν κάποιος που έφυγε  και να μην ήθελε η ίδια να συζητήσει γι αυτόν.

Τον βοήθησε να φορέσει τις μπότες του, τις είχε καθαρίσει  και τις είχε γυαλίσει  με λίπος . Αν  και είχαν αρκετές βαθιές γρατσουνιές επάνω τους και φαινόταν αρκετά ταλαιπωρημένες  μπορούσε να δει το πρόσωπο του στο καθρέφτισμα τους.  Τελευταίο άφησε το πανωφόρι, ένα κομμάτι μονοκόμματο δέρμα  με  μαύρη γούνα, τόσο μαλακό και ζεστό που το έδεσε με ένα κορδόνι στην μέση του  όπως φορούσε το δικό της.
Ήταν τόση η χαρά και  η ανυπομονησία  του που θα έβγαινε ώστε σχεδόν της θύμωσε που καθυστερούσε μαζεύοντας από κάτω τα στρωσίδια της και έριχνε ξύλα στην φωτιά για να την κρατήσει αναμμένη μέχρι να ξαναμπούν μέσα.
Τον βοήθησε να σηκωθεί και μόνο τότε εκείνος διαπίστωσε πως ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα, αλλά απίστευτα δυνατή αφού μπορούσε να κρατά το βάρος του. Στην αρχή ακούμπησε διστακτικά επάνω της για να μη την κουράσει αλλά μετά από δυο βήματα κατάλαβε πως δεν θα τα κατάφερνε και έτσι έριξε πάνω στους ώμους της το βάρος του και εκείνη δεν έδειξε να νοιάζεται , τον κρατούσε άνετα και το κάθε επόμενο βήμα τους έφερνε στην έξοδο.
 
Δάσος.
Αυτό μόνο  είδε γύρω του όταν βγήκαν. Ένας κάθετος βράχος που έφτανε ψηλά επάνω στα κεφάλια τους  και μετά κατηφόριζε απότομα προς τα ανατολικά αυτό ήταν το καταφύγιο τους. Εκεί στην βάση του βράχου   κάποιοι  ξυλοκόποι είχαν χτίσει αυτή την ξύλινη  καλύβα, χρησιμοποιώντας για τέταρτο τοίχο τον ίδιο τον βράχο και  ακριβώς μπροστά από αυτό το κατασκεύασμα που χρησιμοποιούσε για κατοικία της η γυναίκα  υπήρχε ένα μικρό ξέφωτο και από εκεί και πέρα  άρχιζαν τα δέντρα του δάσους.
Παρατηρούσε με περιέργεια γύρω του να βρει κάποιο σημάδι πολιτισμού  μα ούτε  δρόμος που να δείχνει πως κάποτε είχε φτάσει αυτοκίνητο μέχρι εκεί, ούτε καν δρομάκι , μόνο πανύψηλα  δέντρα γύρω τους, ένα τεράστιο πυκνό  δάσος  που έσφυζε από ζωή μέσα στο ηλιόλουστο ζεστό χειμωνιάτικο πρωινό. Εκείνη τον οδήγησε σε ένα μικρό βράχο και τον βοήθησε να καθίσει  κάτω από τον ήλιο.
«  Πόσο καιρό μένεις εδώ ?»  την ρώτησε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Όταν τον κοίταζε έτσι  ξεχνούσε τι άλλο θα ήθελε να την ρωτήσει!
«  Πάντα »  του απάντησε απλά, λες και ήταν κάτι φυσικό να ζει μια  γυναίκα ολομόναχη στην μέση του πουθενά.
«  Μα πως γίνεται αυτό? από κάπου θα είσαι, κάπου αλλού γεννήθηκες,  πως ζεις εδώ μόνη σου? Δεν φοβάσαι τις αρκούδες?»
Θα μπορούσε να ορκιστεί πως ήταν γέλιο αυτό που βγήκε από το λαρύγγι της, αλλά η φωνή της ήταν σοβαρή … σχεδόν… όταν του μίλησε.
« Δεν φοβάμαι, εδώ ζω από πάντα, το γνωρίζω καλά το δάσος και με γνωρίζει και αυτό! εξ άλλου εδώ δεν έχει αρκούδες!»
Μα τι έλεγε αυτή η γυναίκα? Και τι ήταν αυτό το πλάσμα που του επιτέθηκε και του ξέσκισε τις σάρκες?
« Φυσικά και  έχει, αρκούδα μου επιτέθηκε και όχι μια, δυο ήταν , τις είδα καθαρά,  δεν ξέρω γιατί τελικά δεν με σκότωσαν και με βρήκες εσύ, αλλά εγώ τις είδα !»
« Ή νόμισες πως τις είδες !»  ήταν η ιδέα του ή υπήρχε ειρωνεία στην φωνή της?
« Τι άλλο θα μπορούσε να είναι έξυπνη μου? »
Η γυναίκα  έμεινε αμίλητη , σκεφτική , σα να ζύγιζε μέσα της την απάντηση που θα του έδινε…
« Ίσως έχεις δίκιο, να ήταν αρκούδες ».  απάντησε τελικά με έναν αναστεναγμό , όμως εκείνος ήταν σίγουρος πως δεν το πίστευε αυτό που του είπε.

Είχε βυθιστεί και πάλι στην σιωπή της, ότι και αν είχε ακόμα να την ρωτήσει , εκείνη την στιγμή  κατάλαβε πως δεν ήταν ώρα να το κάνει, έδειχνε τόσο απρόθυμη να ανοίξει μια συζήτηση μαζί του.
Κάθισε πιο αναπαυτικά  και άφησε τον ήλιο να τον ζεστάνει και τα πουλιά να του τραγουδάνε κυλώντας ανάμεσα στα κλαριά των δέντρων, παίζοντας με τις αχτίνες που έπεφταν σαν χρυσά βέλη στην παγωμένη γη. Ψηλά στον ουρανό ένα γεράκι  είχε σταμπάρει την λεία του, έφερνε γύρες  σφυρίζοντας  καλώντας το ταίρι του και για λίγο τα είδε δυο μαζί να κάνουν βουτιές  κάτω από τα λιγοστά σύννεφα  μέχρι που το ένα  έφυγε με ταχύτητα αστραπής και χάθηκε σε κάποια άκρη του ουρανού.

Δεν ήταν η ιδέα του αλλά ξαφνικά  τα πουλιά είχαν σταματήσει να τραγουδάνε, απόλυτη σιωπή είχε απλωθεί  γύρω τους .  Κοίταξε την γυναίκα και την είδε να  σαρώνει με ανήσυχο  βλέμμα   τα σκιερά μέρη του δάσους, ήταν όρθια δίπλα του όμως  ξαφνικά  έμοιαζε να έχει κάτι ζωώδες επάνω της. Το κορμί της ήταν συσπειρωμένο , το πρόσωπο της τραβηγμένο από  ένταση, τα μάτια της ορθάνοιχτα , τα  ρουθούνια της  έμοιαζαν να οσμίζονται  τον αέρα γύρω τους και  ολότελα ακίνητη αφουγκραζόταν  να πιάσει τον παραμικρό ήχο   μέσα στην  απόλυτη σιωπή .  
Οι τρίχες στον σβέρκο του ορθώθηκαν από την ανησυχία, κάτι υπήρχε εκεί έξω, κάτι που έκανε τα πουλιά και τα ζώα του δάσους να εξαφανιστούν. Κίνδυνος.

Η γυναίκα τον άρπαξε βίαια από το χέρι, τον σήκωσε κάνοντάς του νόημα να μείνει σιωπηλός και  στηρίζοντας τον, σηκώνοντάς τον σχεδόν στον αέρα τον τράβηξε μέσα στην σπηλιά. Ένοιωθε την έντασή της, μύριζε σχεδόν  τον φόβο της  μέχρι να διασχίσουν αυτά τα δέκα μέτρα που τους χώριζαν από την είσοδο και μόνο όταν μπήκαν μέσα και εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω τους  και την σφράγισε με ένα μεγάλο δοκάρι την είδε να  ησυχάζει κάπως.
 Ώστε και αυτή φοβόταν εκεί έξω και προσπαθούσε να τον πείσει πως δεν υπήρχε τίποτα να φοβάται…
Όμως εκείνη δεν φοβόταν για τον εαυτό της, ήξερε πόσο αδύναμος ήταν,  αν δεχόταν επίθεση από αυτό που παραφύλαγε ανάμεσα στα δέντρα  δεν θα προλάβαινε να τον  πάει στην ασφάλεια της  καλύβας, δεν θα προλάβαινε να τον προστατέψει για μια ακόμα φορά, τα τραύματα του ακόμα ήταν  νωπά, θα τον έχανε. Έπρεπε  να  κάνει οτιδήποτε για να τον κρατήσει ζωντανό.

Ανήσυχη  έφερνε γύρες μέσα στον κλειστό χώρο, σαν λιοντάρι στο κλουβί πήγαινε από την μια γωνιά στην άλλη , οσμίζονταν τον αέρα για αρκετή ώρα, μέχρι  που την είδε να χαλαρώνει  κάπως , να σταματά τα άσκοπα  στριφογυρίσματα  και  να ξαναπαίρνει το συνηθισμένο απόμακρο ήρεμο ύφος της.
Τον βοήθησε να βγάλει το πανωφόρι και τις μπότες του και τον έβαλε να ξαπλώσει, ο ίδιος ένοιωθε αρκετά κουρασμένος μετά από τόσο καιρό που είχε να κουνηθεί , να κάνει έστω και λίγα βήματα και αυτή η μικρή ένταση τον είχε καταβάλει. Όταν του έφερε το τσάι με την ίδια φρουτώδη μυρωδιά κατάλαβε πως εκείνη  του έδινε και πάλι  κάποιο ηρεμιστικό για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Σκέφτηκε  προς στιγμή να  μη το πιει, δεν του άρεσε που η γυναίκα ήθελε να  τον ξεφορτωθεί με αυτόν τον τρόπο , αλλά ο ώμος του πονούσε αρκετά, το ίδιο και το πόδι του , οπότε το ήπιε σχεδόν μονορούφι και  μισή ώρα αργότερα κοιμόταν βαθιά.

 
Στο όνειρο του είδε πως ήταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό κρεβάτι, ανάμεσα σε απαλά σεντόνια , σκεπασμένος με μαλακά παπλώματα, άπλωσε το χέρι του και αγκάλιασε κάτι ζεστό, όχι αυτό δεν ήταν ένα γυναικείο κορμί,  ένα τεράστιο  σκυλί ήταν με μακρύ μαύρο τρίχωμα, όμως  όχι ούτε σκυλί ήταν αλλά  όταν το άγγιξε έμεινε ακίνητο κάτω από το χέρι του,  πέρασε την παλάμη του επάνω από το στέρνο του, έπιασε τα  πλευρά του, την μαλακή κοιλιά,  το χάιδεψε στον λαιμό, στα όρθια αυτιά, μα μόνο οι σκύλοι έχουν τέτοια αυτιά συμπέρανε και  ανασηκώθηκε για να δει καλύτερα το πλάσμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Τότε εκείνο γύρισε προς το μέρος του  και απέμεινε με την φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του να βλέπει μια τεράστια υγρή μουσούδα, ένα κατακόκκινο στόμα που έσταζε αίμα  με κατάλευκα  γυαλιστερά δόντια μακριά σαν στιλέτα να εξέχουν από τις άκρες των χειλιών και  να τον κοιτά κατάματα με τα μεγάλα στρογγυλά του μάτια στο χρώμα του χρυσού. Δυο χρυσά μάτια.

ΤΕΛΟΣ 2ου ΜΕΡΟΥΣ