Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "3ο μέρος"
Φορούσε μόνο το χοντρό πουκάμισο και έμοιαζε να την έχει πάρει ο ύπνος εκεί στα ξαφνικά χωρίς να προλάβει να στρώσει τα στρωσίδια της στο συνηθισμένο της μέρος. Με κόπο έσυρε το σώμα του και σηκώθηκε.
Ήθελε να της μιλήσει να την ξυπνήσει, μα τόσες μέρες , σκέφτηκε, δεν την είχε ρωτήσει για το όνομα της! Τι ανόητος! Εκείνη τον φρόντιζε και ο ίδιος δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει ούτε πως την λένε… ίσως γιατί εκείνη έκανε πάντα ότι χρειαζόταν για να προλάβει κάτι πριν της το ζητήσει και έτσι… αλλά , όχι αυτό δεν ήταν δικαιολογία!
Θα έπρεπε να ακούσει τους ήχους από τα πόδια του , να ξυπνήσει , αλλά εκείνη ούτε που σάλεψε, ακόμα και όταν έσκυψε επάνω της και τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπο της και πάλι δεν κουνήθηκε !
Τα μάτια της ήταν κλειστά και η αναπνοή της βαριά, έμοιαζε να βρίσκεται σε λήθαργο . Στάθηκε για λίγο ακίνητος χαζεύοντας το ήρεμο πρόσωπο, την λεπτή μύτη, τα ψηλά ζυγωματικά, τα τοξωτά φρύδια επάνω στο κατάλευκο μέτωπο, πρώτη φορά είχε την
ευκαιρία να μελετήσει τα χαρακτηριστικά της χωρίς εκείνη να τον καταλαβαίνει και να
σκύβει το κεφάλι της σα να ήθελε να μένει αθέατη στα μάτια του.
Δεν μπορούσε όμως να την αφήσει να κοιμάται στις κρύες πέτρες, την κούνησε απαλά
στον ώμο για να σηκωθεί και το βογκητό που βγήκε από το στόμα της τον ανησύχησε.
Σίγουρα πονούσε, αλλά που? Γιατί?
Η γυναίκα άνοιξε με κόπο τα μάτια της, και όταν προσπάθησε να κουνηθεί οι κινήσεις της ήταν αργές και τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από την προσπάθεια.
« Έλα να ξαπλώσεις , δεν μπορείς να κοιμάσαι στις πέτρες !» Του έδωσε το χέρι της, την βοήθησε να σηκωθεί και χωρίς να καταλαβαίνουν ποιος οδηγούσε ποιον την πήγε στα
δικά του στρωσίδια.
Ήταν παγωμένη και έμοιαζε τόσο εξαντλημένη που χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση ξάπλωσε γύρισε στο πλευρό της και κοιμήθηκε ξανά.
Ο άντρας πήρε μερικά κούτσουρα από τον σωρό στην άκρη του τοίχου και τα έριξε στο τζάκι που κόντευε να σβήσει. Τουλάχιστον να κρατήσει αναμμένη την φωτιά να τους ζεσταίνει. Ήθελε να της φτιάξει ένα ρόφημα , πήγε στο ράφι που φύλαγε τα ματσάκια με τα μυρωδικά της αλλά όσο και να έσπαγε το κεφάλι του δεν γνώριζε κανένα φυτό , μέχρι που είδε τα γνώριμα μικρά ασημοπράσινα φυλλαράκια του άγριου φασκόμηλου.
Βέβαια εκείνος γνώριζε την πιο ήμερη ποικιλία που αγόραζε από το μικρό μαγαζάκι με τα ροφήματα στην γειτονιά του, αλλά αυτό έμοιαζε τόσο πολύ! Έβαλε νερό να βράσει επάνω στην φωτιά και όταν ήταν έτοιμο έριξε μέσα λίγα φυλλαράκια φασκόμηλου και αμέσως γνώρισε την έντονη μυρωδιά του. Ικανοποιημένος που τα κατάφερε πήγε στην γυναίκα μια κούπα γεμάτη από το αχνιστό ρόφημα..
Την ξύπνησε δύσκολα.
Ήταν τόσο απρόθυμη να βγει από τον ύπνο της και όταν την βοήθησε να ανασηκωθεί για να πιει λίγες γουλιές από το αφέψημα κρατώντας της την κούπα εκείνη απέμεινε ξαφνιασμένη να τον κοιτάζει με το κουρασμένο βλέμμα της. Δεν είχε μάθει να την περιποιείται κανένας μέχρι τότε, ακόμα και στις σπάνιες φορές που ένοιωθε ανήμπορη μόνη της φρόντιζε τον εαυτό της.
Ήθελε να του πει ευχαριστώ μα ακόμα και αυτή η μικρή λέξη σαν ψίθυρος βγήκε από το στόμα της πριν πέσει πάλι πίσω και κλείσει τα μάτια της.
Είχε μάθει πως ο ύπνος θα της έκανε καλό, ήταν το καλύτερο και γρηγορότερο γιατρικό για τα χτυπήματα στο κορμί της. Αργότερα θα μπορούσε να φτιάξει κάποιο κατάπλασμα , όμως ακόμα δεν είχε το σθένος για να κάνει οτιδήποτε.
Αυτή την φορά η σύγκρουση ήταν πιο δυνατή, Εκείνο είχε δυναμώσει κι άλλο, έπρεπε να εφευρίσκει όλο και πιο περίεργους τρόπους για να αποσπά την προσοχή του, για να το νικά. Σύντομα θα ερχόταν η τελική τους αναμέτρηση, δεν γινόταν να ζουν και οι δυο στον ίδιο χώρο και Αυτό δεν ήθελε να εγκαταλείψει το δάσος.
Θα μπορούσε να φύγει πιο βόρεια, να ανέβει ακόμα πιο ψηλά εκεί που δεν έφταναν οι άνθρωποι, αλλά καθόταν επίμονα εκεί, έφερνε γύρες στον δικό της τόπο, δεν το ένοιαζε να κρυφτεί.
Ήθελε εκδίκηση , αυτό ήθελε από παλιά τότε που ήταν κλεισμένη μαζί του στον ίδιο χώρο
σε αντικρινά κλουβιά μαζί με τα υπόλοιπα πειράματα . Το έβλεπε στα μοχθηρά μάτια του,
της το έλεγε κάθε φορά που μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Εκείνο είχε αποτύχει, σύντομα θα έφτανε στο τέλος το πείραμα μαζί του και θα έπαιρνε τον δρόμο για
την « έξοδο» , μόνο που η νοημοσύνη του γνώριζε ποια θα ήταν αυτή και σίγουρα δεν
ήταν η ελευθερία του. Και εκείνη είχε κουραστεί πια να προσπαθεί να το διώχνει μακριά
με κάθε τρόπο.
Την προκαλούσε όταν πλησίαζε κατοικημένες περιοχές, παραφύλαγε τους ξυλοκόπους, τους κυνηγούς, όποιον έφτανε μέχρι τις παρυφές του δάσους. Δεν είχε κανένα δισταγμό να σκοτώσει , είχε προγραμματιστεί να σκοτώνει και μόλις μυριζόταν ανθρώπινη παρουσία η γυναίκα έτρεχε πρώτη για να του δείξει πως το ήξερε τι ήθελε να κάνει και Εκείνο χανόταν στο πυκνό δάσος ουρλιάζοντας με απόγνωση , γιατί μπορεί να την μισούσε αλλά φοβόταν την δύναμη της, εκείνη ήταν το πετυχημένο πείραμα, μπορούσε να τα βάλει μαζί της, αλλά δεν ήταν σίγουρο πως θα κατάφερνε και να την νικήσει και όσο κυριαρχούσε αυτός ο φόβος επάνω του γι΄ αυτήν , η γυναίκα κρατούσε την ισορροπία στο δάσος.
Την προκαλούσε όταν πλησίαζε κατοικημένες περιοχές, παραφύλαγε τους ξυλοκόπους, τους κυνηγούς, όποιον έφτανε μέχρι τις παρυφές του δάσους. Δεν είχε κανένα δισταγμό να σκοτώσει , είχε προγραμματιστεί να σκοτώνει και μόλις μυριζόταν ανθρώπινη παρουσία η γυναίκα έτρεχε πρώτη για να του δείξει πως το ήξερε τι ήθελε να κάνει και Εκείνο χανόταν στο πυκνό δάσος ουρλιάζοντας με απόγνωση , γιατί μπορεί να την μισούσε αλλά φοβόταν την δύναμη της, εκείνη ήταν το πετυχημένο πείραμα, μπορούσε να τα βάλει μαζί της, αλλά δεν ήταν σίγουρο πως θα κατάφερνε και να την νικήσει και όσο κυριαρχούσε αυτός ο φόβος επάνω του γι΄ αυτήν , η γυναίκα κρατούσε την ισορροπία στο δάσος.
Μόνο που τον τελευταίο καιρό Εκείνο είχε μελετήσει πια τις κινήσεις της, έτρεχε πιο γρήγορα, ακούραστο έψαχνε τα μονοπάτια , μύριζε τον αέρα , την προλάβαινε όπως έγινε και με αυτόν τον άντρα.
Δεν δίσταζε πια με την παρουσία της όπως παλιά, δεν είχε τίποτα να χάσει , δεν είχε φωλιάσει κάπου όπως η γυναίκα , κοιμόταν κάτω από τις δίπλες των βράχων , μέσα στις άδειες φωλιές των αγριμιών, κάτω από σωρούς με ξερόκλαδα και φύλλα ή κουλουριαζόταν μέσα στις κουφάλες των δέντρων. Δεν είχε ανάγκη να μαζεύει τρόφιμα, όταν πεινούσε σκότωνε κάποιο ελάφι , υπήρχαν άφθονα στην περιοχή και έτρωγε για να χορτάσει την πείνα του, ότι περίσσευε το άφηνε στους λύκους και στα μικρότερα σαρκοφάγα του δάσους.
Είχε προσαρμοστεί απόλυτα στο μέρος που έμενε, αν και το ίδιο θα προτιμούσε να ήταν μόνο του, να είχε φύγει από εκεί που κυκλοφορούσαν άνθρωποι με όπλα που σκότωναν, ίσως και να το έψαχναν ακόμα …. Αλλά όσο υπήρχε η γυναίκα και ήταν ζωντανή , δεν θα έφευγε αν δεν τελείωνε πρώτα μαζί της.
Άνοιξε ξανά τα μάτια της και τον κοίταξε. Ο άντρας στεκόταν αμήχανος κοντά στην φωτιά, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να ξαπλώσει … την είχε βάλει εκείνη στο κρεβάτι του, όχι λάθος, σκέφτηκε , στο δικό της κρεβάτι που εκείνος της το είχε πάρει τόσο καιρό.
Μα πως τον αφήνω να στέκεται τόση ώρα όρθιος, σκέφτηκε η γυναίκα, είμαι απαράδεκτη, δεν έχει δυνάμεις ακόμα …
« Έλα », του ψιθύρισε και του έδειξε το κενό δίπλα της να ξαπλώσει. Θα μπορούσαν να μοιραστούν τα ζεστά σκεπάσματα και εκείνη ήταν πολύ ταλαιπωρημένη για να σηκωθεί να στρώσει.
« Δεν θέλω να σε κουράσω άλλο » της απάντησε « αρκετά με έχεις φροντίσει μέχρι τώρα εσύ »
« Δεν με έχεις κουράσει, αν δεν θέλεις θα σηκωθώ να στρώσω… Ήταν πραγματικά πολύ αδύναμη, αλλά αν εκείνος ένοιωθε άσχημα να ξαπλώσει στο πλάι της θα έστρωνε κάτω.
Προσπάθησε να σηκωθεί , μα οι κινήσεις της ήταν βαριές και έδειχναν πως δεν είχε τίποτα μέσα της από την παλιά της ζωντάνια, κάτι την είχε καταβάλει, -ίσως είναι άρρωστη- σκέφτηκε εκείνος και βιάστηκε να την σπρώξει πάλι απαλά πίσω να ξαπλώσει.
« Όχι … σε παρακαλώ , μείνε ! » ήταν υπερβολή να κάνει σαν κακομαθημένο παιδί και να φέρνει την γυναίκα σε αμηχανία. Όσο κι αν δεν ένοιωθε άνετα να είναι στο ίδιο στρώμα μαζί της , ήταν ακόμα χειρότερο να την σηκώσει όταν έβλεπε πως δεν ήταν καλά.
Έδιωξε κάθε σκέψη γι αυτήν από το μυαλό του και έγειρε δίπλα της όσο πιο άκρη μπορούσε για να μην την αγγίξει.
Μάταια προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί, μάταια σκεφτόταν οτιδήποτε άχρηστο είχε στο νου του, όπως πως το αμάξι του χρειαζόταν επειγόντως σέρβις, η καφετιέρα του δεν δούλευε τον τελευταίο μήνα, δεν είχε πληρώσει την ηλεκτρική εταιρεία, έπρεπε να αδειάσει την αποθήκη του από ένα σωρό άχρηστα…. Τίποτα…. Το μυαλό του γύριζε και πάλι στο λεπτό κορμί πλάι του, η μυρωδιά της τον έπνιγε, η ένταση της σκέψης του γι αυτήν είχε γίνει αφόρητα πιεστική τόσο που κόντευε να σπάσει αυτή η μικρή κλωστούλα της λογικής, να την πάρει στην αγκαλιά του και να την κάνει έστω και με την βία δική του. Ντράπηκε που σκέφτηκε κάτι τόσο χυδαίο γι αυτήν που πέρασε τόσο καιρό στο πλάι του να τον φροντίζει σαν μωρό αλλά όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του την είδε να τον κοιτά και εκείνη ξύπνια.
Μάταια προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί, μάταια σκεφτόταν οτιδήποτε άχρηστο είχε στο νου του, όπως πως το αμάξι του χρειαζόταν επειγόντως σέρβις, η καφετιέρα του δεν δούλευε τον τελευταίο μήνα, δεν είχε πληρώσει την ηλεκτρική εταιρεία, έπρεπε να αδειάσει την αποθήκη του από ένα σωρό άχρηστα…. Τίποτα…. Το μυαλό του γύριζε και πάλι στο λεπτό κορμί πλάι του, η μυρωδιά της τον έπνιγε, η ένταση της σκέψης του γι αυτήν είχε γίνει αφόρητα πιεστική τόσο που κόντευε να σπάσει αυτή η μικρή κλωστούλα της λογικής, να την πάρει στην αγκαλιά του και να την κάνει έστω και με την βία δική του. Ντράπηκε που σκέφτηκε κάτι τόσο χυδαίο γι αυτήν που πέρασε τόσο καιρό στο πλάι του να τον φροντίζει σαν μωρό αλλά όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του την είδε να τον κοιτά και εκείνη ξύπνια.
Χάθηκε για μια ακόμα φορά στο χρυσάφι των ματιών της.
Το λεπτό χέρι της άγγιξε το πρόσωπο του σε ένα ανάλαφρο χάδι και του κόπηκε η ανάσα. Του τράβηξε ένα μικρό τσουλούφι από το μέτωπο και εκείνος έμεινε αφηρημένος στο ρόδινο στόμα που ανάσαινε τόσο κοντά στο δικό του. Αυτά τα χείλη… ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε να την φιλά, στην αρχή διστακτικά, σα να ήταν από εύθραυστη πορσελάνινη , η γεύση της είχε κάτι κρατήσει το άρωμα του φασκόμηλου και μετά βρέθηκε να την κρατά πιο σφιχτά στην αγκαλιά του και να μοιράζει φιλιά σε όλο της το πρόσωπο. Στα μάτια, στα μάγουλα , στα μικρά κοχύλια των αυτιών της, στην βάση του λεπτού λαιμού της.
Είχε ξεχάσει τους πόνους του και αν ακόμα τον πέθαινε ο ώμος του εκείνος δεν έδινε καμία σημασία. Δεν υπήρχαν πληγές πια , ούτε πόνοι, μόνο η επιτακτική ανάγκη του να κάνει δική του αυτή την γυναίκα. Τα δάχτυλα του έλυσαν τα κορδόνια από το χοντρό πουκάμισο που φορούσε και εκείνη τον βοήθησε στριφογυρίζοντας να της το βγάλει.
Τότε είδε τις μεγάλες μελανιές στα πλευρά της και ψηλά στο στήθος της και σταμάτησε ξαφνιασμένος. Πρέπει να την πονούσαν πολύ , φαινόταν πρόσφατες και πριν μέρες που την είχε δει να κοιμάται δεν είχε τίποτα τέτοιο.
Πως στο καλό είχαν γίνει αυτά τα χτυπήματα? Αφού δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω, ποιος την είχε χτυπήσει τόσο πολύ? Ορμητικές οι σκέψεις του έφτασαν σε κάποιον άλλο άντρα που θα την είχε κακοποιήσει!
« Αυτά πως έγιναν? » την ρώτησε και η φωνή του ήταν μια συγκρατημένη οργή, οποίος και να ήταν αν τον έβρισκε θα του ξερίζωνε τα χέρια που τόλμησε να αγγίξει αυτό το πλάσμα που κρατούσε στην αγκαλιά του.
« Μη δίνεις σημασία σε παρακαλώ …» του απάντησε η γουργουριστή φωνή της, δεν με πονάνε πια…
« Καλύτερα να μου πεις τώρα ποιος το έκανε αυτό! » η φωνή του ακούστηκε πιο άγρια από όσο θα ήθελε εκείνη την ώρα.
« Θα σου πω, όλα θα στα πω, κάποια στιγμή θα τα μάθεις όλα, αυτό στο υπόσχομαι …»
Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα του έλεγε, το βλέμμα της δεν τον κοιτούσε όταν του το υποσχέθηκε, έμοιαζε να θέλει να αποφύγει να του δώσει απαντήσεις για τα χτυπήματα της και εκείνος θα έβρισκε άλλη ώρα να επιμείνει σε αυτό. Προς το παρόν την κρατούσε στα χέρια του, τα δικά της χέρια χάιδευαν διστακτικά το κορμί του, τα χείλη της ήταν πρόθυμα κάτω από τα δικά του, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι παραπάνω.
Το σώμα της ήταν απαλό κάτω από τα χέρια του αλλά μπορούσε να διακρίνει πόσο καλά ήταν γυμνασμένοι οι μυς της … φυσικό είναι σκέφτηκε, αφού εκείνη κάνει τόσες δουλειές εδώ που ζει, γι αυτό είναι και τόσο δυνατή, πιο δυνατή από κάθε γυναίκα της πόλης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε…έσυρε τα ακροδάχτυλά του σε κάθε καμπύλη του κορμιού της, στους λεπτούς ώμους, στις καμπύλες του στήθους της που το ένοιωσε να σκληραίνει κάτω από το άγγιγμά του, έσυρε τα δάχτυλα του στην μέση της, στην γεμάτη μυς πλάτη , στους γεμάτους γοφούς, μέχρι τους λεπτούς αστραγάλους και εκείνη έδειχνε να απολαμβάνει τα χάδια και τα φιλιά του σε κάθε εκατοστό του κορμιού της, και μόνο όταν το χέρι του ανηφόρησε ξανά στους μηρούς της και βρήκε την απαλή ζεστασιά της ανάμεσά τους εκείνη άφησε να ξεφύγει από τα σφιγμένα χείλη της ένα σιγανό βογκητό. Προσπάθησε να είναι υπομονετικός μαζί της, ήθελε μόνο να της δώσει ευχαρίστηση , το δικαιούταν εκείνη μετά από όσα του είχε προσφέρει , ήθελε να της δείξει πόσο πολύ την ήθελε δική του, ευτυχισμένη , ικανοποιημένη, δεν άντεχε να την πονέσει μετά από τις μελανιές που ήταν ζωγραφισμένες στο κορμί της και έδειχναν πόσο θα πρέπει να έχει υποφέρει στα χέρια κάποιου κτήνους.
Τα ήθελε όλα να γίνουν τέλεια για εκείνη και μόνο όταν βυθίστηκε μέσα στις απαλές πτυχές του κορμιού της, χαμένος στο χρυσάφι των ματιών της κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κρατηθεί άλλο και αφέθηκε να ξεσπάσει .
Είναι μια απίστευτη γυναίκα , τόσο παράξενη, με τόσες αντιφάσεις, αλλά τόσο γυναίκα, σκέφτηκε και τραβήχτηκε απρόθυμα στο πλάι για να μην την πονέσει άλλο με το βάρος του, χωρίς να σταματήσει να την κρατά αγκαλιά. Εκείνη του χαμογελούσε και εκείνος την φίλησε ξανά απαλά στα χείλη πριν κλείσει τα μάτια του και τον πάρει ένας μακάριος , ξέγνοιαστος ύπνος που είχε πολύ καιρό να κάνει με το ζεστό γυναικείο κορμί κουρνιασμένο στην αγκαλιά του.
Αυτή την φορά δεν είδε κανέναν εφιάλτη. Αυτό που είδε ήταν πως είχε γυρίσει στο σπίτι του στην πόλη μαζί με την παράξενη γυναίκα, πως εκείνη ήταν ντυμένη με μοντέρνα ρούχα , στα πόδια της φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες και μεταξωτές κάλτσες, τα σκούρα μαλλιά της ήταν κουρεμένα από έμπειρα χέρια και χτενισμένα , πως τα μεγάλα της μάτια ήταν βαμμένα ,το πρόσωπο της περιποιημένο και όλη ανέδυε έναν κοσμοπολίτικο αέρα. Είδε πως ήταν η ιδανική γυναίκα για να την έχει στο πλάι του!
Τέλος 3ου μέρους
Τέλος 3ου μέρους