20.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι

Αποφάσισα να δώσω στο blog μου ένα κομμάτι από ένα δικό μου διήγημα.
Σε κάποιους άλλους καιρούς θα  το έστελνα  οπουδήποτε πίστευα πως θα είχε κάποια
ελπίδα να  γίνει  κάτι παραπάνω από δεμένα φύλλα τυπογραφικού υλικού στο αρχείο μου.
Ξέροντας όμως πόσο πολυγραφότατοι είμαστε οι Έλληνες και πως υπάρχουν διαμάντια
εκεί έξω που παραμένουν αναξιοποίητα … παραμένω προσγειωμένη και χρησιμοποιώ
την σελίδα μου για να δίνω αυτά που γράφω .
Καλή ανάγνωση  λοιπόν και ελπίζω στην επισήμανση των λαθών μου.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν κοιμόταν ακόμα  ή  αν αυτό το απόλυτο σκοτάδι που τον  τύλιγε   ήταν μια ονειρική κατάσταση ή μια ζοφερή πραγματικότητα.
Ήταν ξαπλωμένος  σε  ένα σκληρό στρώμα αλλά  σκεπασμένος με ένα βαρύ και απίστευτα απαλό ρούχο που τον κρατούσε ζεστό.
Προσπάθησε να βάλει το μυαλό του να δουλέψει, έπρεπε να σκεφτεί και  κράτησε την αναπνοή του προσπαθώντας να πιάσει κάποιο ήχο γύρω του.
Άκουσε  τον χτύπο της καρδιάς του να έρχεται δυνατός, ρυθμικός , σαν σταγόνα πέφτει μέσα στο νερό και … υπήρχε κάτι ακόμα, μια σιγανή ανάσα, ελαφρά σφυριχτή, σαν να κοιμόταν κάποιος ακριβώς δίπλα του… που μύριζε περίεργα, πάντως όχι  , δεν μπορούσε να είναι άνθρωπος εκτός αν είχε να κάνει μπάνιο κάτι χρόνια.
Θυμήθηκε τον σκύλο του  που   τον χειμώνα πήγαιναν μαζί βόλτες
στους δρόμους της πόλης και τους έπιανε η βροχή, όταν μετά  γύριζαν στον κλειστό χώρο του σπιτιού κάπως έτσι μύριζε η βρεγμένη γούνα του.
Γούνα !!… μέσα στο σκοτάδι άπλωσε το χέρι του και  ψηλαφίζοντας έψαξε προς εκεί που άκουγε την ανάσα. Ότι κι αν ήταν αυτό το ένοιωσε που τραβήχτηκε απότομα από κοντά του αφήνοντας μια περίεργη λαρυγγώδη  φωνή  που του πάγωσε το αίμα. Σίγουρα θα ήταν κάποιο ζώο που ήθελε να αποφύγει το άγγιγμα του  . Τουλάχιστον αν μπορούσε να δει , αλλά το σκοτάδι γύρω του ήταν απόλυτο, χωρίς καμία μικρή αχτίνα από φως να απαλύνει λιγάκι  το μαύρο που τον έπνιγε .

Τίποτα οικείο δεν υπήρχε   γύρω του , ούτε  κάποια γνωστή μυρωδιά  και  σίγουρα δεν ήταν σε νοσοκομείο, ούτε στο κρεβάτι στο σπίτι του και όχι  αυτό δεν ήταν όνειρο, παραήταν έντονο για όνειρο! Μα τότε… πως βρέθηκε εδώ και που ήταν αυτό το «εδώ» ?
Ορμητικές χίμηξαν οι αναμνήσεις παράλληλα με τον  πόνο στο μυαλό του.  
Θυμήθηκε πως είχε στήσει βραδινό καρτέρι στο φαράγγι , παρέα με τον σκύλο του , χρόνια είχε να το κάνει αυτό, η καραμπίνα του καλά κρυμμένη μέσα στην θήκη της έπιανε αράχνες γιατί είχε σταματήσει πια τα κυνήγια και την είχε πετάξει στο βάθος κάποιας ντουλάπας και ξαφνικά εκείνο το πρωινό ένοιωσε την ανάγκη να φύγει, να ανέβει στο βουνό που ανέβαινε παλιά, να περπατήσει στο δάσος, να βρει ξανά τα περάσματα των ζώων,  να μυρίσει καθαρό αέρα …
Έβγαλε από την κρυψώνα  του το όπλο, αλλά  δεν ήταν και πολύ σίγουρος πως θα είχε την δύναμη να τραβήξει την σκανδάλη , είχε σταματήσει πριν χρόνια αυτούς τους άσκοπους σκοτωμούς που έκαναν με την παρέα του   όταν πήγαιναν στα ψηλά βουνά  τους χειμώνες για  ελάφια  και άγρια γουρούνια .
Βρήκε  τα χνάρια των ζώων ψηλά επάνω  από έναν απότομο χείμαρρο , δεν είχε χάσει αυτή την ικανότητα του κι ας είχε τόσο καιρό να ανέβει στα παλιά λημέρια   και μπήκε στο καρτέρι για να τα παραφυλάξει  όταν τα ξημερώματα θα περνούσαν  για  να κατέβουν να πάνε στο νερό … δεν είχε χαράξει ακόμα  όταν άκουσε το θρόισμα των πεσμένων φύλλων  και ήρθε από τόσο κοντά αυτός ο θόρυβος που τον ξάφνιασε ! . Κάποιο μεγάλο ζώο  περπατούσε βαριά επάνω στα πεσμένα φύλλα και τα ξερόκλαδα που έσπαγαν σε κάθε του βήμα  . Σήκωσε την καραμπίνα έτοιμος κάνοντας νόημα στον σκύλο του να παραμείνει ακίνητος .
Κράτησε ακόμα και την αναπνοή του  με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή  για να μη χάνει τους ήχους του θηράματος.
Δεν κατάλαβε τι ήταν εκείνο που βγήκε τόσο ξαφνικά  από τα σκοτάδια, 
ένας τεράστιος όγκος με ένα  δυνατό βρυχηθμό και ξεχύθηκε κατεπάνω του  ενώ την ίδια στιγμή το σκυλί του έκανε επίθεση προσπαθώντας να τον προστατέψει.
Εκείνος δίστασε  δευτερόλεπτα  πριν  πυροβολήσει για να μη το χτυπήσει καθώς το μισοσκόταδο και  η  μάχη που έκαναν τα δυο ζώα μπροστά του δεν του άφηναν ξεκάθαρο στόχο . Όλα έγιναν όμως τόσο γρήγορα, είδε το σκυλί του να τσακίζεται σαν  κούκλα … άκουσε το πονεμένο ουρλιαχτό του . Την ώρα που  πυροβολούσε κάτι τον άρπαξε από τον ώμο, μια βρομερή ανάσα σαπίλας μπούκωσε τα ρουθούνια του και η επόμενη σκέψη του ήταν πως  σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μεταμορφώθηκε εκείνος από κυνηγός σε θήραμα και  πως αν ο θάνατος ήταν λίγο πιο γλυκός από τον πόνο που ένοιωθε… τον παρακαλούσε να έρθει γρήγορα. 
Δεν είχε δύναμη να παλέψει,  η  αρκούδα, γιατί μόνο αρκούδα θα μπορούσε να είναι αυτό που τον είχε αρπάξει τον τίναζε σαν παιδικό παιχνίδι την ώρα που  με ένα  δυνατό ουρλιαχτό ένα ακόμα σκοτεινό πλάσμα όρμησε επάνω τους.
Ένοιωσε  να  τον πετάνε στο χώμα και απόμεινε εκεί που έπεσε , να προσπαθεί να πάρει ανάσα, με τα μέλη του παράλυτα.
Πεθαίνω σκέφτηκε και του ήρθε στο νου πως είχε ακούσει  παλιά ότι σαν πεθαίνεις βλέπεις όλη σου την ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια σου. Εκείνος  όμως  το μόνο που έβλεπε ήταν  το χάραμα που ερχότανε επάνω από τις κορφές των δέντρων  μα   και πάλι πριν κλείσει τα μάτια του και βυθιστεί στο σκοτάδι του μυαλού του πρόλαβε να δει την μάχη που γινόταν επάνω από το  σώμα του.
Σαν σε εφιαλτικό χορό στροβιλίζονταν τα δυο  άγρια  πλάσματα, ούρλιαζαν, μούγκριζαν φοβερίζοντας το ένα  το άλλο,  είδε τα νύχια τους, τα δόντια τους ματωμένα και μετά  παραιτήθηκε , ξέροντας πως  σύντομα θα είχε φύγει 
από  αυτή την ζωή  με ξεσκισμένες τις σάρκες από αυτά  τα δυο  τέρατα που πάλευαν επάνω από το κορμί του μοιράζοντας  ζωντανή  την λεία τους.
Ο πόνος
Σφυρί ήταν στο μυαλό του,  δεν ένοιωθε το ένα του χέρι, δεν
ήξερε καν αν είχε πια χέρι , αν είχε πόδια , ούτε αυτά τα ένοιωθε και το στήθος του ήταν τόσο βαρύ σε κάθε ανάσα. Ήταν όμως ζωντανός, σίγουρα  ήταν ζωντανός. Δεν πονάνε οι πεθαμένοι !! Δεν αισθάνονται, δεν μυρίζουν, δεν ακούν.... εκείνος όμως αισθανόταν, έναν αφόρητο πόνο που τον έσφιγγε σαν μέγγενη .  Άνοιξε το στόμα του να πάρει μια βαθιά ανάσα και από τα βάθη του κορμιού του
βγήκε ένα φρικτό ουρλιαχτό, λέξεις ακατάληπτες που ζητούσαν βοήθεια.
Αποκαμωμένος σταμάτησε να φωνάζει και λίγο πριν χάσει ξανά τις αισθήσεις του το τελευταίο που άκουσε ήταν  ένας άλλου είδους λυγμός που συντρόφευε τον πόνο του, ένα αλύχτισμα που αντιλάλησε στον χώρο γύρω του και ήρθε  σαν άγριο κύμα να σαρώσει το κουρασμένο μυαλό του. Δεν είχε άλλες δυνάμεις για να αναρωτηθεί οτιδήποτε, να σκεφτεί τι ήταν αυτό … βυθίστηκε ξανά στον λήθαργο.
 
Αυτή την  φορά τον ξύπνησαν οι ήχοι γύρω του. Πρώτα άρχισε να ξυπνά το μυαλό του συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν μόνος του,  κάποιος πηγαινοερχόταν στο ίδιο δωμάτιο με αυτόν. Άνοιξε αργά τα μάτια του, και κοίταξε με απορία γύρω του.  Ότι και αν περίμενε πως θα  έβλεπε γύρω του, δεν ήταν προετοιμασμένος  γι αυτό που είδε … μια  καλύβα από ξύλα !
Ήταν μέσα σε μια καλύβα  !
Το μέρος που εκείνος ήταν ξαπλωμένος  ήταν  ένα  ελαφρώς  υπερυψωμένο  ξύλινο βαθύ  ράφι και μπορούσε να βλέπει άνετα χωρίς προσπάθεια όλο τον χώρο. Ένα  αρκετά μεγάλο  στενόμακρο δωμάτιο  με τον έναν τοίχο , εκεί που ήταν  το τζάκι  από σκούρα γκρίζα πέτρα.  Έμοιαζε  όλο αυτό  το  ξύλινο οικοδόμημα  φτιαγμένο από  τεράστιους  κορμούς δέντρων να ακουμπά επάνω σε έναν βράχο.  Το ένα και μοναδικό άνοιγμα που έβλεπε ήταν  μια ξύλινη πόρτα από χοντρά  πελεκημένα κλαριά  , έμοιαζε αρκετά βαριά . Ο ένας τοίχος πίσω του έμοιαζε να χαμηλώνει και να σβήνει στο ράφι που εκείνος ήταν ξαπλωμένος  και  λίγο πιο πίσω  εκεί που οι δυο  ξύλινοι  τοίχοι  ενώνονταν  σχηματίζοντας  γωνία  υπήρχαν στοιβαγμένα  ξύλα που θα μπορούσαν να κρατήσουν  ολόκληρο χειμώνα για ένα τζάκι,  ενώ από όσο μπορούσε να δει  
 οι άλλοι δυο ήταν σχετικά ασύμμετροι, ο ένας, έμοιαζε φορτωμένος με  λεπτές  σχάρες από  κλαριά που επάνω τους είχαν ξύλινα σκεύη και  κρεμασμένα δεκάδες ματσάκια με μυρωδικά μάλλον, ενώ  εκεί που σχημάτιζε γωνία με το δάπεδο υπήρχαν  με την σειρά τακτοποιημένα διπλωμένα  ρούχα και παραδίπλα διάφορα σκεύη το ίδιο τακτικά βαλμένα , καλάθια πλεγμένα από κλαδιά ξύλων και φλοιούς δέντρων  και ένα παλιό ταλαιπωρημένο μπαούλο ενώ ο άλλος τοίχος  έπεφτε κάθετα, από γκρίζα πέτρα  που γυάλιζε από το φως που έριχναν οι φλόγες από την εστία που ήταν αναμμένη στην βάση του με μια καμινάδα από στρογγυλές πέτρες χτισμένη που η κορφή της χανόταν ψηλά μέσα στο σκοτάδι. Μια γυναικεία φιγούρα ήταν σκυμμένη επάνω από την φωτιά και ανακάτευε με προσήλωση μια σιδερένια χύτρα που άχνιζε και μοσχοβόλαγε φαγητό.
Μια σύσπαση στο στομάχι του τον προειδοποίησε το πόσο πεινούσε … αλήθεια πόσο καιρό είχε να φάει? Δεν θυμόταν και  ούτε πόσο καιρό ήταν εκεί μπορούσε να θυμηθεί  … γιατί ήταν εκεί?
 Προσπάθησε να ανασηκωθεί μα ο πόνος όρμησε στο κορμί του σαν μαχαίρι και τον έριξε πάλι πίσω ενώ με το βογκητό του η γυναίκα σηκώθηκε από την δουλειά της και έτρεξε κοντά του. Την κοίταξε ξαφνιασμένος, τι περίεργα ρούχα που φορούσε!  Κάποτε παλιά είχε δει μια ταινία εποχής με θέμα την Αγγλική επαρχία  στα 1800, κάτι τέτοιο του θύμισαν τα ρούχα της γυναίκας.
 Μια  μακριά φούστα από χοντρό καφετί ύφασμα, ένα πουκάμισο σχεδόν λευκό και από πάνω φορούσε ένα πανωφόρι από γούνα, ένα απλό μονοκόμματο δέρμα με δυο ανοίγματα για τα χέρια της και δεμένο στην μέση της με ένα χοντρό σκοινί.  
Κοίταξε  τα πόδια της, το ίδιο πρωτόγονα έμοιαζαν και τα υποδήματα που φορούσε.  Ένα απλό κομμάτι δέρμα δεμένο γύρω από τους αστραγάλους  της με  κορδόνι και είχε πάρει  το σχήμα του ποδιού της .  Σίγουρα δεν ακολουθούσε την μόδα αλλά και αυτός δεν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι παρόμοιο εκτός από ταινίες και εικόνες από παλιές ιστορίες σε βιβλία.
«  Ποια είσαι? » Σαν κρώξιμο ακούστηκε η φωνή του και  η γυναίκα σηκώθηκε και  ήρθε γρήγορα κοντά του χωρίς να  μιλήσει ,  μόνο ανασήκωσε απαλά τα ζεστά σκεπάσματα και κοίταξε τις πληγές του.
Χαμήλωσε και αυτός τα μάτια του και ένοιωσε φρίκη με το θέαμα που παρουσίαζε το  κορμί του. Όλο του το στήθος  είχε ένα σκοτεινό μπλε μοβ χρώμα και μια τεράστια  ουλή  ξεκινούσε από τον δεξί του ώμο και κατέβαινε χαμηλά στο στέρνο του σχεδόν μέχρι το ύψος της κοιλιάς του. Φαινόταν να είναι ένα πολύ βαθύ κόψιμο , μια πολύ βαθιά πληγή που τα χείλη της ήταν δεμένα με λεπτό σκοινί? Το κοίταξε καλύτερα … Όχι δεν ήταν σκοινί αυτό, κόμποι  από έντερο ζώου έδεναν τα δυο κομμάτια του δέρματος του  και επάνω η γυναίκα άπλωνε με τα δάχτυλά της  μια πράσινη αλοιφή που βρώμαγε απαίσια.
«  Τι είναι αυτό ?» την ρώτησε , μα και πάλι εκείνη έμοιαζε να μην ακούει την φωνή του, ούτε που σήκωσε τα μάτια της να τον κοιτάξει απόλυτα αφοσιωμένη στην φροντίδα των τραυμάτων του.
Κανονικά θα έπρεπε να ανησυχεί, ήταν άσχημα πληγωμένος, θα μπορούσε αυτή η τεράστια πληγή να κακοφορμίσει , να πεθάνει από γάγγραινα, αλλά κάτι μέσα του  έλεγε πως η γυναίκα ήξερε τι έκανε, πως δεν υπήρχε κίνδυνος και αυτή η αλοιφή  έμοιαζε πια τόσο δροσερή επάνω στο δέρμα του που φλεγόταν από πόνο. Ήθελε να την ρωτήσει πόσο καιρό ήταν εκεί, μα  πώς να συνεννοηθεί μαζί της αν δεν τον άκουγε? Την άγγιξε  απαλά στον ώμο και εκείνη ξαφνιασμένη από την επαφή πετάχτηκε επάνω και για πρώτη φορά τον κοίταξε κατάματα.  Σε αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά της που ήταν αχτένιστα δεμένα πρόχειρα πίσω στον λαιμό της, τα μάτια της ήταν ανοιχτόχρωμα. Θα ορκιζόταν πως  είχαν  χρυσαφένια απόχρωση, έμοιαζαν σα να είχε μπροστά του δυο σταγόνες λιωμένο  χρυσάφι που κολυμπούσαν μέσα στο απόλυτο λευκό των ματιών της. Δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί πιο έντονο βλέμμα στην ζωή του. Αμήχανος την κοίταζε, δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση αλλά δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από το βλέμμα της.  Εκείνη έσκυψε πάλι επάνω από την πληγή του, τράβηξε ακόμα πιο πολύ τα σκεπάσματα και εκείνος συνειδητοποίησε πως ήταν γυμνός κάτω  από τις γούνες που τον σκέπαζαν. Ντροπιασμένος πήγε να καλυφθεί αλλά η γυναίκα τράβηξε απαλά το χέρι του και  του έβαλε αλοιφή  σε μια ακόμα πληγή που  έμοιαζε με  δαγκωνιά…
Το πόδι του ήταν φρικτά πρησμένο , δυο  σκοτεινές τρύπες έδειχναν που είχαν χωθεί τα δόντια της αρκούδας που του επιτέθηκε, αλλά τουλάχιστον αυτή η πληγή δεν πονούσε τόσο όσο η άλλη στον ώμο του. Παρακολουθούσε με προσοχή τις  γρήγορες κινήσεις της.
 Έμοιαζε να γνωρίζει απόλυτα τι έπρεπε να κάνει για να τον ανακουφίσει από τους πόνους του και όταν άπλωσε  επάνω στις πληγές του φρέσκα φύλλα από κάποιο άγνωστο φυτό και  τις σκέπασε με  κομμάτια από ύφασμα ήδη εκείνος ένοιωθε αρκετά καλύτερα.
 

Τότε του ήρθε μια ακόμα ανάγκη, δεν μπορούσε να κρατηθεί,  κάπου έπρεπε να  αδειάσει την κύστη του , έπρεπε να σηκωθεί να βγει έξω, προσπάθησε, έκανε μια αδέξια κίνηση παρ όλο τον πόνο του , αλλά η γυναίκα τον κράτησε σταθερά ξαπλωμένο και η δύναμη της τον ξάφνιασε. Έμοιαζε τόσο λεπτοκαμωμένη και όμως το χέρι της που τον κράτησε ακίνητο ήταν τόσο δυνατό! Της έδωσε με νοήματα να καταλάβει τι ήθελε και εκείνη του έφερε ένα απλό ξύλινο σκεύος , πρόσεξε την αμηχανία του και χάθηκε σε μια γωνία της σπηλιάς για να τον αφήσει στην ησυχία του. Μόλις τελείωσε πλησίασε φέρνοντας του ένα  πήλινο μπολ γεμάτο αχνιστή σούπα που εκείνος την άρπαξε , νιώθοντας την πείνα να του θερίζει τα σωθικά. Πόσο καιρό είχε να φάει? Η γυναίκα  τον άφησε πάλι μόνο του και πήγε να  αδειάσει το  σκεύος έξω από την καλύβα.
Έτρωγε με απίστευτη όρεξη, ένα τόσο απλό φαγητό και του φαινόταν σαν το καλύτερο που είχε δοκιμάσει ποτέ στην ζωή του.
Ψιλοκομμένα κομμάτια από κρέας , κάποια  ρίζα που έμοιαζε στην γεύση με πατάτα  και μικρά άγρια  καροτάκια τόσο νόστιμα μαγειρεμένα που θα ήθελε ένα ακόμα μπολ για να χορτάσει. Μόλις είδε την γυναίκα της έδειξε το άδειο σκεύος και εκείνη  το ξαναγέμισε και του το έφερε χαμογελώντας.  Μαγεμένος χάζεψε να κοιτά το χαμόγελο και τα χρυσαφένια μάτια.

«  Ευχαριστώ » της είπε και αυτή την φορά ήταν σίγουρος πως εκείνη τον άκουσε γιατί το χαμόγελο έγινε πλατύτερο. Τον άκουσε αλλά τον κατάλαβε?
Δεν βγήκε καμία λέξη από το στόμα της, παρά μόνο τον παρακολουθούσε
ευχαριστημένη να καταβροχθίζει την σούπα του.
Τον περίμενε να τελειώσει το φαγητό του για να πάρει από τα χέρια του το μπολ και να τον βοηθήσει να ξαπλώσει πάλι πίσω αναπαυτικά στα μαξιλάρια του. Χορτάτος πια μπορούσε άνετα να παρακολουθεί γύρω του, τις κινήσεις της γυναίκας που ήταν και το μοναδικό πλάσμα από ότι φαινόταν εκεί μέσα. Προσπάθησε να καταλάβει αν υπήρχε και κάποιος άλλος που ίσως να έλειπε αυτή την στιγμή  .  Πρόσεξε πως δεν είχε ακούσει καθόλου ήχο αυτοκινήτου τόση ώρα,  δεν είχε καταλάβει αν ήταν μέρα έξω ή νύχτα, δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση, δεν υπήρχε  τίποτα μέσα σε αυτό το μέρος που να δηλώνει πως ο πολιτισμός είχε φτάσει μέχρι εκεί! Μα σε ποιο μέρος θα ζούσε κάποιος χωρίς ρεύμα? Χωρίς ένα ραδιόφωνο , χωρίς μια οθόνη?
Η γυναίκα του έφερε ένα φλιτζάνι που άχνιζε  και τον παρακίνησε να το πιει, με κάποιο τρόπο επικοινωνούσε μαζί του χωρίς ακόμα να έχει ακούσει την φωνή της, οι κινήσεις της ήταν τόσο εκφραστικές, η ματιά της τόσο έντονη και εκείνος κατάλαβε πως  του έδινε κάτι που θα ανακούφιζε τους πόνους του και το ήπιε σχεδόν μονορούφι. Ήταν λίγο πικρό αλλά είχε τουλάχιστον ωραία γεύση, κάτι σαν βρασμένα φρούτα, πορτοκάλι ή κεράσια… αν είναι δυνατόν! Σκέφτηκε… παραισθήσεις έχω!!
Εκείνη  πήρε μια αγκαλιά ξύλα  και  τα έβαλε στην εστία  για να δυναμώσει την φωτιά.

Μια γλυκιά ζέστη επικρατούσε μέσα  στον χώρο και την ώρα  που την είδε να στρώνει  στο  πέτρινο  δάπεδο τα στρωσίδια της ,  πλάι στο ράφι που κοιμόταν εκείνος,  κατάλαβε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος σε αυτό το μέρος, η γυναίκα ήταν ολομόναχη και αυτός κοιμόταν κανονικά στο δικό της κρεβάτι τόσες μέρες. Πόσες άραγε? Ήθελε να την ρωτήσει, δυο μέρες? Τρεις? Προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή της…

«  Σε παρακαλώ, πόσο καιρό είμαι εδώ? Με καταλαβαίνεις τι σου λέω? »
Μια χαρά τον καταλάβαινε, όμως ήταν πολύ ταλαιπωρημένος ακόμα και εκείνη δεν ήταν έτοιμη να του δώσει καμία εξήγηση σε όποια ερώτηση να της έκανε και  έτσι  προτιμούσε να παραμένει αμίλητη κάθε φορά που την ρωτούσε κάτι, είχε και τόσο καιρό να μιλήσει με άνθρωπο που φοβόταν πως είχε ξεχάσει ακόμα και να μιλάει  , όμως αυτή την φορά δεν μπορούσε να το αποφύγει, εκείνος είχε ώρα που επέμενε να μάθει  που βρισκόταν και  πόσο καιρό ήταν  ανήμπορος , οπότε  αυτή  την φορά του μίλησε με  μια διστακτική , σιγανή φωνή  που έτρεμε σαν γουργουρητό γάτας…
«   Είκοσι μέρες, μα καλύτερα να κοιμηθείς τώρα. »
Να κοιμηθεί? Είχε τόσα πολλά να την ρωτήσει, φρίκη του ήρθε στην σκέψη πως τόσο καιρό εκείνος  ήταν  αναίσθητος  βυθισμένος  σε έναν εφιαλτικό ύπνο ενώ  σίγουρα θα τον έψαχναν να τον βρουν.   Γιατί  ήταν ακόμα εκεί? Πως γίνεται να μην  ειδοποίησε κανέναν αυτή η γυναίκα να έρθει  για να  τον μεταφέρουν σε κάποιο νοσοκομείο?  γεμάτο απορίες το μυαλό του, αλλά εκείνη είχε ήδη ξαπλώσει και είχε σκεπαστεί μέχρι πάνω από το κεφάλι , ολοφάνερο ήταν πως ήθελε να τον αποφύγει  . Θα πρέπει να είναι πολύ κουρασμένη σκέφτηκε εκείνος, δεν φτάνει που ζει σε αυτό το απομονωμένο μέρος , είχε και την φροντίδα μου τόσο καιρό! Οι σκέψεις χίμηξαν σαν χείμαρρος , δηλαδή τόσο καιρό τον φρόντιζε σαν μικρό παιδί, τον έπλενε, τον καθάριζε, του έφτιαχνε τις πληγές, τον τάιζε και εκείνος δεν  καταλάβαινε τίποτα!!!
Ο ύπνος ήρθε χωρίς να το καταλάβει, το τσάι που του είχε δώσει σίγουρα θα είχε κάτι ηρεμιστικό μέσα γιατί τα μάτια του έκλεισαν και βυθίστηκε στο σκοτάδι πριν καλά καλά το καταλάβει.


 
Δεν  είδε την γυναίκα που σηκώθηκε μόλις  άκουσε την ρυθμική του ανάσα,  δεν την είδε που πήγε κοντά του τον σκέπασε καλύτερα και άφησε στο πλάι του ένα  σιδερένιο  κανάτι γεμάτο δροσερό νερό για την περίπτωση που θα  ξύπναγε και θα διψούσε, ούτε την είδε που στάθηκε  στην μέση  της καλύβας  και άφησε τα ρούχα της να πέσουν στο δάπεδο μένοντας ολόγυμνη. Κοιμόταν βαθιά την ώρα  που άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα και χάθηκε ανάμεσα στα σκοτάδια του δάσους.


Τέλος του 1ου μέρους_





19.3.12

♥ καλή εβδομάδα ♥

Όμορφο το πρωινό ηλιόλουστο
γεμάτο χαμόγελα  και γλυκειές μυρωδιές
Από τα ξημερώματα τιτιβίζουν τα πουλιά
πετάνε χωρίς σκοπό κάτω από τον ήλιο
Ψάχνω το πρώτο χελιδόνι … ακόμα δεν ήρθε
μα είναι ακόμα στο ταξίδι τους 
και αυτό είναι μακρινό  ...
να  τώρα περνάνε το πέλαγος
Ανοιξιάτικα βήματα στον κήπο κάνω
Ένα κοτσύφι κάθεται  ψηλά στην καρυδιά
Οι σουσουράδες  τσακώνονται  στα κλαριά
της  βελανιδιάς κάτω στο ρέμα και οι
ξέγνοιαστοι οι σπουργίτες πετάνε αδιάφοροι
τσιμπολογώντας σπόρια στο διπλανό χωράφι
Ετοιμάζω δυο φλιτζάνια ζεστή σοκολάτα
ή μήπως θες καφέ ?
Θα βάλω και δυο κομμάτια κέικ βανίλιας
να φάμε παρέα και μετά  θα ξεκινήσουμε
γελώντας την μέρα μας, την εβδομάδα μας,
είναι Δευτέρα σήμερα …
Στις απλές εικόνες  γύρω μας υπάρχει η ομορφιά … 
στα καθημερινά μας λόγια …
στο πρωινό φιλί και στο τελευταίο της καληνύχτας …
πριν φύγεις μη ξεχάσω να σου πω …
Καλή εβδομάδα
με ένα φιλί γλυκό  
“  Έαρ έλα .  Συνένοχος αφού είσαι .  Κοίτα :
Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
και πώς εκείνος την κοιτάζει!
Πως ύστερα που πάλεψε
να βγει μεσ’ απ’ τους ανθώνες
ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει…”
Οδ.Ελύτης








14.3.12

το γαλάζιο σου θέλω μόνο

δύναμη να πάρω


Ο χορός των ανέμων είναι που φέρνει τα σύννεφα επάνω από
τις  γειτονιές μου . Περνάει σφυρίζοντας ανάμεσα από τα γυμνά
κλαριά  των δέντρων , μικροί ανεμοστρόβιλοι ξεσηκώνουν
τα πεταμένα σκουπίδια και βλέπεις να αιωρούνται  δάκρυα και
λερωμένα χαρτιά από σκισμένα τετράδια γυαλιά από πλαστικά
μπουκάλια και χρυσόχαρτα από άδεια πακέτα τσιγάρων .

Φταίει ο ήλιος που έχει μέρες να φανεί  και όλα μοιάζουν τόσο θλιβερά, 
τα πεζοδρόμια με τις σπασμένες πλάκες, οι παλιές πολυκατοικίες
που έχουν πάρει το χρώμα της γκρίζας σκιάς, βουτηγμένες σε κάποιο
αόρατο φουγάρο εργοστασίου, είναι και τα χέρια σου , σκληρά γεμάτα
εξογκώματα,  τα αγγίζω , θέλω να τα κρατήσω στα δικά μου και γλιστράνε
αφήνουν επάνω στο λευκό μου  λάσπη από ιδρώτα και κάρβουνο.

Σε κοιτάζω στα μάτια να σε αναγνωρίσω και το γαλάζιο των ματιών σου
που ήταν ο ουρανός μου δεν υπάρχει πια, έχει θολώσει κι εγώ πια δεν έχω ουρανό.

Το βράδυ θα έρθω να στριμωχτώ πλάι στο κορμί σου για να με ζεστάνεις
όπως όλες της βραδιές της ζωής μας , όπως με ζέστανες χιλιάδες χρόνια πριν…
στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο το ηλιοβασίλεμα, 
τα βράδια στις καστροπολιτείες του Μοριά και μετά σαν με κρατούσες αγκαλιά
στο στάδιο της Βασιλεύουσας και αργότερα στην θάλασσα τα βράδια επάνω
στην κατάφορτη γαλέρα με τα κανόνια έτοιμα  τα τείχη να γκρεμίσουν…
Όταν γύρισες από την Ανατολία πληγωμένος και ξάπλωσες στο πλάι μου
να σου γιάνω τις πληγές . Την ζεστασιά του κορμιού σου ζήτησα στην
πεινασμένη Αθήνα  που ήξερε να λέει ΟΧΙ , σε εσένα ήρθα ξημερώματα
που με πυροβόλησαν στο σκοπευτήριο, εσύ με αγκάλιασες το βράδυ που  
φώναζα Ψωμί Παιδεία Ελευθερία. .

Κράτα με και τώρα που σε έχω τόσο ανάγκη μη μου φεύγεις, μια αγκαλιά
μονάχα σου ζητάω . Δεν θυμάμαι πια το  όνομα και την γενιά σου
Αλέξανδρος  είναι άραγε από τους Βιλαρδουίνους ή τους Κομνηνούς ;
σε λένε Κανάρη ή Μάντακα,  είσαι ο Αντρέας, ο Ορέστης ή ο Αλέκος ...
εγώ μόνο  των ματιών σου το γαλάζιο  θέλω να δω ξανά  και σαν ξημερώσει
και σηκωθώ από  το πλάι σου  , δύναμη θα έχω να τραβήξω τα σύννεφα
από  τον ουρανό σου … να φέρω ξανά στο χώμα σου τον ήλιο .  

Στα δέντρα σου τα σκουπίδια που φέραν οι αγέρηδες  φρούτα ζουμερά
θα γίνουν  κάτω από το φως του ζωωδώτη και  γλυκούς χυμούς
θα  σταλάζουν  στο γελαστό το στόμα μας .

Θα σου προσφέρω ένα  πορτοκάλι και θα μου βάλεις στα μαλλιά μου
ένα κλωνάρι ελιάς.

Θα σου προσφέρω το λευκό του κορμιού μου  και εσύ θα το τυλίξεις
με το γαλάζιο σου .

Από το χέρι ξανά θα σε κρατήσω , ένα κόκκινο κραγιόνι θα κρατάω
για να ξεκινήσουμε να γράφουμε  ξανά  στους  τοίχους 
την ατέλευτη ιστορία  της ζωής μας.


Levina



12.3.12

το νόημα της λέξης !

Βραδιάζει και το σκοτάδι που πέφτει κρύβει
όλα αυτά τα ανομολόγητα  που  δίπλα μου συμβαίνουν

κρύβει τα μικρά δωμάτια των σπιτιών που φιλοξενούν
νεανικές καρδιές γεμάτες σβησμένα όνειρα, μάτια θολά
που κοιτάνε κάποια αφίσα στον τοίχο την ώρα που τα
δάχτυλα γράφουν απεγνωσμένα μηνύματα στο κινητό
ζητώντας το μόνο που τους απόμεινε, μια λέξη  πως
υπάρχει και κάποιος άλλος να ξαγρυπνά μαζί μ αυτούς
μέσα στην βαθιά την νύχτα ,
πως η μοναξιά μια λέξη είναι μόνο
 
κρύβει  τις σκοτεινιασμένες σκέψεις  που αιμορραγούν ,
τα χέρια που τρέμουν, τα δάκρυα που τρέχουν, τα πρόσωπα
που γέρασαν πριν την ώρα τους σκυμμένα επάνω από τα 
νούμερα  του χρέους  που  θα πληρώσουν  την ώρα που τα
χαρτιά παίρνουν φωτιά και καίγονται σαν τα χρόνια που
ήταν να έρθουν και τώρα … στέκουν στο κατώφλι της γης
και φοβούνται  το αίμα, τα αγριεμένα μάτια, τα ολάνοιχτα
στόματα που ουρλιάζουν  και να καταπιούν ζητάνε τον υπαίτιο
πως το αύριο δεν είναι μια λέξη μόνο

κρύβει τα άδεια ράφια στα ντουλάπια , τις σκυμμένες μορφές
επάνω στα σκουπίδια των δρόμων,  τα λευκά μαλλιά,
τα παιδικά μάτια, το βρώμικο ψωμί που μαύρα σκυλιά
το λαχταράνε να τ΄ αρπάξουν μα χέρια ανθρώπινα πρόλαβαν
να το πάρουν να το γευτούν μέσα στην λάσπη που κυλά
από τις γωνίες των χειλιών τους , μέσα στα ρυάκια της βροχής
που παγώνει τα πληγωμένα πόδια
πως αυτή η πείνα μια λέξη είναι μόνο
 
κρύβει  τα ανθρώπινα ρετάλια που απόκαναν να ζουν και
απάγκιο βρήκαν σε γωνίες ανάμεσα σε χάρτινα κουτιά
στοιβαγμένα εμπορεύματα άνευ αξίας που κάποιο πρωινό
κάποιο σκουπιδιάρικο θα τα στοιβάξει στην καρότσα να πάνε
στην χωματερή και τότε σαν θα σκαλίζουν ανάμεσα στις σακούλες
που στάζουν ιδρώτα και αίμα οι απόκληροι θα βρίσκουν μάτια
 και χέρια ζωντανά να γνέφουν να χαιρετούν την γη 
που χάνει της καρδιάς της τις στροφές
πως  η ανάσα της ζωής  είναι μια λέξη μόνο

κρύβει το χθες που πέρασε  με χέρια υψωμένα να βάφουν
γαλάζιους τους ουρανούς και τα σύννεφα λευκά,  μάτια
ονειροπόλα να  σκαρφίζονται στίχους να δίνουν τροφή ψυχής
σε ανυπόταχτες καρδιές
κι απ τα κοκάλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
με τα πινέλα τους βουτηγμένα στης φλέβας τους το αίμα
στους  μισογκρεμισμένους τοίχους να γράφουν  «λευτεριά»
και γέλια που μοσχοβολούσαν άνοιξη και πρωτομαγιά
να χτίζουν ξανά τις μάντρες για να κλείσουν μέσα τα όνειρα
να μη τους φύγουν
πως το χθες  δεν ήταν μια λέξη μόνο  
 
Ξημερώνει , παραμερίζει το σκοτάδι στο διάβα του ήλιου
του ηλιάτορα που διαφεντεύει τον τόπο τούτο ανοίγουν
ξανά οι ουρανοί και  βάφουν με πράσινο την γη με το μπλε
την θάλασσα,  ζωγραφίζουν  το σπίτι λευκό , το τραπέζι 
στρωμένο με χαμόγελα και οι αγέρηδες να φέρνουν
σφυρίζοντας το μήνυμα πως τάχα το αύριο είναι εδώ
έφτασε τ΄ ακούτε ? μοσχοβολάει σαν το γιασεμί στον φράχτη,
σαν το ιδρωμένο γέλιο του παιδιού, σαν την φασολάδα στην χύτρα,
σαν το φρεσκοπλυμένο ρούχο που άπλωσες στο σύρμα,
σαν το βλέμα χάδι του άντρα που γυρίζει τα μεσημέρια σπίτι
σαν  το χέρι  της γυναίκας που του δίνει το νερό
το αύριο
Είναι ζωντανό
Το αύριο δεν είναι μια λέξη μόνο.



Levina




10.3.12

επιθυμίες






Μια βαθιά ανάσα παίρνω και
Εκείνο που αναζητώ
Είναι να βρω τα χνάρια  των ποδιών μου
Χνάρια φιλιά στην χρυσή αμμουδιά
Είναι να βρω τα χέρια σου που τα απλώνεις
λευκά καράβια ν΄ αρμενίζουν
επάνω στις θάλασσες του κορμιού μου
Εκείνο που ξαναζώ
Είναι ο τρόπος που ξεσηκώνεις τα κύματα
που αγριεμένα σπάνε επάνω στα νησιά μου
Εκείνο που  αγαπώ
Είναι η γεύση που μένει στα χείλη μου
Γεύση από Θάλασσα
Αλμυρή , γλυκιά, πικρή,
γεύση από κοράλλια , από όστρακα,
από πλάσματα των νερών
που νωχελικά αρμενίζουν στα βάθη των ωκεανών,
γεύση από τον άνεμο που ανακατεύει
τις κορυφές των κυμάτων,
γεύση με κρυστάλλους αλατιού επάνω στα βράχια,
γεύση ρόδινη, πράσινη, μενεξελιά, γαλάζια,
γεύση ηρεμίας, τρικυμίας…
Γεύση δική μου ,  δική σου  
Η γεύση που  έχει το αίμα 
που κυλά στις φλέβες μου.







8.3.12

11 ...


έξυπνες και πρωτότυπες ερωτήσεις από την Lyriel , το υποσχέθηκα
πως η επόμενη ανάρτησή μου θα είναι αφιερωμένη σε αυτήν
και στην πάσα που μας έδωσε να απαντήσουμε σε αυτά που σκαρφίστηκε !!!
για σένα λοιπόν μπισκοτάκι μου...


1 .Αν ήσουν κάποιο ρόφημα, ποιο θα ήταν αυτό ?
Ζεστή σοκολάτα με γάλα και λίγες σταγόνες  κονιάκ !

2.  Αν ήσουν κάποια ώρα της ημέρας , ποια ?
Ένα ήσυχο ζεστό Καλοκαιρινό μεσημέρι !

3.  Αν ήσουν φυσικό φαινόμενο ?
Χιόνι, να τα καλύψω όλα τα άσχημα κάτω από το λευκό μου !

4. Αν ήσουν ένα έπιπλο μέσα στο σπίτι , ποιο θα ήσουν ?
Ένας μπουφές γεμάτος με μικρούς θησαυρούς από παλιές πορσελάνες !

5. Αν μπορούσες να αλλάξεις το τέλος μιας ταινίας, ποια θα ήταν αυτή ?
Στο Όσα παίρνει ο Άνεμος, θα έβαζα την Σκάρλετ να πείσει τον Ρετ
για την αγάπη της και να μην τον αφήσει να φύγει από κοντά της !

6. Αν δημιουργούσες φιλοσοφικό ρεύμα, πως θα το ονόμαζες ?
Το κίνημα της ξεχασιάρας ή του ανάποδου μυαλού !!!

7. Ποιο τίτλο δίνεις στην ζωή σου, μέχρι αυτή την στιγμή που ζεις ?
Ο δρόμος με τα όνειρα !

8. Αν ήσουν μια γεύση στον ουρανίσκο μου , ποια θα ήταν αυτή ?
Γλυκόπικρη…καραμελώμενη φλούδα πορτοκάλι
βουτηγμένη σε λιωμένη κουβερτούρα !

9. Αν είχες γεννηθεί τυφλός , τι όνειρα θα έβλεπες ?
Θα έφτιαχνα τα  δικά μου χρώματα στο βάθος του μυαλού μου
και με αυτά θα ζωγράφιζα τα όνειρα μου για ένα κόσμο
πολύχρωμο που όλοι οι άνθρωποι θα τον βλέπουν !!!

10. Αν ήσουν φονικό όπλο , ποιο θα ήσουν ?
Κυάνιο, μου αρέσει η ονομασία και είναι γρήγορο και ανώδυνο!!!

11. Σκέψου πριν πηδήξεις ή πήδα πριν σκεφτείς ?
Επειδή εγώ είμαι πολύ στο Σκέψου…προτείνω
το πήδα πρώτα και  σκέψου μετά !!!

Αυτό ήταν !!
Ανώδυνο και όποιος από εσάς θέλει  ας πάρει τις ερωτήσεις
και ας δώσει τις δικές του απαντήσεις....
Είναι για όλους  και περιμένω να δω ποιός θα
το συνεχίσει !!!









6.3.12

για ένα χαμένο βράδυ



Κρύο πολύ και ο χειμώνας δεν λέει να περάσει
Κλεισμένα βαθιά στις φωλιές τους τα ζώα του δάσους ,
κανένα δεν είχε το θάρρος να βγει παρά μόνο όταν η ανάγκη
για τροφή γίνεται τόσο έντονη που  μπορούν
να αψηφήσουν την παγωνιά και να νικήσουν τον φόβο τους
να βγουν για να ψάξουν κάτι φαγώσιμο.
Καμιά φορά ,  κάποια αχτίδα του ήλιου, τρυπώνει
ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων
και φτάνει  μέχρι  την παγωμένη γη που πάνω της
απλώνεται  ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλλα
που θρόιζουν σε κάθε βήμα που κάνω και ειδοποιούν
τα άλλα πλάσματα του δάσους πως βγήκα από
την φωλιά μου. Μα τις τελευταίες μέρες χιονίζει
ασταμάτητα,  την γη την κάλυψε  ο πάγος και εγώ
βαριέμαι να ξεμυτίσω από την γωνιά μου,  κάθομαι
ξαπλωμένη τόσες μέρες με την  γούνα μου να με ζεσταίνει
και δεν χρειάζεται ούτε να αλλάξω την μορφή μου ,
να ψάχνω να βρω ξύλα για ν΄ ανάψω φωτιά να
ζεστάνω το κορμί μου, να βρω τροφή για να το θρέψω.
Κάθε φορά που ανοίγω λίγο τα μάτια μου βλέπω έξω
να χιονίζει ... ίσως όταν νοιώσω την πείνα να θερίζει
τα σωθικά μου να σηκωθώ, μα τώρα το μόνο που
θέλω είναι να κοιμάμαι , όσο αισθάνομαι πως κανένα
από τα πλάσματα που πλησιάζουν δεν μπορεί να
με βλάψει κοιμάμαι ήσυχα.

Περισσότερο την ένοιωσα, παρά την είδα αυτή την
ηλιαχτίδα που τρύπωσε στο βάθος της σπηλιάς και
ήρθε να σταθεί πάνω στα κλειστά μου βλέφαρα.
Της γρύλισα άγρια για να φύγει να με αφήσει
στην ησυχία μου, άλλαξα πλευρό και  τρύπωσα
την μύτη μου κάτω από το χέρι μου για να γλιτώσω
αλλά και πάλι δεν τα κατάφερα, με είχε πια ξυπνήσει .
Ζαλισμένη σηκώθηκα και  αναρωτιόμουν πόσες μέρες
άραγε ήμουν ξαπλωμένη εκεί στην σκοτεινή γωνιά μου?
δυο βήματα έκανα  και τέντωσα το κορμί μου να 
ξεμουδιάσει από την ακινησία τόσων ημερών.
Κελαηδίσματα,  ήχοι του δάσους ήρθαν στα αυτιά μου 
και ένοιωσα την πείνα να  με κυριεύει , πρώτη μου
σκέψη να βρω έξω και να κυνηγήσω πρώτου σωριαστώ
αδύναμη στο χώμα, να σύρω φρέσκα κομμάτια σάρκας
στην φωλιά μου και να φάω προτού αρχίσει και πάλι να χιονίζει .
Μα δεν ήταν αυτό που ήθελα τελικά, κάτι άλλο νίκησε
την πείνα μου, κάτι που βγήκε βαθιά από το μυαλό μου,
μηνύματα που είχα μέρες να πάρω, σκέψεις που ξεστράτισαν
από τους δρόμους του δάσους και με έφτασαν  σε δρόμους με φώτα,
με ανθρώπους, με γέλια και φωνές και μουσικές και εσύ εκεί,
ανάμεσα τους, στην δική σου την ζωή, τόσο μακριά και
τόσο κοντά !
Πόσο μικρό το δάσος μου και πώς να με κρατήσει τώρα
που φωτιά άναψε στα σωθικά μου και η ανυπομονησία
έκανε τα πόδια μου να τρέμουν και τα νύχια μου να σκάβουν
άτακτα το χώμα στην σπηλιά μου.

Στην πόλη με τραβούσε η καρδιά μου, εκεί με ήθελε να πάω
η σκέψη μου που την ολοκλήρωνε η δική σου η μορφή,
ξέχασα την πείνα μου, ξέχασα τον φόβο μου και έβγαλα
την μορφή της γυναίκας από μέσα μου , την φόρεσα
σαν κόκκινο φουστάνι στο κορμί μου, κρύβοντας καλά
κάτω από τα βλέφαρα μου τις αστραπές των πεινασμένων
ματιών μου, κρύβοντας κάτω από τα ρόδινα νύχια μου
τις άρπαγες που ξέσχιζαν  τις σάρκες των εχθρών μου.
Δέρμα απαλό γυναίκας ντύθηκα, στο χιόνι πάτησα
με πόδια ανθρώπου για μια ακόμα φορά, λαχταρώντας
να τρέξω ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων, να πετάξω
επάνω από τα σύννεφα  για να φτάσω γρήγορα κοντά σου
προτού με βρει το σκοτάδι μέσα στα όρια της γης μου
και ξεχάσω τον σκοπό της καρδιάς μου.

- Έρχομαι σου ψιθύρισα και είδα το γέλιο της χαράς σου
να γίνεται ποτάμι ορμητικό να πνίγει την ανάσα μου

- Σε περιμένω μου είπε η φωνή σου και έγινα χαμόγελο
επάνω στους πάγους που έλιωναν στο διάβα μου

Με θάμπωσαν τα φώτα που έπεφταν στα μάτια μου,  
με ζάλισαν οι δυνατές φωνές, τα γέλια, οι ήχοι της πόλης,
χάθηκα σε δρόμους άγνωστους ακολουθώντας μια τρελή πορεία ,
ψάχνοντας ν΄ ανακαλύψω  τα δικά σου χνάρια  επάνω στην
βρεγμένη άσφαλτο, γλιστρώντας μέσα σε σκοτεινές γωνιές,
μπουκωμένη από γεύσεις ανθρώπων που μύριζαν κίβδηλα
νομίσματα και χαλασμένα κυκλώματα, λερωμένα σώματα
ντυμένα σε φύλλα χρυσά να δηλώνουν την ύπαρξη τους,
λέξεις , φωνές, άγνωστες γλώσσες προσπαθώ να τις κατανοήσω,
 να τις μάθω μα όλο και τρέχω πιο μακριά και δεν προλαβαίνω … 
ψάχνω … μα που είσαι !

-          Που είσαι ρωτάω και προσπαθώ να συλλάβω τον ήχο της
δικής σου φωνής επάνω από όλες τις άλλες μα φτάνει αδύναμη
στην μνήμη μου , τόσο μακρινή , τόσο ξένη !

- Εδώ είμαι , έλα …μου λες και  θέλεις να σε φτάσω μα…

-          Δεν μπορώ , χάθηκα στην πόλη σου , στο λέει η σκέψη μου
αλλά  δεν σε φτάνει  εκεί που είσαι , γύρω σου θόρυβος ,  κίνηση …
χάνονται τα κύματα της δικής μου ψυχής.

Το γέλιο σου μόνο ακούω,  χάνεται ανάμεσα σε ήχους μουσικής
σε μελωδίες ξένες,  την μυρωδιά σου πιάνω , γήινη ανάμεσα σε
αρώματα φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια που βαραίνουν τον αέρα
γύρω σου, τον ρυθμό σου ακούω την ώρα που μιλάς με τους γύρω σου, 
τα έντονα βλέμματα , τα χέρια που αγγίζεις, ότι σε αγγίζει ,  
τα γέλια, τις φωνές, η θέση σου είναι εκεί δεν ξέρεις να ζεις αλλιώς…
η θέση μου είναι  μακριά από αυτή την πόλη δεν ξέρω να ζω αλλιώς …
 μια στιγμή μόνο θα σταθώ έξω από τα τζάμια που σε προστατεύουν
αόρατη σκιά θα γλιστρήσω μέσα να σε αγγίξω και φεύγω χάνομαι
με ένα τελευταίο αντίο έξω από τον χώρο σου, μακριά από τα φώτα
της πόλης που σε τριγυρίζει. Σε άγγιξα απαλά , πνοή στο δέρμα  του
λαιμού σου ήμουν, σε κάλεσα να με ακολουθήσεις μα δεν το ΄κανες.
Δεν νοιώθεις καν την παρουσία μου  για δευτερόλεπτα στο πλάι σου ,
δεν μπορείς να νοιώσεις και την απουσία.


Το δάσος μου με αγκαλιάζει , σκύβουν θλιμμένα τα κλαριά
και με τυλίγουν ,  το χιόνι αρχίζει πάλι πυκνό να πέφτει ,
να σκεπάζει τα χνάρια των ποδιών μου καθώς πετάω μακριά
το κόκκινο φουστάνι που σκεπάζει το κορμί μου.
Δεν μου χρειάζεται πια .
Σκίζω το δέρμα μου και  βγαίνω ταιριαστή στην φύση που με γέννησε,
δικό της πλάσμα πάλι εγώ, φωτιά της κάθαρσης ανάβω στο κέντρο
της φωλιάς μου και αντιφεγγίζουν τα  μάτια μου που αστράφτουν, 
κλείνω της σκέψης μου τις πόρτες να μην μπορείς πια μέσα να μπεις
να με καλέσεις τον κόσμο μου ξανά να αφήσω. 
Σε ξορκίζω μακριά μου πετώντας στο χώμα  διάφανες σταγόνες
τα δάκρυα που κυλάνε και ένα ουρλιαχτό αφήνω να βγει από τα
βάθη του κορμιού μου , αντίλαλος να σκεπάσει κάθε άκρη στο δάσος  
να στέλνει τα αγρίμια τρομαγμένα να κρυφτούνε στις τρύπες τους.
Ξαπλώνω και πάλι στην γωνιά μου, σε λίγο θα ξημερώσει   
θα περιμένω την Άνοιξη να σηκωθώ και πάλι.
Θέλω γύρω μου να είναι όλα ζεστά όταν θα ξυπνήσω, να έχουν
βγει τα λουλούδια και πουλιά να κελαηδάνε χαρούμενα στα
κλαριά των δέντρων και από την μνήμη μου
να έχει χαθεί η σκέψη σου.





 Lady Dragon