Κρύο πολύ και ο χειμώνας δεν λέει να περάσει
Κλεισμένα βαθιά στις φωλιές τους τα ζώα του δάσους ,
κανένα δεν είχε το θάρρος να βγει παρά μόνο όταν η ανάγκη
για τροφή γίνεται τόσο έντονη που μπορούν
να αψηφήσουν την παγωνιά και να νικήσουν τον φόβο τους
να βγουν για να ψάξουν κάτι φαγώσιμο.
Καμιά φορά , κάποια αχτίδα του ήλιου, τρυπώνει
ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων
και φτάνει μέχρι την παγωμένη γη που πάνω της
απλώνεται ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλλα
που θρόιζουν σε κάθε βήμα που κάνω και ειδοποιούν
τα άλλα πλάσματα του δάσους πως βγήκα από
την φωλιά μου. Μα τις τελευταίες μέρες χιονίζει
ασταμάτητα, την γη την κάλυψε ο πάγος και εγώ
βαριέμαι να ξεμυτίσω από την γωνιά μου, κάθομαι
ξαπλωμένη τόσες μέρες με την γούνα μου να με ζεσταίνει
και δεν χρειάζεται ούτε να αλλάξω την μορφή μου ,
να ψάχνω να βρω ξύλα για ν΄ ανάψω φωτιά να
ζεστάνω το κορμί μου, να βρω τροφή για να το θρέψω.
Κάθε φορά που ανοίγω λίγο τα μάτια μου βλέπω έξω
να χιονίζει ... ίσως όταν νοιώσω την πείνα να θερίζει
τα σωθικά μου να σηκωθώ, μα τώρα το μόνο που
θέλω είναι να κοιμάμαι , όσο αισθάνομαι πως κανένα
από τα πλάσματα που πλησιάζουν δεν μπορεί να
με βλάψει κοιμάμαι ήσυχα.
Περισσότερο την ένοιωσα, παρά την είδα αυτή την
ηλιαχτίδα που τρύπωσε στο βάθος της σπηλιάς και
ήρθε να σταθεί πάνω στα κλειστά μου βλέφαρα.
Της γρύλισα άγρια για να φύγει να με αφήσει
στην ησυχία μου, άλλαξα πλευρό και τρύπωσα
την μύτη μου κάτω από το χέρι μου για να γλιτώσω
αλλά και πάλι δεν τα κατάφερα, με είχε πια ξυπνήσει .
Ζαλισμένη σηκώθηκα και αναρωτιόμουν πόσες μέρες
άραγε ήμουν ξαπλωμένη εκεί στην σκοτεινή γωνιά μου?
δυο βήματα έκανα και τέντωσα το κορμί μου να
ξεμουδιάσει από την ακινησία τόσων ημερών.
Κελαηδίσματα, ήχοι του δάσους ήρθαν στα αυτιά μου
και ένοιωσα την πείνα να με κυριεύει , πρώτη μου
σκέψη να βρω έξω και να κυνηγήσω πρώτου σωριαστώ
αδύναμη στο χώμα, να σύρω φρέσκα κομμάτια σάρκας
στην φωλιά μου και να φάω προτού αρχίσει και πάλι να χιονίζει .
Μα δεν ήταν αυτό που ήθελα τελικά, κάτι άλλο νίκησε
την πείνα μου, κάτι που βγήκε βαθιά από το μυαλό μου,
μηνύματα που είχα μέρες να πάρω, σκέψεις που ξεστράτισαν
από τους δρόμους του δάσους και με έφτασαν σε δρόμους με φώτα,
με ανθρώπους, με γέλια και φωνές και μουσικές και εσύ εκεί,
ανάμεσα τους, στην δική σου την ζωή, τόσο μακριά και
τόσο κοντά !
Πόσο μικρό το δάσος μου και πώς να με κρατήσει τώρα
που φωτιά άναψε στα σωθικά μου και η ανυπομονησία
έκανε τα πόδια μου να τρέμουν και τα νύχια μου να σκάβουν
άτακτα το χώμα στην σπηλιά μου.
Στην πόλη με τραβούσε η καρδιά μου, εκεί με ήθελε να πάω
η σκέψη μου που την ολοκλήρωνε η δική σου η μορφή,
ξέχασα την πείνα μου, ξέχασα τον φόβο μου και έβγαλα
την μορφή της γυναίκας από μέσα μου , την φόρεσα
σαν κόκκινο φουστάνι στο κορμί μου, κρύβοντας καλά
κάτω από τα βλέφαρα μου τις αστραπές των πεινασμένων
ματιών μου, κρύβοντας κάτω από τα ρόδινα νύχια μου
τις άρπαγες που ξέσχιζαν τις σάρκες των εχθρών μου.
Δέρμα απαλό γυναίκας ντύθηκα, στο χιόνι πάτησα
με πόδια ανθρώπου για μια ακόμα φορά, λαχταρώντας
να τρέξω ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων, να πετάξω
επάνω από τα σύννεφα για να φτάσω γρήγορα κοντά σου
προτού με βρει το σκοτάδι μέσα στα όρια της γης μου
και ξεχάσω τον σκοπό της καρδιάς μου.
- Έρχομαι σου ψιθύρισα και είδα το γέλιο της χαράς σου
να γίνεται ποτάμι ορμητικό να πνίγει την ανάσα μου
- Σε περιμένω μου είπε η φωνή σου και έγινα χαμόγελο
επάνω στους πάγους που έλιωναν στο διάβα μου
Με θάμπωσαν τα φώτα που έπεφταν στα μάτια μου,
με ζάλισαν οι δυνατές φωνές, τα γέλια, οι ήχοι της πόλης,
χάθηκα σε δρόμους άγνωστους ακολουθώντας μια τρελή πορεία ,
ψάχνοντας ν΄ ανακαλύψω τα δικά σου χνάρια επάνω στην
βρεγμένη άσφαλτο, γλιστρώντας μέσα σε σκοτεινές γωνιές,
μπουκωμένη από γεύσεις ανθρώπων που μύριζαν κίβδηλα
νομίσματα και χαλασμένα κυκλώματα, λερωμένα σώματα
ντυμένα σε φύλλα χρυσά να δηλώνουν την ύπαρξη τους,
λέξεις , φωνές, άγνωστες γλώσσες προσπαθώ να τις κατανοήσω,
να τις μάθω μα όλο και τρέχω πιο μακριά και δεν προλαβαίνω …
ψάχνω … μα που είσαι !
- Που είσαι ρωτάω και προσπαθώ να συλλάβω τον ήχο της
δικής σου φωνής επάνω από όλες τις άλλες μα φτάνει αδύναμη
στην μνήμη μου , τόσο μακρινή , τόσο ξένη !
- Εδώ είμαι , έλα …μου λες και θέλεις να σε φτάσω μα…
- Δεν μπορώ , χάθηκα στην πόλη σου , στο λέει η σκέψη μου
αλλά δεν σε φτάνει εκεί που είσαι , γύρω σου θόρυβος , κίνηση …
χάνονται τα κύματα της δικής μου ψυχής.
Το γέλιο σου μόνο ακούω, χάνεται ανάμεσα σε ήχους μουσικής
σε μελωδίες ξένες, την μυρωδιά σου πιάνω , γήινη ανάμεσα σε
αρώματα φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια που βαραίνουν τον αέρα
γύρω σου, τον ρυθμό σου ακούω την ώρα που μιλάς με τους γύρω σου,
τα έντονα βλέμματα , τα χέρια που αγγίζεις, ότι σε αγγίζει ,
τα γέλια, τις φωνές, η θέση σου είναι εκεί δεν ξέρεις να ζεις αλλιώς…
η θέση μου είναι μακριά από αυτή την πόλη δεν ξέρω να ζω αλλιώς …
μια στιγμή μόνο θα σταθώ έξω από τα τζάμια που σε προστατεύουν
αόρατη σκιά θα γλιστρήσω μέσα να σε αγγίξω και φεύγω χάνομαι
με ένα τελευταίο αντίο έξω από τον χώρο σου, μακριά από τα φώτα
της πόλης που σε τριγυρίζει. Σε άγγιξα απαλά , πνοή στο δέρμα του
λαιμού σου ήμουν, σε κάλεσα να με ακολουθήσεις μα δεν το ΄κανες.
Δεν νοιώθεις καν την παρουσία μου για δευτερόλεπτα στο πλάι σου ,
δεν μπορείς να νοιώσεις και την απουσία.
Το δάσος μου με αγκαλιάζει , σκύβουν θλιμμένα τα κλαριά
και με τυλίγουν , το χιόνι αρχίζει πάλι πυκνό να πέφτει ,
να σκεπάζει τα χνάρια των ποδιών μου καθώς πετάω μακριά
το κόκκινο φουστάνι που σκεπάζει το κορμί μου.
Δεν μου χρειάζεται πια .
Σκίζω το δέρμα μου και βγαίνω ταιριαστή στην φύση που με γέννησε,
δικό της πλάσμα πάλι εγώ, φωτιά της κάθαρσης ανάβω στο κέντρο
της φωλιάς μου και αντιφεγγίζουν τα μάτια μου που αστράφτουν,
κλείνω της σκέψης μου τις πόρτες να μην μπορείς πια μέσα να μπεις
να με καλέσεις τον κόσμο μου ξανά να αφήσω.
Σε ξορκίζω μακριά μου πετώντας στο χώμα διάφανες σταγόνες
τα δάκρυα που κυλάνε και ένα ουρλιαχτό αφήνω να βγει από τα
βάθη του κορμιού μου , αντίλαλος να σκεπάσει κάθε άκρη στο δάσος
να στέλνει τα αγρίμια τρομαγμένα να κρυφτούνε στις τρύπες τους.
Ξαπλώνω και πάλι στην γωνιά μου, σε λίγο θα ξημερώσει …
θα περιμένω την Άνοιξη να σηκωθώ και πάλι.
Θέλω γύρω μου να είναι όλα ζεστά όταν θα ξυπνήσω, να έχουν
βγει τα λουλούδια και πουλιά να κελαηδάνε χαρούμενα στα
κλαριά των δέντρων και από την μνήμη μου
να έχει χαθεί η σκέψη σου.
Lady Dragon