10.9.11

Κρυστάλλινη κούκλα





Κοίταξε με απορία την καύτρα που του έκαιγε τα δάχτυλα,
ούτε που το είχε καταλάβει πως πέρασε η ώρα, καθόταν στη άκρη στο παρτέρι,
να μην λιώσει τα γεράνια που άνθιζαν δίπλα του και κοιτούσε αφηρημένος
τα σύννεφα που μαζεύονταν ψηλά στον ουρανό. Νύχτωνε.
Ακόμα κανένα νέο, τόσες ώρες και δεν είχε βγει κανένας να τον ειδοποιήσει
και κάθε φορά που προσπαθούσε να ρωτήσει κάποιον δεν ήξεραν να του πουν.
Δάκρυα του ερχόταν στα μάτια αλλά τα πίεζε να ξανακατέβουν στον δρόμο που πήραν για να ανέβουν, δεν το είχε σκοπό να κλάψει, ότι και αν ερχόταν στον
δρόμο τους αυτός ήταν δυνατός, τώρα θα ήταν δυνατός και για τους δυο τους.
Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε πάλι μέσα, στην αίθουσα αναμονής, βαμμένη
με την γκρίζα λαδομπογιά και πορτοκαλιές λεπτομέρειες, τάχα πως αυτό ήταν
μια χαρούμενη πινελιά μέσα στον θλιβερό χώρο.
Ποιος στο καλό το σκέφτηκε να βάψει αυτόν τον τεράστιο χώρο με τα σιδερένια καθίσματα και τις γκρίζες περσίδες στα παράθυρα που κρατούσαν μακριά
τον έξω κόσμο με αυτά τα θλιβερά χρώματα?
Περίμενε , που την βρήκε τόση υπομονή να περιμένει χωρίς να μιλάει τόσες
ώρες, αυτός που με το παραμικρό τα νεύρα του χτυπούσαν κόκκινο?
Εκείνη ήταν μέσα, τόσο μακριά του και τόσο πολύ κοντά του, για Εκείνη
περίμενε κι Εκείνη ούτε στον γάμο τους δεν τον είχε αφήσει να την περιμένει!
Είχε φτάσει στην ώρα της και ας της έλεγαν οι φίλες της να φέρουν ακόμα
μια γύρα το τετράγωνο κορνάροντας για να αφήσουν τον γαμπρό στην αγωνία! Εκείνη έτρεξε κοντά του , γελαστή, ευτυχισμένη, τρελά ερωτευμένη,
ανυπόμονη να γίνει ένα με αυτόν.
Και τώρα για πρώτη φορά τον άφηνε να περιμένει.
Ο γιατρός φορούσε ακόμα το κάλυμμα των μαλλιών και τα πλαστικά
προστατευτικά στα παπούτσια του, που έκαναν έναν περίεργο θόρυβο καθώς
τον πλησίαζε με σοβαρό ύφος κι ο ιδρώτας είχε σχηματίσει μεγάλες κηλίδες
στην σκούρα πράσινη στολή του.
Του μιλούσε , αργά, ήρεμα , έπρεπε να συγκεντρωθεί να καταλάβει, τι στο
καλό του έλεγε? Δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο να ήταν εκείνη ζωντανή.
Ναι ήταν ζωντανή αλλά….
Έπρεπε να γίνει , ήταν απαραίτητο για την ζωή της, στις επόμενες ώρες θα συνερχόταν, θα τον είχε ανάγκη , να νοιώσει την αγάπη του, την αγκαλιά του,
να της εξηγήσουν.
Ο όγκος δεν άφηνε περιθώρια, δεν ήταν προγραμματισμένο αυτό αλλά έπρεπε
να γίνει. Όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο και δεν υπήρχαν περιθώρια
χρόνου για να επανέλθουν σύντομα με μια νέα εγχείρηση.
Χιλιάδες εικόνες πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια του, στιγμές…
Γελούσε, του έκλεινε πονηρά το μάτι, του έβγαζε την γλώσσα, έκλαιγε για
μια χαζοταινία, του έκλεβε τις τηγανιτές πατάτες, του έκανε έρωτα, τον
αγκάλιαζε στην μέση του δρόμου, του πέταγε το μαξιλάρι θυμωμένη,
έτριζε τα δόντια της στον ύπνο της, οι πατούσες της ήταν κρύες τον χειμώνα…
Πως θα της το έλεγε?
Αγάπη μου σου αφαιρέσαμε κάτι…σου λείπει κάτι…έπρεπε να βγάλουμε
αυτό για να ζήσεις…στο κόψαμε για να … πως στο καλό να το πει?
Θα ξανάβλεπε το χαμόγελό της? Θα ξαναχαμογελούσε μετά από αυτό?
Ζωή μου !
Ήταν τόσο χλωμή, το δέρμα της είχε μια αρρωστημένη απόχρωση του κίτρινου,
τόσο εύθραυστη, τόσο διάφανη, έβλεπε τις μικρές φλέβες που κυκλοφορούσε
το αίμα της κάτω από την λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο επιδερμίδα της.
Ίσα που ανάσαινε και τόσα σωληνάκια συνδεδεμένα στο μικροσκοπικό σώμα της. Είχε συνέλθει πια από την νάρκωση, όλη την νύχτα την πέρασε στο πλάι της
να της κρατά το μικρό χέρι και να παρακολουθεί την κάθε της ανάσα,
να βλέπει τα βλέφαρά της να πεταρίζουν από κάποιο όνειρο, κάποια στιγμή
του φάνηκε πως είδε και ένα αμυδρό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της
που χάθηκε πολύ γρήγορα, σαν να μην υπήρξε.
Όλη νύχτα με το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της, όλη νύχτα να τάζει
την ζωή του για την ζωή της, σε έναν αόρατο Θεό να ικετεύει να την αφήσει
εκείνη στην γη με όποιο αντάλλαγμα του ζητούσε, ζωή , μάτια, χέρια, ψυχή…
τα πάντα τα έδινε ότι είχε.
Το χέρι της πετάρισε μέσα στο δικό του, δυο τεράστια σκούρα μάτια με
θολωμένο βλέμμα τον κοίταξαν.
Το λευκό χέρι σηκώθηκε και άγγιξε απαλά το πρόσωπό του.
'' Είσαι αξύριστος, κουράστηκες αγάπη μου.''
η φωνή της τόσο σιγανή σαν πρωινό αεράκι ανάμεσα στα σύννεφα.
'' Ζωή μου '' Ψιθύρισε εκείνος
Κοιτάχτηκαν, εκείνος έπρεπε να μιλήσει, εκείνη έπρεπε να μάθει.
Το χέρι της έψαξε πάνω από το σκέπασμα το κορμί, σταμάτησε στο στήθος,
άγγιξε απαλά εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει…
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι κι Εκείνη κατάλαβε.
Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, δεν μπορούσε πια να τα σταματήσει, αυτό που είχε καταφέρει όταν ήταν μακριά της , δεν το κατάφερνε τώρα που έπρεπε.
Τον κοιτούσε.
'' Ζωή μου…κούκλα μου ''
'' Σπασμένη κούκλα πια αγάπη μου, τι να την κάνεις; ''
Πόσος πόνος στο ψιθύρισμα της.
'' Θα την έχω πάντα κοντά μου ζωή μου, πάντα για όσο ζω, αυτή την κούκλα
που είναι από κρύσταλλο θα την έχω δίπλα μου και ας είναι σπασμένη, χάνει
την αξία της για ένα τόσο δα σπασιματάκι; ''
Της ψιθύριζε ότι έβγαινε από την καρδιά του, λόγια που κυλούσαν σαν
ανοιξιάτικα λουλούδια μέσα στον λευκό θάλαμο με τα μηχανήματα που
βούιζαν γύρω τους καθώς έδιναν ζωή στον θάνατο.
Τον έκαιγαν τα δικά της δάκρυα που κυλούσαν στο μαξιλάρι της.
Της τα σκούπισε με την άκρη του μανικιού του.
'' Σπασιματάκι ;''
'' Σπασιματάκι ζωή μου, όλες οι άλλες θα είναι ολόκληρες, μα η δική μου
κουκλίτσα θα είναι ξεχωριστή, θα είναι η μοναδική, θα την θαυμάζουν
για την ομορφιά της και θα λένε, βρε τον τυχερό, τόσο σπάνια κούκλα
που την κονόμησε ο μούργος; ''
Γέλιο ήταν αυτό που βγήκε από μέσα της;
Γέλιο ήταν , το είδε στα μάτια της.
'' Σταμάτα να με σκουπίζεις, λερώνεις το μανίκι σου.''
Γέλιο και στον ψίθυρο.
'' Σταμάτα να κλαις κουκλίτσα μου γιατί θα σου σκουπίσω και την μυτούλα
και τότε σίγουρα θα λερώσεις το μανίκι μου! ''
Έγειρε το κεφάλι του στο μαξιλάρι της, τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της,
το χέρι του άραξε στο γνώριμο μέρος του, την απαλή κοιλιά της και απόμεινε
εκεί δίπλα της να της ψιθυρίζει γλυκόλογα, να της μιλά για μια καινούργια ζωή , να της δίνει τα όνειρα του.


                                                                              Levina

7.9.11

στον βυθό σου



Πήρε βαθιά ανάσα
Βούτηξε στα καθαρά νερά σου
Διάφανα , ζεστά
Ψάχνει να βρει το χρώμα μαγεμένη
Γαλαζοπράσινο
Γαλάζιο
Μπλε και λίγο από μενεξελί
Και λίγο από ρόδινο χρυσό
Της Ίριδας το τόξο
Καθώς μαζί της βούτηξε
Και ο δίσκος του ήλιου
Τρυφερή η αγκαλιά σου
Μελωδία μέσα στην σιωπή
Ένοιωσε το άγγιγμα σου
Φτερουγίσματα απαλών δαχτύλων
Στον μηρό, στην γάμπα, στην μέση
Ανυπεράσπιστη αφήνει την ψυχή
Στα υγρά τα χέρια που ζητιανεύουν
Εκλιπαρούν για υποταγή
Χωρίς λόγια ανοίγει η αγκαλιά
Χορεύει μέσα σου
Στροβιλίζεται
Ένα γέλιο καθρεφτίζεται
Ένα φιλί γεμάτο αλμύρα
Στιγμές για να προλάβεις
Το μικρό κορμί να αγαπήσεις
Τραγούδι δίχως λέξεις
Να προλάβεις
Παραμονεύει στα σκοτεινά σου βάθη
Ναυάγιο μαύρο σίδερο
Φωλιά του καρχαρία
Με φθόνο αγγίζει αρπάζει
Παλεύει
Κράτα
Κράτα γερά
Ματωμένα τα νερά σου
Οργή κομματιάζει το λάφυρο
Κορμί μοναχό βυθίζεται μεταμορφώνεται
Αυτή τη νύχτα φεγγάρι δεν έχει
Ούτε αστέρια να φωτίζουν
Το κόκκινο κοράλλι
Κομμάτι απόμεινε
Στην άμμο του βυθού σου.






Levina



 

5.9.11

ο " Ευτυχισμένος Πρίγκιπας"

Αφιερωμένο στον Seirio
που μου το θύμισε.


Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας

Του  Oscar Wilde

Ένα παραμύθι που είχα να διαβάσω από μικρή.
Θυμάμαι πως μαζί με την Κοκκινοσκουφίτσα, μετά την πρώτη φορά που τα διάβασα τα είχα κρύψει, παιδί τότε εγώ, βαθιά σε ένα συρτάρι κάτω από τα καλοδιπλωμένα ρούχα μου και δεν τα ξαναδιάβασα ποτέ πια.
Ο λόγος? Γιατί στην κοκκινοσκουφίτσα ξεκοίλιαζαν τον λύκο και φανταζόμουν πόσο πολύ θα πονούσε, ενώ στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, ο Πρίγκιπας δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος και το χελιδονάκι πέθαινε από την αγάπη του γι αυτόν.
Ποτέ δεν μου άρεσαν τα παραμύθια που είχαν κακό τέλος.
Τώρα που μεγάλωσα αυτά τα παιδικά μου παραμύθια παραμένουν καταχωνιασμένα σε ένα ράφι στην αποθήκη.
Ο Seirios  χωρίς να το ξέρει με γύρισε χρόνια πίσω, με έβαλε να ακούσω με την φωνή του Δημήτρη Χορν τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα και ενώ ήξερα πως και πάλι δεν θα το αντέξω κάθισα και το άκουσα από την αρχή μέχρι το τέλος.
Και αυτή την φορά δεν το άντεξα αλλά δεν έχει αυτό σημασία.
Ξαφνικά όμως  ανακάλυψα πως γύρω μου υπάρχουν πολλοί «Ευτυχισμένοι Πρίγκιπες» , όμως δεν ξέρω αν κάτω από το χρυσό περίβλημα υπάρχει αυτή η μολυβένια καρδιά που έκανε ξεχωριστό εκείνον του παραμυθιού ή δεν έχουν καθόλου.

Αλήθεια το ξέρετε το παραμύθι?

Θα το πω με λίγα λόγια….

Ένα μικρό χελιδονάκι ξεχάστηκε γιατί ερωτεύτηκε μια σουσουράδα
και άργησε να φύγει για τα ζεστά μέρη .
Καθώς ξεκίνησε μόνο του να φύγει κάποια στιγμή,
πέταξε πάνω από μια πόλη που στην πλατεία της
έστεκε περήφανα ένα χρυσό άγαλμα, ένας πρίγκιπας
στολισμένος με χρυσάφια και πολύτιμα πετράδια,
εκεί πήγε να κουρνιάσει το χελιδονάκι μέχρι να ξημερώσει
να συνεχίσει το ταξίδι του.
Μα ανακάλυψε πως ο χρυσός πρίγκιπας ήταν λυπημένος
καθώς έβλεπε από το ψηλό του βάθρο την δυστυχία
των κατοίκων της πόλης και καθώς μιλούσαν ζήτησε
από το χελιδονάκι να πάρει ένα κομμάτι χρυσάφι
να το πάει σε μια φτωχή γυναίκα.
Το ταξίδι αναβλήθηκε για μια μέρα, μα την επόμενη
ξανά το ίδιο , το χελιδονάκι πήγαινε από ένα κομματάκι
χρυσάφι σε κάθε φτωχό και μετά πήρε  το ρουμπίνι
από το σπαθί και το ταξίδι όλο έμενε πίσω , ήρθαν τα κρύα.
Τότε ο πρίγκιπας ζήτησε από το μικρό πουλάκι
να πάρει και τα πολύτιμα πετράδια που είχε για μάτια,
να τα δώσει στους φτωχούς και ολότελα τυφλός
δεν μπορούσε πια να βλέπει την πόλη του,
το χελιδόνι έγινε τα μάτια του και το ταξίδι
ξεχάστηκε οριστικά.
Μα δεν μπορούσε ένα χελιδόνι να αντέξει την παγωνιά
και το χιόνι και ένα πρωινό ξεψύχησε στα πόδια
του Ευτυχισμένου πρίγκιπα που την ίδια στιγμή ράγισε
η μολυβένια καρδιά του από  πόνο.

Ο Άρχοντας και οι Σύμβουλοι της πόλης
αποφάσισαν πως το άγαλμα χωρίς τα χρυσάφια του
ήταν απαίσιο ,  το έστειλαν στο καμίνι να το λιώσουν
και πέταξαν το μικρό χελιδονάκι που βρήκαν
νεκρό στα πόδια του σε ένα σκουπιδοτενεκέ.

Μα αυτή η ραγισμένη καρδιά  δεν έλεγε να λιώσει 
και την πέταξαν και αυτή στον ίδιο τενεκέ με τα σκουπίδια.
Τι αξία είχε μια καρδιά και ένα νεκρό χελιδόνι?


Τι αξία έχει ένα παραμύθι που μιλάει για πρίγκιπες και φτωχούς,
για ραγισμένες καρδιές και νεκρά χελιδόνια,
για την αγάπη ενός χελιδονιού και ενός πρίγκιπα,
για την θυσία ενός μικρού πουλιού
στο βωμό της φιλίας και της αγάπης?

Ίσως καμία αξία για τους πολλούς
ίσως να είναι και ένα μάθημα για μερικούς…
ελπίζω τουλάχιστον να είναι!


ίσως πάλι…. να είναι απλά ένα παιδικό παραμυθάκι_




Όποιος θέλει , μπορεί να το ακούσει εδώ



με την φωνή του Δημήτρη Χορν
Προσκεκλημένος του Νίκου Πιλάβιου
στην εκπομπή «κάθε Σάββατο και κάτι άλλο»,
είναι μια σπάνια ηχογράφηση.


ΥΓ . Το link που θα βρήτε το blog του κ. Νίκου Πιλάβιου



3.9.11

blogoσκέψεις

Όταν έχω χρόνο πέρα από το να παίζω με το δικό μου blog,
λατρεύω να φέρνω γύρες στα σπιτάκια της blogογειτονιάς.
 
Κάποτε σαν καινούργια σε αυτή την περιοχή,
έμπαινα διστακτικά, δεν υπάρχει βλέπετε και πόρτα
να χτυπήσεις και ένοιωθα ότι εισβάλλω στον προσωπικό
χώρο κάποιου ακάλεστη.
Σύντομα  όμως κατάλαβα πως αυτά τα σπίτια
είναι βιτρίνες με εκθέματα,
άλλοτε κρυστάλλινα εύθραυστα αστραφτερά,
άλλοτε χρυσά πολύτιμα, άλλοτε γυάλινα απλά,
άλλοτε φτηνά τενεκεδένια επαργυρωμένα ωστόσο
για να γυαλίζουν στην βιτρίνα,
άλλοτε από δεύτερης ποιότητας υλικά
που τα ξεθωριάζει το φως του ήλιου,
άλλοτε πολύχρωμα πλαστικά που γρήγορα
σε κουράζουν και  τα βαριέσαι να τα βλέπεις….
εκατοντάδες εκθέματα, χιλιάδες θα έλεγα
αλλά δεν έχω προλάβει να δω τόσα πολλά.
Το κάθε σπιτάκι και μια βιτρίνα
που αντικατοπτρίζει  απόλυτα τον ιδιοκτήτη του.
Πάντα.
 
Τον αντικατοπτρίζει όμως?
Αυτόν που ξέρουμε στην πραγματική ζωή?
Αυτόν που χαιρετάμε όταν τον συναντήσουμε στον δρόμο,
αυτόν που καθόμαστε μαζί του στην παρέα μας,
αυτόν που κοιμόμαστε ίσως στο ίδιο κρεβάτι?
Καμιά φορά ναι, ίδιος και απαράλλαχτος μεταφέρει
τα πολύτιμα κομμάτια της ψυχής και του μυαλού
στην βιτρίνα του blogοσπιτου
και τα μοιράζεται με τους άλλους.
Αυτή είναι η μια εκδοχή.
 
Γιατί υπάρχει και η άλλη, αυτή που λέει
πως στην βιτρίνα βγάζει τα κομμάτια του μυαλού
και της ψυχής, αυτά που δεν μπορεί να βγάλει
στην πραγματική ζωή του, αυτά που έχει μέσα του
και δεν τολμάει να δώσει γιατί πολύ απλά φοβάται.
Μεγάλη λέξη ο φόβος.
 
Φόβος για την ζωή, φόβος να αντιμετωπίσεις τις αποτυχίες σου, φόβος να μιλήσεις για τα θέλω σου, φόβος να κοιτάξεις ακόμα και τον εαυτό σου στον καθρέφτη κατάματα και να του μιλήσεις με ειλικρίνεια, να του πεις τα ΄΄ θέλω ΄΄ σου……….
 γιατί ξέρεις πως αυτά που θέλεις τα έχεις
απορρίψει εσύ πρώτος γιατί δεν ….
Πολύ απλά είναι επιλήψιμο είναι ανάρμοστο
να αναζητάς σε αυτή τη ζωή όλα τα  θέλω σου.
Ακόμα και τα πιο απλά και ανώδυνα....
όπως μια βόλτα οπουδήποτε την ώρα
που πνίγεσαι στην δουλειά ή να θέλεις να πάρεις
τον άνθρωπο σου και πολύ απλά να τον πνίξεις
στα φιλιά και στις αγκαλιές μέχρι τελικής πτώσης,
αλλά …….
δεν έχεις χρόνο ή στην χειρότερη δεν έχεις και άνθρωπο!!!
 
Έτσι λένε λοιπόν οι κανόνες , οπότε σε αυτό
το όμορφο σπιτάκι της blogογειτονιάς  ,
πίσω από την ανωνυμία που σου προσφέρει
η ανυπαρξία της αλήθειας και κάτω από το βάρος
ενός βαρύγδουπου ονόματος όπως «Kόναν ο βάρβαρος»,
« ο κυρίαρχος του σύμπαντος», «ο ατελείωτος έρωτας»,
«η γυναίκα φωτιά», «η γυναίκα λάστιχο» κλπ.,
αποθέτεις στην βιτρίνα του  το alter ego σου.
 
Το πώς θα το πλασάρεις έχει και αυτό σημασία…
χιλιάδες τρόποι, χιλιάδες προσωπεία.
Ενάρετος, έντιμος, ηθικός…λέξεις που μπορεί 
να καλύπτουν το σκάμμα με την κινούμενη άμμο.
Εύκολα κρύβεις πίσω από αυτές τους κρυμμένους
πόθους  και τα πάθη που θα  σπίλωναν 
την καθ’  όλα  υπολήψημη προσωπικότητά σου.
Επιλήψιμος, φαύλος, αχρείος….λέξεις που μπορεί
να υποδηλώνουν την αλήθεια , ίσως από τις λίγες
αλήθειες που υπάρχουν σε αυτή την σφαίρα της φαντασίας !
 Αλλά μπορεί να κρύβουν και διαμάντια στην λάσπη,
μόνο που εκεί πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου
για να τα βρεις  και εδώ που τα λέμε,
ποιος ψάχνει στις λάσπες?
 
Τελικά μια μικρογραφία  της κοινωνίας μας
βρήκα στην όμορφη γειτονιά μου.
Μέσα στο κάθε σπίτι και ένας άνθρωπος.
Το κάθε σπίτι ένας άνθρωπος μονάχος
στην συντριπτική πλειοψηφία .
Το κάθε σπίτι μυαλό, γνώση, ψυχή ,
καρδιά να σου δίνει κάτι διαφορετικό.
Να σε καλωσορίζει , να σε κολακεύει,
να σε αγκαλιάζει , να σε κερνά δροσερό νερό,
να σου δίνει φως, να σου δίνει σκοτάδι,
να σε διώχνει, να σε προσκαλεί,
να σε παγιδεύει με ιστούς αράχνης,
να σου δίνει πληγές, να σου δίνει παρηγοριά
να σου δίνει γνώση και εμπειρία
και όλα αυτά χωρίς να ξέρεις πως τα αποκτάς,
ποιος στα δίνει, να μην υπάρχει πρόσωπο να δεις,
ούτε ζεστή ανάσα να νοιώσεις.
Παραισθήσεις ή πραγματικότητα?
Ότι και να ΄ναι είναι πολύτιμα, ότι έρχεται στην ζωή μας είναι γνώση, είναι εμπειρία και ότι γνώρισα μέχρι τώρα στην blogογειτονιά μου είναι σχολείο.
Από όσους γνώρισα κρατάω πάντα τα θετικά,
τα όμορφα και από όλους πήρα κάτι όμορφο,
από μερικούς μάλιστα πήρα
και ένα ακόμα πιο πολύτιμο δώρο,
μια ανθρώπινη , αληθινή φιλία .
 
Αληθινή,
πραγματική
όχι παραίσθηση.





ΥΓ. για όλους όσους γνώρισα, για όλους όσους έφυγαν, για όλους όσους παραμένουν εδώ, για όλους όσους θα γνωρίσω στην πορεία του blogoσεργιανίσματος
για όλους τους blogοφίλους.









1.9.11

χρόνος ακίνητος

Άνθρωποι
Γεμάτη  γύρω της από ανθρώπινες παρουσίες
Να χτυπάνε τα τηλέφωνα, να ακούει φωνές
να έρχονται έξω από τον δρόμο
να λένε αστεία καθώς τριγυρίζουν τις ζεστές βραδιές
και να γελάνε, έξω από την μισάνοιχτη πόρτα της
Να μιλάει
Να θέλει


Να θέλει να τα κλείσει όλα με ένα κουμπί,
όπως στο ραδιόφωνο που χαμηλώνει το volium
όταν την ενοχλεί η δυνατή μουσική
Να θέλει να κλείσει πόρτες και παράθυρα
Όχι δεν θέλει να γίνει αόρατη
Αόρατος σημαίνει ανυπαρξία
Μόνο να κρυφτεί θέλει
Να μπει στην γωνιά της
Να ξαναγυρίσει στην φωλιά της
Έλειψε πολύ από αυτή


Βγήκε μόλις έπιασαν οι ζέστες
Δεν άντεχε το μισοσκόταδο
Ήθελε να δει ήλιο
Να πάρει βαθιές ανάσες
Να γελάσει , να χορέψει, να κολυμπήσει στα γαλανά νερά,
να περπατήσει  στην γη, να νοιώσει το χώμα
κάτω από τις μαλακές πατούσες της
είδε πολλά πρόσωπα γύρω της, πολλά μάτια να την κοιτούν,
πολλά αυτιά να ακούν τα λόγια της, πολλά χέρια
απλωμένα στο μέρος της
Νόμιζε πως όλα αυτά ήταν για εκείνη



Ξαφνισμένη κοντοστάθηκε στο κατώφλι
Μα ήρθε η ώρα να ξυπνήσει
Ένα σκληρό μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της
Μια βρώμικη κουβέρτα σκέπαζε το κορμί της
Μια μυρωδιά υγρασίας  είχε κολλήσει στο δέρμα της
Αράχνες έπλεκαν ιστούς στα μαλλιά της
Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια της να σηκωθεί
Προσπάθησε να απλώσει τα χέρια της να πιαστεί
Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της
Μα ήταν βαριά τα βλέφαρά της, σκοτεινά όλα γύρω
Τέλος τα κατάφερε
Όνειρο ήταν


Ασημονήματα τυλιγμένα στο χέρι της
και στο άλλο μια χούφτα πολύχρωμες χάντρες
Και στο μάγουλό της είχε μείνει σημάδι
Από το σκληρό  τραπέζι που είχε ακουμπήσει
κουρασμένη το κεφάλι της.
Θολό το βλέμμα της έσταξε μια λίμνη δάκρυα
Έτριξαν οι μεντεσέδες της πόρτας
Διαμαρτυρήθηκε η σκουριά
Την έκλεισε απαλά και γύρισε να κουρνιάσει
Στην προστασία της φωλιάς της
Δεν το πρόλαβε και αυτό το καλοκαίρι.


Levina


 




30.8.11

Mεθυσμένο πρωινό



Μεθυσμένο Πρωινό

Άνοιξε αργά τα μάτια της προσπαθώντας να εστιάσει γύρω
στον χώρο, να καταλάβει που βρισκόταν.
Ένα λευκό ταβάνι, ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό από πάνω της
από αυτά με τα μόνιμα σκονισμένα κρυσταλλάκια που πετάνε
το θλιβερό τους φως στους τοίχους, μια κιτρινισμένη ταπετσαρία
σπαρμένη με ξεθωριασμένα ροζ τριαντάφυλλα.
Πως στο καλό βρέθηκε εδώ;
Θυμόταν μόνο πως ήταν κάποια στιγμή πολύ ζαλισμένη, είχε
πιει παραπάνω από όσο άντεχε, πως είχε ακουμπήσει επάνω του
για να μην πέσει…επάνω σε ποιόν; γιατί δεν την κρατούσαν
τα πόδια της και μετά ...τίποτα…σκοτάδι.
Το δωμάτιο μύριζε μούχλα, τσιγαρίλα και κάτι σαν τσιγαρισμένο
κρεμμύδι, μια δυνατή μυρωδιά που ερχόταν από το διπλανό
δωμάτιο και σχεδόν της έφερε δάκρυα στα μάτια.
Αν δεν είχε τόσο πονοκέφαλο θα το έβαζε στα πόδια.
Αλλά ένοιωθε τόσο βαριά, το σώμα της ένα κομμάτι μάρμαρο
πεταμένο σε αυτό το σκληρό στρώμα.
Και όμως τα σεντόνια ήταν πεντακάθαρα, μύριζαν απορρυπαντικό
και τα ένοιωθε ευχάριστα ζεστά στο παγωμένο κορμί της.
Από το μισόκλειστο παντζούρι έμπαινε το φως του ήλιου,
λωρίδες από δυνατό φως που πάνω του χόρευαν συννεφάκια
σκόνης… τι στο καλό, κόντευε μεσημέρι!
Προσπάθησε να ανασηκωθεί και ο πόνος στο κεφάλι την χτύπησε
σαν βαριοπούλα, τα μάτια της τα ένοιωθε να αλληθωρίζουν,
ένας ήχος σαν βογκητό βγήκε από τον ξεραμένο λαιμό της
και τον άντρα που μπήκε στο δωμάτιο τον είδε μόνο σαν σκιά.
Μύρισε όμως τον φρέσκο καφέ που της έφερνε και το άρωμά του
πλημμύρισε το δωμάτιο...
    '' Δεν χρειάζεται να σηκωθείς, περίμενε να φας πρώτα κάτι
    και να σου δώσω και ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο,
    πονάει το κεφάλι σου έτσι; ''
Μα τι ερώτηση ήταν αυτή; Φυσικά και πονάω ήθελε να του πει,
αλλά όταν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει είδε πως δεν μπορούσε
να βγάλει άχνα, ακόμα και την γλώσσα της την ένοιωθε αφάνταστα
πρησμένη.
Εκείνος κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και ακούμπησε ένα
μεγάλο δίσκο πλάι της, την ανασήκωσε απαλά σαν μωρό,
της έβαλε στην πλάτη δυο μαξιλάρια για να σταθεί και μετά
της έδωσε στα χέρια της που έτρεμαν το φλιτζάνι με τον καφέ.
Ήπιε μια γερή γουλιά …πικρόοος !
'' Μη βιάζεσαι, φάε πρώτα κάτι '' της είπε και της έχωσε στο στόμα
την άκρη από ένα παξιμάδι αλειμμένο με βούτυρο και μαρμελάδα.
Δεν θέλω να φάω, ήθελε να του πει αλλά ξαφνιασμένη άρχισε να
μασουλά με βουλιμία και με αυτό τον ρυθμό έφαγε δυο φρυγανιές
και ήπιε όλο τον καφέ σχεδόν πριν σηκώσει τα μάτια της και δει
ποιος καθόταν δίπλα της και την φρόντιζε.
Δυο σκούρα μάτια σαν φωτιές επάνω σε ένα χλωμό πρόσωπο,
αυτό θα θυμόταν για πάντα μετά όταν θα έφερνε στην μνήμη της
αυτό το πρωινό.
    '' Φοβήθηκα για σένα εχθές , της είπε , δεν ήξερα τι να σε κάνω
    και σε έφερα εδώ ''
'' Η φίλη μου; κατάφερε να ψελλίσει, δεν ήμουν μόνη μου ''
'' Είχε φύγει με τον δικό της, μόνη σου ήσουν και είχες πιει
πάρα πολύ, δεν είχα άλλη επιλογή ''
Ήθελε να τον ρωτήσει τόσα πολλά, πως βρέθηκε γυμνή στο
κρεβάτι του, τι στο καλό έκαναν, ήθελε να βάλει τα κλάματα γιατί
δεν θυμόταν τίποτα, είχε κοιμηθεί με έναν άγνωστο και δεν θυμόταν!
Μα εκείνος την κοιτούσε τόσο έντονα που ντρεπόταν να ρωτήσει
οτιδήποτε. Είχε φέρει μια μεθυσμένη στο σπίτι του, κοιμήθηκε μαζί της
και τουλάχιστον είχε την ευγένεια να της προσφέρει καφέ και πρωινό
πριν την πετάξει στον δρόμο.
Ας σταματούσε να την κοιτά!
'' Σε παρακαλώ, μπορείς να '' έγινε κατακόκκινη κι ο πονοκέφαλος
ήρθε πάλι ορμητικός να την ζαλίσει.
Ήθελε να του πει να την αφήσει μόνη της, να της δώσει τα ρούχα της, να…
Το γέλιο του ήταν τόσο αυθόρμητο που της έκοψε την ανάσα.
'' Μα τι νομίζεις ? την ρώτησε και εκείνη ντράπηκε ακόμα περισσότερο
να του πει τι νόμιζε. Όχι δεν κοιμηθήκαμε μαζί, δεν θα το έκανα αυτό
σε μια γυναίκα που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της, έχω
μια πολυθρόνα έξω στην είσοδο, εκεί κοιμήθηκα εγώ ''
'' Τα ρούχα μου; ''
    '' Εγώ στα έβγαλα, τα λέρωσες όταν έκανες εμετό και στα έπλυνα,
    όσο μπορούσα δηλαδή, δεν είμαι και τόσο καλός στο νοικοκυριό
    και σε έβαλα να κοιμηθείς, τίποτα παραπάνω κοριτσάκι, περίμενε
    να στα δώσω να ντυθείς αν νιώθεις λίγο καλύτερα ''
Έγνεψε ναι με το κεφάλι, ζαλιζόταν αλλά αυτό θα αργούσε να
περάσει ακόμα, ντρεπόταν όμως να μείνει περισσότερο εκεί,
ολόγυμνη σε ένα ξένο κρεβάτι με έναν άγνωστο να την κανακεύει
σαν μωρό.
Της έφερε τα ρούχα της και πήρε τον δίσκο έξω για να την αφήσει
μόνη της να ντυθεί.
Έκανε γρήγορα, έστρωσε και το κρεβάτι και μπήκε στο μικρό
μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της.
Πόσο χλωμή ήταν! Τα μάτια της φάνταζαν τεράστια και όπως
ήταν λερωμένη με τα χρώματα του μακιγιάζ πρέπει να ήταν
σαν κλόουν. Πλύθηκε , χτένισε και την ζούγκλα των μαλλιών της
και ένοιωσε πολύ καλύτερα. Εκείνος την περίμενε υπομονετικά
καθισμένος στην μικρή κουζίνα με ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια του
και ήταν φανερός ο θαυμασμός στα μάτια του όταν την είδε .
'' Τελικά είσαι όμορφη '' Της είπε απλά και εκείνη χαμογέλασε.
'' Πρέπει να φύγω, του είπε, λυπάμαι για ότι έγινε, πίστεψε με
δεν το έχω ξανακάνει αυτό ''
Άπλωσε το χέρι του και πήρε την παλάμη της
'' Πρέπει να συστηθούμε, με λένε Αλέκο ''
Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της.
'' Ναι , νομίζω αφού περάσαμε μαζί την νύχτα! Γέλασε εκείνη ξανά,
εμένα Δάφνη ''
Έβαλαν πια και οι δυο τα γέλια.
'' Δάφνη, σοβαρεύτηκε απότομα εκείνος, το ξέρεις ότι ροχαλίζεις; ''
Ξαφνιασμένη τον κοίταξε για δευτερόλεπτα και μετά ξέσπασαν
σε ένα παροξυσμό γέλιου που τους έφερε δάκρυα στα μάτια.
Πήρε την τσάντα της, του έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο
και έφυγε γελώντας ακόμα.
Κατέβηκε τα σκαλιά της παλιάς πολυκατοικίας, τελικά από το κάτω
διαμέρισμα ερχόταν η μυρωδιά του καμένου κρεμμυδιού, και βγήκε
στον δρόμο. Ήταν σίγουρη πως κάποια στιγμή θα ξαναγύριζε
σε αυτό το διαμέρισμα.
Αλέκος !
'' Δάφνηηη…Δάφνηηηη…'' η φωνή ερχόταν από ψηλά.
Σήκωσε τα μάτια της και σε ένα από τα παράθυρα της
πολυκατοικίας κρεμόταν εκείνος και την φώναζε.
'' Δεν μου έδωσες το τηλέφωνο σου! '' Ξαναφώναξε εκείνος χωρίς
να τον νοιάζει που εκτός από την ίδια άλλα εκατό μάτια είχαν
υψωθεί και τον κοίταζαν.
Αλέκος!
Έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε τρέχοντας στην πολυκατοικία
ενώ εκείνος κουτρουβαλούσε τις σκάλες να την προλάβει.




Levina








29.8.11

Magic Travel


Ένα μαγικό ταξίδι των αισθήσεων, γεμάτο εικόνες και μουσική ντυμένο με τους ερωτικούς στίχους του Γ. Ρίτσου.


Γιάννης Ρίτσος
Ερωτικά
Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.
Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή-
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
Αθήνα 24.9.80