3.9.11

blogoσκέψεις

Όταν έχω χρόνο πέρα από το να παίζω με το δικό μου blog,
λατρεύω να φέρνω γύρες στα σπιτάκια της blogογειτονιάς.
 
Κάποτε σαν καινούργια σε αυτή την περιοχή,
έμπαινα διστακτικά, δεν υπάρχει βλέπετε και πόρτα
να χτυπήσεις και ένοιωθα ότι εισβάλλω στον προσωπικό
χώρο κάποιου ακάλεστη.
Σύντομα  όμως κατάλαβα πως αυτά τα σπίτια
είναι βιτρίνες με εκθέματα,
άλλοτε κρυστάλλινα εύθραυστα αστραφτερά,
άλλοτε χρυσά πολύτιμα, άλλοτε γυάλινα απλά,
άλλοτε φτηνά τενεκεδένια επαργυρωμένα ωστόσο
για να γυαλίζουν στην βιτρίνα,
άλλοτε από δεύτερης ποιότητας υλικά
που τα ξεθωριάζει το φως του ήλιου,
άλλοτε πολύχρωμα πλαστικά που γρήγορα
σε κουράζουν και  τα βαριέσαι να τα βλέπεις….
εκατοντάδες εκθέματα, χιλιάδες θα έλεγα
αλλά δεν έχω προλάβει να δω τόσα πολλά.
Το κάθε σπιτάκι και μια βιτρίνα
που αντικατοπτρίζει  απόλυτα τον ιδιοκτήτη του.
Πάντα.
 
Τον αντικατοπτρίζει όμως?
Αυτόν που ξέρουμε στην πραγματική ζωή?
Αυτόν που χαιρετάμε όταν τον συναντήσουμε στον δρόμο,
αυτόν που καθόμαστε μαζί του στην παρέα μας,
αυτόν που κοιμόμαστε ίσως στο ίδιο κρεβάτι?
Καμιά φορά ναι, ίδιος και απαράλλαχτος μεταφέρει
τα πολύτιμα κομμάτια της ψυχής και του μυαλού
στην βιτρίνα του blogοσπιτου
και τα μοιράζεται με τους άλλους.
Αυτή είναι η μια εκδοχή.
 
Γιατί υπάρχει και η άλλη, αυτή που λέει
πως στην βιτρίνα βγάζει τα κομμάτια του μυαλού
και της ψυχής, αυτά που δεν μπορεί να βγάλει
στην πραγματική ζωή του, αυτά που έχει μέσα του
και δεν τολμάει να δώσει γιατί πολύ απλά φοβάται.
Μεγάλη λέξη ο φόβος.
 
Φόβος για την ζωή, φόβος να αντιμετωπίσεις τις αποτυχίες σου, φόβος να μιλήσεις για τα θέλω σου, φόβος να κοιτάξεις ακόμα και τον εαυτό σου στον καθρέφτη κατάματα και να του μιλήσεις με ειλικρίνεια, να του πεις τα ΄΄ θέλω ΄΄ σου……….
 γιατί ξέρεις πως αυτά που θέλεις τα έχεις
απορρίψει εσύ πρώτος γιατί δεν ….
Πολύ απλά είναι επιλήψιμο είναι ανάρμοστο
να αναζητάς σε αυτή τη ζωή όλα τα  θέλω σου.
Ακόμα και τα πιο απλά και ανώδυνα....
όπως μια βόλτα οπουδήποτε την ώρα
που πνίγεσαι στην δουλειά ή να θέλεις να πάρεις
τον άνθρωπο σου και πολύ απλά να τον πνίξεις
στα φιλιά και στις αγκαλιές μέχρι τελικής πτώσης,
αλλά …….
δεν έχεις χρόνο ή στην χειρότερη δεν έχεις και άνθρωπο!!!
 
Έτσι λένε λοιπόν οι κανόνες , οπότε σε αυτό
το όμορφο σπιτάκι της blogογειτονιάς  ,
πίσω από την ανωνυμία που σου προσφέρει
η ανυπαρξία της αλήθειας και κάτω από το βάρος
ενός βαρύγδουπου ονόματος όπως «Kόναν ο βάρβαρος»,
« ο κυρίαρχος του σύμπαντος», «ο ατελείωτος έρωτας»,
«η γυναίκα φωτιά», «η γυναίκα λάστιχο» κλπ.,
αποθέτεις στην βιτρίνα του  το alter ego σου.
 
Το πώς θα το πλασάρεις έχει και αυτό σημασία…
χιλιάδες τρόποι, χιλιάδες προσωπεία.
Ενάρετος, έντιμος, ηθικός…λέξεις που μπορεί 
να καλύπτουν το σκάμμα με την κινούμενη άμμο.
Εύκολα κρύβεις πίσω από αυτές τους κρυμμένους
πόθους  και τα πάθη που θα  σπίλωναν 
την καθ’  όλα  υπολήψημη προσωπικότητά σου.
Επιλήψιμος, φαύλος, αχρείος….λέξεις που μπορεί
να υποδηλώνουν την αλήθεια , ίσως από τις λίγες
αλήθειες που υπάρχουν σε αυτή την σφαίρα της φαντασίας !
 Αλλά μπορεί να κρύβουν και διαμάντια στην λάσπη,
μόνο που εκεί πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου
για να τα βρεις  και εδώ που τα λέμε,
ποιος ψάχνει στις λάσπες?
 
Τελικά μια μικρογραφία  της κοινωνίας μας
βρήκα στην όμορφη γειτονιά μου.
Μέσα στο κάθε σπίτι και ένας άνθρωπος.
Το κάθε σπίτι ένας άνθρωπος μονάχος
στην συντριπτική πλειοψηφία .
Το κάθε σπίτι μυαλό, γνώση, ψυχή ,
καρδιά να σου δίνει κάτι διαφορετικό.
Να σε καλωσορίζει , να σε κολακεύει,
να σε αγκαλιάζει , να σε κερνά δροσερό νερό,
να σου δίνει φως, να σου δίνει σκοτάδι,
να σε διώχνει, να σε προσκαλεί,
να σε παγιδεύει με ιστούς αράχνης,
να σου δίνει πληγές, να σου δίνει παρηγοριά
να σου δίνει γνώση και εμπειρία
και όλα αυτά χωρίς να ξέρεις πως τα αποκτάς,
ποιος στα δίνει, να μην υπάρχει πρόσωπο να δεις,
ούτε ζεστή ανάσα να νοιώσεις.
Παραισθήσεις ή πραγματικότητα?
Ότι και να ΄ναι είναι πολύτιμα, ότι έρχεται στην ζωή μας είναι γνώση, είναι εμπειρία και ότι γνώρισα μέχρι τώρα στην blogογειτονιά μου είναι σχολείο.
Από όσους γνώρισα κρατάω πάντα τα θετικά,
τα όμορφα και από όλους πήρα κάτι όμορφο,
από μερικούς μάλιστα πήρα
και ένα ακόμα πιο πολύτιμο δώρο,
μια ανθρώπινη , αληθινή φιλία .
 
Αληθινή,
πραγματική
όχι παραίσθηση.





ΥΓ. για όλους όσους γνώρισα, για όλους όσους έφυγαν, για όλους όσους παραμένουν εδώ, για όλους όσους θα γνωρίσω στην πορεία του blogoσεργιανίσματος
για όλους τους blogοφίλους.









1.9.11

χρόνος ακίνητος

Άνθρωποι
Γεμάτη  γύρω της από ανθρώπινες παρουσίες
Να χτυπάνε τα τηλέφωνα, να ακούει φωνές
να έρχονται έξω από τον δρόμο
να λένε αστεία καθώς τριγυρίζουν τις ζεστές βραδιές
και να γελάνε, έξω από την μισάνοιχτη πόρτα της
Να μιλάει
Να θέλει


Να θέλει να τα κλείσει όλα με ένα κουμπί,
όπως στο ραδιόφωνο που χαμηλώνει το volium
όταν την ενοχλεί η δυνατή μουσική
Να θέλει να κλείσει πόρτες και παράθυρα
Όχι δεν θέλει να γίνει αόρατη
Αόρατος σημαίνει ανυπαρξία
Μόνο να κρυφτεί θέλει
Να μπει στην γωνιά της
Να ξαναγυρίσει στην φωλιά της
Έλειψε πολύ από αυτή


Βγήκε μόλις έπιασαν οι ζέστες
Δεν άντεχε το μισοσκόταδο
Ήθελε να δει ήλιο
Να πάρει βαθιές ανάσες
Να γελάσει , να χορέψει, να κολυμπήσει στα γαλανά νερά,
να περπατήσει  στην γη, να νοιώσει το χώμα
κάτω από τις μαλακές πατούσες της
είδε πολλά πρόσωπα γύρω της, πολλά μάτια να την κοιτούν,
πολλά αυτιά να ακούν τα λόγια της, πολλά χέρια
απλωμένα στο μέρος της
Νόμιζε πως όλα αυτά ήταν για εκείνη



Ξαφνισμένη κοντοστάθηκε στο κατώφλι
Μα ήρθε η ώρα να ξυπνήσει
Ένα σκληρό μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της
Μια βρώμικη κουβέρτα σκέπαζε το κορμί της
Μια μυρωδιά υγρασίας  είχε κολλήσει στο δέρμα της
Αράχνες έπλεκαν ιστούς στα μαλλιά της
Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια της να σηκωθεί
Προσπάθησε να απλώσει τα χέρια της να πιαστεί
Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της
Μα ήταν βαριά τα βλέφαρά της, σκοτεινά όλα γύρω
Τέλος τα κατάφερε
Όνειρο ήταν


Ασημονήματα τυλιγμένα στο χέρι της
και στο άλλο μια χούφτα πολύχρωμες χάντρες
Και στο μάγουλό της είχε μείνει σημάδι
Από το σκληρό  τραπέζι που είχε ακουμπήσει
κουρασμένη το κεφάλι της.
Θολό το βλέμμα της έσταξε μια λίμνη δάκρυα
Έτριξαν οι μεντεσέδες της πόρτας
Διαμαρτυρήθηκε η σκουριά
Την έκλεισε απαλά και γύρισε να κουρνιάσει
Στην προστασία της φωλιάς της
Δεν το πρόλαβε και αυτό το καλοκαίρι.


Levina


 




30.8.11

Mεθυσμένο πρωινό



Μεθυσμένο Πρωινό

Άνοιξε αργά τα μάτια της προσπαθώντας να εστιάσει γύρω
στον χώρο, να καταλάβει που βρισκόταν.
Ένα λευκό ταβάνι, ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό από πάνω της
από αυτά με τα μόνιμα σκονισμένα κρυσταλλάκια που πετάνε
το θλιβερό τους φως στους τοίχους, μια κιτρινισμένη ταπετσαρία
σπαρμένη με ξεθωριασμένα ροζ τριαντάφυλλα.
Πως στο καλό βρέθηκε εδώ;
Θυμόταν μόνο πως ήταν κάποια στιγμή πολύ ζαλισμένη, είχε
πιει παραπάνω από όσο άντεχε, πως είχε ακουμπήσει επάνω του
για να μην πέσει…επάνω σε ποιόν; γιατί δεν την κρατούσαν
τα πόδια της και μετά ...τίποτα…σκοτάδι.
Το δωμάτιο μύριζε μούχλα, τσιγαρίλα και κάτι σαν τσιγαρισμένο
κρεμμύδι, μια δυνατή μυρωδιά που ερχόταν από το διπλανό
δωμάτιο και σχεδόν της έφερε δάκρυα στα μάτια.
Αν δεν είχε τόσο πονοκέφαλο θα το έβαζε στα πόδια.
Αλλά ένοιωθε τόσο βαριά, το σώμα της ένα κομμάτι μάρμαρο
πεταμένο σε αυτό το σκληρό στρώμα.
Και όμως τα σεντόνια ήταν πεντακάθαρα, μύριζαν απορρυπαντικό
και τα ένοιωθε ευχάριστα ζεστά στο παγωμένο κορμί της.
Από το μισόκλειστο παντζούρι έμπαινε το φως του ήλιου,
λωρίδες από δυνατό φως που πάνω του χόρευαν συννεφάκια
σκόνης… τι στο καλό, κόντευε μεσημέρι!
Προσπάθησε να ανασηκωθεί και ο πόνος στο κεφάλι την χτύπησε
σαν βαριοπούλα, τα μάτια της τα ένοιωθε να αλληθωρίζουν,
ένας ήχος σαν βογκητό βγήκε από τον ξεραμένο λαιμό της
και τον άντρα που μπήκε στο δωμάτιο τον είδε μόνο σαν σκιά.
Μύρισε όμως τον φρέσκο καφέ που της έφερνε και το άρωμά του
πλημμύρισε το δωμάτιο...
    '' Δεν χρειάζεται να σηκωθείς, περίμενε να φας πρώτα κάτι
    και να σου δώσω και ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο,
    πονάει το κεφάλι σου έτσι; ''
Μα τι ερώτηση ήταν αυτή; Φυσικά και πονάω ήθελε να του πει,
αλλά όταν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει είδε πως δεν μπορούσε
να βγάλει άχνα, ακόμα και την γλώσσα της την ένοιωθε αφάνταστα
πρησμένη.
Εκείνος κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και ακούμπησε ένα
μεγάλο δίσκο πλάι της, την ανασήκωσε απαλά σαν μωρό,
της έβαλε στην πλάτη δυο μαξιλάρια για να σταθεί και μετά
της έδωσε στα χέρια της που έτρεμαν το φλιτζάνι με τον καφέ.
Ήπιε μια γερή γουλιά …πικρόοος !
'' Μη βιάζεσαι, φάε πρώτα κάτι '' της είπε και της έχωσε στο στόμα
την άκρη από ένα παξιμάδι αλειμμένο με βούτυρο και μαρμελάδα.
Δεν θέλω να φάω, ήθελε να του πει αλλά ξαφνιασμένη άρχισε να
μασουλά με βουλιμία και με αυτό τον ρυθμό έφαγε δυο φρυγανιές
και ήπιε όλο τον καφέ σχεδόν πριν σηκώσει τα μάτια της και δει
ποιος καθόταν δίπλα της και την φρόντιζε.
Δυο σκούρα μάτια σαν φωτιές επάνω σε ένα χλωμό πρόσωπο,
αυτό θα θυμόταν για πάντα μετά όταν θα έφερνε στην μνήμη της
αυτό το πρωινό.
    '' Φοβήθηκα για σένα εχθές , της είπε , δεν ήξερα τι να σε κάνω
    και σε έφερα εδώ ''
'' Η φίλη μου; κατάφερε να ψελλίσει, δεν ήμουν μόνη μου ''
'' Είχε φύγει με τον δικό της, μόνη σου ήσουν και είχες πιει
πάρα πολύ, δεν είχα άλλη επιλογή ''
Ήθελε να τον ρωτήσει τόσα πολλά, πως βρέθηκε γυμνή στο
κρεβάτι του, τι στο καλό έκαναν, ήθελε να βάλει τα κλάματα γιατί
δεν θυμόταν τίποτα, είχε κοιμηθεί με έναν άγνωστο και δεν θυμόταν!
Μα εκείνος την κοιτούσε τόσο έντονα που ντρεπόταν να ρωτήσει
οτιδήποτε. Είχε φέρει μια μεθυσμένη στο σπίτι του, κοιμήθηκε μαζί της
και τουλάχιστον είχε την ευγένεια να της προσφέρει καφέ και πρωινό
πριν την πετάξει στον δρόμο.
Ας σταματούσε να την κοιτά!
'' Σε παρακαλώ, μπορείς να '' έγινε κατακόκκινη κι ο πονοκέφαλος
ήρθε πάλι ορμητικός να την ζαλίσει.
Ήθελε να του πει να την αφήσει μόνη της, να της δώσει τα ρούχα της, να…
Το γέλιο του ήταν τόσο αυθόρμητο που της έκοψε την ανάσα.
'' Μα τι νομίζεις ? την ρώτησε και εκείνη ντράπηκε ακόμα περισσότερο
να του πει τι νόμιζε. Όχι δεν κοιμηθήκαμε μαζί, δεν θα το έκανα αυτό
σε μια γυναίκα που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της, έχω
μια πολυθρόνα έξω στην είσοδο, εκεί κοιμήθηκα εγώ ''
'' Τα ρούχα μου; ''
    '' Εγώ στα έβγαλα, τα λέρωσες όταν έκανες εμετό και στα έπλυνα,
    όσο μπορούσα δηλαδή, δεν είμαι και τόσο καλός στο νοικοκυριό
    και σε έβαλα να κοιμηθείς, τίποτα παραπάνω κοριτσάκι, περίμενε
    να στα δώσω να ντυθείς αν νιώθεις λίγο καλύτερα ''
Έγνεψε ναι με το κεφάλι, ζαλιζόταν αλλά αυτό θα αργούσε να
περάσει ακόμα, ντρεπόταν όμως να μείνει περισσότερο εκεί,
ολόγυμνη σε ένα ξένο κρεβάτι με έναν άγνωστο να την κανακεύει
σαν μωρό.
Της έφερε τα ρούχα της και πήρε τον δίσκο έξω για να την αφήσει
μόνη της να ντυθεί.
Έκανε γρήγορα, έστρωσε και το κρεβάτι και μπήκε στο μικρό
μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της.
Πόσο χλωμή ήταν! Τα μάτια της φάνταζαν τεράστια και όπως
ήταν λερωμένη με τα χρώματα του μακιγιάζ πρέπει να ήταν
σαν κλόουν. Πλύθηκε , χτένισε και την ζούγκλα των μαλλιών της
και ένοιωσε πολύ καλύτερα. Εκείνος την περίμενε υπομονετικά
καθισμένος στην μικρή κουζίνα με ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια του
και ήταν φανερός ο θαυμασμός στα μάτια του όταν την είδε .
'' Τελικά είσαι όμορφη '' Της είπε απλά και εκείνη χαμογέλασε.
'' Πρέπει να φύγω, του είπε, λυπάμαι για ότι έγινε, πίστεψε με
δεν το έχω ξανακάνει αυτό ''
Άπλωσε το χέρι του και πήρε την παλάμη της
'' Πρέπει να συστηθούμε, με λένε Αλέκο ''
Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της.
'' Ναι , νομίζω αφού περάσαμε μαζί την νύχτα! Γέλασε εκείνη ξανά,
εμένα Δάφνη ''
Έβαλαν πια και οι δυο τα γέλια.
'' Δάφνη, σοβαρεύτηκε απότομα εκείνος, το ξέρεις ότι ροχαλίζεις; ''
Ξαφνιασμένη τον κοίταξε για δευτερόλεπτα και μετά ξέσπασαν
σε ένα παροξυσμό γέλιου που τους έφερε δάκρυα στα μάτια.
Πήρε την τσάντα της, του έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο
και έφυγε γελώντας ακόμα.
Κατέβηκε τα σκαλιά της παλιάς πολυκατοικίας, τελικά από το κάτω
διαμέρισμα ερχόταν η μυρωδιά του καμένου κρεμμυδιού, και βγήκε
στον δρόμο. Ήταν σίγουρη πως κάποια στιγμή θα ξαναγύριζε
σε αυτό το διαμέρισμα.
Αλέκος !
'' Δάφνηηη…Δάφνηηηη…'' η φωνή ερχόταν από ψηλά.
Σήκωσε τα μάτια της και σε ένα από τα παράθυρα της
πολυκατοικίας κρεμόταν εκείνος και την φώναζε.
'' Δεν μου έδωσες το τηλέφωνο σου! '' Ξαναφώναξε εκείνος χωρίς
να τον νοιάζει που εκτός από την ίδια άλλα εκατό μάτια είχαν
υψωθεί και τον κοίταζαν.
Αλέκος!
Έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε τρέχοντας στην πολυκατοικία
ενώ εκείνος κουτρουβαλούσε τις σκάλες να την προλάβει.




Levina








29.8.11

Magic Travel


Ένα μαγικό ταξίδι των αισθήσεων, γεμάτο εικόνες και μουσική ντυμένο με τους ερωτικούς στίχους του Γ. Ρίτσου.


Γιάννης Ρίτσος
Ερωτικά
Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.
Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή-
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
Αθήνα 24.9.80

27.8.11

Τα φτερά της γάτας....2ο μέρος

Εδώ θα βρείτε το πρώτο μέρος



'' Μα εθύ πρέπει να το πιείς αυτό, για θένα το έκανε η Παθτούλα. ''

'' Αν πιείς εσύ πρώτος ! τον προκάλεσε η γάτα Σουλίνα και ο

Πρίγκιπας Μπίλυ χλόμιασε. Μόνο αν πιεις εσύ θα πιω εγώ την

επόμενη γουλιά. ''

Είχε περιθώριο να αρνηθεί? Και πως θα υποχρέωνε την Σουλίνα να

σηκωθεί από την μαξιλάρα της και να τον ακολουθήσει στο δωμάτιο

με τα φίλτρα και τα ξόρκια; Αν δεν της έκανε το χατήρι σύντομα θα

τους ανακάλυπταν και όλοι θα ήταν πολύ αυστηροί με την φίλη του.

Για το χατήρι της λοιπόν έπρεπε να κάνει αυτή την θυσία!

'' Θα πιώ. ''   Αναστέναξε ο μικρός Πρίγκηπας.

 

Η γάτα έμεινε περίεργα ακίνητη με τα κοφτερά της νύχια να χάνονται

σιγά σιγά στα θηκάρια τους και την γλώσσα μετέωρη πάνω από

την πατούσα της.

'' Θα πιεις την πρώτη γουλιά;  Είναι υπόσχεση αυτή Πρίγκηπα; ''

'' Ναι, θτο υπόθχομαι '' Και άλλος αναστεναγμός από τον μικρούλη

Μπίλυ που φοβόταν πολύ να δοκιμάσει, μα η αλήθεια ήταν πως

όσο θυμόταν την όμορφη μυρωδιά του φίλτρου ...

άρχισε να του άρεσε η ιδέα.

'' Πολύ καλά ανόητε πρίγκηπα ! Πάμε τότε.''

Είχε στυλ αυτή η γάτα Σουλίνα.

Σηκώθηκε αργά, τινάχτηκε να πάει η κάθε γυαλιστερή τρίχα της

στην θέση της και μετά κοιτάχτηκε μέσα στους εκατοντάδες καθρέφτες

να δει αν ήταν όμορφη. Βρήκε θεσπέσιο τον εαυτό της, ακόμα και

με τα φτερά κουκουβάγιας που της χαλούσαν λίγο την εικόνα,

μα της έδιναν τύπο.  Ήταν μια γάτα μοναδική!

Κουνιστή και λυγιστή ακολούθησε τον Πρίγκηπα Μπίλυ .

 

Μα τους θεούς, αυτό το φίλτρο μύριζε…..Μύριζε θεϊκά!

Σκέφτηκε η Σουλίνα και θα ήταν πρόθυμη να πιεί όλη την μαρμίτα,

μα θα έδειχνε πολύ εύκολη απέναντι σε αυτούς τους τρεις μικρύς

κατεργάρηδες αν το έκανε, οπότε διατήρησε το απαθές

ύφος της κι εξ άλλου έπρεπε ο πρίγκιπας να τηρήσει την υπόσχεση του.

Όσο το ανακάτωνε η Παστούλα , τόσο πιο πολύ μοσχοβολούσε ,

τώρα πια ούτε ο μικρούλης Μπίλυ κρατιόταν.

'' Δώθε μου, δώθε μου ''  φώναξε ανυπόμονος και στήθηκε μπροστά

στην τεράστια μαρμίτα που κόχλαζε και έβγαζε φωσφορίζοντα

χρώματα από μέσα, ξεχνώντας τους φόβους του.

Η μικρή μάγισσα Παστούλα βούτηξε τελετουργικά την μεγάλη κουτάλα

από καθαρό ασήμι στην μαρμίτα και πήρε μια γερή κουταλιά γεμάτη

αφρούς, καπνούς , χρώματα, και αρώματα.

 

Ο Πρίγκιπας Μπίλυ έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε διστακτικά στην

αρχή μια γουλιά από αυτή την πανδαισία !

Μα πόσο νόστιμο ήταν! Τελικά το ρούφηξε όλο και γέλασε

ευχαριστημένος από την απίθανη γεύση, καθώς σκούπιζε το

στόμα του στο μανίκι της χρυσοποίκιλτης στολής του.

Όλοι κράτησαν την ανάσα τους καθώς τον κοιτούσαν, η γάτα Σουλίνα,

η Παστούλα, ο Κύριος ΧνΧν.

Ένα ολόκληρο λεπτό πέρασε μέσα στην σιωπή και ξαφνικά ...

Ο Πρίγκιπας άρχισε να βήχει, να βήχει πολύ, κοκκίνισε από τον βήχα,

πρήστηκαν τα μάγουλά του, τα μάτια του δάκρυσαν, οι καπνοί που

έβγαιναν από τα αυτιά και την μύτη του τον τύλιξαν και δεν μπορούσε

να πάρει ανάσα, γονάτισε στο πάτωμα και συνέχισε να βήχει

ενώ όλοι έπαθαν έναν πανικό, μα ένα πανικό !

''  Πνίγεται ανόητη μικρή χαζομάγισσα, φώναξε η γάτα Σουλίνα,

τι στο καλό του έδωσες πάλι; ''

''  Μπιλάκοοοοο μουουου ''  ούρλιαζε η Παστούλα έντρομη ενώ ο

Κύριος ΧνΧν του έδινε δυνατές σπρωξιές στην πλάτη λες κι είχε

καταπιεί κουκούτσι που του είχε κάτσει στον λαιμό.

''  Αφήστε με μη με βαράτε, με πονάτε, φώναξε ο μικρούλης Πρίγκιπας

που στο μεταξύ σταμάτησε να βήχει και έπαιρνε βαθιές ανάσες,

Παστούλα μου , το πιο τέλειο φίλτρο έφτιαξες, αυτό είχε φοβερή γεύση,

δώσε μου κι άλλο, κι άλλο θέλω ''

Όλοι είχαν σταθεί ακίνητοι και τον άκουγαν να μιλά.

'' Μιλάς καθαρά Μπίλυ '' , του είπε η Παστούλα.

'' Ναι, μιλάω!!! Γέλασε χαρούμενος ο μικρός Πρίγκιπας και όλοι είδαν

το όμορφο καινούργιο του δόντι που είχε φυτρώσει εκεί που έλειπε

το παλιό ανάμεσα στα άλλα του δοντάκια.

'' Επιτέλους, μουρμούρισε η γάτα Σουλίνα, έκανες και κάτι σωστό!

Νιααρρρρρ ''

'' Σειρά σου, την αγριοκοίταξε η μάγισσα Παστούλα που μετά από

αυτή την επιτυχία, δεν δεχόταν από μια ανίδεη γάτα να την επικρίνει.''

Η γάτα Σουλίνα ξερογλείφτηκε και αν φοβήθηκε φρόντισε να μη το

δείξει, ότι και να ήταν το φίλτρο της Παστούλα είχε κάνει κάτι καλό,

έδωσε στον Μπίλυ το δόντι του, θα μπορούσε να την απαλλάξει και

από αυτά τα ενοχλητικά φτερά της κυρίας Λούρδης της κουκουβάγιας.

'' Μήπως να φωνάζαμε και την κυρία Λούρδη να δοκιμάσει και αυτή

το φίλτρο; ''

Προσπάθησε να ξεφύγει η Σουλίνα που ένοιωθε από την αγωνία

τα τέσσερα πόδια της να μη την βαστάνε. Κι αν έκανε καμιά

καινούργια γκάφα πάλι αυτό το κορίτσι; Θα της έφερνε πίσω

τουλάχιστον την σωστή ουρά; Θα της έφευγαν τα φτερά της;

Η μικρή Μάγισσα βούτηξε και πάλι την ασημένια κουτάλα της στο

μοσχομυριστό φίλτρο και το έδωσε στην γάτα Σουλίνα.

Η γάτα έβγαλε την μικρή ρόδινη γλώσσα της και έγλυψε λίγο από το υγρό,

μμμμ….μα αυτό ήταν πεντανόστιμο!

Πώς να αντισταθεί?

Το ήπιε όλο και έγλειψε ευχαριστημένη και τα μουστάκια της.

Περίμεναν ένα λεπτό, δυο λεπτά, τίποτα δεν έγινε.

'' Μήπως χρειάζεται μεγαλύτερη δόση; ''  αναρωτήθηκε η Παστούλα.

 

Μα τότε ένας δυνατός αέρας φύσηξε πάνω από την γάτα Σουλίνα,

ένας ανεμοστρόβιλος την σήκωσε ψηλά και την στριφογύριζε μέσα

στο δωμάτιο των φίλτρων, φύλλα ανάκατα με κλαριά δέντρων

και κάπου κάπου έβλεπαν την γάτα να περιστρέφεται μέσα στον

κυκλώνα που σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως άρχισε και όλοι

απέμειναν με ανοιχτό το στόμα να κοιτάνε την όμορφη Σουλίνα

που στεκόταν στην μέση του δωματίου.

Δεν είχε πια τα φτερά της κυρίας Λούρδης στην πλάτη της και μια

πανέμορφη γατίσια ουρά είχε ξαναφυτρώσει στο κορμί της.

Μα δεν ήταν μόνο αυτό, η γάτα Σουλίνα ήταν, πως να το πει

κανείς; Πεντάμορφη, η πιο μοναδικά όμορφη γάτα του κόσμου!

Από τις άκρες του γυαλιστερού κατάμαυρου τριχώματος της έβγαινε

ένα απόκοσμο χρυσαφένιο χρώμα που την έκανε να γυαλίζει σαν

ένα πολύτιμο κομμάτι χρυσάφι.

'' Μα είσαι τόσο όμορφη Σουλίνα ! Τα κατάφερε τελικά η Παστούλα,

δεν έχεις πια φτερά. '' της είπε ο μικρός Πρίγκιπας και της έδωσε

τον καθρέφτη να κοιταχτεί.

 

Η γάτα Σουλίνα δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τον εαυτό της.

Και αυτό το χρώσταγε στην μικρή μάγισσα, μα ύστερα θυμήθηκε

πως τα μάγια της Παστούλα δεν κρατούσαν πολύ. Άραγε μήπως

μέχρι το τέλος της ημέρας ξαναγίνει με φτερά και χωρίς ουρά;

Μήπως ο μικρούλης Μπίλυ ξαναχάσει το δόντι που απέκτησε;

Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στην Παστούλα και στα μάγια της.

Τίναξε το τρίχωμα της και σκόρπισε γύρω της χρυσόσκονη.

'' Θα δούμε, είπε με ύφος, θα δούμε τι κατάφερες πάλι Παστούλα! ''

Από το ανοιχτό παράθυρο ακούστηκε ένα φτερούγισμα και όλοι

είδαν την κυρία Λούρδη την κουκουβάγια να πετά επιτέλους

ευτυχισμένη μακριά.

'' Αυτή θα κάνουμε καιρό να την δούμε. '' Είπε ο Κύριος ΧνΧν

και άρχισε να μαζεύει το δωμάτιο από τον ανεμοστρόβιλο που πέρασε

για να μη το βρει ανάκατο η μαμά της Παστούλα.

 

Πέρασε εκείνο το βράδυ και δεν άλλαξε τίποτα, ο μικρός Πρίγκιπας

είχε ακόμα το δόντι του το επόμενο πρωί και η γάτα Σουλίνα

περιφερόταν μέσα στο παλάτι σκορπώντας παντού χρυσόσκονες,

ενώ όλοι θαύμαζαν την υπέροχη ομορφιά της και ο Βασιλιάς με

την Βασίλισα της έδωσαν ένα μαξιλάρι από κόκκινο κινέζικο

μετάξι να ξαπλώνει επάνω, στα πόδια του θρόνου.

Έτσι όποιος ερχόταν στην αίθουσα του θρόνου μαγευόταν από το

υπέροχο θέαμα της γάτας που πετούσε γύρω της χρυσόσκονες.

Γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη κι ερχόταν από τα γειτονικά Βασίλεια

να θαυμάσουν αυτή την μοναδική, θεσπέσια, πολύτιμη γάτα.

Είχε αποκτήσει μάλιστα και δικούς της ακόλουθους με διαταγή του

Βασιλιά που μάζευαν κάθε κόκκο σκόνης χρυσού που έπεφτε από

την γούνα της και την αποθήκευαν στο θησαυροφυλάκιο του παλατιού!!

 

Η μεγάλη Μάγισσα Λεβάντα φυσικά κατάλαβε πως η Παστούλα

είχε βάλει το χεράκι της σε όλο αυτό, μα κρυφογελούσε περήφανη

για την κόρη της που είχε πάρει τα δικά της χνάρια και κάποια

μέρα θα γινόταν και αυτή μια μεγάλη και δυνατή Μάγισσα.

Προς το παρόν τα είχε καταφέρει καλά, είχε δώσει μεγάλη φήμη

και δύναμη στο βασίλειο και είχε βοηθήσει τον μικρό πρίγκιπα να

βγάλει γρήγορα το καινούργιο δοντάκι του όμως έπρεπε να

την προσέχει λίγο περισσότερο πριν κάνει καμία σοβαρή γκάφα.

 

Η μικρή μάγισσα Παστούλα ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει σκανταλιές

στο δωμάτιο των φίλτρων, που κρυβόταν μαζί με τον μικρό

πρίγκιπα Μπίλυ και τον Κύριο ΧνΧν,μα τουλάχιστον δεν ξαναέβαλε

κανέναν από τους δυο τους να δοκιμάσουν τα φίλτρα της, για να

μην έχουν και πάλι δυσάρεστες εκπλήξεις.

 

Έτσι ισχυριζόταν τουλάχιστον και οι τρεις, η μάγισσα,

ο πρίγκιπας και το γουρούνι,  αλλά δεν υπάρχουν

και αποδείξεις πως αυτό ήταν η αλήθεια!

 

 

 

 

Εδώ τελειώνει αυτή η ιστορία

και όπως τελειώνουν όλα τα όμορφα παραμύθια

που σέβονται τον εαυτό τους...

έζησαν αυτοί καλά

και εμείς καλύτερα !!!

 

 

                                                Levina