20.8.11

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Πριν από λίγο καιρό
Διοργανώθηκε ένα διαγωνισμός για
Παραδοσιακά Παραμύθια από το



 
Αποφάσισα να λάβω μέρος με ένα Παραμύθι
που  μου έλεγε, όταν ήμουν μικρή ο πατέρας μου.
Η καταγωγή του ήταν από την Ακαρνανία
και από εκεί προέρχεται αυτό το παραμύθι
που υπάρχει και σε άλλες παραλλαγές από όσο γνωρίζω.

Τα παραμύθια δημοσιεύτηκαν  πλέον στο διακύκτιο.

Θα τα βρείτε εδώ όλα…
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ




Ελπίζω να σας αρέσουν και να τα ευχαριστηθείτε .











18.8.11

fantasma



Όνειρο ήταν
Τ’ ανέμου φαντασία
Μονοπάτι που το περπάτησε
Με πόδια γυμνά,
Κορμί ντυμένο στο φως του ήλιου
Με μάτια κλειστά,
Χέρια απλωμένα
Να αγγίζουν το τίποτα
Να γυρεύουν το κάτι
Με κρατημένη την ανάσα
Με κλειδωμένη την καρδιά στα λόγια
Που αρώματα σκορπούσαν
Eυτυχισμένη
Από το λίγο
Από το τίποτα
Από το κάτι
Θάλασσα γαλάζια τύλιξε το γυμνό κορμί
Κύματα γλύψανε τα γυμνά τα πόδια
Απλώθηκαν τα χέρια του βυθού
 την έδεσαν
Την τράβηξαν κοντά τους
Στο πέλαγο καταμεσής στον μαύρο βράχο
Την άφησαν ναυάγιο
Με μάτια που στάζανε αίματα να βλέπει
Άλλη ήταν που χόρευε στο δικό της μονοπάτι
Άλλη έτρεχε με μάτια κλειστά
Άλλη με χέρια απλωμένα
Άλλη  τυλίχτηκε στα αρώματα
Άλλη πιάστηκε
Από το λίγο
Από το τίποτα
Από το κάτι
Κι η θάλασσα την περίμενε
Να την τυλίξει στον βυθό της
Να την δέσει , να την τραβήξει
Σειρήνα να την εγκαταλείψει
Καταμεσής του Πέλαγους
Σε μαύρο βράχο μοναχή
Να την αφήσει

Levina
 




.

12.8.11

breath in the moon




___ βρήκε μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα  στο συρτάρι
Λόγια σκόρπια , αγάπες άνισες
Σπαρμένες στην αμμουδιά σαν
Πράσινα θολά γυαλιά λειασμένα στο κύμα
___έδεσε μ΄ αυτή τα σκούρα μακριά μαλλιά
Πρόσωπο άυλο, κορμί διάφανο,
___γαλάζιο  φουστάνι φορά και με πόδια γυμνά
Βήματα ανάλαφρα, διστακτικά
___ ταξίδι κάνει μέσα σε νερά σκοτεινά
Ανταριασμένα κάτω απ το φεγγάρι
Παιχνιδιάρικο αυτό άτακτο μικρό παιδί
παίζει κρυφτό στην συννεφιά
___Αυγουστιάτικη νύχτα της πανσέληνου
Την μια σκορπίζει λευκασήμια
δάκρυα  χορεύουν στους λευκούς αφρούς
___ χορεύει κάτω απ τ ολόγιομο φεγγάρι
Την άλλη κρύβεται αυτό, πετάει σκοτάδι
___ ζηλεύει ο αγέρας, την κορδέλα της  αρπάζει
και το βήμα χάνεται, σκοντάφτει
Γονατίζει το κορμί
___ ανοιχτό το στόμα να φωνάξει δεν μπορεί
Απλωμένα τα χέρια
Στο τίποτα να στηριχτούν γυρεύουν
___ δεν ρωτάει πια το γιατί, το νοιώθει
Χέρι με χέρι
Ανάσα με ανάσα
___ μπερδεύει ο άνεμος τα μακριά μαλλιά
Και εκείνη μικρό κοχύλι
τυλίγεται στα φύκια
Γεμίζει ήχους θαλασσινούς

___ καράβι με ορθάνοιχτα πανιά που φεύγει
Ταξιδεύει στο πέλαγο η ψυχή
___ και στο κατάρτι του δεμένη κόκκινη κορδέλα που ανεμίζει


 



Αφήνεται στα κύματα
Πρόσωπο άυλο, κορμί διάφανο, άσαρκο
Ξαναγεννιέται, γελά, παίρνει ανάσα ξανά
___ ο ήχος της αστραπή και βροντή ταράζει τα νερά
Τραγούδι γίνεται, σειρήνα μάγισσα πετά μακριά

 



 
 

Θεριό της θάλασσας τρέχει να κρυφτεί
Λόγια κούφια θολά σαν κύματα σε βράχο να χτυπάνε
Η θάλασσα που την αγκάλιασε
Στην θάλασσα βυθίζεται
Τρομάζει τα ξάστερα  μάτια της να δει
Χάνεται σε σκοτεινές σπηλιές
Λάφυρο πολύτιμο στο μπράτσο του δεμένο
Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα που πάνω της
Το δικό της όνομα έχει κεντημένο.

 

 


Αφιερωμένο  σε όλους τους blogοφίλους μου με την ελπίδα ότι το Αυγουστιάτικο Φεγγάρι θα τους φέρει αυτό που επιθυμούν.
Να είστε όλοι καλά.


9.8.11

Χωρίς τίτλο σήμερα, φτάνει  μόνο ένα τραγούδι.



Απ΄  τα  ακριβά μου στα πιο φθηνά
Κι απ΄ την φωλιά μου στο πουθενά...

 


5.8.11

Gitana





Ποτέ δεν φόρεσα μάσκα
Περαστική  μέσα από αυτόν τον φευγαλέο κόσμο
Δεν σκέφτομαι να σταματήσω
Πες μου ποιος περπατάει
Όταν μπορεί να πετάξει?

Το πεπρωμένο μου είναι να περπατώ
Οι αναμνήσεις μου είναι ένα μονοπάτι στην θάλασσα
Αυτό έχω να δώσω
Λέω αυτό που σκέφτομαι
Πάρε με όπως είμαι

Το φως είναι η τσιγγάνα καρδιά μου
Αυτή μόνο ξέρει πως θα κερδίσει ενάντια σε όλα
Μη προσπαθήσεις να με σταματήσεις
Ούτε να κυριαρχήσεις επάνω μου
Εγώ επιλέγω πώς να κάνω τα λάθη μου
Αγκάλιασε με αν έφτασα εχθές
μπορεί να σε αφήσω αύριο
Γιατί είμαι τσιγγάνα
Que soy gitana

Ακόμα μαθαίνω
Με κάθε φιλί, με κάθε ουλή
Αυτό που μπορώ να καταλάβω
Για  τόσες φορές που σκόνταψα
Είναι πώς να πέσω


Το φως είναι η τσιγγάνα καρδιά μου
Αυτή μόνο ξέρει πως θα κερδίσει ενάντια σε όλα
Μη προσπαθήσεις να με σταματήσεις
Ούτε να κυριαρχήσεις επάνω μου
Εγώ επιλέγω πώς να κάνω τα λάθη μου
Αγκάλιασε με αν έφτασα εχθές
 μπορεί να σε αφήσω αύριο
Γιατί είμαι τσιγγάνα
Que soy gitana

Πάμε και θα δεις
Πως η ζωή είναι χαρά
Είναι φυσικό να φοβάσαι
Αυτό που δεν γνωρίζεις

Πάρε με και πάμε
Η ζωή είναι χαρά
Είναι φυσικό να φοβάσαι
Αυτό που δεν γνωρίζεις

Θέλω να σε δω να πετάς
Quiero verte volar







Nunca usé un antifaz
Voy de paso por este mundo fugaz
No pretendo parar
Dime quien camina cuando se puede volar

Mi destino es andar
Mis recuerdos son una estela en el mar
Lo que tengo lo doy
Digo lo que pienso
Tómame como soy

Y va liviano
Mi corazón gitano
Que sólo entiende de latir a contramano
No intentes a amarrarme
Ni dominarme
Yo soy quien elige cómo equivocarme
Aprovéchame que si llegué ayer me puedo ir mañana
Que soy gitana
Que soy gitana

Sigo siendo aprendiz
En cada beso y con cada cicatriz
Algo pude entender
De tanto que tropiezo
Ya sé como caer

Y va liviano
Mi corazón gitano
Que sólo entiende de latir a contramano
No intentes a amarrarme
Ni dominarme
Yo soy quien elige cómo equivocarme
Aprovéchame que si llegué ayer me puedo ir mañana
Que soy gitana
Que soy gitana

Vamos y vemos
Que la vida es un goce
Es normal que le temas
A lo que no conoces

Tómame y vamos
Que la vida es un goce
Es normal que le temas
A lo que no conoces

Quiero verte volar
Quiero verte volar

Y va liviano
Mi corazón gitano
Que sólo entiende de latir a contramano
No intentes a amarrarme
Ni dominarme
Yo soy quien elige cómo equivocarme
Si vine ayer aprovecha hoy que me voy mañana
Que soy gitana

3.8.11

enraged blood





enraged blood

Κοίταξε ξαφνιασμένη τα χέρια της.
Δάχτυλα αρπαγμένα από το τιμόνι,
ναυαγός μέσα στο ίδιο της τ΄ αμάξι,
οι κόμποι λευκοί από το σφίξιμο,
παγωμένος ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο της,
τα μαλλιά της βρεγμένα,
μια διάφανη σταγόνα κύλησε στον λαιμό
στάθηκε για λίγο πάνω στην φλέβα που χτυπούσε
σε έξαλλο ρυθμό, την δρόσισε,
προχώρησε γρήγορα πιο χαμηλά και χάθηκε
ανάμεσα στα στήθη που ανεβοκατέβαιναν βίαια
σε κάθε της ανάσα.
Έσφιξε τα δόντια μέχρι που τα άκουσε να τρίζουν,
ήθελε να πονέσει, να πονέσει στ αλήθεια,
να χαράξει το δέρμα της να δει το αίμα της να τινάζεται,
να πάρει αυτός ο πόνος τον άλλον της καρδιάς.
Η μηχανή γουργούριζε απαλά σαν γατούλα,
πήγαινε στην άκρη του δρόμου,
τον ήξερε αυτόν τον δρόμο,
τόσα χρόνια τον περπατούσε,
πρώτα μια αριστερή στροφή,
μετά μια μεγαλύτερη δεξιά, μετά μια έξοδος,
μετά ακόμα μια στροφή και
ναι μετά ήταν η δική της πίστα
ίσα για εμπρός στην μεγάλη ευθεία,
εκεί που δοκίμαζε τις αντοχές της….
Σκέψεις.
Χίμηξαν με μαύρα νύχια και άρπαξαν το μυαλό της
για μια ακόμα φορά.
Θα σε πολεμήσω , σκέφτηκε, θα σε πολεμήσω διάολε!
Θα σε νικήσω…
Πάντα εκείνη νικούσε σε αυτό το παιχνίδι,
αντίπαλος ο εαυτός της και μόνο,
τι σημασία είχε ο νικητής, τι σημασία είχε ο χαμένος;
Τι είχε να χάσει;
Τα χαμένα χρόνια;
Τις χαμένες αγάπες;
Την χαμένη ζωή;
Την μοναξιά της;
Τον χαμένο εαυτό της;
Ένα δυνατό γέλιο βγήκε από τα βάθη της καρδιάς της,
γέλιο ή λυγμός, δεν ξεχώριζε, πάντως το ίδιο ακουγόταν.
Γελούσε όταν της είπε σ αγαπώ
Γελούσε όταν της είπε πως '' του τελείωσε '' !
Του τελείωσε, μα τι ήταν να του τελειώσει; Φέτα στο βαρέλι;
Αυτή όμως απλά γέλασε,
σιγά μη του έδινε το δικαίωμα να καταλάβει!
Σιγά μη τον άφηνε να την λυπηθεί…..η καημένη!!
Α σιχτίρ, πόσο σιχαινόταν αυτό το καημένη,
την έκαιγε περισσότερο από την δική του προδοσία.
Μόνο που άρχιζε πάλι το ταξίδι της,
αυτό που για χάρη του είχε σταματήσει,
αυτό που το φρενάρισε για να ακούσει τα λόγια του,
Να ακουμπήσει στα χέρια του
Να ανασάνει την ανάσα του
Να του δώσει … τι να του δώσει;
Τι είχε εκείνη να του δώσει;
Είχε ... μάτια, μυαλό, κορμί,
μια αγκαλιά τριαντάφυλλα τα φύλλα της ψυχής της,
μια αγκαλιά γεμάτη καρδιά,
τα έδωσε.
Άντε στο καλό, κομμάτια του έδωσε, ένα κομμάτι από εδώ,
ένα κομμάτι από εκεί, όπως της τα επέστρεφαν κάθε φορά,
σπασμένα.
Tα μπάλωνε, πρόσθετε και κάτι παραπάνω και τα έδινε.
Τα μπάλωσε μια, τα μπάλωσε δυο , τα μπάλωσε τρεις,
και στρίφωμα να ήταν θα χάλαγε πια με τόσο ράβε ξήλωνε….
Γέλασε με την σκέψη της.
Στρίφωμα είσαι κοριτσάκι μου, σε ξηλώνουν και το μπαλώνεις
και δωστου ξανά μανά….αϊ σιχτίρ, άντε πέτατο το ρετάλι
που το έχεις και το κοπανάς το ίδιο μια ζωή.
Μια ζωή ! μόνο μία, δική της όμως, να την ορίζει αυτή πια.
Ναι ... αυτό μπορούσε να το κάνει.
Χάιδεψε το γκάζι
Το θηρίο ξύπνησε κάτω από το λεπτό γοβάκι της
Το άκουσε να μουγκρίζει, να την προκαλεί,
να την παρακαλεί να το αφήσει ελεύθερο να χιμήξει εμπρός
Λευτέρωσε με Κυρά μου ... της φώναξε
Πάρε με λιοντάρι μου ... του απάντησε
συνεπαρμένη από τον βρυχηθμό του
Σταθερό το πόδι
Σταθερό το χέρι που σφίγγει το τιμόνι
Σταθερό το βλέμμα στην απόλυτη ευθεία
Δικός μας ο δρόμος Κυρά μου ... την παρότρυνε
Δυο φωτιές κάτω από το φεγγάρι τα μάτια του
Νύχια άρπαξαν την μαύρη άσφαλτο
Την κομμάτιαζαν , την καταβρόχθιζαν
Ελεύθερο κάλπαζε
Το εύθραυστο κορμί πολύτιμο φορτίο του
Δεν έμεινε καμία σκέψη στο κουρασμένο της μυαλό
Ένα κενό τετράδιο με άγραφες σελίδες ήταν
Περνούσαν οι σκέψεις το ίδιο γρήγορα με τον δρόμο
Αστραπές από στιγμές
Μόνο στιγμές
Σκόνταψε
Το θηρίο μούγκρισε λαβωμένο

Κυρά μου…
Μάτωσε
Ακούστηκε η κραυγή του πόνου του
Καθώς σωριαζόταν ξέπνοο στην άκρη του δρόμου
Μια φλόγα τρεμόπαιξε στα μάτια του
Έγειρε πάνωθέ του το φεγγάρι
Το αγκάλιασε τρυφερά
Του έδωσε το τελευταίο φιλί
Η φλόγα έσβησε
Χάθηκε
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.



                                                                 Levina


 

1.8.11

πολύ αργά ......


Ανέβαινε αργά, με κουρασμένα βήματα τον λόφο,
έχοντας τον ήλιο στην πλάτη της
να χρυσώνει με τις τελευταίες αναλαμπές της μέρας τον δρόμο της.
Τα σύννεφα έπαιρναν ήδη τα τελευταία τους χρώματα,
λίγο από ρόδινο, λίγο από μοβ, λίγο από γκριζολευκο,
ο αέρας τα ξέφτιζε και τα έσπρωχνε να φύγουν προς το βάθος του ορίζοντα,
εκεί που η άκρια της θάλασσας συναντά το γαλάζιο τ’ ουρανού
και μαζί καταπίνουν τον δίσκο του ήλιου για να γεννήσουν την νύχτα
σε έναν αέναο κύκλο, κάθε μέρα, κάθε νύχτα,
για τόσα χρόνια που δεν μπορεί να συλλάβει τ΄ ανθρώπου ο νους.


Σταμάτησε να πάρει ανάσα, είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια,
τα γόνατα της έτρεμαν, ήθελε να γείρει το λεπτό κορμί της εκεί,
πάνω στις πέτρες μα αν σταματούσε ήξερε πως δεν θα χε το κουράγιο
μετά να συνεχίσει, να τελειώσει αυτό που άρχισε.
Έσφιξε στην χούφτα της το τσαλακωμένο γράμμα,
το έφερε κοντά στο πρόσωπο της και το μύρισε,
εκείνος ήταν εκεί μέσα, η μυρωδιά του
και ας μην μύριζε τίποτα αυτό το ξερό πολυκαιρισμένο χαρτί,
τα δικά του γράμματα χόρευαν μπροστά στα θολωμένα μάτια της………


____Αγάπη μου
μη κλάψεις καρδούλα μου , γρήγορα θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου,
να ξαναφύγουμε μαζί, αφού το ξέρεις πως ζωή δεν έχουμε σε αυτόν τον τόπο,
περίμενέ με αγάπη μου, εγώ σε παίρνω τώρα μαζί μου, σε έχω στην βαθιά
στην καρδιά μου , πολύτιμο φυλαχτό μου, δικιά μου αγαπημένη μου,
έχω τα μάτια σου, την αγκαλιά σου, την γλυκιά σου την φωνή να μου λέει
σ΄ αγαπώ…
θα γυρίσω καρδιά μου, θα περάσει γρήγορα ο καιρός να το δεις
και θα είμαστε για πάντα μαζί, να φτιάξουμε το σπιτικό μας,
να μεγαλώσουμε τα παιδάκια μας……
μη κλάψεις καρδούλα μου, δυνατή σε θέλω τώρα,
να με περιμένεις.


Φίλησε το γράμμα και έβαλε σε αυτό το φιλί όλη την ραγισμένη καρδιά της,
όλη την λαχτάρα της για εκείνον που δεν γύρισε ποτέ και ας της το ΄χε ταμένο
και ας μαράζωσε να τον περιμένει χρόνια ατελείωτα.


Έφτασε αγκομαχώντας στην κορφή του βράχου και αγνάντεψε το πέλαγος.
Εκεί ψηλά έδωσαν το πρώτο τους φιλί,
εκεί της ορκίστηκε πως για πάντα θα ήτανε δικός της . 
Έλυσε τα μαλλιά της και ο αέρας τα πήρε ,
λευκά μπαμπάκια και τα σβούριξε γύρω από τον λαιμό της,
όρθωσε το κορμί της , σα να ξανάγινε και πάλι είκοσι χρονών
και εκεί άνοιξε την παλάμη της ........
πέταξε το γράμμα που φύλαγε τόσους χρόνους
να πέσει στα βράχια κάτω στα πόδια της.
Παρακολούθησε την πορεία του με μάτια στεγνά από δάκρυα πια,
να κυλάει , να ξανεμίζεται, να φτάνει σαν φτερό
κάτω χαμηλά στα κύματα που χτύπαγαν τα βράχια
και να χάνεται στους λευκούς αφρούς.


___  Γυρίζει Λένη, γυρίζει ο Κωνσταντής,
μεγάλος και τρανός ξανάρχεται στο νησί μας,
έφτασε στον Πειραιά, αύριο θα είναι και πάλι εδώ,
για σένα ρώταγε καημένη Λένη, τι κάνεις, να σε δει θέλει.


Όρμησαν οι θύμησες,
Ο Κωνσταντής, οι ματιές, τα σκιρτήματα,
η αγκαλιά του, τα φιλιά του, η αγάπη τους, το φευγιό του.
Και τώρα γύριζε ξανά, μετά από σαράνταπεντε  χρόνια ,
χωρίς ένα γράμμα, χωρίς  τίποτα από δαύτον
που τον περίμενε όπως η πιστή Πηνελόπη τον Οδυσσέα της,
γύριζε πλούσιος, αυτά βλέπεις μαθαίνονται  γρήγορα, 
γύριζε και ήθελε να την δει!!


___Όχι βρε Κωνσταντή πείσμωσε  εκείνη
Δεν θα με δεις πια, όσο σε περίμενα δεν με σκέφτηκες
να μου στείλεις δυο λόγια,
όχι να ΄ρθεις  να με πάρεις όπως μου ΄ταξες,
αλλά δυο λόγια παρηγοριάς, δεν ήθελα εγώ τα πλούτη σου,
τι να τα κάνω τα λεφτά σου ?
να γεμίσω το σπίτι μας παιδιά και εγγόνια με δαύτα?
Να αγοράσω τα νιάτα μας?
Κράτα τα Κωνσταντή και να σαι καλά,
Ζήσε με αυτά που κέρδισες
Αυτά που κουράστηκες να κερδίσεις
Δικά σου είναι, γι αυτά με πούλησες
Άντε στο καλό σου Κωνσταντή.


Γύρισε και σαν θαλασσοπούλι γοργά  κατέβηκε από τον βράχο
πίσω στο χωριό, μπήκε στην αυλή της και έκλεισε ξωπίσω της
την αυλόπορτα, την διπλοκλείδωσε.


Δεν άνοιξε την πόρτα της όταν έφτασε εκείνος στο λιμάνι,
δεν καταδέχτηκε να κατέβει με το πλήθος να σταθεί να τον υποδεχτεί,
ούτε σαν έφτασε την ίδια μέρα στο σοκάκι της και της χτύπησε την πόρτα του άνοιξε,
δεν καταδέχτηκε ούτε ένα ΄΄ φύγε ΄΄ να του πει για να μην ακούσει την φωνή της.


Μια βδομάδα ξεροστάλιαζε έξω από την αυλή της,
την παρακάλαγε άλλοτε με φωνή κομμένη από τους λυγμούς,
άλλοτε διατάζοντας,
άλλοτε βροντοχτύποντας και απειλώντας να ρίξει την αυλόπορτα,
μα εκείνη ούτε που έβγαινε να δει τι γίνεται,
μόνο άκουγε πίσω από τις κλειστές κουρτίνες.


Εκείνος έφυγε ξανά, κατάλαβε .


Πήρε το καράβι και χάθηκε και πάλι από εκεί που ήρθε.


Ξαναβγήκε εκείνη στην αυλή της,
περιποιήθηκε τα λουλούδια της,
χαιρέτησε τις γειτόνισσες και έφτιαξε τον καφέ της
να τον πιει κάτω από την κληματαριά.


_____Άρε καημένε Κωνσταντή,
ούτε την αυλόπορτα δεν ήσουν άξιος να σπάσεις……
μουρμούρισε και ρούφηξε μια γουλιά καφέ.

Levina

 

.