Θυμάμαι τις Κυριακές στο πατρικό μου, πριν πολλά χρόνια τότε που ήμουν παιδί.
Η μητέρα μου που σηκωνόταν πάντα πολύ νωρίς να αρχίσει την ετοιμασία του φαγητού, σχεδόν πάντα ήταν κοκκινιστό μοσχαράκι με πλούσια μυρωδάτη σάλτσα γεμάτη μπαχαρικά που μοσχοβόλαγε σε όλη την πολυκατοικία.
Με ξύπναγε και εμένα νωρίς, μου ετοίμαζε το γάλα μου και μετά θα κάναμε την καθιερωμένη βόλτα δυό μας μέχρι το πεδίο του Άρεως, εκτός αν ο καιρός ήταν βροχερός , οπότε με άφηνε να απολαύσω τον ύπνο μου όσο ήθελα.
Ντυμένες με τα καλά μας ρούχα, κρατώντας με από το χέρι με πήγαινε στο πάρκο ( όπως το λέγαμε) που τις Κυριακές ήταν τόπος συνάθροισης για γνωστούς και φίλους.
Περπατούσαμε ανέμελα, εκείνη ξέροντας ότι θα βρει τις γνωστές της να καθίσουν στο παγκάκι να κάνουν το γνωστό κους κους και εγώ γιατί θα έμπαινα στην παιδική χαρά σαν γλυκούλι καλοντυμένο κοριτσάκι και θα έβγαινα σαν αναμαλλιασμένο αερικό!! Το σιδερένιο καράβι, η μικρή γούρνα με τις δυο πάπιες, η τεράστια τσουλήθρα, ο λάκκος με την άμμο, το αεροπλανάκι που χώραγε μόνο τρία παιδιά και εγώ δεν προλάβαινα ποτέ να ανέβω, οι κούνιες, όλα έχουν μείνει στο μυαλό μου.
Όπως και το επιτιμητικό βλέμμα της όταν έβλεπε το χάλι μου μετά το παιχνίδι. Θα είχε τον χρόνο να μου τα σούρει αργότερα που θα μέναμε πάλι οι δυό μας, γιατί μπροστά στις φίλες της δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα!!!
Όταν μεγάλωσα αρκετά για να ντρέπομαι να μπαίνω στις κούνιες έκανα την βόλτα μου στην παιδική χαρά όσο η μητέρα μου καθόταν πάντα με τις φίλες της στο παγκάκι και κοιτούσα με ζήλια τα παιδάκια που έπαιζαν στα δικά μου παιχνίδια, αλλά ήμουν μια δεσποινίδα που δεν ήθελε να λερώσει το φόρεμά της με σκουριές και άμμο πια.
Γυρνούσαμε γύρω στις 1.30 σπίτι μας ώστε να προλάβει να τελειώσει τη ιεροτελεστία του Κυριακάτικου μεσημεριανού μας φαγητού.
Στρώναμε το λευκό τραπεζομάντιλο στην τραπεζαρία και όχι στην κουζίνα όπως τις καθημερινές, έβγαζε το καλό σερβίτσιο και στόλιζε το τραπέζι σα να είχαμε γιορτή.
Αν τύχαινε να περάσει κάποιος γνωστός, φίλος, συγγενής εκείνη την ημέρα , την Κυριακή , δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει χωρίς να καθίσει πρώτα στο τραπέζι μας να μοιραστούμε το φαγητό μας μαζί του.
Τελειώναμε το φαγητό και ακόμα καθόμασταν στο τραπέζι κουβεντιάζοντας χαλαρά για τα χιλιάδες πράγματα, δεν βιαζόμασταν να σηκωθούμε και αν υπήρχε και τρίτο άτομο στο τραπέζι μπορεί η κουβεντούλα να τραβούσε μέχρι το απογευματάκι που θα έπιναν οι μεγάλοι και το καφεδάκι τους πριν μαζευτεί το τραπέζι και πάνε στον νεροχύτη τα σερβίτσια και στο πλυντήριο το λευκό τραπεζομάντιλο να είναι έτοιμο για την επόμενη Κυριακή.
Το πατρικό δεν υπάρχει πια, όπως δεν υπάρχουν και οι άνθρωποι που το γέμιζαν με την παρουσία τους, αλλά έχουν μείνει οι αναμνήσεις που αντί να ξεθωριάζουν με τα χρόνια, γίνονται όλο και πιο έντονες και έρχονται καμιά φορά τα Σαββατόβραδα, περιμένοντας το Κυριακάτικο πρωινό που μέσα στον ύπνο μου μπορεί να ακούσω μια φωνή από το παρελθόν να μου φωνάζει να ξυπνήσω για να πάμε την βόλτα μας στο πάρκο!!!