Κάθισε
απαλά απέναντί του. Εκείνος στο συνηθισμένο
του μέρος,
δίπλα
απ το παράθυρο να κοιτά με βλέμμα απλανές
έξω.
Εκείνη
στην απέναντι πολυθρόνα πλάι στο
τραπεζάκι με το φωτιστικό φορτωμένο με
τα αγαπημένα της βιβλία.
Ο
αέρας φύσαγε δυνατά, έπαιρνε το κλαρί
από την μηλιά έξω
από
το παράθυρο και το χτύπαγε επάνω στο
παντζούρι κάνοντας
έναν
συνεχόμενο υπόκωφο ήχο που στην αρχή
μπορεί να μη το
πρόσεχε
όμως τώρα πια αυτός ο μονότονος κτύπος
έμοιαζε σαν
καρφί
που ήθελε να σφηνωθεί στο μυαλό της.
Εκείνος
όμως δεν φαινόταν να ενοχλείται από
αυτό λες και
βρισκόταν
κάπου αλλού σε κάποιο άλλο μέρος
βυθισμένος
πάντα
στις δικές του σκέψεις.
Πρέπει
να του πω να κόψει αυτό το κλαρί , σκέφτηκε
εκείνη
και
ξαφνικά ένοιωσε μια ανατριχίλα να
διαπερνά το λεπτό κορμί της.
Τα
μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω της και
την κοιτούσαν επίμονα.
Παρατηρούσαν
το πρόσωπο, τα μαλλιά της, το κορμί της,
τέλος
καρφώθηκαν
στα μάτια της. Αιχμαλώτισαν το βλέμμα
της.
Αμίλητοι
παρέμειναν να αναμετριούνται με το
βλέμμα.
Πόσα
χρόνια είχε περάσει στο πλάι του? Πολλά,
πάρα πολλά
και
ακόμα την ξάφνιαζε.
Απρόβλεπτος
πάντα, στα λόγια, στις πράξεις, σε όλα
του
ακόμα
και τώρα που εκείνη περίμενε πως τα
χρόνια θα τον
γλύκαιναν,
εκείνος παρέμενε το ίδιο απόμακρος,
σιωπηλός,
ανεξιχνίαστος.
Μαζεύτηκε στο κάθισμα της.
''
Υπάρχει έρωτας; '' Μίλησε εκείνος.
Τι
ερώτηση! Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια της,
κράτησε την
ανάσα
της, τι να του πει;
''
Όχι, την αλήθεια του είπε , όχι πια. ''
Μια
σκιά πέρασε στο βλέμμα του.
''
Τι υπάρχει; '' Δεν του άρεσε η απάντησή
της το είδε στα μάτια του.
Αλήθεια
τι υπήρχε; Τι είχε απομείνει μετά από
μια ολόκληρη
ζωή
στο πλάι του, μια δύσκολη ζωή. Δεν της
είχε λείψει τίποτα,
όλα
τα είχε, χρήματα, σπίτια, οικογένεια,
ταξίδια, αλλά…
εκείνος
της έλειπε και ας ήταν στο πλάι της. Την
καρδιά του
την
είχε ποτέ δική της. Πλήρωνε με την σιωπή
της, με την ανοχή της,
με
την υπομονή της ότι της είχε προσφέρει
και τώρα που τα
παιδιά
είχαν φύγει πια από το σπίτι, είχαν
μείνει δυο τους
να
αναμετριούνται.
Είχε
φτάσει φαίνεται πια η ώρα για το επόμενο
βήμα.
Αγάπη
ήθελε να του πει, αγάπη υπάρχει, όμως
ανάμεσά τους
ούτε
αυτό υπήρχε, δεν υπήρξε ποτέ.
Ίσως
λίγο στην αρχή, που ξέφτισε γρηγορότερα
από όσο
θα
περίμεναν και οι δυο τους κι απέμειναν
αμέτρητα χρόνια
ανοχής
και ένοχης σιωπής ανάμεσά τους.
Δυο
άνθρωποι, δυο πλοία σε μια σκοτεινή
θάλασσα να
διασταυρώνουν
κάθε τόσο την πορεία τους και να χωρίζουν
ξανά
και τώρα σαν δυο ναυάγια να σαπίζουν
στο ίδιο μουράγιο,
καθισμένοι
σιωπηλοί ο ένας αντίκρυ στον άλλον σαν
να
περιμένουν κάτι…
Ποιος
από τους δυο θα έβρισκε την δύναμη να
αλλάξει
αυτή
την ζωή;
Όλος
ο κόσμος της μια γυάλινη σφαίρα πλάι
στα βράχια,
θα
μπορούσε να την σπάσει, να ελευθερωθεί
!
Νέοι
ήταν ακόμα, είχαν χρόνια μπροστά τους,
να τα ζήσουν
όπως
τα ονειρεύτηκαν, εκείνη στα δικά της
όνειρα,
εκείνος
στα δικά του.
Κάποτε
.
Όταν
έκαναν ξεχωριστά τα όνειρα τους και ας
ήταν μαζί !
Τότε
που εκείνος την θεωρούσε περιττό βάρος
στην ζωή του
και
εκείνη τον κατηγορούσε για αγροίκο.
''
Αγάπη έχει μείνει '' του είπε τελικά κι
ας μην το πίστευε.
''
Αγάπη! Ναι αγάπη έχει μείνει '' συμφώνησε
και αυτός χωρίς
να
το πιστεύει ούτε ο ίδιος.
''
Δεν πας να μου φτιάξεις ένα καφεδάκι
αγάπη μου; ''
Γέλασε
κρυφά εκείνη στην προσφώνηση! Άκου αγάπη
μου!
Ανοησίες,
ποτέ δεν την είχε πει έτσι.
Τσακίστηκε
να τρέξει στην κουζίνα, να του φτιάξει
το καφεδάκι του
όπως
πάντα και να του το σερβίρει στον ασημένιο
δίσκο με το
παλαιομοδίκο
δαντελένιο πετσετάκι.
Μετά
θα άνοιγαν την τηλεόραση να δουν μαζί
τις ειδήσεις των 8
κι
ύστερα θα πήγαιναν για ύπνο.
Τι
σημασία είχε πια πως χρόνια και χρόνια
κοιμούνται
με
γυρισμένη την πλάτη ο ένας στον άλλο.
Όλα
ένα συνήθειο είναι τελικά.
Levina