22
Δεκεμβρίου 1942
Αθήνα
00.11 πμ.
Το
κρύο ήταν τσουχτερό και η πείνα λύγιζε
τα γόνατα. Από το περασμένο βράδυ ψιλές
νιφάδες χιονιού έπεφταν πάνω στην
σκοτεινή πόλη .
Όταν
ήρθε το ξημέρωμα όμως, ένα μουντό
συννεφιασμένο ξημέρωμα,
τίποτα
δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα στα σπίτια
έναν λαό που
έβραζε
από αγανάκτηση ενάντια στην κατοχή των
Γερμανοιταλών.
Λίγες
μέρες πριν είχαν μαθευτεί στην Αθήνα η
συμμαχική νίκη στο
Ελ
Αλαμέιν και η σθεναρή αντεπίθεση που
έγινε στο Στάλινγκραντ.
Ήρθαν
και τα μαντάτα για την ανατίναξη του
Γοργοπόταμου και την
διακοπή
των ανεφοδιασμών και το όραμα της
απελευθέρωσης είχε
αρχίσει
να αποκτά σάρκα και οστά.
Το
πρώτο χτύπημα στο συλλαλητήριο ήρθε
από τους Έλληνες
συνεργάτες
των κατακτητών στο ύψος του Αρχαιολογικού
Μουσείου
αλλά
οι διαδηλωτές που φώναζαν "Ψωμί,
συσσίτια, η Τρομοκρατία
δεν
θα Περάσει", πήραν με τις πέτρες τους
Ασφαλίτες και κατάφεραν
να
φτάσουν στην Τοσίτσα που ήταν το Υπουργείο
Εργασίας και οι
Λαϊκές
επιτροπές αψηφώντας τους φρουρούς
συναντήθηκαν με τους αρμόδιους. Γρήγορα
όμως έφτασαν τα νέα στην Κοραή που ήταν
η
Κομαντατούρ και με μηχανοκίνητα οι
Γερμανοί μαζί με τους
συνεργάτες
τους Ιταλούς περικύκλωσαν την Τοσίτσα
και τους γύρω
δρόμους.
Με
αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες πέφτουν
οι φασίστες Γερμανοιταλοί
επάνω
στον όγκο των διαδηλωτών πυροβολώντας,
προσπαθώντας
να
διασπάσουν την συγκέντρωση.
Γυναίκες,
γέροι , πεινασμένα παιδιά, φοιτητές, με
μοναδικό τους όπλο
πέτρες
και καδρόνια δεν μπορούν τα βγάλουν
πέρα με σφαίρες και μηχανοκίνητη απειλή.
Από
την Ζαΐμη βγαίνει ένα τζιπ και ο
αξιωματικός πυροβολεί στο ψαχνό…
Μοναστηράκι
01.30 μμ.
Ο
κυρ Τάσος ο καφετζής ήθελε να είναι με
τα παλληκάρια που έτρεχαν
από
το πρωί στο κέντρο αλλά τα πόδια του
ούτε μέχρι την Ομόνοια
δεν
τον πήγαιναν όχι να ακολουθήσει την
διαδήλωση. Καθόταν μέσα
στον
άδειο καφενέ ολομόναχος κι έτρωγε τα
μουστάκια του από την
αγωνία.
Ακόμα κι οι νοικοκυρές είχαν βγει στους
δρόμους και μόνο
αυτός
σαν ασβός είχε ξεμείνει στο λαγούμι
του, εκεί στο ημιυπόγειο
του
Ωδείου που είχε τον μικρό καφενέ του τα
τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Τι
καφενές ! χωρίς καφέ, χωρίς μεζέ, με ένα
μπιτόνι βενζίνη για ούζο
και
ρεβίθια αλεσμένα για καφέ, γιατί ο κυρ
Τάσος δεν είχε ξεπέσει τόσο
που
να αλέθει ότι κουκούτσι έβρισκε να το
πασάρει για πρώτης
ποιότητας
καφέ !
Ποδοβολητά
ακούστηκαν και δυνατές φωνές έξω στον
δρόμο και σκιές
που
περνούσαν βιαστικά εμπρός από τα
μαυρισμένα με φούμο
παραθύρια
του καφενέ.
Από
την ανοιχτή πόρτα ένα παλικάρι με μαύρα
μαλλιά χίμηξε στο
μαγαζί
και σωριάστηκε σε μια καρέκλα ξέπνοο
από το τρέξιμο.
Ο
κυρ Τάσος έτρεξε όσο τον βαστούσαν τα
πόδια του να βάλει
ένα
ποτήρι νερό στον άγνωστο για να πάρει
μιαν ανάσα.
Ήταν
ένα παιδί σχεδόν, φοιτητής σίγουρα,
λιπόσαρκος με μεγάλα
σκούρα
λυπημένα μάτια, σαν τους αγίους που
ζωγράφιζε ο αδελφός του
ο
καλόγερος στην εκκλησία του χωριού
τους.
«
Πως σε λένε παιδί μου ; τι έγινε εκεί
πέρα στην συγκέντρωση ;»
«Χαμός
Θείε, χαμός … μας ζώσαν οι φασίστες και
πυροβολάγανε στο
ψαχνό,
μας κυνηγούν απ’ την αγορά κι αν μας
πιάσουν θα μας στήσουν
στον
τοίχο, Μήτσο με λένε δεν με θυμάσαι ;
Έρχομαι στο ωδείο ….»
Σα
να του ‘χε φανεί γνωστό το παιδί, αλλά
δεν βοηθούσαν και τα μάτια πια. Ήταν το
παιδί με την σκισμένη θήκη βιολιού και
τα τρύπια παπούτσια
που
καθόταν συχνά έξω από τα σκαλιά του
Ωδείου.
«Πρέπει
να φύγω Θείε, αν με βρουν εδώ μέσα θα την
πληρώσεις κι εσύ»
«Όχι
παλικαρά μου, θα κλείσω την πόρτα και
θα μείνεις εδώ μέχρι
να
περάσουν τα σκυλιά και να φύγουν. Το
βράδυ φεύγεις με το καλό
ή
και αύριο το πρωί»
Ήταν
πρόθυμος ο κυρ Τάσος να παίξει και το
κεφάλι του για το
λιπόσαρκο
παιδί με τα θλιμμένα μάτια. Του θύμιζε
τόσο τον δικό του γιο
που
είχε φύγει για τα βουνά τις πρώτες μέρες
που μπήκαν οι Γερμανοί
στην
Αθήνα, αφήνοντας πίσω λεχώνα την γυναίκα
του και τον
νεογέννητο
γιο του.
«Άκου
με Θείε, δεν μένω, εδώ μέσα θα ψάξουν
είτε κλείσεις την πόρτα,
είτε
όχι… θα το ψιλιαστούν πως θα έκρυβες
κάποιον, μόνο πάρε τα
πράγματά
μου και κρύψτα, αν με πιάσουν καλύτερα
να μη ξέρουν
ποιος
είμαι .»
Λύγισαν
τα γόνατα του κυρ Τάσου.
«Φύγε
Μήτσο μου από την πίσω πόρτα τουλάχιστον,
βγάζει σε ένα
στενάκι
κι από εκεί κατηφορίζεις για το Γκάζι»
Μαρσαρίσματα
και φωνές ακούστηκαν απ έξω και γρήγορα
το παλικάρι πέταξε επάνω στο τραπέζι
κάτι χαρτιά και μια φυσαρμόνικα πριν
φτερουγίσει
σαν πουλί έξω στα έρημα σοκάκια.
Λίγες
στιγμές μετά ακούστηκαν σπαραχτικές
φωνές ανάμεσα σε
διαταγές
και το κροτάλισμα των πολυβόλων. Από
την χαραμάδα
της
πόρτας πρόλαβε να δει ο κυρ Τάσος το
παλικάρι στα χέρια
των
Γερμανών να το χώνουν σε ένα τζιπ και
να χάνονται μέσα
στον
χιονιά του Δεκέμβρη.
Ξεφύλλισε
τα χαρτιά ο κυρ Τάσος…. Δημήτρης
Αναγνωστόπουλος
έλεγε
η ταυτότητα, φοιτητής Ωδείου, ετών 22 και
δυο φωτογραφίες…
στην
μια ήταν ο Μήτσος και στην άλλη μια
μελαχρινή κοπέλα με
ντροπαλό
ύφος και μαλλιά που έπεφταν καταρράχτες
στους
λεπτούς
ώμους της.
Πήρε
τα χαρτιά και την φυσαρμόνικα και τα
έχωσε με δάκρυα στα μάτια
κάτω
από το κουτί με το αλεσμένο ρεβίθι.
Αργότερα
την επόμενη μέρα που μπόρεσε να
κυκλοφορήσει, πήγε
στην
διεύθυνση που έγραφε η ταυτότητα, μα
δεν βρήκε τίποτα.
Ένα
μισογκρεμισμένο σπίτι ήταν κι όσο κι
αν ρώτησε την γειτονιά
για
τον Αναγνωστόπουλο δεν τον γνώριζε
κανένας. Τα χαρτιά ήταν
πλαστά,
ίσως και το όνομα να μην ήταν αληθινό…
17
Δεκεμβρίου 1980
Μοναστηράκι
07.00 μμ.
Νυχτώνει
νωρίς αυτή την εποχή. Χειμώνας είναι κι
ας λέει ακόμα
Φθινόπωρο
το ημερολόγιο. Το κρύο γίνεται όλο και
πιο τσουχτερό
και
ο κόσμος αυτές τις μέρες μαζεύεται νωρίς
στο σπίτι του.
Εφτά
χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και όλα ήταν
έτοιμα για την πορεία
προς
την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Τα τραγούδια
του Μίκη ξεσήκωναν
τις
ψυχές και τα πόδια έπαιρναν φτερά, όμως
η Κυβέρνηση Ράλλη
το
είχε ξεκόψει. Δεν θα έφταναν στην
Πρεσβεία, μόνο μέχρι το
Σύνταγμα
και εκεί τέλος, να διαλυθούν και να πάνε
σπίτια τους.
Μα
ποιος ήταν πρόθυμος να το κάνει;
Η
σύγκρουση κι αυτή την φορά ορμητική,
Ματ και διαδηλωτές σε αδιέξοδο
και
τα γκλομπ δούλευαν επάνω σε κεφάλια και
σάρκα ανοίγοντας πληγές.
Οι
Αύρες ξερνούσαν χημικά και τα παιδιά
έτρεχαν στα στενά της Αθήνας κυνηγημένα
από τους Ασφαλίτες, πνιγμένα από τους
καπνούς που
έτσουζαν
τα μάτια κι η κάθε καυτή ανάσα ήταν ένας
αγώνας.
Ο
Τάσος κράτησε ανοιχτές τις πόρτες του
καφενέ, περίμενε τα παιδιά
του
Ωδείου που του είχαν πει ότι θα κατέβαιναν
στην Πορεία, να δει
ότι
όλα γύρισαν και είναι καλά. Ήξερε από
τις προηγούμενες χρονιές
σε
τι κατάσταση έφταναν στο μαγαζί και
είχε ετοιμάσει βαμβάκια, ιώδια, βαζελίνες,
κρέμες για τα μάτια…. Σαν πατέρας ένοιωθε
γι αυτά τα παιδιά
κι
ας μην ήταν ακόμα ούτε σαράντα χρονών.
Τα
έβλεπε κάθε μέρα να πηγαινοέρχονται,
να μιλάνε για μουσική,
για
όνειρα, να ερωτεύονται, να κλαίνε και
να γελάνε . Ένοιωθε πως
είχαν
δει τόσα πολλά τα μάτια του που είχε
μέσα του όλη την σοφία
του
απλού λαού…
Είχε
κληρονομήσει το μαγαζί από τον παππού
του, μια και ο πατέρας του
είχε
‘’φύγει’’ νωρίς από τις κακουχίες
στις εξορίες κι έτσι από τα
δεκαπέντε
του δούλευε για την οικογένεια πλάι
πλάι με τον πιο
καλόκαρδο
άνθρωπο του κόσμου. Τον παππού του που
είχε πάρει
και
το όνομά του.
Πόσες
ιστορίες τους έλεγε εκεί μέσα στον μικρό
καφενέ ο κυρ Τάσος
με
τα λευκά μαλλιά και τα ροζιασμένα χέρια
που τα αρθριτικά είχαν
σκεβρώσει
τα πολυδουλεμένα δάχτυλα. Όλες για την
κατοχή, για
την
πείνα, για τον αγώνα και για τα παιδιά
της κατοχής που ερχόταν
στο
Ωδείο και ονειρευόντουσαν ένα διαφορετικό
μέλλον, χωρίς την
μπότα
του κατακτητή στο κεφαλάκι τους.
Μα
η αγαπημένη του ιστορία ήταν για κάποιον
Μήτσο που χάθηκε
και
το μόνο που απέμεινε από αυτόν ήταν μια
σκουριασμένη φυσαρμόνικα
και
δυο φωτογραφίες που είχε βάλει σε ένα
μικρό κάδρο και το
κρέμασε
δίπλα στην άδεια του μαγαζιού.
«
Κάποτε παιδί μου, έλεγε ο κυρ Τάσος στον
εγγονό του, ο Μήτσος
θα
έρθει, να βρει εδώ τις φωτογραφίες του
και την φυσαρμόνικα,
μη
τα βγάλεις ποτέ από το μαγαζί αυτά» κι
ο μικρός Τάσος δεν
ξεκρέμασε
τις φωτογραφίες ούτε όταν έκανε ανακαίνιση
στο μαγαζί
και
το συμμάζεψε.
Δεν
έβγαλε αυτές τις φωτογραφίες ούτε όταν
όταν πέρασαν τα χρόνια
κι
ο παππούς Τάσος δεν μπορούσε πια να
περπατήσει λίγα τετράγωνα
για
να ξαναβρεθεί στο μαγαζάκι του Ωδείου.
Κι
όταν ‘ξεκουράστηκε πια και ο παππούς,
ένα ακόμα μικρό κάδρο
με
την δική του φωτογραφία προστέθηκε πλάι
στην εικόνα του
παλικαριού
και της κοπέλας.
Ορμητικά
χίμηξε ένα τσούρμο παιδιά στο μαγαζί,
αγόρια και κορίτσια, έκλεισαν γελώντας
και βήχοντας τις πόρτες και κατέβασαν
τα στόρια,
λες
και μπήκαν σπίτι τους.
Ο
Τάσος τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα σαν
μαμά κλώσα, τα μέτρησε
και
σαν να περίσσευαν μερικά… καμιά δεκαριά
είχαν φύγει, καμιά δεκαπενταριά
επέστρεψαν!
«Άντε
κορίτσια να φτιάξτε τους καφέδες σαν
στο σπίτι σας, να φτιάξουμε κανένα μάτι
γιατί δεν μας βλέπω καλά»
«Από
το Σύνταγμα μας πήραν φαλάγγι κυρ Τάσο»,
μπόρεσε να πει ένα παλικαρόπουλο
μικροκαμωμένο σαν δεκαπεντάχρονο
βήχοντας και φτύνοντας αίμα, «αλλά τους
ξεφύγαμε…. Χαχαχα, φοβούνται τα
παλικάρια
ορέ ;»
«Έλα
εδώ παλικάρι που δεν φοβάσαι, να σε
συμμαζέψω γιατί αν σε δει
έτσι
η μάνα σου θα πάθει εγκεφαλικό κι άντε
πάρτην και στο τηλέφωνο
να
μην ανησυχεί».
Γελάσαν
όλοι για την φροντίδα του Τάσου και μια
κοπελίτσα με
αστραφτερά
μάτια πήγε να τον βοηθήσει να απλώσουν
βαζελίνη στα
μάγουλα
και στις μύτες που έτσουζαν από τα
δακρυγόνα.
«Εσένα
δεν σε ξέρω κοπελιά …» της είπε ο κυρ
Τάσος και την κοίταξε με περιέργεια,
«μα και πάλι, σαν κάπου να σ’ έχω ξαναδεί»
!
«Σίγουρα
δεν με ξέρετε κύριε Τάσο, είμαι από άλλη
γειτονιά, σπουδάζω μουσική στο Ωδείο
στα Πατήσια, πρώτη φορά έρχομαι εδώ
κάτω».
«Κι
όμως… πολύ γνωστή φυσιογνωμία κι εγώ
δεν ξεχνώ εύκολα ανθρώπους…. Αυτά τα
μάτια εγώ κάπου τα ξέρω!»
Καινούργιο
κύμα γέλιου έπνιξε τα παιδιά…
«Τάσο
αν δεν σε ξέραμε θα λέγαμε πως την πέφτεις
στην Αθηνούλα μας»
«Έλα
έλα, δεν θέλω τέτοια» έκανε με τάχα
αυστηρό ύφος ο καφετζής
«άκου
την πέφτεις! Τι εκφράσεις είναι αυτές
για εμένα που είμαι
πατέρας
σας ;»
«Ε
όχι δα και πατέρας μας! Στα δέκα σου μας
έκανες?» Φώναξε ένα αγόρι από την γωνία
που είχε σωριαστεί….
Η
κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε με το
έντονο βλέμμα της γελώντας
και
τάχα πως το πήρε σοβαρά, του έδωσε ένα
ανάλαφρο φιλί στο μάγουλο
«Μη
τους ξεσυνερίζεσαι κύριε Τάσο… παιδιά
είναι, χαζά λένε».
Μα
την επόμενη στιγμή το βλέμμα της καρφώθηκε
στο μικρό κάδρο
επάνω
από το ψυγείο, εκεί που ήταν η φωτογραφία
του Μήτσου και της άγνωστης κοπέλας.
Το
κορμί της έγινε πέτρινο σαν άγαλμα και
μια χλομάδα απλώθηκε
στα
λεπτό πρόσωπό της.
Ο
Τάσος παραξενεμένος ακολούθησε το
βλέμμα της και τότε…
«Ήμουν
σίγουρος κοπέλα μου ότι σε έχω ξαναδεί,
είσαι ολόιδια με
την
γυναίκα της φωτογραφίας ! Τα ίδια μάτια,
το πρόσωπο, τα μαλλιά…
αν
δεν ήξερα ότι αυτή η φωτογραφία είναι
από την κατοχή, θα έλεγα
πως
είσαι εσύ!»
«Τους
ξέρεις ;» Ρώτησε το κορίτσι με πνιχτή
φωνή «Τον άντρα αυτόν
και
την γυναίκα τους ξέρεις ;»
«Όχι
κοριτσάκι μου, ποτέ δεν είδα κανέναν
από τους δυο, νεογέννητο
ήμουν
στην κατοχή, μα κάτι μου λέει πως θα εσύ
τους ξέρεις».
Σωριάστηκε
το κορίτσι σε μια καρέκλα προσπαθώντας
να πάρει ανάσα
και
να συνέλθει ενώ γύρω τους οι κουβέντες
και τα πειράγματα είχαν σταματήσει. Σαν
να κρατούσε την ανάσα τους ακόμα και οι
τοίχοι για
να
ακούσουν.
«Την
γυναίκα ξέρω κύριε Τάσο, έχω το δικό της
όνομα, Αθηνά την λένε,
είναι
η γιαγιά μου!»
«Ζει
; αυτή η γυναίκα της φωτογραφίας ζει ;
Πάντα μου φαινόταν πως
ήταν
ένα όνειρο Αθηνούλα μου, που ζούσε σαν
οπτασία μέσα στο
μαγαζί
μας. Και το παλικάρι ;»
«Δεν
τον γνώρισα ποτέ μου κύριε Τάσο, χάθηκε
ξαφνικά μετά από
κάποια
διαδήλωση που έγινε στην κατοχή και δεν
ξανάδωσε σημεία
ζωής.
Η γιαγιά μου ήταν έγκυος τότε στην μητέρα
μου κι όσο κι αν
έψαξε
να τον βρει δεν υπήρχε κανένας να της
πει αν τον είδε ζωντανό.
Μα
αυτές οι φωτογραφίες πως έφτασαν στα
χέρια σου ;»
«Είναι
μεγάλη ιστορία Αθηνούλα μου, νομίζω πως
πρέπει να στα πω
όλα
από την αρχή, όπως μου τα έχει πει ο
παππούς μου για εκείνη
την
μέρα».
Άστραψαν
τα μαύρα μάτια της κοπέλας, σηκώθηκε
όρθια κι έτρεξε
στο
τηλέφωνο.
«Άσε
με κύριε Τάσο να πάρω τηλέφωνο την γιαγιά
μου, εκείνη πρέπει
να
ακούσει πρώτη αυτή την ιστορία, τόσα
χρόνια βασανίζεται για τον μοναδικό
της έρωτα που χάθηκε μέσα σε εκείνα τα
μαύρα χρόνια».
«Ναι
κορίτσι μου, η γιαγιά σου πρέπει να μάθει
τι έγινε εκείνη την ημέρα.
Αλλά
πρώτα πες μου κάτι, πως τον έλεγαν τον
παππού σου που χάθηκε;»
«Δημήτρη,
κύριε Τάσο, Δημήτρη Αναγνωστόπουλο».
Άρα
το όνομα τουλάχιστον που είχε πει το
παλικάρι πριν χαθεί ήταν αληθινό.
18
Δεκεμβρίου 1980
Μοναστηράκι
08.45 πμ
Οι
τρεις γυναίκες που μπήκαν στον καφενέ
πρωινιάτικα μετά τα γεγονότα
της
προηγούμενης μέρας, έμοιαζαν σαν να
τίναζαν από πάνω τους
ένα
σύννεφο αγωνίας που γέμιζε την ατμόσφαιρα
του μαγαζιού.
Έξη
ζευγάρια μάτια, με αστραφτερό κοφτερό
βλέμμα, τρεις γενιές
γυναικών
αγκαλιασμένες με τη ίδια απορία στο
πρόσωπο να μάθουν…
για
τον άντρα που χάθηκε πριν σαράντα σχεδόν
χρόνια.
Χαμογελαστός
τις υποδέχτηκε ο Τάσος στον καφενέ του,
την περίμενε άλλωστε αυτή την επίσκεψη
αν και όχι τόσο πολύ πρωί.
Όμως
η ανυπομονησία της γιαγιάς Αθηνάς που
την κράτησε ξάγρυπνη
όλη
την νύχτα δεν ήταν δυνατό να την
χαλιναγωγήσει κανένας κι ήταν
ικανή
ακόμα και μέσα στα μεσάνυχτα να ξυπνούσε
τον Τάσο για να μάθει …. Αν δεν την
κρατούσαν η κόρη κι η εγγονή της.
Πλησίασε
εκεί που κρεμόταν οι φωτογραφίες και
με χέρια που έτρεμαν ξεκρέμασε την
κορνίζα από τον τοίχο και την έσφιξε
επάνω στο κορμί της
που
έτρεμε από την ένταση. Τα ρυτιδιασμένα
χέρια χάιδευαν στοργικά
την
εικόνα του παλικαριού και μοίραζε
τρυφερά φιλιά στο γυαλί σαν να φιλούσε
το λατρεμένο πρόσωπο στ αλήθεια.
«Κάθισε
κυρία Αθηνά» της είπε στοργικά ο Τάσος
«να σας φτιάξω ένα καφεδάκι πρώτα κι
έχουμε να πούμε πολλά».
Σωριάστηκε
η γυναίκα σε μια καρέκλα ενώ η κόρη της
την χάιδευε
στους
ώμους.
Έφτιαξε
τους ελληνικούς ο Τάσος , έβαλε κι ένα
τσίπουρο για εκείνον
αν
και ήταν πολύ πρωί ακόμα και σέρβιρε
τις γυναίκες που είχαν
καρφωμένα
επάνω του τα μάτια τους περιμένοντας
ν΄ αρχίσει να μιλά.
«Πριν
σου πω οτιδήποτε κυρία Αθηνά, πρέπει να
σου δώσω κάτι…
το
φύλαγε ο παππούς μου και μετά από εκείνον
το φύλαγα κι εγώ
εδώ
στο μαγαζί, ήταν το γούρι μου. Κάτι που
άφησε πίσω του ο Μήτσος
όπως
είχε πει στον παππού ότι τον έλεγαν πριν
φύγει».
Έβγαλε
από την τσέπη του την μικρή σκουριασμένη
πια φυσαρμόνικα
και
την έβαλε στα χέρια της γυναίκας.
Τα
μάτια βούρκωσαν και οι λυγμοί που μέσα
της κρατούσε η γιαγιά Αθηνά ξέσπασαν
από το λεπτό κορμί της και γέμισαν
ασφυκτικά τις ψυχές τους.
Αυτή
η μικρή φυσαρμόνικα που είχαν ακουμπήσει
τα χείλη του αγαπημένου της, που η ανάσα
του της έδινε ζωή και γέμιζε μελωδία
τις δικές τους ώρες, την κρατούσε στα
χέρια της μετά από ατελείωτα χρόνια…
Ο
Τάσος άρχισε να μιλά , να λέει όλα όσα
του έλεγε ο παππούς του για την κατοχή,
για εκείνη την μέρα του Δεκέμβρη που ο
λαός είχε βγει στους δρόμους ζητώντας
λίγο ψωμί και οι κατακτητές τους
κυνηγούσαν και τους πυροβολούσαν στο
ψαχνό.
Για
ώρα πολύ μιλούσε, μιλούσε και ήταν σαν
να τα είχε ζήσει ο ίδιος
όλα
αυτά, ενώ οι γυναίκες κρεμόταν από τα
χείλη του.
Ο
τελευταίος άνθρωπος που είχε δει ζωντανό
τον Δημήτρη Αναγνωστόπουλο ήταν ο
παππούς Τάσος.
Και
μετά ;
Τι
απέγινε ; Που τον πήγαν ; Γιατί όσο κι αν
είχε ψάξει η γιαγιά Αθηνά
στα
κρατητήρια και στα νοσοκομεία δεν υπήρχε
κανένας με αυτό το όνομα.
Το
μόνο που είχε απομείνει από αυτόν στο
ανήλιαγο υπόγειο που ζούσε
ήταν
η φθαρμένη θήκη που έκρυβε το πολύτιμο
βιολί του και μερικά μπαλωμένα παλιά
ρουχα.
Θα
μπορούσε να ζει ;
Θα
ήταν πια εξήντα χρονών αν ζούσε.
Είχε
κουράγιο να αρχίσει και πάλι να ψάχνει,
να ρωτά ;
Ο
καφετζής τώρα της έδινε πάλι μια ελπίδα…
πως ο παππούς του
είχε
δει να τον συλλαμβάνουν κι ήταν ζωντανός,
ενώ εκείνη τον είχε
θάψει
μετά από χρόνια αναζήτησης και μαζί
είχε θάψει και την καρδιά της
που
πονούσε.
Βύθισε
το βλέμμα της στα μάτια του παλικαριού
που την κοιτούσαν
πίσω
από το τζάμι της κορνίζας που έβρεχε με
τα δάκρυά της .
«Γιαγιά,
άκουσέ με, μίλησε για πρώτη φορά η εγγονή
της, θα ψάξουμε
ξανά
γιαγιά, θα κινήσουμε γη και ουρανό και
θα τον βρούμε. Ότι κι αν
έχει
απογίνει τώρα ξέρουμε πως ήταν ζωντανός
εκείνη την ημέρα.
Οι
εποχές άλλαξαν, είναι πιο εύκολο να
βρούμε κάποιον που χάθηκε
έστω
κι αν έχουν περάσει τόσα χρόνια»
«Νομίζεις
καρδιά μου ;» Πόση ελπίδα μπορούσε να
χωρέσει η καρδιά της γιαγιάς Αθηνάς
άραγε ; «Νομίζεις κοριτσάκι μου ότι θα
τα καταφέρουμε;»
«Ναι
γιαγιά, το νοιώθω, το ξέρω πως αυτή την
φορά όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε… θα
μάθουμε για τον παππού, στο υπόσχομαι
γιαγιά μου!»
«Κι
εγώ μαζί σας κυρίες μου, να με έχετε κι
εμένα υπ’ όψιν σας» πετάχτηκε
ο
Τάσος « θα είμαι κοντά σας μέχρι να
βρούμε τον Μήτσο … να ησυχάσει
και
η ψυχούλα του παππού μου όταν θα του πω
ότι βρήκα την κοπέλα
με
τα όμορφα μάτια και τα μακριά μαλλιά …
επιτέλους!»
Οι
τρεις γυναίκες και ο άγνωστός τους μέχρι
την προηγούμενη μέρα
καφετζής
έγιναν μια ομάδα που ξεκίνησε ένα
ανελέητο τρέξιμο όπου
ήταν
δυνατό, για να βρεθεί μετά από σαράντα
χρόνια ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος.
Ο
Μήτσος που γνώρισε ο κυρ Τάσος ένα
ταραγμένο μεσημέρι του 1942.
Levina
Η Ημιτελής Συμφωνία συμμετέχει στον διαδικτυακό καφενέ της Αριστέας.
Εδώ μπορείτε να βρείτε τους συνδαιτυμόνες στον καφενέ και να διαβάσετε τις ιστορίες τους.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Αριστέα για τον τρόπο που έχει να σερβίρει αυτούς τους " καφέδες"
info
Omar Delawer art painting
45 σχόλια:
Λεβίνα μου με συνεπήρε η ημιτελής συμφωνία σου...
Τι κι αν δεν είχε τέλος....
Τα συναισθήματα που γεννήθηκαν μέσα μου ήταν τόσο ζωντανά!
Διάβαζα κι έκλαιγα!
Σε ευχαριστώ πολύ για την υπέροχη συμμετοχή σου!
Πολλά φιλιά!♥
(Και μια ιδέα μου καρφώθηκε στο μυαλό..... να πάει μήπως για σκυταλοδρομία;)
Με δάκρυα στα μάτια τελείωσα την ιστορία σου. Εξαιρετική γραφή που με έκανες να νιώσω την αγωνία και την προσφορά όλων αυτών που αγωνίζονται σε κάθε φάση της πολυτάραχης ιστορίας μας.
Μπράβο!
Καλή Σαρακοστή Λεβίνα μου!!!! Δεν εχω λόγια νομίζω....!!!
Μια πονεμένη ιστορία του τότε, αρχίζοντας από την ξένη κατοχή, Εντυπωσιάστηκα μια και την έζησα στο πετσί μου. Την (κατοχή)
αν μου επιτρέπεται να πω Δεκέμβρης 1949 έκανε κρύο φοβερό με κοντά παντελονάκια έμενα Καλλιθέα γνωστός με πήρε και πήγαμε Μοναστηράκι οδό Αθηνάς στα σαράφικα μου έκανε δώρο ένα μεταχειρισμένο πανωφόρι, αυτά τα αμερικάνικα αποφόρια.
Μέσα στην φτώχεια υπήρχε, αλληλεγγύη, ανθρωπισμός.
Γαβριήλ
Να ήμουν σκηνοθέτης Levina, να ξεκινούσα αμέσως την ταινία που μας ξετύλιξες μέσα σε λίγες σελίδες. Με πειστικότητα αυτόπτη μάρτυρα και γλαφυρότατη γραφή. Μέσα από την ανθρώπινη ιστορία, με πολιτικές αναφορές, το μαρτύριο του τόπου μας.
Δεν ξέρω πόσοι νέοι έχουν διαβάσει για την εποχή τής κατοχής, για να κατανοήσουν τι πέρασε αυτή η γενιά.
Κι από όσους θα διαβάσουν αυτή την ανάρτηση, πιστεύω πως δεν θα βρεθεί ούτε ένας που δεν θα δακρύσει.
Σπουδαίο κείμενο.
Τα κατάφερες και πάλι Εύη μου, να μας συγκινήσεις με την "ιστορία του καφενέ" σου, ποιου καφενέ δηλαδή, αυτή είναι μια ιστορία που περιγράφει ζωντανά τις ποιο ζόρικες στιγμές που έχει ζήσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια!
Μου αρέσει που δεν της δίνεις τέλος, έτσι ο καθένας μπορεί να φανταστεί αυτό που θα ήθελε να έχει συμβεί!
ΑΦιλάκια πάντα τρυφερά και ας είναι βροχερά! :)
Λεβίνα μου... σίγουρα υπάρχουν αληθινές ιστορίες σαν αυτή που έγραψες. Με συνεπήρε η διήγησή σου, συγκινήθηκα πολύ με την ιστορία του κυρ-Τάσου και την εξέλιξη που είχε. Οι ιστορικές αναφορές και η περιπλάνηση μέχρι την νεώτερη εποχή και τις διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου, δίνουν ιδιαίτερη αξία και βαρύτητα. Όλη η σύγχρονη ιστορία μας, ξετυλίγεται μέσα απ' την αφήγησή σου, που σε κάποια σημεία κόβει την ανάσα και η κορύφωση με την ελπίδα να είναι υπαρκτή, το απογειώνει.
Απ' τις καλύτερες στιγμές σου!
Πόσο όμορφες αφορμές για συνειρμούς δίνει τελικά ένα καφενείο!...
Τα φιλιά μου και την αγάπη μου!
Λεβίνα μου δε γράφεις απλά ιστορίες...λες την ιστορία με έναν δικό σου μοναδικό τρόπο, τη γεμίζεις ανθρώπους και συναισθήματα και την αφήνεις να μας συνεπάρει!!
Δεν ήθελα να τελειώσει!!
Εξαιρετική όπως πάντα!
Φιλιά πολλά!
Η γραφη σου ειναι τοσο ρεαλιστικη και ζωντανη
που τα γεγονοτα ειναι σαν να κυλουν μπροστα στα ματια μου
Ενα μπραβο ειναι λιγο
Σύνθετα συναισθήματα, συγκίνησης, αγανάκτησης, αγωνίας, συμπόνιας, προσδοκίας
κι ελπίδας. Υποκλίνομαι Levina μου, γι' αυτή την εξαιρετική ιστορία σου!
Μια έξοχη δουλειά με δημιουργική τέχνη που παραπέμπει σε κινηματογραφική παραγωγή!
Οι λέξεις με δυναμική εικόνων, οι πρωταγωνιστές με οξυδερκή χειρισμό χαρακτήρων
και γεγονότα με διακριτές όψεις που αγγίζουν συγγενικές μνήμες του αναγνώστη
μ' ευαισθησία κι αλάνθαστη αισθητική δομής! Υπέροχο κείμενο!
Πάντως, θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχιστεί η ιστορία σου...
Πήρα διαφορετικές αποχρώσεις κι εκδοχές απόψε Levinaki μου, οπως κάθε φορά
άλλωστε. Να έχεις μια Καλή και ευδόκιμη Σαρακοστή!
Φιλάκια τριανταφυλλένια με ευήλια αγκαλιά!:))
Αριστάκι μου χωρίς να ξέρω το γιατί, θεώρησα πως σε αυτό ο σημείο έπρεπε να σταματήσω την αφήγηση αυτής της ιστορίας.
Μέσα μου συνεχίζεται, σε ένα πραγματικά ανελέητο τρέξιμο αυτών των ανθρώπων, πέρα από την Ελλάδα, πέρα από κάθε σύνορο της φαντασίας για να μάθουν και σίγουρα ότι και να βρουν ή θα τους βρει θα είναι μια τεράστια έκπληξη.
Αν αυτό το διήγημα εμπνεύσει κι άλλους, τότε είμαι κι εγώ περίεργη πως θα μπορούσε να εξελιχτεί σε μια σκυταλοδρομία έμπνευσης και δημιουργικής γραφής.
Τα φιλιά μου και καλό ξημέρωμα αεικίνητε πολυτεχνίτη δημιουργέ :)
Ελένη μου, μια τρικυμία ένοιωθα μέσα μου όσο σκεφτόμουν αυτήν ειδικά την ιστορία κι ακόμα δεν καταλάγιασε.
Είναι χαρά μου αν αυτή την τρικυμία κατάφερα να την μεταδώσω και σε άλλους!
Έτσι μοιραζόμαστε τα ίδια πια συναισθήματα …
Σ’ ευχαριστώ πολύ Ελένη μου, καλό βράδυ να έχεις !
Σ' ευχαριστώ πολύ Ειρήνη μου, καλή Σαρακοστή να έχετε κι εσείς !
Σε φιλώ , καλό ξημέρωμα :)
Κύριε Γαβριήλ…. Κρατώ κάθε ιστορία που ακούω !
Σήμερα προσθέσατε ακόμα μια πολύτιμη εικόνα στην αποθήκη του μυαλού μου και σας ευχαριστώ γι αυτό! Ευχαριστώ το παιδί με τα κοντά παντελονάκια που το κορμάκι του θα είχε μελανιάσει από το κρύο και ναι, υπήρχε αλληλεγγύη στα δύσκολα… και τώρα που είμαστε και πάλι στα δύσκολα υπάρχει κύριε Γαβριήλ!
Μόνο που αθόρυβα προσφέρουν εκείνοι που αγωνίζονται για το κοινό καλό και δεν τους βλέπουμε να περιφέρονται από κανάλι σε κανάλι και να θάβουν την πατρίδα μας…
Σας ευχαριστώ πολύ που μοιραστήκατε μαζί μας αυτή την ανάμνηση και για τα καλά σας λόγια !
Να είστε καλά !
Τι να πω εγώ τώρα αγαπητέ μου Άρη ;
Δεν ξέρω πόσοι νέοι πια χαλούν φαιά ουσία για να μάθουν τι έχουν περάσει οι προηγούμενες γενιές ! Εγώ είχα την τύχη από μικρό παιδί να ζω σε ένα σπίτι που μου μιλούσαν συχνά για την ιστορία των περασμένων χρόνων και την ιστορία των δυο οικογενειών, της μητέρας και του πατέρα μου που είχαν περάσει αρκετά.
Μπορεί να μη θυμάμαι τι έφαγα εχθές, αλλά αυτές οι μνήμες δεν λένε να σβήσουν και επανέρχονται με κάθε αφορμή και τότε πρέπει να τα βγάζω από μέσα μου… η Αριστέα με τον Καφενέ της και όσα διαδραματίζονται γύρω μας ήταν η αφορμή γι αυτή την ‘’ημιτελή’’ ακόμα ιστορία …
Ευχαριστώ Άρη μου, να είσαι καλά εύχομαι και καλό ξημέρωμα να έχεις :)
Ναι μαγισσούλα μου, καμιά φορά ας μη βάζουμε ‘’τελεία’’ … ας αφήνουμε την φαντασία των άλλων να δίνει το τέλος που θέλει ο καθένας, όπως το θέλει, όποιο κι αν είναι αυτό ! Η απόλυτη ελευθερία έκφρασης !
Καλή μου γειτονοπούλα.... καλή μου μαγισσούλα.... κάνε κάτι να βγει ήλιος!
Αύριο παραγγέλνω ήλιο και ήλιο.... δεν θέλω άλλη υγρασία λέμε :))
Σε φιλώ πολύ ....
Γιατί όχι Κανελλάκι μου ;
Πόσοι άνθρωποι δεν χάθηκαν εκείνα τα χρόνια !
Μια ανάμνηση που έχω από μικρό παιδάκι ήταν αυτή η χαρακτηριστική φωνή του εκφωνητή στο ραδιόφωνο που έλεγε για τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού!
Μέσα σε λίγα λόγια έλεγε μια ολόκληρη ιστορία για τον κάθε άνθρωπο που έψαχναν…
Σ’ ευχαριστώ πολύ Κανελλάκι μου κι έχεις απόλυτο δίκιο … ένα Καφενείο δίνει αφορμές για ατελείωτα θέματα , για ιστορίες που μπορούν ακόμα και να κόβουν την ανάσα!
Καλό βράδυ κοριτσάκι μου, να είσαι καλά :)
Μαρία μου σ' ευχαριστώ πολύ!
Να είσαι σίγουρη πως αυτή ειδικά η ιστορία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο θα έχει την συνέχειά της ... ακόμα και μια ημιτελής συμφωνία πρέπει να βρίσκει ένα τέλος για να μη χαλά η αρμονία της σύθεσης...
Σε φιλώ και σου εύχομαι καλό ξημέρωμα :)
Κι ένα απλό Ευχαριστώ από μέρους μου , πάλι λίγο είναι !
Καλό ξημέρωμα Velvet μου :)
Ομολογώ Κατερίνα μου ότι έπαιξα με αυτές τις συγγενικές μνήμες του κάθε αναγνώστη και με το συναίσθημα που έρχεται αντιμέτωπο με κομμάτια της ιστορίας μας γραμμένα με μελανά χρώματα.
Το κατάλαβα όταν ολοκλήρωσα το πρώτο μέρος κι άρχισα να κόβω κομμάτια για να χωρέσει εδώ μέσα. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο σημείο.
Σ' ευχαριστώ πολύ Κατερίνα μου για την εκ βαθέων αναλυτική ματιά σου!
Με ένα τρυφερό φιλί, εγώ και ο γατούλης που γουργουρίζει και κρατά ισορροπία επάνω στο μπράτσο μου και δεν με αφήνει να γράψω ... σου ευχόμαστε καλό ξημέρωμα :)
M συνεπήρε και με συγκίνησε βαθύτατα η ξεχωριστή ιστορία σου Λεβίνα, γραμμένη αριστοτεχνικά, με γέμισε συναισθήματα και εικόνες γεγονότων που μου είναι γνώριμα από αφηγήσεις των γονιών μου , που τα βίωσαν....Η ημιτελής συμφωνία σου ξεδίπλωσε καρέ καρέ, με απόλυτο ρεαλισμό, εικόνες γεγονότων, διαλόγους, σκιαγραφώντας τόσο ζωντανά τους ήρωες και πλημυρίζοντας τον αναγνώστη με έντονα συναισθήματα.......Καλή σου μέρα..
Λεβινάκι μου καλό την έζησα την ιστορία σου!
Εζησα την αγωνία την συγκίνηση, τον θυμό, όλα!
Ηταν σαν να έβλεπα ταινία να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου.
Δεν έχω τι άλλο να πω από το να μην ξεχνάμε και να μαθαίνουμε στα παιδιά μας την αλήθεια!
Σου στέλνω ένα γλυκό φιλί και ένα τεράστιο ΜΠΡΑΒΟ!
Λεβινακι μου καλημερα!
Τι να πω! Εχω ενθουσιαστει με τις νεες συμμετοχες του καφενε!
ΕΙναι ολες πολυ ιδιαιτερες και πρωτοτυπες!
Συγχαρητηρια! Τι αλλα να πει κανεις...
Φιλακια πολλα!
υπέροχη ημιτελής συμφωνία .... απλά χωρίς τα περιττά μου λόγια , με συνεπήρε καλημέρα και μπράβο
Αν και τα ιστορικά δεν είναι του γούστου μου, η ιστορία σου με ΜΑΓΕΨΕ χωρίς πλάκα!
Είσαι μεγάλο ταλέντο! :)
Λες και ήμουν και γω εκει απο μια γωνια και παρατηρουσα!
Συγχαρητηρια Λεβινα μου!
Καλό ξημέρωμα!
Σε φιλώ γλυκά :)
Κλαυδία μου, αν και σαν άνθρωπος ιδιαίτερα χαμηλών τόνων με κάνουν να ντρέπομαι τα τόσο καλά σας λόγια, δεν το κρύβω ότι μου δίνουν και την ώθηση να συνεχίζω να κάνω αυτό που αγαπώ τόσο πολύ !
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ !
Μια καλημέρα κι ένα γλυκό φιλί κι από εμένα :))
Κι εγώ τα έχω ζήσει Έλενα μου, τα έχω δει να περνάνε καρέ καρέ μπροστά από τα μάτια μου, οπότε αν κατάφερα να μεταδώσω τα δικά μου συναισθήματα, τις δικές μου εικόνες τότε έχω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε εσάς που μου δώσατε την προσοχή σας !
Όμως έχεις δίκιο... μόνο εμείς μπορούμε να μεταδώσουμε αλήθειες στα παιδιά μας , να τους μιλήσουμε για το παρελθόν και να διαλέξουμε βιβλία που μιλάνε για την ιστορία του τόπου μας .
Να είσαι καλά κοριτσάκι μου, ένα γλυκό φιλί κι από εμένα :))
Μα τίποτα άλλο Κική μου... απλά να απολαύσει τον τρόπο που ξετυλίγονται οι διάφορες ιστορίες που έχουν κοινό παρονομαστή έναν Καφενέ :))
Την καλημέρα μου και τα φιλιά μου !
Να είσαι καλά Νικόλα μου, σ' ευχαριστώ πάρα πολύ !
Σου εύχομαι κι εγώ μια όμορφη μέρα :))
Laura πρώτα απ' όλα χαίρομαι που γνωριζόμαστε και σ΄ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
Η αλήθεια είναι πως εγώ αγαπώ κάθε τι που έχει σχέση με ιστορία, από την σκληρή απεικόνιση των γεγονότων μέχρι την μυθιστορηματική γραφή.
Να έχεις μια όμορφη μέρα :))
Καλημέρα Αριάδνη μου .... σ' ευχαριστώ πάρα πολύ κοριτσάκι μου !
Μια μεγάλη αγκαλιά κι ένα γλυκό φιλί κι από μένα :))
Μας ταξίδεψες όπως εσύ μόνο ξέρεις σ' εκείνη την άλλη εποχή
τόσο ζωντανά, τόσο γλαφυρά!!!
Τα φιλιά μου
τόσο μα τόσο συγκινητικό.
δεν μπορεί να μην σε αγγίξει αυτό το κείμενο!
Διάβαζα και έκλαιγα, διάβαζα και έκλαιγα και έκανα λίγα λεπτά να συνέλθω και να βγω από την ιστορία σου μέχρι να σου απαντήσω.
Λεβίνα μου είσαι μοναδική. Γράφεις υπέροχα και κάθε φορά που σε διαβάζω κάνω βουτιά στα εσώτερα και κει άλλοτε πνίγομαι και άλλοτε παίρνω ανάσες δροσιάς, ανάλογα με το τι μου "πασάρεις"...
Αυτό το καφενείο το λάτρεψα και από παλιότερες ιστορίες...μήπως να το κάνεις βιβλίο τελικά;
Σ'ευχαριστώ γι'αυτόν τον πλούτο που μου προσφέρεις κάθε φορά...
καλό μήνα με τις καλύτερες ευχές μου! :-)
Ημιτελής ως προς το κομμάτι που απολαύσαμε, γιατί δε γίνεται, πρέπει να αποτελεί μέρος ενός σπουδαίου μυθιστορήματος…
Υπέροχη αφήγηση, χωρίς νοηματικά κενά, κρατά έντονο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και διεγείρει σε συναισθηματικό επίπεδο!
Συγκινήθηκα αφάνταστα, ενώ η αγωνία μου ήταν σε έξαρση… Καταλαβαίνεις πώς αισθάνθηκα όταν τελείωσε η αφήγηση…
Πες μου τον τίτλο του βιβλίου σου, για να διαβάσω το τέλος… Δεν αντέχω να αγωνιώ..
Λεβίνα, αν και καθυστέρησα λίγο να σου γράψω…(ήθελα να έχω την άνεση χρόνου..)
δέξου τα συγχαρητήριά μου!!!!
Καλό μήνα και καλή συνέχεια στις εμπνεύσεις σου!
Καλημέρα Κατ....
κι εμένα με αγγίζουν τα όμορφα λόγια σας !
Σ' ευχαριστώ πολύ :)
Καλό μήνα να έχεις !
Νίκη μου, γλυκό μου κορίτσι, αυτό τον σκοπό υποτίθεται ότι έχει ένα κείμενο... μια βουτιά στον εσωτερικό μας κόσμο αν μας αγγίξει βέβαια...
Αυτό το καφενείο έφερε στην επιφάνεια πολλές όμορφες ιστορίες , άλλες προιόντα φαντασίας, άλλες καθαρά βιωματικές... όλες όμως ξεχωριστές και αυτές τις μέρες που ένα προβληματάκι με κρατά μακριά και δεν μπορώ να τις διαβάσω όλες, φυλάω δυνάμεις να το κάνω αργότερα....
Καλό μήνα σου εύχομαι με ένα τρυφερό ηλιόλουστο φιλί!
Ino μου, δεν σου κρύβω ότι σαν θέμα με έχει συγκινήσει κι εμένα ιδιαίτερα και έχει ανεβάσει το ενδιαφέρον μου στα ύψη ... όχι για το πως θα τελειώσει αφού αυτό υπάρχει ήδη μέσα μου αλλά για το πόσα επεισόδια χρειάζεται για να φτάσει το τέλος. Όταν ξεκινάς κάτι τέτοιο, τελικά δεν ξέρεις σε τι δρόμους θα σε οδηγήσει....
Δεν υπάρχει βιβλίο αγάπη μου, υπάρχει μόνο η φαντασία μου και η εδώ επικοινωνία μας.
Θα σου πω από ψυχής σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια .... θα σου πω ακόμα ότι όλοι χρειαζόμαστε μια άνεση χρόνου για να κάνουμε κάτι που θέλουμε, όπως το θέλουμε, γι αυτό δεν υπάρχει θέμα χρόνου !
Καλό μήνα σου εύχομαι, σε φιλώ :))
Υπέροχη συμφωνία, τάραξε κάποιες χορδές που είχαν για χρόνια μείνει ακίνητες! Σ΄ευχαριστώ!
Θαρρώ πως καλό είναι οι ‘’χορδές’’ να ξυπνάνε, να πάλλονται σε διαφορετικούς ρυθμούς … ακόμα κι αν αυτούς έχουμε χρόνια να τους ‘’ακούσουμε’’…
Έχει σημασία ότι δεν τους ξεχάσαμε !
Καλό βράδυ ηλιογράφε, εγώ σ΄ ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψή σου :))
Τελικά η ελπίδα δεν πεθαίνει ποτέ!
Όμορφη ιστορία, συγκινητική...! Τι όμορφες που είναι αυτές οι αγάπες...μοιάζουν παντοτινές :)
Καλό σου απόγευμα!
Παγκοσμιοποίησες τον καφενέ, κι ας ήταν η ιστορία στα πλαίσια της ελληνικής ιστορίας. Διάλεξες ήρωες και γεγονότα που αναδεικνύουν την ανθρωπιά και τον αγώνα... Κι έπλασες μια ιστορία που με πήρε και με σήκωσε στην κυριολεξία!!!!
Μπράβο! Δεν έχω λόγια!
Καλό Σ/Κ!
Π'ίσω απ τις λέξεις κρύβεται η μαγεία που έχεις!
Αν και ξενύχτης το διάβασα, δεν σχολιάζω άλλο..
γιατι θα ξεφύγω..
την καλημέρα μου
Οι υποχρεώσεις μου με κράτησαν αρκετές ημέρες μακριά από τα blogs ή μήπως και εβδομάδες ; Μάλλον έχασα την αίσθηση του χρόνου τελικά.
Γι αυτό ζητώ συγνώμη που αγνόησα τα σχόλιά σας και δεν απάντησα την κατάλληλη στιγμή.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το περασμά σας εδώ σε αυτή την σελίδα, για τα όμορφα ενθαρρυντικά σας λόγια, για την ανάταση ψυχής που μου προσφέρετε.
Να είστε καλά !
Δημοσίευση σχολίου