8.4.14

Ιστορίες του Καφενέ - Ο Παπατζής






Μια και το κουτί των αναμνήσεων άνοιξε εξ αιτίας της Κανελλάκη και της
Αριστέας, δεν μπορώ να αφήσω απ’  έξω τους παπατζήδες του καφενέ 
που έζησα … Η ‘’Μαρία’’ είναι απολύτως υπαρκτό πρόσωπο όπως και 
ο καθένας από τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας με μικρές παραλλαγές
στα ονόματα… γιατί όπως πάντα ....
« Ονόματα δεν λέμε, Υπολήψεις δεν θίγουμε ».
2η Ιστορία λοιπόν….






 Ο Παπατζής

Ο Σούλης ο Ωραίος από μικρό παιδί είχε φάει τα πεζοδρόμια με το κουτάλι.
Ορφανός από μάνα και με ένα πατέρα σπάνια ξεμέθυστο μεγάλωνε
στις γειτονιές του Κολωνού μόνος του χάρη στις γειτόνισσες που λυπόταν
το ορφανό και το τάιζαν, το έντυναν, το έσπρωχναν να πηγαίνει στο
σχολείο αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και ζάφτι τον ατίθασο
χαρακτήρα του κι έτσι αφού έμεινε δυο απανωτές χρονιές στην πρώτη γυμνασίου παράτησε το σχολείο και έπιασε φιλίες με ένα άλλο
αδέσποτο της γειτονιάς λίγο μεγαλύτερος από τον ίδιο σε ηλικία και
πιο ξεσκολισμένο στα κόλπα του πεζοδρομίου, τον Μπάμπη τον Μαμάκα. Αυτός όποια γυναίκα έβλεπε στον δρόμο φώναζε με βραχνή κοκορίσια
φωνή « Μααανααα μου». Δεν ήθελε και πολύ να του κολλήσουν το
Μαμάκας στην πιάτσα.
Αρχίσαν τις μπίζνες τα παλικαρόπουλα … κλεμμένα μηχανάκια, τσάντες,
πορτοφόλια, βόλτες στα μπορντέλα της γύρω περιοχής και περιχώρων,
να ξεσκολίσουν και τα ερωτικά τους μέχρι που βρέθηκαν πίσω από
τα κάγκελα της φυλακής ο ένας, του αναμορφωτηρίου ο άλλος και
χάθηκαν μεταξύ τους για να ξαναβρεθούν μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια στον καφενέ του κυρ Μιχάλη, κάπου εκεί σε μια στοά της Πατησίων.
Εκεί επάνω στο τραπεζάκι με τα ουζάκια, τα έβαλαν κάτω οι δυο παλιοί
συμπολεμιστές του πεζοδρομίου για το πώς θα τα κονομήσουν εύκολα,
γρήγορα και όσο το δυνατό ανώδυνα.
Δεν ήταν και πολλές οι επιλογές τους.
Για κλεψιές και συνεχές τρέξιμο ούτε λόγος… δεν το επέτρεπε η ηλικία πια
να το παίζουν τζόβενα και είχαν και μια αξιοπρέπεια… δεν μπορούσαν
τώρα να το γυρίσουν σε πορτοφολάδες!
Ούτε κεφάλαιο υπήρχε, κάτι ψιλά είχαν μόνο από δουλειές του μεροκάματου
όταν και αν τύχαινε κι αν περίσσευε από το μπαρμπούτι.
Η ιδέα για τον ''παπά'' ήταν του Σούλη του Ωραίου. Μια κούτα,
ένας Ρήγας και δυο χαρτιά ακόμα απ’ την τράπουλα και νάτη έτοιμη η δουλειά… Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς ;
Βρήκαν και δυο φίλους τσιλιαδόρους, έφερε και την γυναίκα του για
δόλωμα κοντά στον πάγκο του 'παπά' ο Μαμάκας που στο μεσοδιάστημα
που έκανε διακοπές από τις φυλακές στεφανώθηκε την Κικίτσα, μια από
τις «Μααανααα μου» κι έτσι έστησαν το δόκανο για τα κορόιδα.
Σταθερή τους ήταν το καφενεδάκι του κυρ Μιχάλη που γελούσε με αυτούς
τους λαϊκούς τύπους και τα τερτίπια τους.
Κι αν του έλεγε καμία φορά το Μαράκι που την είχε βοηθό στον καφενέ
« Τι τους μαζεύουμε αυτούς εδώ κυρ Μιχάλη; Θα βρούμε τον μπελά μας» εκείνος κουνούσε το κεφάλι του συγκαταβατικά και της απαντούσε
« Πελάτες είναι! κι η σκόνη του πελάτη Μαρία είναι ιερή. Δεν είναι
δολοφόνοι, άμοιρα τομάρια είναι , δεν βρέθηκε κανένας να τους
τραβήξει από τον βούρκο όταν ήταν παιδιά… τώρα είναι αργά»
και τους άφηνε να κάθονται στο γωνιακό τραπεζάκι τους, σκυμμένοι
να καταστρώνουν τα πλάνα τους και να μοιράζουν τα φραγκοδίφραγκα
που τους άφηναν οι αφελείς που έψαχναν να βρουν τον ‘’παπά’’.
Μέχρι και το εργαλείο της δουλειάς τους φιλοξενούσε στο πατάρι του ο κυρ Μιχάλης, την μεγάλη κούτα από τηλεόραση που επάνω της ακουμπούσαν
την αδρεναλίνη τους και τα φράγκα τους οι πελάτες.
Το στέκι του ξεπουπουλιάσματος ήταν συνήθως στην πλατεία Λαυρίου… καλό στέκι, ανοιχτό, οι τσιλιαδόροι είχαν περιφερειακή άποψη και είχαν
και αρκετές επιλογές για να το σκάσουν τρέχοντας μέσα στα γύρω στενά
αν τους εντόπιζε το μάτι κανενός αστυνομικού.
Κάπως έτσι τους έκανε τσακωτούς κάποιο απομεσήμερο Δευτέρας
η συνηθισμένη περιπολία από το δίδυμο των αστυνομικών και τους
έστρωσε στο κυνήγι.
Σκόρπισαν οι παπατζήδες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά ο
Σούλης ο Ωραίος με την γυναίκα του Μαμάκα έφτασαν τρεχάλα στο καφενεδάκι του κυρ Μιχάλη που εκείνη την ώρα έλειπε και ήταν η
Μαρία στην λάντζα να πλένει φλιτζάνια και ποτήρια.
Χίμηξε στο πατάρι του μαγαζιού ο Σούλης ξεπνοεμένος κι η Κικίτσα
τρέμοντας σαν το ψάρι έκανε να τον ακολουθήσει να κρυφτεί κι αυτή επάνω.
Η Μαρία έξυπνο κορίτσι ήταν, άκουσε και φωνές απ’ έξω … κατάλαβε.
«Κάτσε εδώ στο τραπέζι» πρόσταξε την Κικίτσα που σωριάστηκε η
καημένη καθώς δεν την κρατούσαν τα πόδια της από την αγωνία.
Έβγαλε η Μαρία από την λάντζα δυο φλιτζάνια άπλυτα με τον ντελβέ
ακόμα στον πάτο και δυο ποτήρια μισοάδεια και τα έβαλε στο τραπέζι
εμπρός από την Κικίτσα και κάθισε κι αυτή δίπλα της, τάχα μου πως
ήτανε φιλενάδες κι έπιναν ήσυχα κι ωραία τον καφέ τους.
Έπιασε και το παγωμένο χέρι της Κικίτσας που έτρεμε και της έκανε
νόημα με τα μάτια, να μη φοβάται.
Μπούκαρε στον καφενέ ο ένας αστυνομικός, με μάτι άγριο ασθμαίνοντας
από την τρεχάλα, είδε τις δυο γυναίκες να έχουν πιει τον καφέ τους,
ρώτησε αν πέρασε κανένας τρέχοντας από κει και η πιο μικρή του έδειξε
την γωνία προς την Πατησίων και έφυγε πάλι τρεχάλα να φτάσει το
ζευγάρι που του ξέφυγε.

Από εκείνη την ημέρα λες και η Μαρία έγινε ο δικός τους άνθρωπος.
Δεν σταματούσαν τις ψιθυριστές κουβέντες τους όταν τους σέρβιρε,
ούτε την κοίταζαν λοξά με υποψία και το καλύτερο ήταν πως και η
Μαρία τους είδε πια με άλλο μάτι. Είχε δίκιο ο κυρ Μιχάλης… δεν είχαν
καμία ευκαιρία αυτοί οι άνθρωποι και ποια θα ήταν αυτή που θα τους έκρινε;
Ένα πρωί που γύριζε στο μαγαζί από την Βαρβάκειο που την είχε
στείλει ο κυρ Μιχάλης για ανεφοδιασμό του μαγαζιού, φορτωμένη
καθώς ήταν με τις σακούλες ένοιωσε δυο χέρια να της αρπάζουν το
βάρος κι όπως γύρισε θυμωμένη να φωνάξει είδε τον Σούλη τον Ωραίο
να της κουβαλά τα ψώνια της.
«Δεν είναι ανάγκη, τα καταφέρνω» του είπε κι εκείνος την κοίταξε με το
πάντα συνοφρυωμένο του ύφος.
«Προχώρα κοπελιά, έχουμε και δουλειά» και την πήγε μέχρι το μαγαζί.
Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός… κι ένα μεσημέρι που τους είδε ο
κυρ Μιχάλης να μετράνε και πάλι τα φραγκοδίφραγκα , δεν κρατήθηκε.
« Βρε Σούλη, υδραυλικός να γινόσουν πιο πολλά θα έβγαζες, πόσο
θα κάνεις ακόμα τον ''παπά'' ;»

Τον κοίταξε περίεργα ο Σούλης ο Ωραίος τον κυρ Μιχάλη, τόσα χρόνια
αυτός είχε μάθει στην νύχτα, στα πεζοδρόμια, ούτε που είχε σκεφτεί
να κάνει κάτι … εντός ορίων και νόμων.
Σήκωσε τους ώμους του και συνέχισε το μέτρημα.

Λίγους μήνες μετά η παρέα των παπατζήδων διέλυσε. Τους κυνηγούσαν
πια ανελέητα, δεν μπορούσαν να στήσουν πουθενά τον ‘παπά’, άλλαζαν
κι οι εποχές … ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του και χάθηκαν από το μαγαζί.
Κάποτε έμαθε ο κυρ Μιχάλης ότι ο Σούλης ο Ωραίος είχε ανοίξει ένα
μαγαζάκι με υδραυλικά εκεί κοντά στην στοά του Μπροντγουαίη στην
Αγίου Μελετίου. Όχι κάτι σπουδαίο, μια τρύπα ήταν αλλά έβγαζε
μεροκάματο, είχε γίνει και οικογενειάρχης, παντρεύτηκε, έκανε κι έναν γιο
και φρόντιζε πια να μην κάνει κι αυτός τα λάθη του πατέρα του.

.......................

«Αλήθεια κυρ Μιχάλη, γιατί τον λένε Ωραίο ;» Ρώτησε η Μαρία μια μέρα
τον κυρ Μιχάλη καθώς τον Σούλη μόνο ωραίο δεν θα τον έλεγες, με το μακρουλό του πρόσωπο όλο γωνίες και τα αλογίσια δόντια. Άσε το μόνιμα στριφνό του ύφος.
Χαμογέλασε εκείνος και φώναξε προς την παρέα που έπινε τα ουζάκια της
μετά το πέρας της … εργασίας.
«Σούλη, ωραίο το μαλλί σήμερα!»
«Είδες , είδες κυρ Μιχάλη; Πήρα καινούργιο σαμπουάν» απάντησε
με καμάρι ο Σούλης κι έβγαλε από την κολότσεπη το χτενάκι κι
έστρωσε το μαλλί του.
Γύρισε ο κυρ Μιχάλης κι έκλεισε πονηρά το μάτι στην Μαρία… κι εκείνη έσκασε στα γέλια.

















                                                                               Levina



Οι αυτοτελείς ιστορίες του καφενέ ήταν μια ιδέα της Μαρίας Κανελλάκη 
κι η  Αριστέα έχει αναλάβει τον συντονισμό των ιστοριών!! 
Συμμετέχουν τα εξής ιστολόγια:

Δημήτρης Ασλάνογλου
Αγριμιώ
Έλενα
Xris Kat
Κική
Sofia
Μαρία Νι
Γεωργία
Κάτια
Lysippe
Γλαύκη
Κατερίνα Βερίγκα
Levina
Δέσποινα
Katerina Koko
Κλαυδία
Έλλη
Κατερίνα Βαλσαμίδη
Μαριλένα
me Maria
Μαρία Κανελλάκη
Μαρία Έλενα
Φλώρα
Πέτρος
@ριστέα


Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...