Λίγους
μήνες μετά
Κάθομαι
στο προαύλιο του Σχολείου , πίσω από
πράσινη κουρτίνα που έχουμε στήσει για
παραβάν και πρώτη φορά νοιώθω να έχω
τόσο άγχος, ούτε στον οδοντίατρο δεν
έτρεμαν τόσο πολύ τα γόνατα μου καθώς
είμαι περιστοιχισμένη από έντεκα
πιτσιρίκια που
χοροπηδάνε
γύρω μου περιμένοντας οδηγίες .
Αναρωτιέμαι
πως θα τα καταφέρω να τα βγάλω πέρα μέχρι
το τέλος δίχως να καταρρεύσω από το
άγχος εκεί στην μέση της αυλής και να
γελάει μαζί μου όλο το χωριό που έχει
έρθει
να
παρακολουθήσει τις γυμναστικές μας
επιδείξεις .
Όχι
ψέματα, το ξέρω πως κανείς δεν θα γελάει
μαζί μου, θα τρέξουν όλοι να βοηθήσουν
και
θα τσαλακωθούν οι στολές των παιδιών,
θα γίνει ένας πανικός, θα χαλάσουν οι
γυμναστικές επιδείξεις εξ αιτίας μου!
Μα
τι βλακείες σκέφτομαι τέτοια ώρα? Σύνελθε
Άννα!
Παίρνω
βαθιά ανάσα και ρίχνω μια κλεφτή ματιά
στην αυλή που η Δευτέρα Τάξη της
Λένας
κάνει το δικό της πρόγραμμα με ασκήσεις
εδάφους.
Τα
παιδιά παίζουν με κορδέλες και στεφάνια
κάνοντας πολύπλοκους σχηματισμούς
κι
ανάμεσα τους είναι κι η Νανούκα μου
ντυμένη με το φούξια κορμάκι της , αυστηρά
προσηλωμένη στο πρόγραμμα της δεν
σηκώνει καν τα μάτια για να δει την
γιαγιά Μαρία
που
τηνκαμαρώνει από τις πρώτες θέσεις
παρέα με την Τζώρτζια που βγάζει συνεχώς
φωτογραφίες με την ολοκαίνουργια κάμερα
που αγόρασε αποκλειστικά γι αυτή την
ξεχωριστή ημέρα . Βλέπω γελαστά
πρόσωπα,φλας να ανάβουν αποθανατίζοντας
την κάθε στιγμή
των
παιδιών, τα βίντεο να έχουν πάρει φωτιά
κι εγώ με τα Τριτάκια μου
περιμένουμε
την σειρά μας με αγωνία .
Θυμάμαι...
Πόσο
διστακτικά έφτασα σε αυτό το μικρό
χωριό, πόσο φοβισμένη κατέβηκα από το
λεωφορείο κρατώντας σφιχτά το χέρι της
Νανούκας και πως μας κοιτούσαν όλοι
στον
καινούργιο τόπο που φτάσαμε, τόσο
περίεργα , ώστε ένιωθα τα μάτια τους
να
κολλάνε επάνω στο παλτό μου, να χώνονται
μέσα στο δέρμα μου ,να ψάχνουν
τις
σκέψεις μου.
Για
λίγο καθίσαμε να πάρουμε μια ανάσα στο
πρακτορείο που ήταν και το καφενείο
του
χωριού κι όταν ρώτησα πως θα βρω το
Δημοτικό Σχολείο, αμέσως μαθεύτηκε πως
«η
καινούργια κυρά Δασκάλα ήρθε» και τα
βλέμματα γλύκαναν, ερχόταν να μας
χαιρετήσουν,
να μας κεράσουν, να μας καλωσορίσουν.
Αφήσαμε
εκεί στο καφενείο τις βαλίτσες μας μέχρι
να βρω άκρη με το σχολείο,
να
παρουσιαστώ στον Διευθυντή για να πάρω
οδηγίες κι εκείνη την ημέρα γνώρισα
και
την Λένα την δασκάλα που είχε αναλάβει
την Δευτέρα τάξη που θα πήγαινε η Νανούκα.
Εκείνη
είχε ήδη δυο χρόνια στο χωριό, ήταν
βετεράνος μπροστά στα μάτια μου και δεν
ήξερα
αν έπρεπε να απελπιστώ εντελώς όταν
άρχισε να κουνάει με αποδοκιμασία το
κεφάλι
της όταν έμαθε πως δεν είχαμε κλείσει
κάποιο δωμάτιο για να μείνουμε
«
Θα μπορούσαμε να μείνουμε σε κάποιο
ξενοδοχείο» ήταν η δική μου άποψη που
έφερε παροξυσμό γέλιου στην καινούργια
μου φίλη …
«
Μα που νομίζεις πως ήρθατε;
>> με ρώτησε ανάμεσα στα γέλια της
...
το
κοντινότερο μέρος που διέθετε ξενοδοχείο
απείχε κανένα δίωρο!
Όπως
ήταν φυσικό για μια ακόμα φορά τα είχα
κάνει χάλια καθώς είχα πλάσει την
εικόνα
στο μυαλό μου πως θα βολευόμασταν άνετα
για λίγο σε κάποιο μικρό και φθηνό
ξενοδοχείο μέχρι να βρούμε ένα σπιτάκι
να νοικιάσουμε, μόνο που ούτε ξενοδοχείο
υπήρχε,
ούτε περίσσευαν σπίτια για νοίκιασμα
αφού οι άλλοι δάσκαλοι είχαν προνοήσει
να
νοικιάσουν ότι διαθέσιμη στέγη υπήρχε
στο χωριό.
«
Θα σε πάω στην κυρά Μαρία γι απόψε κι
από αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε με την
περίπτωση σου!» βρήκε την λύση η Λένα
κι άρχισα να γελάω ανακουφισμένη καθώς
ένα βάρος έφυγε από πάνω μου.
«
Μη χαίρεσαι, δεν ξέρεις τι δράκαινα
είναι, ο θεός να σε φυλάει αλλά μένει
μόνη της
σε
ένα τεράστιο σπίτι κι όλο και κάποιο
δωμάτιο θα έχει να σε βάλει. Εκεί έμενα
κι εγώ
πέρσι
αλλά ήταν πολύ παράξενη και δεν άντεξα»
Το
γέλιο μου κόπηκε αλλά όταν έχεις πάρει
master στην παραξενιά από μια Τζώρτζια
η
δράκαινα της Λένας θα με φόβιζε?
Το
σπίτι ήταν στην άκρη του χωριού, ένα
πέτρινο δίπατο με μια τεράστια αυλή
μπροστά .
Από
την είσοδο της αυλής μέχρι το σπίτι ήταν
παραταγμένοι σαν στρατιωτάκια ντενεκέδες
λαδιού , βαμμένοι κατάλευκοι κατάφορτοι
με Φθινοπωρινά λουλούδια .
Και
τότε την είδα να στέκεται στο κατώφλι
και να μας παρατηρεί, δράκαινα όχι
αστεία! Ψηλή , μαυροφορεμένη με γκρίζα
μαλλιά πιασμένα σε έναν αυστηρό κότσο
πίσω στον σβέρκο της, πρόσωπο βλοσυρό
, μάτια κατάμαυρα που πέταγαν φωτιές
καθώς μας παρατηρούσε να πλησιάζουμε
στο σπίτι της και στόμα σφιγμένο
πεισματικά που αρνιόταν να χαμογελάσει
.
Θα
είχα κάνει μεταβολή να φύγω τρέχοντας
αλλά να φοβηθώ μια ηλικιωμένη γυναίκα
ήταν
γελοίο γι αυτό προχώρησα με θάρρος, καλά
αστεία λέμε τώρα, δεν είχα καθόλου
θάρρος,
έτρεμα ολόκληρη,αλλά ήθελα να παραστήσω
την γενναία στην Νανούκα που
έχει
πιάσει σφιχτά το χέρι μου και κοιτά με
τρόμο τον δράκο που μας περίμενε .
Δεν
κατάλαβα τι ήταν εκείνο που την έκανε
να χαμογελάσει,μήπως το τρομαγμένο
ύφος
μου ή μήπως η Νανούκα που κρυβόταν στις
δίπλες του παλτού μου και φαινόταν
μόνο
η κορφή του κεφαλιού της και το ένα μάτι
που κοιτούσε κρυφά?
Μπορεί
να χαμογέλασε με το ξεφτισμένο κουνέλι
που κρεμόταν σαν πτώμα στην
αγκαλιά
της κόρης μου!! Πάντως χαμογέλασε κι ένα
χέρι με σκληρούς κάλους έσφιξε
το
δικό μου και μας καλωσόρισε στο σπιτικό
της.
Αντί
για καφέ μας έστρωσε τραπέζι κι άρχισε
να κουβαλά ένα σωρό πιάτα λες και μας
περίμενε κι εμείς ξεθεωμένες από το
ταξίδι και την ταλαιπωρία της ημέρας
δεν
σκεφτήκαμε
καν να φέρουμε αντίρρηση κι εκείνη
μπούκωνε την κόρη μου που έτρωγε
λες
κι είχα να την ταΐσω δέκα μέρες!
Η
Λένα αφού μας παρέδωσε στην ''δράκαινα''
έφυγε , πήγε στο χωριό να στείλει τα
πράγματα μας σαν να ήταν πια βέβαιο πως
δεν θα φεύγαμε πια από αυτό το σπίτι αν
και δεν είχαμε συζητήσει ούτε για
ενοίκιο, ούτε για το που θα κοιμόμασταν
.
Η
κυρά Μαρία μας έδωσε όλο το ισόγειο να
μένουμε με την Νανούκα,
δυο
κάμαρες που στην κάθε μια θα μπορούσα
να στριμώξω όλο το διαμέρισμα που
μέναμε
στην Αθήνα, με ένα μπάνιο τεράστιο «κοίτα
μαμά , ολόκληρη μπανιέρα έχει εδώ!»
και
κουζίνα που όσο έμεινα εκεί δεν χρειάστηκε
να χρησιμοποιήσω ποτέ, αφού εκείνη
ανέλαβε και την διατροφή μας γιατί όπως
έλεγε κουνώντας το κεφάλι «εσείς οι
Αθηναίες
δεν
ξέρετε να μαγειρεύετε και το παιδί
πρέπει να τρώει καλά κι εσύ πετσί και
κόκαλο είσαι!». Όσο για ενοίκιο , έμεινα
άφωνη όταν μου ζήτησε σχεδόν τα μισά
από όσα πλήρωνα στο προηγούμενο σπίτι.
Ήταν
πολύ καλύτερα από όσο μπορούσα να το
φανταστώ και πως θα μπορούσε να φτάσει
ποτέ η φαντασία μου τόσο μακριά, σε μια
άγνωστη γυναίκα που μας σκέπασε με τις
φτερούγες της και μας φρόντιζε σαν να
είμαστε η κόρη και η εγγονή της!
Επιτέλους
ζούσα, ανάσαινα, χαμογελούσα ... έκανα
μια καινούργια αρχή!
Εκείνο
το ίδιο βράδυ που φτάσαμε, όταν έβαλα
την Λιλίκα για ύπνο, στο καινούργιο της
κρεβάτι που μοσχοβολούσε σαν να είχε
απλώσει κάποιος επάνω στα κατάλευκα
σεντόνια όλα τα λουλούδια της γης,
αγκάλιασε σφιχτά τον Σοκολάτα και με
νυσταγμένο ύφος μου ψιθύρισε
«μη
φύγουμε μαμά από εδώ μου αρέσει η γιαγιά
Μαρία»
Ούτε
κατάλαβα πότε προβιβάστηκε η δράκαινα
κυρά Μαρία σε γιαγιά Μαρία!
Μάλλον
τις ώρες που την κρατούσε τρυφερά αγκαλιά
και την μπούκωνε ξεροτήγανα
και
τραγανές πατάτες ή όταν της έδωσε μια
χειροποίητη πλεγμένη παιδική κουβερτούλα
για
να τυλίξει τον Σοκολάτα της?
Αργότερα
καθόμαστε μόνες μας με την γιαγιά Μαρία
πλάι στην ξυλόσομπα μασουλώντας φρέσκα
καρύδια και πίνοντας σπιτικό κρασί .
Το
ξημέρωμα μας βρίσκει ακόμα να συζητάμε
και το περίμενα πως κάποια στιγμή θα
έφτανε
η ώρα της ερώτησης «ο άντρας σου θα
΄ρθει?» και αυτό μου έδωσε την ευκαιρία
να
ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα της ζωής
μου και να της πω χωρίς περικοπές
από
πού ερχόμουν και ποια ήμουν . Δεν της
έκρυψα τίποτα, δεν ήθελα να ξεκινήσω
την
φιλία
μας με αυτήν την ντόμπρα Κρητικιά με
φθηνές δικαιολογίες και παραλείψεις.
Θα
άφηνα εκείνη να διαλέξει αν ήθελε να με
κρατήσει με το παιδί μου κοντά της ή
να
μας πει να φύγουμε.
Εκείνη
όμως κούνησε αδιάφορα τους ώμους «τα
λάθη για τους ανθρώπους είναι» σα
να
μη της είχε κάνει τίποτα εντύπωση από
όσα άκουσε κι από τότε δεν μας άφησε από
τα
χέρια της. Έτσι απέκτησα μια δεύτερη
Τζώρτζια να μας προσέχει κι η Νανούκα
απέκτησε
μια ακόμα γιαγιά, που την ακολουθούσε
σαν σκυλάκι όπου πήγαινε εκείνη.
Μαζί
της η ζωή ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα
από όσο μαζί μου,γιατί η γιαγιά Μαρία
«έπλεξε
και παλτό στον Σοκολάτα μαμά και ξέρει
να κάνει τις πιο ωραίες τηγανιτές πατάτες
,μου λέει ξένα τραγούδια (οι Κρητικοί
ιδιωματισμοί φάνταζαν ξένες γλώσσες
για
την κόρη μου) και με πάει και βόλτες στα
ζωάκια να παίζω» τα ζωάκια ήταν οι κότες
που
είχε η γιαγιά Μαρία στην πίσω αυλή ,
κατσίκες και πρόβατα που έβοσκαν παντού
γύρω
από το χωριό και που η κορούλα μου δεν
είχε δει ποτέ της μέχρι τότε παρά μόνο
σαν
ζωγραφιές στα παραμύθια.
«Είστε
καλά κυρία Άννα, είναι έτοιμα τα παιδιά?»
συνέρχομαι από
το
ονειροπόλημα μου και βλέπω τον κ.
Διευθυντή να με κοιτά ανήσυχος.
«Μάλιστα
, μια χαρά όλα, μην ανησυχείτε καθόλου»
Ρίχνω μια κρυφή ματιά
στην
αυλή νομίζοντας πως έχει φτάσει η σειρά
μας και δεν το έχω καταλάβει ,
όμως
το πρόγραμμα της Δευτέρας Τάξης θέλει
ακόμα δέκα λεπτά για να τελειώσει.
Η
Λένα δίνει τα παραγγέλματα και βλέπω
όλο το άγχος που ζωγραφίζεται
στα
μάτια της για τα παιδιά της. Άραγε κι
εγώ το ίδιο βλέμμα έχω?
Μάλλον
γιατί βλέπω την γιαγιά Μαρία να με κοιτά
επίμονα και να μου γνέφει καθησυχαστικά
. Της στέλνω ένα φιλί για να μην ανησυχεί
και γυρίζω ν’ ασχοληθώ
με
τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Ξέρω
πως κι εκείνη σήμερα έχει πολύ αγωνία,
όχι μόνο για το αν θα τα πάει καλά η
Νανούκα
μας ή πως θα τα βγάλω πέρα στις πρώτες
μου γυμναστικές επιδείξεις ,
περιμένει
τον γιο της, μετά από τρία χρόνια που
έχει να τον δει και είναι τόση η
χαρά
της που όλη την χθεσινή μέρα την περάσαμε
στην κουζίνα να ετοιμάζουμε τα φαγητά
της
σημερινής γιορτής. Γιατί αυτή η μέρα
είναι για όλες μας γιορτή.
Για
την γιαγιά Μαρία, για την Τζώρτζια, για
την Νανούκα μας, για εμένα, ακόμα και
για
εκείνον τον γιο που έφυγε θυμωμένος με
την μητέρα του πριν χρόνια και τώρα πια
επιστρέφει.
………………………………….
Γιαγιά
Μαρία
«
Τόσα
χρόνια σε ένα άδειο σπίτι, στερημένο
από γέλια, από γιορτές,
τραπεζώματα.
Έφυγε αδικοχαμένη η Φωτεινή μου κι
έμεινε
η
σκιά της να βαραίνει τις ζωές μας, να
σέρνεται πάνω στους τοίχους,
να
αρπάζεται απ΄ τους φράκτες, να μη θέλει
να μας αποχωριστεί
και
την άκουγε ο κύρης της, την έβλεπε τα
βράδια να τριγυρίζει κάτω
στην
αυλή και να τον καλεί κοντά της κι αυτός
δεν το άντεξε, κάποια
βραδιά
την ακολούθησε κι από τότε σαν τον πήρε
μαζί της ηρέμησε
η
ψυχή της και χάθηκαν κι οι δυο αφήνοντας
μας ολομόναχους
κι
αυτό το παιδί να μη θέλει να κάτσει κοντά
μου.
«Στοίχειωσε
το σπίτι μάνα» να μολογά και να θέλει
να φύγει μακριά
να
βρει σε άλλο μέρος την τύχη του. Πώς να
το σταματήσω, να του
κόψω
τον δρόμο και έτσι του ‘δωσα την ευχή
μου κι απόμεινα μονάχη
στις
άδειες κάμαρες. Μόνο τα γράμματα του
είχα για συντροφιά
μα
πώς να γεμίσει η καρδιά με λέξεις
σκαλισμένες στο χαρτί?
Χρόνια
πέρασαν, αραίωσαν και τα γράμματα, μόνο
στο τηλέφωνο
ν΄
ακούω την φωνή του και πώς να καταλάβω
αν είναι καλά μέσα
από
τις γραμμές?
Σαν
ήρθε κάποτε να με δει ήθελε να με πάρει
μαζί του , εκεί
που
είχε ριζώσει εκείνος, στην πόλη … μου
μίλαγε για την ζωή του,
για
το σπίτι του, για τις σπουδές που έκανε
και πως είχε προκόψει
σε
όλα του, πως τίποτα δεν θα μου έλειπε μα
και εδώ που ήμουν
πάλι
τίποτα δεν μου έλειπε, μόνο εκείνος ήταν
μακριά μα και
πώς
να πισωγυρίσει πια στο χωριό ! Δεν τον
χώραγε πια ο τόπος,
μικρός
του έμοιαζε .
Διαφορετικές
οι ζωές μας και θύμωσε σαν του το είπα.
Θυμωμένος
έφυγε μαζί μου « δεν θα μπορώ να βρω
ησυχία, την έννοια σου
θα
έχω που θα σαι μονάχη εδώ» δεν κατάλαβε
πως σαν αυτός
δεν
είχε θέση στο χωριό μας έτσι κι εγώ δεν
είχα θέση στην πόλη του.
Μήνες
έκανε να μου τηλεφωνήσει , με έβαλε
τιμωρία που δεν είχα
την
θέληση να τον ακολουθήσω …
Ήρθε
αυτό το κορίτσι και γέμισε φωνές και
γέλια πάλι το σπίτι
κι
ας το είχα πάρει απόφαση να μη ξαναδώσω
δωμάτιο σε κανέναν
ξενομερίτη
παρά μόνο σε ανάγκη. Δεν τις μπορώ τις
ερωτήσεις
κι
οι ξένοι θέλουν όλα να τα μαθαίνουν.
Μα
σαν τις είδα να ‘ρχονται, εκείνη τόσο
αδύνατη σαν το κλαρί
της
μουριάς με φοβισμένο βλέμμα , να κρατά
το κοριτσάκι της
από
το χέρι, κατάξανθο σαν την Φωτεινή μου
στα παιδικά τα της,
με
έναν βρώμικο πάνινο κούκλο αγκαλιά
ράγισε η καρδιά μου, πώς να
τις
αφήσω να φύγουν? Φτερούγισε η ψυχή μου
με το παιδί σαν
κάθισε
στην ποδιά μου, όλα θα της τα ‘δινα αν
μου τα ζήταγε
φτάνει
να την κρατούσα κοντά μου, τόσο χάρηκα
κι όταν
η
δασκαλίτσα άρχισε να μιλά χωρίς
περιστροφές να μου λέει
για
την ζωή της ένοιωσα πως ένα χέρι έψαχνε
να την ακουμπήσει,
να
της δώσει κουράγιο, προστασία ήθελε κι
ας μη το παραδεχόταν.
Τζάμπα
θα τις κρατούσα στο σπίτι , ότι ήθελε να
το χει, μα ήταν
περήφανη
και θα ήταν προσβολή να της το πω ,γι
αυτό παίρνω
τα
λεφτά που μου δίνει , μα δεν έχω αγγίξει
ούτε δεκάρα από αυτά,
άνοιξα
βιβλιάριο για το κοριτσάκι της κι όταν
φτάσει η ώρα θα το
μάθει
και θα μου θυμώσει. Θα το συζητήσουμε
πρώτα με την
μάνα
της, εκείνη θα καταλάβει και μετά θα
δούμε πως θα της
το
πούμε.
Πόση
χαρά είδα πια και τώρα που γυρίζει το
παιδί μου,
Παναγιά
μου τι περισσότερο να θελήσω?»_
...............................................................
Έτοιμοι?
Ρωτάω και βλέπω γύρω μου τα ξαναμμένα
προσωπάκια , τα ματάκια
που
γυαλίζουν από προσμονή . Περιμένουν το
δικό μου σύνθημα…
«
Εμπρός καμάρια μου» φωνάζω και βγαίνω
μαζί τους στην αυλή …
τα
αγόρια μου είναι τα σκυλάκια και τα
κορίτσια οι γατούλες και να οι τούμπες
στα
στρώματα και τα κυνηγητά ανάμεσα από
τα στεφάνια … ένα μήνα ράβαμε
στο
σαλόνι της γιαγιάς Μαρίας τις στολές
των παιδιών, ερχόταν από το πρωί
οι
μανάδες , πέντε ραπτομηχανές δούλευαν
μέχρι αργά τα απογεύματα για να
ετοιμαστούν
όλα για την γιορτή αυτή.
Για
μισή ώρα έτρεχα μαζί τους πάνω κάτω,
τους δίνω τα παραγγέλματα, τους
θυμίζω
τις σειρές κι όταν κάναμε το εντυπωσιακό
μας φινάλε με το διπλό άλμα
της
Γιωργίας επάνω από τις πλάτες των αγοριών
και άκουσα το ζεστό χειροκρότημα
επιτέλους
όλα τελείωσαν κι αναστέναξα ανακουφισμένη
, καταϊδρωμένη
ευτυχισμένη
!
Η
γιορτή μας τελειώνει με τους παραδοσιακούς
χορούς.
Ανάμεσα
στα παιδιά και η Νανούκα ντυμένη
Κρητικοπούλα με την φορεσιά που της
έδωσε
η γιαγιά Μαρία.
Την
έβγαλε κλαίγοντας από το σεντούκι που
έχει στην κάμαρα της και την φόρεσε
στην
κόρη μου «της Φωτεινής μου ήταν μα τώρα
σου ανήκει καρδιά μου» κι η Νανούκα
πέταξε στην άκρη τον Σοκολάτα της και
καμάρωνε στους καθρέφτες φορώντας την
όμορφη στολή με τα κεντήματα και τα
φλουριά που χτυπούσαν σε κάθε της βήμα,
χωρίς να την αποχωρίζεται για μέρες
περιμένοντας ανυπόμονα την γιορτή να
χορέψει ανάμεσα στα
άλλα
παιδιά .
Η
γιαγιά Μαρία παρέα με την Τζώρτζια
καμαρώνουν κλαίγοντας για τους δικούς
της
λόγους
η κάθε μια και συνάμα γελάνε με τα σκέρτσα
των παιδιών και χτυπάνε
παλαμάκια
στον ρυθμό της μουσικής κι εγώ πάω να
καθίσω ανάμεσά τους και τις αγκαλιάζω
.
Είναι
οι μαμάδες μου.
«Ο
Κωσταντής , ο Κωσταντής ήρθε» φωνάζει
η γιαγιά Μαρία και μας δείχνει έναν
νέο
γελαστό άντρα που στέκεται παράμερα ,
ανάμεσα στον κόσμο και κουνάει το χέρι
του χαιρετώντας προς το μέρος μας.
Επιτέλους,
εμφανίστηκε ο άνθρωπος για τον οποίον
ξέρω τα πάντα αφού η μάνα του
δεν
σταματά να μιλά γι αυτόν !
Η
ματιά του μας αγκαλιάζει όπως καθόμαστε
όλες μαζί και τελικά καρφώνεται επάνω
μου.
Για
λίγο μένουμε ξαφνιασμένοι να κοιταζόμαστε,
σαν να σταμάτησε η μουσική, σαν να
σταμάτησε η καρδιά μου, σαν να θόλωσε η
αυλή,σαν να χάθηκαν όλα ένα γύρω και
μόνο
το
χέρι της γιαγιάς Μαρίας που με σκουντάει
στα πλευρά με συνεφέρει.
«Είδες
λεβέντη γιο που έχω?» με ρωτά και διακρίνω
μια πονηρή λάμψη
στα
μάτια της.
Θέλω
να γελάσω δυνατά, με πνίγει αυτό το γέλιο
που είχα ξεχάσει πως είναι.
Θα
έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το Καλοκαίρι
σκέφτομαι ...
η
ζωή είναι τόσο όμορφη …
ξανασκέφτομαι
πως θέλω να φιλήσω όλο
τον κόσμο !
Και
....
Νομίζω
πως ξέρω από ποιόν θα αρχίσω … τα φιλιά
!
___ ΤΕΛΟΣ
Levina