17.10.12

Γράμμα πειρατικό






Λάθρα γράφω 
σαν πειρατής των δρόμων
και μετράω ανάσες
ανάσες κοφτές λαχανιασμένες
ανάσες πνιχτές σαν να κάνω έρωτα
ανάσες γαλήνιες λες και ξαπλώνω
κάτω από τον ήλιο ράθυμα
κι αφήνω τα πουλιά να κάθονται
στα γυμνά μου μέλη 
παραμένω ακίνητη μη και τρομάξουν'
και περνάνε τα μελτέμια κάτω από τις χαραμάδες
βροντάνε επάνω στα παραθυρόφυλλα
σφυρίζουν ανάμεσα στις σπασμένες σανίδες
στο πάτωμα αλλά εγώ ακόμα
τις ανάσες μου μετράω μαζί με τις λέξεις
που σου γράφω για σπίτια και αέρηδες
και δεν με νοιάζει αν τα δεις
λέξεις είναι
χτυπιούνται επάνω στα φύλλα του χαρτιού
που τσαλακωμένο θα το βάλω στην τσέπη μου
τσαλακωμένο θα φτάσει στα χέρια σου
και θα λερώσεις τα δάχτυλα σου
στο κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών μου
ένα φιλί που έβαλα
εκεί κάτω στην γωνιά της σελίδας
ένα πειρατικό φιλί
κλεμμένο σαν ύστατος λόγος
σ΄ ένα τέλος που δεν ειπώθηκε ποτέ.



                                                Levina





16.10.12

τα βράδια που χάνομαι







Για τα βράδια θα σου πω, αυτά που χάνομαι
και κρύβομαι στο πάρκο με τα Πεύκα.
Αυτό το πάρκο που στέκεται  ήσυχα αθέατο
στην μέση μιας  πόλης που την γέννησαν
οι ρύποι των ανθρώπων και οι ήχοι των λόγων
Αυτό που οι θόρυβοι από τις μηχανές δεν
φτάνουν να θροΐσουν τα φύλλα των δέντρων του
Καλύτερα σαν νυχτώνει σου λέω
να κάνεις την βόλτα σου σ΄ αυτό παρά την μέρα
να παρακολουθείς την μελαγχολία του να στάζει 
σαν λερωμένο δάκρυ  στις άκριες των κλαριών


Οι φύλακες κλείνουν τις πόρτες μόλις σκοτεινιάζει
αλλά εγώ ξέρω μια γωνιά  κρυφή και χώνομαι
κάτω από το χαλασμένο συρματόπλεγμα όπως
τα αδέσποτα ζώα που μπαίνουν για να βρουν
καταφύγιο στις ρίζες των θάμνων ‘
έτσι κι εγώ αντάμα μ’ ένα γέρικο σκυλί
που με κοιτά καχύποπτα σέρνομαι
κάτω από τον φράκτη και μπαίνω
στον παράδεισο μιας νύχτας αφέγγαρης
μιας νύχτας άναστρης
μιας νύχτας κενής που την  ορίζει
ένας ξεθωριασμένος κίτρινος θόλος
από τα δυνατά φώτα της πόλης που
κρύβουν τον αληθινό ουρανό όπως
την ορίζουν και τα σιδερένια φανάρια
στις άκρες των μονοπατιών.
Στην πόλη το ξέρεις πια η νύχτα δεν  είναι νύχτα,
την υποθέτω πως υπάρχει γύρω μου
όπως κι οι σκιές που δημιουργούν φαντάσματα
και χέρια κλαριά απλώνονται να μ΄ αρπάξουν
μ΄ ένα βρυχηθμό μπλέκονται στα ιερόσυλα
βήματα που κάνω επάνω στο αιώνιο χώμα
Πικροδάφνες ανθισμένες αρώματα σκορπίζουν
μπερδεύονται με την αψιά μυρωδιά των ούρων
 αυτή την μυρωδιά που δεν μπορεί να την καλύψει
ούτε η νύχτα με τα σκοτάδια της.
Ούρα από αδέσποτα σκυλιά, αδέσποτες γάτες,
αδέσποτους ανθρώπους που αφήνουν  τα σημάδια τους, 
στα τσιμεντένια δρομάκια , στους κορμούς των δέντρων,
στο διψασμένο χώμα , μια μυρωδιά που σε ποτίζει
και αρρωσταίνει τους πυρήνες των κυττάρων σου

Περιμένω να δω άντρες και γυναίκες να έχουν
μπει κλεφτά  στο πάρκο  όπως κι εγώ , να
ομολογούν τον ερωτά τους σε κάποιο παγκάκι
αλλά το ανθρώπινο γένος δεν προλαβαίνει
ν΄ αγαπηθεί, είναι λιγοστός ο χρόνος ο ελεύθερος
κρύβονται πίσω από το δικό του δέντρο ο καθένας
κάνουν έρωτα επάνω στα παγκάκια που κρύβουν
στην σκέψη τους ‘ εικόνες από αναμνήσεις χρόνων’
λένε το σ΄ αγαπώ πίσω από τόνους μπετόν και σίδερα
χωρίς να τους αγγίζει το σκοτάδι , χωρίς να ψάχνουν
ν΄ ανακαλύψουν το φεγγάρι από ποια γωνιά φαίνεται
αυτό το φεγγάρι που σφραγίζει τους όρκους αγάπης.
Βιάζονται,  βιάζονται πολύ , τόσο πολύ σου λέω
που δεν προλαβαίνουν για να ζήσουν
κι όταν πεθαίνουν δεν προλαβαίνουν να τους θάψουν.


Ένας άντρας βγαίνει παραπατώντας μέσα
από τις σκιές των δέντρων, πίσω από τα κουρέλια του
διακρίνω την γυμνή του σάρκα, μεθυσμένος ή άρρωστος
τρελός θα είναι κι ένα κοπάδι από σκυλιά ξωπίσω του
τρέχει κι εκείνο πότε από εδώ, πότε από κει αλυχτώντας
Πολύ αργά για να τον αποφύγω’ με ρωτάει
 ––  τον ουρανό τον είδες ? που είναι ο ουρανός μου
γαμώ την πουτάνα μου?
Κάνω μια κίνηση απελπισίας με τους ώμους,
Λυπάμαι μα δεν ξέρω τι να απαντήσω
με κοιτά  με μάτια που κυλούν φαρμάκι κι απομακρύνεται
 ––  άι σιχτίρ 
τον ακούω να φωνάζει καθώς χάνεται στις σκιές
μαζί με το κοπάδι των σκυλιών ξωπίσω του
Κι αυτός την νύχτα του αναζητά χαμένος
ανάμεσα σ΄ ένα πλήθος ανώνυμο που παραπαίει
ανάμεσα στην γέννηση και στον θάνατο.


Παρακαλάω να πιάσει μια βροχή να με καθαρίσει
προτού περάσω και πάλι το συρματόπλεγμα
να πέσουν οι σταγόνες από τον ουρανό και να
παρασύρουν τα θροΐσματα , τα βουητά, τις λέξεις
Η ώρα πέρασε
ίσως και να ξημερώνει
τρέχω να προλάβω προτού ανοίξουν οι πόρτες
να φύγω να βγω στην λεωφόρο και μαζί μου
γλιστράνε κι άλλες  σκιές σαν εμένα μέσα από
τα σύρματα’ 
κανένας δεν κοιτάει κανέναν
σιωπηλοί χανόμαστε σε διαφορετικούς δρόμους
γεμάτοι ενοχές που κλέβουμε τα σκοτάδια
του πάρκου



                                                          Levina





10.10.12

η Χορταρένια





tumblr_mbhdh8cUud1rd7320o1_500



Χορταρένια  πλεγμένη από ξερά φύλλα
κλαριά μ΄ αγκάθια  κι ένα στεφάνι στα
λουλουδοπέταλα μαλλιά καμωμένο από
πλεγμένα φύλλα αγριλιάς  
κλαριά τσακισμένα στάζουν  χυμούς ζωής
σαν αίμα από φλέβες κομμένες ρέουν
ποτίζοντας  στέρφο  γκρίζο χώμα
ανάμεσα σε ψίθυρους  καλόβολων  παιδιών
που ροβολούν με κουρνιαχτό και ήχους
τραγουδιών από φιδίσιους δρόμους
ανάμεσα σε περιπλανώμενους διαβάτες  
καβάλα σε άτια περήφανα  κρατώντας
στο ένα τους χέρι δόρυ χρυσό και στο δεξί
τσεκούρι' απάνθρωπο αίμα και χολή να στάζει
ανάμεσα σε δέντρα χιλιόχρονα πανώρια
που σ’  απόκρημνους γκρεμνούς λικνίζονται 
και σε κοιλάδες' κατοικίες απόκοσμων μορφών
σε λίμνες δακρύων να καθρεφτίζονται
το πόδι απλώνει  η  Ιέρεια των ανθέων
σκορπίζοντας   στο διάβα της λεβάντες ,
μελισσόχορτα και μανδραγόρες
Ιέρεια δίχως ναό
Ιέρεια δίχως Θεό
προσφορά σε άλικο ουρανό ψυχή
να στάζει  ποτίζοντας κάθε φύτρα της
ανάμεσα σε στράτες γήινες κι επουράνιες
λάβαρο σηκώνει' σπόρο ζωής προσμένοντας
των καταχθόνιων τον αφανισμό στους χρόνους
τους επόμενους
Χορταρένια  καμωμένη  από φύλλα ξερά
αθόρυβα της προσμονής  δρόμους προσφέρει
φυλλομετρώντας της προδοσίας τις αμυχές.



                                                                                           Levina










6.10.12

ψευδαισθήσεις




                                                                                                                                            valeriesphotography.com




οι ψευδαισθήσεις μου ελπίδες μακρινές
άπληστα τις νύχτες να ρουφάω
της μοναξιάς μου τον ιδρώτα
κι οι  σταγόνες του καυτές 
κάρβουνα που φυλάω αναμμένα
εντός μου
κι όταν στου πόνου τον παροξυσμό εγώ σφαδάζω
εσύ με θάλασσες το στόμα να μου βρέχεις
ξανά και ξανά
σε έναν αέναο κύκλο
-σώπα
κι  εσύ να μου φωνάζεις σώπασε
-σώπασε
και άλλαξε η γη μου λες δεν θα γυρίζει πια επίπεδη θα γίνει
με μιαν ανάσα να την τριγυρνάς
-σώπασε
και οι γαλαξίες στα πόδια σου θα σωριαστούν προσκύνημα
σεβαστικό  στην ύπαρξή σου την αιώνια
-σώπασε
τα αστέρια κατρακυλήσανε στο στόμα, στα μάτια σου,
κομμάτια σπάνε για το δικό σου το γυμνό κορμί
-σώπασε
κι όλα για χάρη σου θ΄ αλλάξουν ’ στο έρεβος
θα βυθιστεί η μήτρα που γεννά πληγές κι εγώ
στο πλάι σου θα μείνω
θεματοφύλακας των ευχών σου των ονείρων σου φρουρός.
-σώπασε κι αποκοιμήσου
Αυτά μου φώναζες
μα
ψευδαισθήσεις ήτανε


                                                                                                                                     Levina







3.10.12

Κάπου ... κάποτε ...









Χαράματα κι ένα ρούχο πρόχειρο έριχνε
ίσα που να σκεπάζει το γυμνό κορμί 
χωρίς να το προσέχει τι την έντυνε ,
φτηνό  λινό ή ακριβό μετάξι
και πάλι  με πόδια ξυπόλητα  έβγαινε
τις ώρες που τα πρώτα φώτα
ανάβαν στα νυσταγμένα σπίτια
και μύριζε μαύρος καφές και πρωινό φιλί.
Χάζευε στον ουρανό τους μενεξέδες
που μοίραζε του ανύπαρκτου ακόμα ήλιου
το πρώτο φως και σπάνια κοιτούσε χαμηλά
εκεί που τα πόδια της πατούσαν ,
τις λακκούβες με βρομόνερα στη άσφαλτο,
φύλλα ξερά  σπασμένα γυαλιά από
μεθυσμένα μπουκάλια κι αποτσίγαρα
σε τρύπες  που ήταν γεμάτες άνυδρο χώμα
και φυματικά κλωνάρια που λαίμαργα
ζητούσαν δυο σταγόνες  σάλιου για να ζήσουν
Δρασκελώντας τα εμπόδια χορεύοντας άπλωνε
την πραμάτεια της τους ήλιους τα φεγγάρια της
το γυμνό της βλέμμα την βραχνή φωνή της
Όλοι το είπανε μετά  πως την είχαν ακούσει 
μα κανένας να περιγράψει δεν μπορούσε
το πώς αξημέρωτα σε δρόμους απόκρημνους
οι νότες κυλούσαν αντάμα με τα πόδια της
π΄ ανάλαφρα βάραιναν την γη
και γύρω από τις γάμπες της  τυλίγονταν
δυο κόκκινες φτερούγες

Την ονομάτισαν τρελή αδέσποτη στιγμή του χρόνου
γυρίζαν τα κεφάλια αλλού  και  μακριά της έτρεχαν
χωμένοι στα χοντρά τους ρούχα.  Που ακούστηκε
στο καταχείμωνο αξημέρωτα μια ξυπόλητη γυναίκα
να χορεύει στους άδειους κρύους της πόλης δρόμους?

                                                                                                                                                                 Levina








30.9.12

madness



Τα σιδερένια κάγκελα έκοβαν φέτες τον ουρανό του.
Σήκωσε ψηλά την γροθιά του αναθεματίζοντας
τον  χρόνο , τον ήλιο, το φεγγάρι, την ζωή
που του τα έδωσε όλα και δεν του άφησε τίποτα
η φαλλοκρατική του φύση δεν μπορεί να ανεχτεί
την αποτυχία του θηριοδαμαστή που δοκίμασε
της λιονταρίνας του τα νύχια κι  η ξανθιά κοτσίδα
που έχει τυλιγμένη στο άλλο χέρι είναι τόσο ζωντανή
που την αισθάνεται να τρέμει ανάμεσα στα δάχτυλα του.
Δεν υπάρχει φόβος στα μάτια του θηρίου και
αυτή η μικρή σταγόνα σάλιου που κρέμεται
στο πλάι των χειλιών  φαντάζει  ζωογόνο νερό
στην μέση της ερήμου  ‘ σχεδόν την μίσησε αυτή
την ρόδινη μικρή γλώσσα που φάνηκε ανάμεσα
στα κατακόκκινα χείλη κι έγλυψε την σταγόνα που
προοριζόταν για να τον ξεδιψάσει  και βάναυσα
τράβηξε με δύναμη την κοτσίδα που κρατούσε σφιχτά ‘
σχεδόν τον ξάφνιασε το βογκητό που βγήκε από το
βάθος του λαιμού της λέαινας και τα δάκρυα που
ύγραναν τα κεχριμπαρένια  της μάτια.
Πόσο παράξενα του φαινόταν όλα  κι αυτή η εμμονή
στην απόλυτη σιωπή ανάμεσα στον βασανιστή
και στο θύμα κι ας μην ήταν ορισμένος
ο ρόλος του καθενός τους ‘ ήξερε πως έπρεπε
να την πετάξει μακριά του προτού τον παρασύρει
αλλά το άγριο δέρμα με το χρυσαφένιο τρίχωμα που
τριβόταν επάνω στο κορμί του ξεσήκωνε πλήθη
παραισθήσεων και είχε τόσο καιρό να νοιώσει κάτι
διαφορετικό πέρα από τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς του
που παραδέχτηκε ότι βρισκόταν στο έλεος των
ορέξεων του ανυπότακτου θηρίου ‘
Σκέφτηκε προς στιγμή να φύγει , να τρέξει μακριά
ίσως για να γλιτώσει προτού εκείνη τον κατασπαράξει
μα έτρεμαν τα γόνατα του και δεν ήταν σίγουρος πως
θα μπορούσε να ξεφύγει , να σπάσει τις κλειδαριές,
τις κλεισμένες πόρτες , να κατέβει τα σκαλιά και
να βγει στον δρόμο ‘  έτσι ακολούθησε των ορμών του
τις σκέψεις και έσφιξε το γυμνό κορμί στο κορμί του
αφού έτσι το ήθελε η μοίρα του ‘ τον πόνεσαν τα πέτρινα
στήθη επάνω στα δικά του και  σίγουρα θα του έμενε
έγκαυμα εκεί που ακούμπησαν  τα μπράτσα κι η κοιλιά της.
Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος, ήταν ήδη μεσάνυχτα
το εκκρεμές στον διάδρομο είχε μηδενίσει τον χρόνο
την ώρα που το παράλογο έγινε ! ανακάλυψε τον τρόπο
για να υποτάξει το θηρίο όταν αγκομαχώντας γλίστρησε
μέσα του και  είδε την παραδοχή στα κεχριμπαρένια μάτια
την στιγμή που η ρόδινη γλώσσα εμφανίστηκε ξανά
και δρόσισε το  φλογισμένο δέρμα του στους ώμους, στα
μπράτσα, στον λαιμό του εκμηδενίζοντας την λογική του
αν είχε ποτέ λογική ‘  ξέχασε αν ήταν σε λιβάδι, σε βουνό,
σ΄ ένα βράχο στην θάλασσα ή  ανάμεσα σε τοίχους
θυμόταν πως  τον είχε ρουφήξει μέσα του το  κορμί
κι εκεί στο σκοτεινό θυσιαστήριο το αίμα του που κόχλαζε
άφηνε πυκνά σύννεφα ηδονής να ξεχειλίζουν από
κάθε πόρο  της  δυστυχισμένης μέχρι προ τινός ύπαρξης του.
Με το ένα χέρι να κρατά σφιχτά την παραίσθηση του
ανάμεσα στα σκέλια του σήκωσε  ψηλά την γροθιά του
στον ουρανό και μούγκρισε απειλώντας τον πως φωτιά
θα έβαζε σε κάθε ανάσα την ώρα που  με μια τελετουργική
επίδειξη το σπέρμα του θα  σκόρπιζε στο χρυσαφένιο κορμί.
Το ξημέρωμα  τον βρήκαν  να στέκει όρθιος  με το
μέτωπο ακουμπισμένο στον τοίχο . Το δέρμα του ήταν
γεμάτο πληγές’  έσταζαν άλικο αίμα στα λευκά πλακάκια
 και τα μάτια του ήταν απλανή φευγάτα σε ένα δικό τους κόσμο.


Levina








29.9.12

τι όνειρο κι αυτό!


Παράξενα νεκρή που είμαι
που βλέπω κι ακούω και μιλώ
μαυροφορεμένοι οι φίλοι μου κρυφογελάνε
λουλούδια κρατάνε και  επάνω μου 
με βιάση τ΄ ακουμπάνε  κοιτώντας
το πρόσωπο μου το χλωμό ‘

Σαν βιβλίο ανοιχτό μοιάζει ετούτο
το στερνό μου το κρεβάτι  με  κορδέλες
και  δαντέλες  που φτέρνισμα μου φέρνουν
μα την ανάσα μου κρατώ μη τυχόν
και τα γελαστά τους πρόσωπα τρομάξω
Δεν ανασαίνουν οι νεκροί , δεν πίνουν,
δεν μιλούνε και σίγουρη είμαι πως
ούτε και φτερνίζονται ‘ 

 Μα κοίτα ! που με προκαλούνε !
Τώρα που φέρανε και το λιβανιστήρι
να μου θολώσουν την σκέψη και την όραση
με τούτο το κουρδιστήρι ,
το ξέρουν δα πως ν΄ αντέξω άλλο δεν μπορώ
Και να ! το χέρι ή το πόδι θα κινήσω
ή μ΄ ένα αααψουου τρομακτικό
το αίμα θα τους κόψω

Τι κρίμα  που να κινήσω δεν μπορώ
βήχω και ούτε γλαδιόλα δεν κινείται
σε τούτο το ξύλινο κουτί θα μείνω αιωνίως
Γελάστε κανάγιες με την πλάκα σας
και θα σας το  φυλάω τρομάρα σας
για όταν με το καλό ανταμώσουμε ξανά
εγώ τα κατατόπια θα χω μάθει
Απ΄ όπου και να μου ΄ρθετε ο δρόμος ένας είναι
χρόνο θα ΄χω κι  υπομονή θα κάνω
και μ΄ ένα μπουγέλο  από ψαρόνερα
με ιδιαίτερη χαρά απ έξω απ τον Παράδεισο
τον ρόλο της υποδοχής σας  θ΄ αναλάβω

Levina












στο τσιγαρόχαρτο

Τέρμα Εδώ. Εμπάτε. Ποταμός Αχέρων….. Α. Εμπειρίκος painting Adams Brenoch