Η Ελπίδα δεν
πρόλαβε να καταλάβει αν το “Φ”, ερμηνευόταν ως “Φώτης” ή “Φύγε!”. Λίγη ώρα
αφότου μπήκε στη γκαρσονιέρα της Νάντιας, πέντε κουστουμαρισμένοι άντρες
εισέβαλαν απ’ την πόρτα, κραδαίνοντας…
" Διαφυγή "
…. Τα όπλα τους στα χέρια λες και είχαν να
αντιμετωπίσουν ολόκληρο επίλεκτο
τάγμα κι όχι δυο ανυπεράσπιστες γυναίκες που
τους κοιτούσαν με μάτια θολά
από τον φόβο.
Οι επίλεκτοι της Λεγεώνας τις είχαν βρει.
Η Ελπίδα πετάχτηκε όρθια με τα γόνατα να τρέμουν
και την αδρεναλίνη να
κυλά ορμητικά στις φλέβες της ενώ η Νάντια παρέμεινε
παγωμένη , με
πρόσωπο σαν κέρινη μάσκα και τα μάτια επίμονα καρφωμένα στο τραπεζάκι
με
τους καφέδες.
Η ένταση ήταν τόσο έντονη, σχεδόν χειροπιαστή
μέσα στον μικρό χώρο, ένα
αποπνικτικό σύννεφο που τύλιγε τα ανθρώπινα κορμιά
και είχε βουτήξει τις
δυο γυναίκες από τον λαιμό.
Τα όπλα ίδια με τα σκοτεινά μάτια της κόλασης
παρακολουθούσαν την κάθε
τους ανάσα, την παραμικρή τους κίνηση.
Χιλιάδες σκέψεις κύλισαν στο μυαλό της Ελπίδας
ορμητικές σαν οργισμένο
ποτάμι… δεν θα πρόφταινε ούτε την μητέρα της να
γνωρίσει κι αυτό της το
χρωστούσε η ζωή… μέχρι και λίγη ώρα πριν ήταν τόσο σίγουρη
πως επιτέλους
θα συναντούσε την γυναίκα που την έφερε στον κόσμο και τώρα ένοιωθε
τόσο
απελπισμένη πια ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Δεν θα την άφηναν να ζήσει,
έστω για λίγο ακόμα , να δει τα μάτια της μητέρας της, να την αγκαλιάσει, να
την ρωτήσει αυτό το μεγάλο « γιατί» που υπήρχε μέσα της από τότε που
ένοιωσε
τον κόσμο.
Γιατί με άφησες ; Γιατί δεν ρώτησες ποτέ για εμένα ;
Γιατί δεν νοιάστηκες ; Τόσα πολλά ερωτηματικά αλλά ίσως και να μην ρωτούσε τίποτα… να της
έφτανε να την δει, να
την αγγίξει, να μυρίσει τα μαλλιά της να την σφίξει στον
κόρφο της, να διώξει
από πάνω της αυτή την μυρωδιά του ορφανοτροφείου.
Αυτή την πικρή μυρωδιά του
αντισηπτικού και της ποτάσας που έριχναν για
απολύμανση στα πατώματα, στους
νιπτήρες, ακόμα και τα ρούχα τους από
φτηνό κάμποτο που πλήγιαζε τα τρυφερά
κορμάκια τους τα έπλεναν με ποτάσα .
Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν μέσα σε αφόρητη σιωπή,
σαν κάτι να περίμεναν
όλοι αυτοί που τις κοιτούσαν με πέτρινα μάτια … κάτι ή
κάποιον …
Η Νάντια δεν άντεξε.
Έκανε να σηκωθεί όρθια, μα το γόνατό της
σκούντησε απότομα στο τραπεζάκι
και τα
γυάλινα ποτήρια με τους καφέδες και τα νερά κύλισαν στο πάτωμα κι
έγιναν
θρύψαλα με έναν θόρυβο που ακούστηκε σαν πιστολιά μέσα στο δωμάτιο.
Δεν ήταν παρά ένα μικρό ‘’παφ’’ αυτό που
ακούστηκε και από τον μαύρο
κύλινδρο του σιγαστήρα βγήκε μια διάφανη στήλη
καπνού.
Την ίδια στιγμή ένας τεράστιος κόκκινος λεκές
φάνηκε στο στήθος της κοπέλας απλώθηκε στην κίτρινη μπλούζα της σαν κόκκινο
τριαντάφυλλο και μια
γλυκερή μυρωδιά άρπαξε την Ελπίδα από τον λαιμό
κόβοντάς της την
ανάσα. Στα μάτια της Νάντιας ζωγραφίστηκε η έκπληξη κι άπλωσε
τα χέρια
για να κρατηθεί, όμως η ζωή έφευγε γοργά από μέσα της μαζί με το αίμα
που
κυλούσε ρυθμικά στα πλακάκια , με τους τελευταίους σφυγμούς της καρδιάς
της.
Η Νάντια, η δυνατή Νάντια που της ψιθύριζε παραμύθια μέσα στον σκοτεινό
θάλαμο του ορφανοτροφείου, που της κρατούσε το χέρι κρυφά τα βράδια για
να μη
φοβάται το σκοτάδι, που την προστάτευε από τα μεγαλύτερα παιδιά
παίζοντας ξύλο
σαν αγόρι μαζί τους δεν υπήρχε πια. Η Λεγεώνα την είχε νικήσει.
Η Ελπίδα κατάλαβε πως έφτασε κι η δική της ώρα. Ο
χρόνος της είχε τελειώσει.
Άπλωσε το χέρι δίπλα της στον τοίχο κι έκλεισε
τον διακόπτη του ρεύματος.
Στην στιγμή όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι και μέσα στην
αναταραχή που
επικράτησε, με σβέλτες κινήσεις γλίστρησε στο μικρό μπάνιο πίσω της και
κλείδωσε την
πόρτα. Ήλπιζε πως αυτό θα τους καθυστερούσε έστω για λίγο.
Πάτησε επάνω στην λεκάνη κι έφτασε το μικρό
παράθυρο που έβλεπε στον
δρόμο. Μόλις που χωρούσε να περάσει, έγδαρε άσχημα τις
παλάμες της και
κάπου ένοιωσε έναν
φρικτό πόνο ψηλά στο πόδι της ενώ άκουγε να σκίζεται
και το ύφασμα του παντελονιού
της. Τα κατάφερε όμως και έπεσε με την πλάτη επάνω στις πλάκες του
πεζοδρομίου.
Πονούσε αφόρητα, δυσκολευόταν ακόμα και να
αναπνεύσει, είχε χτυπήσει
άσχημα στο κεφάλι κι ήταν μισοζαλισμένη, όμως ήταν
αδύνατον πια να
σταματήσει για να κοιτάξει τις πληγές της.
Ο θόρυβος από την πόρτα του μπάνιου που έσπαγε,
έφτασε μέχρι τα αυτιά της,
δεν είχε παρά μόνο ελάχιστα λεπτά μέχρι να την
εντοπίσουν, γι αυτό
παραπατώντας σε κάθε βήμα τράβηξε προς την γωνία που είχε
παρκάρει το
αυτοκίνητό της. Ευτυχώς είχε ακόμα τα κλειδιά στην τσέπη της γιατί με τα
πόδια στην κατάσταση που ήταν δεν θα
μπορούσε να πάει μακριά.
Σύρθηκε σχεδόν στο αμάξι της, έβαλε εμπρός κι
έφυγε όσο πιο ήσυχα γινόταν
για να μη δώσει στόχο.
Που θα πήγαινε; Σε ποιον να έχει πια εμπιστοσύνη;
Μόνο ο κυρ Μιχάλης ήταν
στην σκέψη της, μα θα τον έβαζε σε μπελάδες… άσε που
ήταν σίγουρη πως κι
εκείνον πια θα τον παρακολουθούσαν.
Ένας φρικτός πονοκέφαλος αποσυντόνιζε τις σκέψεις
της, όμως αυτό το ‘ Φ ‘
που χάραζε επίμονα στο ποτήρι της η Νάντια σαν μέλισσα τριγύριζε στο
μυαλό της. Τι ήταν αυτό; Τι μήνυμα ήθελε να της περάσει η
φίλη της πριν
πέσουν στα χέρια της Λεγεώνας; Φύγε μας της έχουν στημένη; Φώτης; Ψάξε
να βρεις
τον Φώτη; Και που να ψάξει; Εκείνος είχε χαθεί ξαφνικά, τις είχε
εγκαταλείψει
εδώ και αρκετό καιρό…
Φρυκτωρία!!! Μα πως δεν το κατάλαβε από την αρχή;
Η Νάντια της έλεγε να
κρυφτεί σε μια από τις φρυκτωρίες τους!!!
Όταν ξεκίνησαν την σταυροφορία τους απέναντι στην
Λεγεώνα ο Φώτης είχε
νοικιάσει δυο διαμερίσματα, σε διαφορετικά ονόματα το καθένα
και δεν
πήγαιναν ποτέ σε αυτά, ούτε και τα είχαν δει ποτέ οι δυο κοπέλες.
Ήξεραν μόνο την θυρίδα που ήταν κρυμμένα τα κλειδιά των διαμερισμάτων κι ότι
εκεί θα
έπρεπε να καταφύγουν μόνο στην έσχατη ανάγκη για να γλυτώσουν την ζωή
τους.
Θα έβρισκαν πλαστά έγγραφα, χρήματα και καινούργιες ταυτότητες για
να αρχίσουν ξανά
από την αρχή και οδηγίες για να επικοινωνήσουν με
‘’ αόρατους φίλους’’ που θα τους βοηθούσαν να
ξεφύγουν.
Ποτέ δεν τους είπε ο Φώτης που έβρισκε τα χρήματα
για να τα κάνει όλα
αυτά… κάποια στιγμή όμως του είχε ξεφύγει πως υπάρχει μια
Οργάνωση που
προσπαθεί να βάλει φρένο
στα βρώμικα παιχνίδια της Λεγεώνας.
Έπρεπε να φτάσει στην Φρυκτωρία… να ξεφύγει … να
ζήσει… να τους νικήσει .
Πόσο ήθελε να κλάψει, να κουλουριαστεί σε μια
γωνιά μέχρι να σταματήσουν
οι πόνοι από τις πληγές της και να κλάψει για ώρες…
όμως αυτό ήταν
πολυτέλεια κι η Ελπίδα δεν είχε χρόνο για πολυτέλειες. Όταν θα
έφτανε στο
αόρατο διαμέρισμα θα μπορούσε
να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις της.
Από συνήθεια κοίταξε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου
κι αυτό που είδε της
πάγωσε το αίμα.
Ένα θηριώδες κατάμαυρο τζιπ με φιμέ τζάμια την
ακολουθούσε κι ερχόταν
ορμητικά, ολοταχώς κατ’ επάνω της. Η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη.
Το μόνο που της έμενε να κάνει ήταν…