Εκεί
αρχές Σεπτέμβρη έκανε μια γερή ανακαίνιση ο κυρ Μιχάλης
στο
καφενείο.
Έφερε
δυο φοιτητές δίπλα από το Πολυτεχνείο που ζητούσαν λίγο
χαρτζιλίκι
και του φρεσκάρισαν τους τοίχους, πέρασαν κι ένα χέρι
λαδομπογιά
τα παλιά τραπέζια, καθάρισαν και τις καρέκλες… έφερε
κι
έναν πεινασμένο ζωγράφο που έφτιαχνε πορτραίτα στην ομόνοια
και
του ζωγράφισε μια καινούργια ταμπέλα με φιοριτούρες και
περίτεχνα
γράμματα, με την υπόσχεση να τον ταΐζει για ένα δίμηνο.
Δεν
του στοίχισε τίποτα σχεδόν η όλη δουλειά αν και την ταμπέλα
την
πλήρωσε λιγάκι ακριβούτσικα μια και όσο αλάφρωνε η τσέπη του
τόσο
μεγάλωνε η κοιλιά του ζωγράφου, αλλά δεν βαριέσαι;
Οι
δουλειές είχαν πάρει τα πάνω τους μετά από όλο αυτό. Τραβήχτηκε
και
αρκετός φοιτητόκοσμος στο μαγαζί κι έτσι αυτό που χρειαζόταν πια
ο
κυρ Μιχάλης ήταν δυο χέρια ακόμα, γιατί δεν τα έβγαζε πια πέρα
μόνος
του. Τα χρόνια τον βάραιναν και ήταν κι αυτή η ποδάγρα
που
ερχόταν κάθε τόσο να του θυμίσει πως δεν ήταν παιδάκι για να
τα
προλαβαίνει όλα και πως έπρεπε να κόψει και το πιοτό.
Αν
και γι αυτό το τελευταίο είχε και μια δικαιολογία.
«Αρώματα
πουλάω ;» έλεγε στον γιατρό του που τον μάλωνε
«ούζο
και καφέδες πουλάω γιατρέ μου, αν πούλαγα αρώματα
θα
έβαζα πατσουλί, τώρα πίνω κανένα ουζάκι με τον πελάτη,
για
να μη νοιώθει μόνος!»
Α
όλα κι όλα! Τους αγαπούσε τους πελάτες του ο κυρ Μιχάλης, το είχε
για
λειτούργημα το επάγγελμα του καφετζή, τους ένοιωθε πότε ήταν
στις
χαρές τους και πότε είχαν ντέρτια και τους έκανε παρέα κι εκεί
επάνω
στο πιοτό αυτοί άνοιγαν την καρδιά τους και μετά έφευγαν ξαλαφρωμένοι, λες και
είχαν πάει στον εξομολόγο τους.
Γιατί
μη νομίζεις… και το ούζο σε εξομολογεί … θες δεν θες.
Δεν
χρειάστηκε να ψάξει μακριά για υπάλληλο, τόσος φοιτητόκοσμος
περνούσε
απ’ εκεί. Μόλις το ανέφερε , την άλλη στιγμή βρέθηκε με
το
Μαράκι βοηθό. Ένα μικροσκοπικό πλάσμα που δεν το έπιανε το
μάτι
σου αλλά αληθινή σβούρα, πρόθυμη, έτοιμη να κάνει όλες τις
δουλειές
του μαγαζιού.
Δυο
μήνες μόνο ήταν το Μαράκι στο μαγαζί και όλα περνούσαν
από
τα χέρια της.
Έφτιαχνε
καφέδες, ετοίμαζε τους μεζέδες για τα ουζάκια, έκανε
την
λάντζα, φρόντιζε να κρατά καθαρά τα τασάκια και τα τραπέζια
και
μόλις τελείωνε και ήταν να κλείσουν το μαγαζί, βούταγε την
σφουγγαρίστρα
απ’ τα χέρια του και έκανε το πάτωμα να λάμπει.
Τίποτα
δεν τον άφηνε να κάνει ο κυρ Μιχάλης κι εκείνος την
καμάρωνε
και την πρόσεχε μη την πειράξει κανένας κορίτσι πράμα
ανάμεσα
σε τόσους άντρες.
Μόνο
που τον είχε πιάσει και πάλι αυτή η ρημάδα η ποδάγρα. Με
δυσκολία
περπατούσε, σερνόταν από το σπίτι στο μαγαζί κι από το
μαγαζί
στο σπίτι και μόνο η Μαρία κρατούσε το μαγαζί πια ολόκληρο
χωρίς
την βοήθειά του. Δεν μπορούσε ο καημένος ούτε έναν καφέ να
σταθεί
όρθιος να φτιάξει .... πλησίαζε κι η γιορτή του Πολυτεχνείου
και
το ήξερε πως είχαν πολύ δουλειά αυτό το τριήμερο.
Πως
θα τα έβγαζε το Μαράκι πέρα ολομόναχο; Όχι πως την
φοβόταν…
του είχε αποδείξει πόσο καλά τα κατάφερνε, αλλά και
με
την τριπλάσια δουλειά στους ώμους της ; …
«Μην
ανησυχείς κυρ Μιχάλη μου» τον καθησύχασε η Μαρία « κάτσε
στο
σπίτι σου να γίνεις καλά και θα με βοηθήσουν τα παιδιά αν
χρειαστεί,
εγώ θα έρχομαι το βράδυ να κάνουμε λογαριασμό και
να
σου δίνω το ταμείο»
Τα
παιδιά ήταν οι συμφοιτητές της που πάντα έβαζαν το χεράκι τους
στα
δύσκολα κι έτσι ο κυρ Μιχάλης μη έχοντας κι άλλη επιλογή αφού
τον
έσφαζαν οι πόνοι έκατσε στο σπίτι του να κάνει κι αποτοξίνωση,
να
πιει και το γαλατάκι του να συνεφέρει τα πόδια του που είχαν γίνει τούμπανο και
δεν χώραγαν ούτε στα παπούτσια του.
Ξεσήκωναν
τον κόσμο τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου, καλούσαν τον
κόσμο
στην μεγάλη πορεία προς την Αμερικανική πρεσβεία με τραγούδια
και
συνθήματα, τραγούδια που έδιναν τον ρυθμό για να μεγαλώνουν
τα
όνειρα για το αύριο, για να καταπατηθεί η αδικία, για την νίκη της Δημοκρατίας…
_Ποιος
την ζωή μου
Ποιος
την κυνηγά_
Ακουγόταν
από τα μεγάφωνα η φωνή της Φαραντούρη και είχε
γεμίσει
κόσμο όλη η περιοχή του Πολυτεχνείου. Όλοι ήθελαν να
προσκυνήσουν
την ματωμένη σημαία και τα κάγκελα που πριν δυο
χρόνια
έριξε το τανκς εκείνη την μαύρη νύχτα.
Το
μικρό καφενεδάκι γέμιζε από κάθε λογής ανθρώπους που ερχόταν
από
όλα τα μέρη της Ελλάδας για να παρευρεθούν σε αυτό το λαϊκό
προσκύνημα
… ακόμα και πούλμαν από την Κρήτη, από την
Αλεξανδρούπολη,
από την Θεσσαλονίκη είχαν φτάσει γεμάτα κόσμο.
Πολυτεχνείο,
Εξάρχεια, Βάθη, Ομόνοια μιλιούνια κόσμου κι ας
γνώριζαν
ότι δεν θα τους επέτρεπαν να ολοκληρώσουν την πορεία.
Χιλιάδες
και οι αστυνομικοί, οι Αύρες σε κάθε γωνία γύρω από το
πολυτεχνείο
και οι κλούβες έτοιμες να παραλάβουν καινούργιους
πελάτες
για την ασφάλεια και φυσικά ασφαλίτες σε κάθε μέρος.
Ακόμα
και στο μαγαζάκι του κυρ Μιχάλη μπαινόβγαιναν παριστάνοντας
πως
ήταν μέρος του κόσμου, ενώ έκαναν μπαμ από μακριά ποια ήταν
η
δουλειά τους.
Έστηναν
αυτί στα διπλανά τραπεζάκια να πιάσουν καμιά κουβέντα
αλλά
τα παιδιά μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων ορμηνεμένα από
την
Μαρία που γνώριζε ποιοι ήταν οι μόνιμοι πελάτες του καφενείου
και
ποιοι ήταν αυτοί με τις φαρδιές πλάτες και τα κοντοκουρεμένα μαλλιά.
Κυριακή
μεσημέρι και έφτασε με κόπο στο μαγαζί ο κυρ Μιχάλης να δει
τι
γίνεται. Φοβόταν πως θα είχαν φασαρίες κι η Μαρία δεν θα μπορούσε
να
τα βγάλει πέρα.
Την
προηγούμενη χρονιά είχαν σπάσει όλα τα μαγαζιά από τα Εξάρχεια
μέχρι
την Βάθη. Το καφενεδάκι του ήταν από τα λίγα που γλύτωσαν.
Μα
και ποιος θα το άγγιζε που όλοι το γνώριζαν ότι ο κυρ Μιχάλης
δεν
χαμπάριαζε ούτε από αστυνομίες, ούτε από δικτατορίες, ούτε από χαφιέδες και
είχε μια αγκαλιά για όλο τον κόσμο που έμπαινε στο
κατώφλι
του.
«Θα
πας στην πορεία κι εσύ Μαρία; » ρώτησε την κοπέλα κι εκείνη
με
μάτια που έλαμπαν του απάντησε…
«Είμαι
στην περιφρούρηση κυρ Μιχάλη, τώρα θα έκλεινα να φύγω
με
τα παιδιά»
«Ποια
περιφρούρηση βρε που είσαι μισή πίνα άνθρωπος… να
προσέχεις
Μαρία μου» πρόσθεσε ανήσυχος ο κυρ Μιχάλης
«
θα γίνουν επεισόδια, αχ και να ‘χα τα πόδια μου, πρώτος μαζί σας
θα
ήμουν! και άκου… δεν θα κλείσω το μαγαζί, εδώ θα σε περιμένω
να
γυρίσεις να μου πεις ότι είσαι καλά και μετά θα φύγω»
Τον
άκουσε και δεν τον άκουσε η Μαρία καθώς έβγαλε φτερά στα
πόδια
και πέταγε προς την Ομόνοια να προλάβει τους δικούς της …
η
πορεία είχε ξεκινήσει.
Κύλησαν
αργά οι ώρες που περίμενε ο κυρ Μιχάλης, καθισμένος
ολομόναχος
κοντά στο παράθυρο με έναν κρύο Ελληνικό στο
πορσελάνινο
φλιτζανάκι δίπλα του και με ένα τασάκι γεμάτο
αποτσίγαρα.
Το ήξερε πως είχαν αρχίσει οι φασαρίες, άκουγε τους
κρότους,
τα σφυρίγματα, τα τρεχαλητά, έβλεπε τις σκιές που
γλιστρούσαν
μέσα στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή μια ομάδα κοντά στα
δέκα
άτομα, μπούκαραν στο μαγαζί . Πετάχτηκε επάνω ο κυρ Μιχάλης.
Ήταν
όλα παιδιά και είχαν ανάμεσά τους και τρία κορίτσια, η μια
ήταν
η Μαρία. Τρόμαξε να την γνωρίσει ο Κυρ Μιχάλης. Όλοι ήταν με πρησμένα μάτια που
έσταζαν αίμα από τα δακρυγόνα, με ταλαιπωρημένα ρούχα και χέρια που έτρεμαν από
την αγωνία.
Η
Μαρία κρατούσε το χέρι της δεμένο με ένα μαντήλι και από την
χλωμάδα
του προσώπου της φαινόταν πως πονούσε πολύ.
Την
έβαλαν να καθίσει.
«Καθώς
τρέχαμε, παραλίγο να πιάσουν την Μαρία, την χτύπησαν
με
τα γκλομπ και μάλλον της έχουν σπάσει το χέρι» ενημέρωσαν
τον
κυρ Μιχάλη «τρομάξαμε να τους την πάρουμε από τα χέρια τους,
αλλά
μας κυνηγά μια ολόκληρη διμοιρία Ματατζήδες, πρέπει να φύγουμε
κυρ
Μιχάλη, εσύ κρύψε την Μαρία όπου μπορείς , δεν γίνεται να τρέξει
άλλο
μαζί μας»
«Γρήγορα…
έρχονται» φώναξε ένα παιδί που φύλαγε τσίλιες στην
γωνία
.
Είχαν
παγιδευτεί στο καφενείο , δεν θα προλάβαιναν να κάνουν δέκα
βήματα
και θα τους έπιαναν.
«Ανεβείτε
στο πατάρι και μη βγάλετε άχνα» τους πρόσταξε ο κυρ Μιχάλης
«
εγώ θα πάρω την Μαρία να φύγουμε και θα κλειδώσω το μαγαζί,
θα
σας ανοίξω το πρωί. Τηλέφωνο υπάρχει να ειδοποιήσετε τις
μανάδες
σας ότι είστε καλά και να φάτε, έχει ψωμί και τυρί στο ψυγείο»
Μέσα
σε δευτερόλεπτα έσβησαν τα φώτα στο μαγαζί , κλείδωσε την
πόρτα
ο κυρ Μιχάλης και κατέβασε και το ρολό σαν να μην τον
πονούσαν
πια τα πόδια του, σα να ήταν είκοσι χρονών. Είχε ευθύνη
απέναντι
στα παιδιά. Απέναντι στην Μαρία που ακουμπούσε στον
τοίχο
για να μη πέσει. Στο σπίτι θα μπορούσε να της δώσει τις πρώτες βοήθειες
τουλάχιστον.
Πέρασε
το χέρι από τους ώμους της για να την στηρίζει και ξεκίνησαν
για
το σπίτι του κυρ Μιχάλη, κάμποσα τετράγωνα πιο πέρα.
Ένα
αποπνικτικό σύννεφο πλανιόταν στον αέρα, σαν να είχαν
βομβαρδίσει
την Αθήνα με τόνους πιπεριού που σου έκοβε την
ανάσα
και έτσουζε φρικτά τα μάτια και τα ρουθούνια.
Πριν
φτάσουν στην γωνία της 3ης Σεπτεμβρίου έπεσαν επάνω στα
Ματ
που έτρεχαν να βρουν που κρύφτηκαν τα παιδιά. Κάπως τους
κοίταξαν
περίεργα, αλλά ο γέρος που σβαρνούσε τα πόδια του και
το
κοριτσάκι που τον κρατούσε δεν ήταν ο στόχος τους κι έτσι τους
άφησαν
να περάσουν.
Μόλις
δεν τους έβλεπαν πια, βοήθησε την Μαρία να δέσει και πάλι
το
χέρι της που μέχρι τότε έμοιαζε να τον στηρίζει για να περπατά
εκείνος
και προχώρησε με πιο γρήγορο βήμα να φτάσουν σπίτι για
να
δει τι θα μπορούσε να κάνει.
Για
νοσοκομείο ούτε λόγος. Αυτή την βραδιά όποιος ζητούσε βοήθεια
και
μάλιστα φοιτητής και χτυπημένος πήγαινε κατευθείαν στο στόμα
του
λύκου.
Ξαφνικά
ένα βαρύ χέρι έπεσε στον ώμο του.
«Κυρ
Μιχάλη τι κάνεις έξω τέτοια ώρα;»
Τρέμοντας
γύρισε ο κυρ Μιχάλης και η Μαρία και βρέθηκαν εμπρός
σε
έναν από τους Ματατζήδες, με την ασπίδα και το γκλομπ στην μέση του.
«Αργύρη
εσύ είσαι;»
Τον
ήξερε τον Αργύρη ο κυρ Μιχάλης, ήταν παλιός πελάτης του
μαγαζιού,
είχαν βγάλει επάνω στο ποτό αρκετές φορές τα εσώψυχα
τους.
«Που
πας τέτοια νύχτα κυρ Μιχάλη, γίνεται χαλασμός, το κορίτσι τι
το
τραβάς, δεν βλέπεις που είναι χτυπημένο ;»
Τους
είχε καταλάβει ο Αργύρης και τι δικαιολογία να του έλεγε τώρα;
Καλύτερα
να έλεγε την αλήθεια. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Αργύρης.
«Σπίτι
μου πάμε Αργύρη, η Μαρία είναι σαν κόρη μου και την
σακατέψατε
γιατί μπήκε στην πορεία»
Έπαιξαν
τα βλέφαρα του Αργύρη αλλά δεν κατέβασε τα μάτια.
«Πρέπει
να πάει σε γιατρό κυρ Μιχάλη»
«Για
να την χώσετε στα μπουντρούμια της ασφάλειας αύριο Αργύρη;
Ξέχνα
το, σπίτι θα την πάω, τράβα στην δουλειά σου»
«
Άκου κυρ Μιχάλη, το κορίτσι πρέπει να πάει σε γιατρό, θα την πάω
εγώ
και μη φοβάσαι, δεν θα την πειράξει κανένας, έχω γιατρό δικό μου,
δείξε
μου εμπιστοσύνη και αύριο εγώ θα στην φέρω αν είναι καλά όπου
θέλεις,
στο σπίτι σου , στο καφενείο, όπου εσύ θες»
Η
Μαρία κόντευε να λιποθυμήσει από τον πόνο που είχε το χέρι της,
λες
και χίλια σφυριά κοπανούσαν το κορμί της και μόλις που στεκόταν
στα
πόδια της πια. Δεν είχε και πολλές επιλογές ο κυρ Μιχάλης.
Πώς
να κρατήσει το κορίτσι στο σπίτι με σπασμένο χέρι;
Τουλάχιστον
είχε εμπιστοσύνη πως ο Αργύρης θα βοηθήσει.
«Αργύρη
θα σ’ εμπιστευτώ, η Μαρία μου υποφέρει, πρόσεξε το κορίτσι
και
τα μάτια σου. Πέρνα το πρωί από το μαγαζί να μου πεις
που
θα την έχεις και πως είναι, θα σε περιμένω»
Αγκάλιασε
την Μαρία με δάκρυα στα μάτια και μετά την άφησε στον
Αργύρη
και έφυγε με βαριά βήματα για το σπίτι.
Θα
ήθελε να γυρίσει στο μαγαζί του, να καθίσει δίπλα στα παιδιά που ήταν μέσα
κλεισμένα ,να περάσει αυτή η νύχτα, αλλά έπρεπε να απομακρυνθεί
από
εκεί, να μη τραβήξει άλλο την προσοχή.
Ξημερώματα
σχεδόν γύρισε στο καφενείο.
Στον
δρόμο ελάχιστοι κυκλοφορούσαν και η ατμόσφαιρα είχε την γεύση ταγγισμένου
λαδιού που σου κάθεται στον λαιμό και δεν σε αφήνει να ανασάνεις.
Άνοιξε
το ρολό, άναψε τα φώτα και τότε κατέβηκαν από το πατάρι
τα
παιδιά που είχαν κουρνιάσει σαν φοβισμένα πουλιά να
προστατευθούν
κάτω από τις φτερούγες του γέρου καφετζή.
Με
ευγνωμοσύνη τον γέμισαν ευχαριστίες αγκαλιές και φιλιά και
ρωτούσαν
για την Μαρία.
Ο
κυρ Μιχάλης τους ενημέρωσε τι είχε γίνει και πως τώρα περίμενε
κι
αυτός νέα της και μετά έφυγαν γελώντας, έχοντας ήδη ξεχάσει τις
ώρες
αγωνίας, τις τρεχάλες, τα δακρυγόνα , κρατώντας μόνο το γέλιο,
το
τραγούδι που είχαν στο στόμα την προηγούμενη μέρα, το πώς
ξεγελούσαν
τους Ματατζήδες παίζοντας κλεφτοπόλεμο μαζί τους.
Και
πάλι οι ώρες κυλούσαν αργά για τον κυρ Μιχάλη, λίγοι οι πελάτες εκείνη την μέρα
κι έτσι πάλι με τον καφέ και το τσιγάρο να κάθεται και να περιμένει.
Θα
ήταν κοντά μεσημέρι όταν φάνηκε ο Αργύρης που έφερε την Μαρία και πετάχτηκε σαν
έφηβος επάνω ο κυρ Μιχάλης να τους αγκαλιάσει και τους δυο. Εκείνον γιατί
φάνηκε αληθινός φίλος και την Μαρία γιατί την αγαπούσε πραγματικά σαν κόρη του.
Το
χέρι της κοπέλας ήταν μπανταρισμένο, ευτυχώς δεν ήταν σπάσιμο
του
είπαν, μόνο ένα ραγισματάκι που σε ένα μήνα θα ήταν και πάλι
καλά.
Ο
Αργύρης είχε καταφέρει να περάσει την Μαρία για κόρη της αδελφής του, πως τάχα
τους το είχε σκάσει και είχε μπει στην πορεία και τώρα μόλις
γινόταν
καλά θα της έριχνε ένα βρωμόξυλο που τον παράκουσε σαν
θείος
της που ήταν!
«Σ’
ευχαριστώ πολύ για όλα ‘θείε’» του είπε η Μαρία…
«Να
είσαι καλά ανιψούδι μου!» Της απάντησε ο Αργύρης και έφυγε
να
πάει σπίτι του να ξεκουραστεί. Ήταν μεγάλη η μέρα και ακόμα
μεγαλύτερη
η νύχτα που πέρασε.
«Και
τώρα Μαρία ; τι κάνουμε ;» Ρώτησε ο κυρ Μιχάλης την κοπέλα
όταν
έμειναν μόνοι τους. « Πως θα τα βγάλουμε πέρα στο μαγαζί, εσύ
με
ένα χέρι και εγώ με τα άχρηστα πόδια μου;»
Χαμογέλασε
πονηρά η Μαρία και έσκυψε κοντά του.
«Πολύ
εύκολα κυρ Μιχάλη… θα μου δώσεις εσύ ένα χέρι , θα σου
δώσω
κι εγώ κάτι από πόδι και όλα θα πάνε καλά!»
Το
τρανταχτό γέλιο του κυρ Μιχάλη ακούστηκε δυο τετράγωνα πιο
πέρα.